Ο νόμος 4842/2021 επέφερε σημαντικές αλλαγές σε όλο το φάσμα της πολιτικής δίκης, ανεξάρτητα από τη διαδικασία εκδίκασης της αγωγής, στα ένδικα μέσα, στην αναγκαστική εκτέλεση και στα ασφαλιστικά μέτρα. Καινοτόμος ρύθμιση είναι η καθιέρωση της πρότυπης ή πιλοτικής δίκης στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με προσθήκη νέου άρθρου (20Α) στο πρώτο βιβλίο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την επίλυση νέου δυσχερούς ερμηνευτικού ζητήματος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων και που από τη φύση του αναμένεται να προκαλέσει σημαντικό αριθμό διαφορών, με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας. Έτσι, τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα θα εισάγονται ενώπιον της Ολομέλειας του ΑΠ ύστερα από υποβολή από τους διαδίκους σχετικής αίτησης ενώπιον τριμελούς επιτροπής απαρτιζόμενης από τον Πρόεδρο του ΑΠ, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην τμήματος, είτε με απλή πράξη του Εισαγγελέα του ΑΠ είτε με την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από το δικαστήριο της ουσίας. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την απόφασή της εντός έξι μηνών θα δημιουργεί νομολογία, που θα αποτελεί τον οδηγό για τα κατώτερα δικαστήρια, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην ταχύτερη επίλυση της διαφοράς ως προς το συγκεκριμένο αμφισβητούμενο νομικό ζήτημα, στην ενότητα της νομολογίας και την εδραίωση της ασφάλειας του δικαίου.
Στο επίπεδο της τακτικής διαδικασίας οι ρυθμίσεις είναι αναγκαίες για την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, την εύρυθμη λειτουργία της δίκης με την εφαρμογή και των σύγχρονων τεχνολογιών και την έκδοση ορθής και δίκαιης δικαστικής απόφασης και αφορούν στο δεύτερο βιβλίο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σχετικά με την εισαγωγή της αγωγής προς συζήτηση και τη συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρ. 232, 237, 238, 254, 260 παρ. 2 και 4), την απόφαση (άρθρ. 307, 308), την απόδειξη (άρθρ. 400, 401), τις ένορκες βεβαιώσεις (άρθρ. 421, 422, 424). Ειδικότερα: α) οριοθετείται το περιεχόμενο του άρθρου 232, που ήταν ανεφάρμοστο με την τότε ισχύουσα ρύθμιση, β) στο άρθρο 237 ορίζεται η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων επί της αγωγής σε προθεσμία 90 ημέρων μετά την παρέλευση της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής κατά το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ στο άρθρο 238 αυξάνεται η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων για τις λοιπές ασκηθείσες διαδικαστικές πράξεις. Ειδική είναι η ρύθμιση για την υποβολή εκπρόθεσμων προτάσεων λόγω ανώτερης βίας (άρθρο 155). Ταυτόχρονα, επιλύεται το ζήτημα της προσκομιδής του πληρεξούσιου εγγράφου με τις προϋποθέσεις του άρθρου 227 και η κύρωση της μη προσκομιδής του (άρθρο 237 παρ. 1), καθώς ο χρόνος κατάθεσης των προτάσεων στις ειδικές περιπτώσεις του άρθρου 237 παρ. 3, γ) ορίζεται η δυνατότητα προβολής νέων ισχυρισμών παραχρήμα αποδεικνυόμενων (έγγραφα ή δικαστική ομολογία) ή αυτών που γεννήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων και η δυνατότητα να κλητευθούν οι διάδικοι από το δικαστήριο για να εμφανιστούν στο ακροατήριο (άρθρο 237 παρ. 5), δ) καταργείται η παρεχόμενη με το άρθρο 254 ΚΠολΔ έκδοση απόφασης επανάληψης της συζήτησης για τη διεξαγωγή αποδείξεων και ορίζονται οι προϋποθέσεις που το δικαστήριο με απλή διάταξή του διατάζει αποδείξεις με όλα τα αποδεικτικά μέσα. Ορίζεται, επίσης, η κατάργηση της δίκης, όταν ματαιώνεται η συζήτηση της αγωγής και δεν επαναφέρεται σε νέα συζήτηση σε ορισμένη προθεσμία, ρύθμιση που επεκτείνεται για πρώτη φορά και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών (άρθρο 260 παρ. 2), ενώ ορίζεται ο τρόπος επαναφοράς των υποθέσεων προς συζήτηση όταν αυτές δεν εισάχθηκαν στο ακροατήριο για κάποιο λόγο ανώτερης βίας (παρ. 3). Προβλέπεται επίσης ότι η συμφωνία των διαδίκων για μη έκδοση απόφασης μετά τη συζήτηση δεν παράγει έννομες συνέπειες (άρθρο 308 παρ. 1), ενώ ορίζεται η δυνατότητα κατάθεσης συμπληρωματικών προτάσεων από τους διαδίκους στο ακροατήριο, εφόσον είχαν παραστεί στην αρχική συζήτηση, στην περίπτωση της αδυναμίας έκδοσης της απόφασης για κάποιον από τους οριζόμενους λόγους του άρθρου 307 ΚΠολΔ.
Ως προς επώνυμο αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαίωσης ορίζεται η δυνατότητα λήψης της ενώπιον δικηγόρου (άρθρο 421), περιορίζεται ο αριθμός τους (άρθρο 422 παρ. 3) και οριοθετείται η κύρωση της μη λήψης υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (άρθρο 424).
Ως προς τα δικαστικά έξοδα ορίζεται για πρώτη φορά ο μερικός συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων, εάν, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, υπάρχει εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 εδ β).
Τροποποιήθηκαν πλήρως οι ειδικές διατάξεις για τις μικροδιαφορές (άρθρα 468, 469 ΚΠολΔ) και αυτές αντιμετωπίζονται ως μια απόκλιση από τις διατάξεις της δίκης της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Η προτεινόμενη διαδικασία είναι απλή, ευέλικτη και σύντομη και αποσκοπεί στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης παράλληλα με την έκδοση δίκαιης και ορθής δικαστικής απόφασης. Πιο συγκεκριμένα, επιλέγονται ορισμένες ρυθμίσεις της τακτικής διαδικασίας που δοκιμάστηκαν επιτυχώς στην πράξη (π.χ. ταχύτατος προσδιορισμός δικασίμου, δραστικός περιορισμός του φαινομένου της ματαίωσης της συζήτησης, μη αναβολή της υπόθεσης, κλήση των διαδίκων από το πινάκιο, δυσμενείς συνέπειες ερημοδικίας), δίχως να καταργείται και η δυνατότητα προφορικότητας, και δίχως προσβολή των δικονομικών αρχών, που ορίζονται στα άρθρα 94 παρ. 2 και 115 παρ. 3 ΚΠολΔ. Υιοθετούνται όμως και άλλες ρυθμίσεις, όπως από τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (π.χ. λήψη ενόρκων βεβαιώσεων δίχως κλήση του αντιδίκου), ενώ ο ειρηνοδίκης λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, κατ’ απόκλιση των δικών της τακτικής διαδικασίας και των ειδικών διαδικασιών. Ειδικότερα με τα νέα άρθρα 468 και 469, η διαδικασία εξελίσσεται, καταρχήν, με βάση την αγωγή, την απάντηση του εναγόμενου με απλό έγγραφο υπόμνημα και τους περιεχόμενους σε αυτές ισχυρισµούς των διαδίκων και τα αποδεικτικά μέσα που υποβάλουν, ενώ, η παράστασή τους στο ακροατήριο περιορίζεται στη δυνητική παροχή διασαφήσεων για όλα τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. H διαδικασία είναι απλή, ευέλικτη και σύντομη. Στηρίζεται στη συλλογή του αποδεικτικού υλικού στην προδικασία. Η διαδικασία αρχίζει με την κατάθεση της αγωγής στη γραμματεία του ειρηνοδικείου και επίδοσή της στον εναγόμενο, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην παραπάνω προθεσμία, θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Η προθεσμία επίδοσης της αγωγής παρατείνεται σε τριάντα (30) ημέρες, αν ο εναγόμενος διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Σε προθεσμία ενέργειας είκοσι (20) ημερών, που έχει ως αφετηρία τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής, ο ενάγων καταθέτει το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής και ο εναγόμενος απαντάει για την αλήθεια ή μη των ισχυρισμών του αντιδίκου του, με απλό έγγραφο υπόμνημα στο οποίο περιέχονται οι ισχυρισμοί του. Στην ίδια προθεσμία οι διάδικοι προσκομίζουν στο ειρηνοδικείο τα αποδεικτικά τους μέσα. Η προσκομιδή ενόρκων βεβαιώσεων, έως δυο για κάθε πλευρά, επιτρέπεται και χωρίς κλήση του αντιδίκου. Σε προθεσμία πέντε (5) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης των αποδείξεων και των ισχυρισμών του εναγόμενου, οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν έγγραφη προσθήκη-αντίκρουση. Νέοι ισχυρισμοί με την προσθήκη μπορεί να προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στο ως άνω υπόμνημα του εναγομένου. Εκπρόθεσμα αποδεικτικά μέσα και ισχυρισμοί των διαδίκων δεν λαμβάνονται υπόψη. Παρεμβάσεις και ανταγωγές κατατίθενται, επίσης, στη γραμματεία του ειρηνοδικείου και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά είκοσι (20) ημέρες αν ο εναγόμενος διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Η προσκομιδή των αποδεικτικών μέσων και το έγγραφο υπόμνημα των ισχυρισμών στις περιπτώσεις αυτές γίνεται σε προθεσμία τριάντα (30) ή πενήντα (50) ημερών αντίστοιχα από την κατάθεση της αγωγής και η έγγραφη προσθήκη αντίκρουση σε προθεσμία πέντε (5) ημερών από τη λήξη της. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή δεν ορίζεται στις μικροδιαφορές εν όψει της μη εμφάνισής της στις δίκες αυτές, συνυπολογιζομένης και της φύσης των υποθέσεων που υπάγονται εδώ. Με την παρέλευση των προθεσμιών ολοκληρώνεται η προδικασία και σχηματίζεται ο φάκελος της δικογραφίας με τους ισχυρισμούς των διαδίκων και τα αποδεικτικά τους μέσα. Για την αγωγή και όσα ένδικα βοηθήματα επιτελούν ίδια λειτουργία, όπως η κύρια παρέμβαση και η ανταγωγή, καθώς, και για την απάντηση του εναγόμενου είναι δυνατή η χρήση τυποποιημένων εγγράφων. Επίσης, είναι δυνατή η τήρηση της ως άνω διαδικασίας και μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Με υπουργική απόφαση καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των τυποποιημένων εγγράφων και της ηλεκτρονικής πλατφόρμας μικροδιαφορών (άρθρο 468 παρ. 4). Με τη συγκέντρωση της δικογραφίας προσδιορίζεται η ημέρα συζήτησης της αγωγής με εγγραφή της υπόθεσης σε πινάκιο μικροδιαφορών και εφαρμόζονται, αντίστοιχα, τα άρθρα 237 παρ. 6 εδ. 5 και 6.
Κατά την ορισμένη δικάσιμο οι διάδικοι εμφανίζονται στο δικαστήριο, αν όμως αυτοί συμφωνούν, μπορούν να καταθέσουν μόνον κοινή δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2, για τη συζήτηση της υπόθεσης δίχως την παρουσία τους. Αν δεν εμφανιστεί κανείς από αυτούς η υπόθεση ματαιώνεται, κατά το άρθρο 260, ενώ, αν δεν εμφανιστεί ο ενάγων ή ο εναγόμενος, εφαρμόζονται τα άρθρα 272 παρ. 1 και 271 παρ. 3, αντίστοιχα. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται. Κατά τη δικάσιμο, στην οποία οι διάδικοι μπορούν να προβούν σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις, ενδεικτικά, παραίτησης, περιορισμού του αιτήματος, δήλωση βίαιης διακοπής δίκης κ.ο.κ., αποκλειστικός στόχος είναι η παροχή διασαφηνίσεων για όλα τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, εφόσον οι διάδικοι παρίστανται και κριθεί τούτο από τον ειρηνοδίκη. Ισχυρισμοί που δεν προτάθηκαν και αποδεικτικά μέσα που δεν προσκομίστηκαν στην προδικασία δεν λαμβάνονται υπόψη, ενώ, νέοι ισχυρισμοί γίνονται δεκτοί μόνον εάν αποδεικνύονται με έγγραφα ή δικαστική ομολογία ή είναι οψιγενείς, αποδεικνυόμενοι με την προσκομιδή μέχρι δύο ενόρκων βεβαιώσεων για κάθε μέρος. Στη δικάσιμο μπορούν να εξετάζονται κατ’ άρθρο 415 οι διάδικοι για την υπόθεση και οι ενόρκως βεβαιώσαντες να καταθέτουν συμπληρωματικώς, εφόσον είναι παρόντες και ο δικαστής κρίνει τούτο απόλυτα αναγκαίο.
Νέες ρυθμίσεις ορίζονται στα ένδικα μέσα: Ως προς την ανακοπή ερημοδικίας ορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος υποβολής των προτάσεων στο δικάζον δικαστήριο (άρθρο 509 παρ. 2). Ως προς την έφεση: α) το άρθρο 524 παρ. 3 ορίζεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος, εάν η έφεση είναι για οποιοδήποτε λόγο απαράδεκτη, απορρίπτεται ως απαράδεκτη και όχι ως ανυποστήρικτη, ενώ το άρθρο 527 εναρμονίζεται με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 237, β) ορίζεται ότι ενεργητικώς νομιμοποιούνται οι προσεπικληθέντες (άρθρο 516, όπως ισχύει το ίδιο για την αναψηλάφηση και την αναίρεση, άρθρα 542, 556). Ως προς την αναψηλάφηση: α) στον λόγο αναψηλάφησης του άρθρου 544 με αριθ.7, επιλύεται σχετική διχογνωμία μεταξύ θεωρίας και νομολογίας, ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό του συγκεκριμένου λόγου να έχει υποβληθεί στη δίκη ο ισχυρισμός, ο οποίος γίνεται για πρώτη φορά γνωστός και αποδεικνύεται ταυτοχρόνως από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, β) ορίζεται η δυνατότητα αναστολής της ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 546 παρ. 3). Στην αναίρεση τίθενται νέες διατάξεις: α) αναφορικά με τη συμπλήρωση λόγου αναίρεσης, ώστε να ελέγχονται και οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων για την αρνητική υπέρβαση δικαιοδοσίας (άρθρο 560 αριθ. 3), β) ως προς το παραδεκτό των λόγων της, έτσι ώστε να μπορεί να προταθεί το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου λόγος αναίρεσης για παραβίαση του δεδικασμένου (άρθρο 562 παρ. 2 περ. γ), όταν βεβαίως προκύπτει από στοιχεία της δικογραφίας, γ) για την έκδοση διάταξης από τον Άρειο Πάγο για πρόσκληση των διαδίκων, σε περίπτωση εξέτασης λόγων από τους αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους, προκειμένου να διατυπώσουν τις απόψεις τους με υπόμνημα εντός οριζόμενης προθεσμίας, πριν από την οποία δεν μπορεί να εκδοθεί απόφαση, ώστε να διασφαλίζεται έτσι το δικαίωμα ακρόασης, ιδίως του αναιρεσίβλητου (άρθρο 562 παρ. 4 εδ. β), δ) σχετικά με την παραδεκτή άσκηση προσθέτων λόγων αναίρεσης όχι τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, αλλά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 και κατά τη μεταγενέστερη, που ορίστηκε κατόπιν αναβολής, ματαίωσης ή κήρυξης της συζήτησης απαράδεκτης, καθόσον μετά την κατάργηση της εισηγητικής έκθεσης, αλλά και του προελέγχου του παραδεκτού της αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής, έπαψε ο λόγος που δικαιολογούσε την άσκησή τους πριν την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, για την προετοιμασία του εισηγητή και την υποβολή ενιαίας εισήγησης (άρθρο 569 παρ. 2) και ε) την κατάθεση υπομνήματος μετά τη συζήτηση της αναίρεσης (άρθρο 570 παρ. 1).
Στις δίκες των ειδικών διαδικασιών: α) ορίζεται για πρώτη φορά η δυνατότητα παράστασης των διαδίκων με κοινή δήλωση των διαδίκων κατόπιν συμφωνίας τους σε συγκεκριμένες περιουσιακές διαφορές προς αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από την προσέλευση των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους (άρθρ. 591 παρ. 2), όπως το ίδιο ισχύει για τις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 764), β) αποσυνδέονται οι δίκες αυτές από τις διατάξεις για τις μικροδιαφορές, οι οποίες αποτελούν απόκλιση της τακτικής διαδικασίας με τις απ’ εδώ απορρέουσες συνέπειες (άρθρ. 591 παρ. 8), γ) αίρονται νομοθετικές ρυθμιστικές αντιφάσεις (άρθρ. 591 παρ. 7, 633 παρ. 2, 636παρ. 1), και δ) ορίζεται για πρώτη επίσης φορά η δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση όταν ακυρώνεται τελεσίδικα η διαταγή πληρωμής (άρθρο 633 παρ. 3), σε εναρμόνιση με την πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού (Ολομέλεια 5/2020).
Στις δίκες των ασφαλιστικών μέτρων τροποποιούνται σειρά διατάξεων της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων με κατεύθυνση την επίλυση ζητημάτων της δικαστηριακής πρακτικής και το ισχύον εδώ ανακριτικό σύστημα, τη σχέση της διαδικασίας αυτής με την τακτική δίκη καθώς και την ταχεία απονομή της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ των άλλων: α) καθιερώνεται η υλική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου για την προσημείωση υποθήκης, ανεξάρτητα από το εάν αυτή είναι συναινετική ή όχι (άρθρο 683 παρ. 3), β) επί αναρμοδιότητας του επιληφθέντος δικαστηρίου, η σχετική αίτηση απορρίπτεται (άρθρο 683 παρ. 5), γ) καταργείται η άσκηση προφορικής ανταίτησης που επιβάλλεται από την αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων (άρθρο 686 παρ. 6), δ) ορίζεται με ενιαίο τρόπο η εκδίκαση της σχετικής αίτησης από το δικαστήριο ανεξάρτητα από την ερημοδικία του αιτούντος ή του καθ’ ου η αίτηση με βάση το ισχύον στα ασφαλιστικά μέτρα ανακριτικό σύστημα (άρθρο 686 παρ. 7), ε) καθιερώνεται για πρώτη φορά η δυνατότητα παράστασης των διαδίκων με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 στη δίκη της συναινετικής προσημείωσης υποθήκης ή της ανάκλησής της (άρθρο 690 παρ. 3), στ) αναμορφώνεται πλήρως το μη εφαρμοσθέν στη δικαστηριακή πρακτική άρθρο 691 ως προς το περιεχόμενο της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, και ζ) ορίζεται χρονικό διάστημα για την άσκηση της τακτικής αγωγής στις περιπτώσεις της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης (άρθρο 732Α).
Στο δίκαιο της διαιτησίας ορίζεται για πρώτη φορά στο άρθρο 870Α ΚΠολΔ η αναστολή της δίκης στο μεταγενεστέρως επιληφθέν δικαστήριο, (πολιτικό ή διαιτητικό) σε περίπτωση αμφισβήτησης του κύρους της διαιτητικής ρήτρας, προκειμένου να μη εκδίδονται αντίθετες αποφάσεις για το ζήτημα αυτό.
Ως προς το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης παρατηρητέα τα εξής :
α) Με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων στην έμμεση εκτέλεση και τα υποκείμενα σε φθορά κινητά, επαναφέρεται η δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης σε όλες τις άλλες περιπτώσεις (άρθρο 938), π.χ. κατάσχεση στα χέρια τρίτου, ανακοπή του τρίτου, κατάσχεση κινητών, με τη σχετική αίτηση να κατατίθεται στο αρμόδιο για την ανακοπή του άρθρου 933 δικαστήριο, β) οι αποφάσεις, που εκδίδονται επί της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, ανεξάρτητα από τη διάκριση των εκτελεστών τίτλων, υπόκεινται σε έφεση και αναίρεση (άρθρο 937 παρ. 1 γ ΚΠολΔ). Επαναφέρεται δηλ. η προηγούμενη ρύθμιση του άρθρου 937 ΚΠολΔ, έτσι ώστε να μην εξαρτάται η άσκηση των ενδίκων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, από το είδος του εκτελεστού τίτλου, γ) με γνώμονα την οικονομία της δίκης και για λόγους ουσιαστικής προστασίας επί της ανακοπής του τρίτου (άρθρο 936 ΚΠολΔ) ορίζεται η δυνατότητα σώρευσης και αιτήματος απόδοσης του πράγματος, ακόμη και αν αυτό υπάγεται στην τακτική και όχι στη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών με την οποία δικάζεται η ανακοπή του τρίτου ως δίκη περί την εκτέλεση (άρθρο 936 παρ. 2 εδ. τελ.), ενώ για τον ίδιο λόγο καθορίζεται (άρθρο 986 εδ. τελ. ΚΠολΔ) ως διαδικασία εκδίκασης της ανακοπής κατά της αρνητικής δήλωσης του τρίτου αυτή των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 591 ΚΠολΔ, δ) αναμορφώνεται πλήρως το άρθρο 950 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική η πραγμάτωση του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, τόσο με τον αυτεπάγγελτο καθορισμό των απειλούμενων ποινών της προσωπικής κράτησης και της χρηματικής ποινής, όσο και με τον καθορισμό από το δικαστήριο των χρονικών διαστημάτων του δικαιώματος της επικοινωνίας, η παράβαση των οποίων συνεπάγεται την επιβολή περισσότερων ποινών, ε) ρυθμίζεται για πρώτη φορά η κοινή πλειοδοσία, κατά τρόπο προσαρμοσμένο στον ηλεκτρονικό τρόπο διενέργειας του πλειστηριασμού, καθώς και τα διαδικαστικά ζητήματα που ανακύπτουν από αυτή ( άρθρα 959, 965), στ) τροποποιείται το άρθρο 966 ΚΠολΔ ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία επί μη εμφάνισης πλειοδοτών με την καθιέρωση διενέργειας νέων πλειστηριασμών σε τιμές πρώτης προσφοράς 80 % και 65 % από την αρχικώς προσδιορισθείσα, ζ) ορίζεται ρητά ότι η αναγγελία της απαίτησης των δανειστών στον υπάλληλο του πλειστηριασμού πρέπει να υπογράφεται από δικηγόρο (άρθρ. 972 παρ. 1α), λόγω των σοβαρών συνεπειών, που συνεπάγεται, η) για την κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης καθιερώνεται ομοιόμορφα για όλες τις περιπτώσεις, ως σημείο εκκίνησης των γενικών προνομίων του άρθρου 975 καθώς και του υπερπρονομίου του άρθρου 977Α, η ημέρα της πραγματικής διενέργειας του πλειστηριασμού και επαναφέρονται στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων οι απαιτήσεις των δικηγόρων, που αμείβονται κατά υπόθεση και έχουν προκύψει το τελευταίο έτος πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, θ) χορηγείται στον υπερθεματιστή, στην περίπτωση ακύρωσης του πλειστηριασμού και διενέργειας νέου, προνόμιο και για τους τόκους του κεφαλαίου του, μόνον εάν προαποδεικνύεται ότι δεν έχει εκτελεσθεί από αυτόν η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης (άρθρο 1018 ΚΠολΔ).
Επιπρόσθετα αναγνωρίζεται η σημασία της τεχνολογίας στη δίκη και στη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και προς οικονομία χρόνου, δαπάνης και ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, γίνεται προσαρμογή των σχετικών διατάξεων του ΚΠολΔ, ώστε οι διαδικαστικές πράξεις να γίνονται και με ηλεκτρονικά μέσα (π.χ. άρθρα 119, 122α, 226 παρ. 3, 227 παρ.2, 260 παρ. 2, 686 παρ. 8, 892 παρ. 1, 893 παρ. 2, 985 παρ. 2), ενώ καταργούνται διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είτε διότι δεν εφαρμόστηκαν ή δημιουργούν πρόβλημα στη δικαστηριακή πρακτική (άρθρα 950 παρ. 3, 998 παρ. 6) αλλά και οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 ΝΔ 17-7/13-8-1923, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 3 του ΕισΝΚΠολΔ. Τέλος σημαντική είναι η διάταξη του άρθρου 116 ν. 4842/2021 που ορίζει με ειδικό και λεπτομερειακό τρόπο το διαχρονικό δίκαιο επί των νέων διατάξεων, προκειμένου να καταστούν εύχρηστες και να έχουν αυτές ενιαία εφαρμογή.
Στέφανος Πανταζόπουλος
Αρεοπαγίτης-Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ