Ο νόμος για τις «δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» (στη συνέχεια απλώς συναθροίσεις) ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 9.7.2020 με αυξημένη πλειοψηφία 187 βουλευτών από τη Νέα Δημοκρατία, το Κίνημα Αλλαγής και την Ελληνική Λύση. Τον καταψήφισε η αξιωματική αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ), το ΚΚΕ και η Μέρα25. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης έγιναν σοβαρά επεισόδια έξω από τη Βουλή κατά της ψήφισης του σχετικού νομοσχεδίου το οποίο καταγγέλθηκε πέρα από αντισυνταγματικό και ως αντιδημοκρατικό ή ακόμη και χουντικό. Αλλά στην κοινοβουλευτική επεξεργασία του νομοσχεδίου επήλθαν πολύ σημαντικές βελτιώσεις σε σχέση με την αρχική του μορφή. Ορισμένες από τις πιο προβληματικές πτυχές του αρχικού σχεδίου εξαλείφθηκαν.
Α. Ο νόμος για τις συναθροίσεις
Οι σπουδαιότερες αλλαγές στην τελική μορφή του νόμου για τις συναθροίσεις αφορούν συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
- Η αντισυνταγματική αντιστροφή του τεκμηρίου εις βάρος της νομιμότητας των αυθόρμητων ή έκτακτων συναθροίσεων για τις οποίες δεν έχει προηγηθεί γνωστοποίηση καταργήθηκε και τέθηκε ως βάση η επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα αρχή ότι η αυθόρμητη ή έκτακτη συνάθροιση επιτρέπεται.
- Οι υποχρεώσεις του οργανωτή της συγκέντρωσης εξορθολογίστηκαν με την απάλειψη αόριστων και αξιολογικών εννοιών όπως η απόδειξη ότι είχε λάβει όλα τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την πρόληψη και την αποτροπή ζημιών, κάτι βεβαίως πολύ δύσκολο εκ των υστέρων όταν η ζημία θα είχε ήδη επέλθει, το οποίο δημιουργούσε μεγάλη ανασφάλεια δικαίου και ήταν δυσανάλογα αποτρεπτικό και επιβαρυντικό για το δικαίωμα της συνάθροισης. Αντίθετα, τώρα τα καθήκοντα του οργανωτή εντοπίζονται «περιοριστικά» (άρθρ. 13, παρ. 2) σε τρεις υποχρεώσεις: α) τη συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές και τη συμμόρφωση στις υποδείξεις τους για να διαφυλαχθεί ο ήσυχος και άοπλος χαρακτήρας της συνάθροισης, β) την ενημέρωση των συμμετεχόντων για την αυτονόητη υποχρέωση να μην φέρουν αντικείμενα πρόσφορα για βίαιες ενέργειες και, θα έλεγα, την απαίτηση του οργανωτή να απομακρύνει η αστυνομία άτομα τα οποία φέρουν τέτοια αντικείμενα εφόσον υποπέσει στην αντίληψή του ότι κινούνται μεταξύ των διαδηλωτών με αποτέλεσμα να απειλούν τον μη βίαιο χαρακτήρα της συνάθροισης και γ) τον ορισμό «επαρκούς αριθμού ατόμων» τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης.
- Προβλέφθηκε η σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Πρωτοδικών και συνεπώς προστέθηκε η εγγύηση της δικαστικής εξουσίας για τη λήψη της πολύ σοβαρής απόφασης απαγόρευσης επικείμενης συνάθροισης, ενώ για τη διάλυση συνάθροισης σε εξέλιξη απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του παριστάμενου εισαγγελέα πρωτοδικών.
- Απαλείφθηκε η προβλεπόμενη στο αρχικό νομοσχέδιο ποινικοποίηση της απλής συμμετοχής σε απαγορευμένη συνάθροιση.
Οι ανωτέρω αλλαγές μένει πλέον να συμπληρωθούν με τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία και εφαρμογή ιδίως από το Συμβούλιο της Επικρατείας αλλά και από τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς των οποίων απαιτείται η σύμφωνη γνώμη των κρίσιμων αόριστων αξιολογικών εννοιών του νόμου όπως είναι π.χ. η απαγόρευση συνάθροισης εάν «απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονοµικής ζωής σε ορισµένη περιοχή» (άρθρ. 7 παρ. 1 περ. β΄) και η επιβολή περιορισμών «εάν πιθανολογείται ότι η διεξαγωγή της θα διαταράξει δυσανάλογα την κοινωνικοοικονοµική ζωή της συγκεκριµένης περιοχής» (άρθρ. 8 παρ. 1).
Πιο κρίσιμη όμως από όλες τις υποκείμενες σε σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία διατάξεις είναι η αίρεση υπό την οποία τίθεται ο κανόνας του επιτρεπτού των αυθόρμητων ή έκτακτων συναθροίσεων, «εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δηµόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής» (άρθρ. 3 παρ. 3). Είναι σαφές ότι οι έννοιες αυτές θα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1 Σ.) με βάση τη σημασία που έχει το δικαίωμα της συνάθροισης για την πολιτική ελευθερία και την οργανική του σχέση με την ελευθερία της έκφρασης και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας σύμφωνα με την οποία όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό. Για τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των αιρέσεων υπό τις οποίες τελεί το δικαίωμα της αυθόρμητης ή έκτακτης συνάθροισης, ενόψει του στενού συνδέσμου του με τη δημοκρατική αρχή, είναι πρόδηλο ότι οι έννοιες «διαφαίνονται», «κίνδυνοι», «διασάλευση» και «σοβαρή διατάραξη» δεν μπορεί παρά να αφορούν υψηλό βαθμό πιθανολόγησης μιας σοβαρής απειλής που είναι επικείμενη και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ηπιότερα μέσα, με τρόπο ώστε να μην αντιμετωπίζεται η αυθόρμητη ή έκτακτη συνάθροιση με μέτρο κρίσης διαφορετικό από ότι εκείνης για την οποία υπάρχει γνωστοποίηση.
Η κύρια διαφορά τους έγκειται μάλλον στο γεγονός ότι στην περίπτωση συνάθροισης για την οποία έχει προηγηθεί γνωστοποίηση η αστυνομία δεν είναι εκ των πραγμάτων σε θέση να ισχυριστεί ότι «αιφνιδιάστηκε» και ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει επαρκώς τόσο σοβαρούς και επικείμενους κινδύνους, ώστε να μην απομένει στη διάθεσή της παρά η ύστατη και ακραία λύση της απαγόρευσης. Το βάρος όμως ενός τέτοιου ισχυρισμού είναι προφανές ότι θα φέρει κατ’ αρχήν η αστυνομική αρχή, ενώ ο δικαστικός λειτουργός έχει τη θέση του εγγυητή των ατομικών ελευθεριών συλλογικής δράσης.
Β. Ο κοινοβουλευτισμός
Υπάρχει προηγούμενο όπου διαμορφώθηκαν ευρύτερες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες υπέρ ενός νομοσχεδίου. Είναι όμως πιο σπάνιο γεγονός η πραγματική και ουσιαστική μεταβολή ενός σημαντικού νομοσχεδίου μέσα από την προσπάθεια σύγκλισης των κομμάτων έτσι ώστε αυτό να συγκεντρώσει ευρύτερη υποστήριξη πέρα από την μονοκομματική πλειοψηφία της Βουλής. Αλλά πράγματι ένα νομοσχέδιο που ρυθμίζει θεμελιώδη δικαιώματα όπως αυτό της συνάθροισης προσφέρεται κατ’ εξοχήν για μία τέτοια διευρυμένη υποστήριξη. Σε τελική ανάλυση ισχύει κατ’ εξοχήν ως προς τα ατομικά δικαιώματα, τα οποία συνδέονται με τη δημοκρατική αρχή και με την προστασία της μειοψηφίας, η προοπτική της αντιστροφής των ρόλων, καθόσον η εναλλαγή στην εξουσία είναι φυσικό ενδεχόμενο στη δημοκρατία και η προστασία της διαμαρτυρίας μπορεί να ωφελεί τη σημερινή αντιπολίτευση αλλά στη θέση αυτή είναι πολύ πιθανόν αργά ή γρήγορα να βρεθεί η σημερινή κυβέρνηση (και αντιστρόφως).
Κατά βάθος το θέμα είναι λιγότερο στενά κομματικό και περισσότερο φιλοσοφικό, αναφορικά με τη σχέση κράτους, κοινωνίας και πολιτικής. Διακρίνονται δύο αντιλήψεις: εκείνη που αντιλαμβάνεται το κράτος όχι μόνο τεχνικά ως νομικό πρόσωπο αλλά και ουσιαστικά ως εξουσιαστικό φορέα που αντιπαρατίθεται και συγκρούεται με την κοινωνία∙ και μία άλλη που αντιλαμβάνεται το κράτος ως οργανικό μέρος της σχέσης των πολιτών μεταξύ τους, η οποία (σχέση) διέπεται από κανόνες θεμελιωμένους στο δημόσιο συμφέρον και σε αρχές ισοπολιτείας, ελευθερίας και δημοκρατίας υπό την εγγύηση του νόμου. Για να το πούμε απλά, στη χώρα μας το Δημόσιο είναι συνήθως συνδεδεμένο με ποικιλότροπα δεινά, ακριβώς επειδή η σχέση μας μαζί του έχει υπάρξει κάθε άλλο παρά αρμονική, αλλά ωστόσο τα δημόσια πράγματα, οι δημόσιες υποθέσεις, προσφέρουν τον κοινό τόπο της συλλογικότητάς μας και το πεδίο αναφοράς της πολιτικής μας συμβίωσης.
Ο κοινοβουλευτισμός και το προϊόν του, δηλαδή ο νόμος που ψηφίζει η Βουλή, (δεν αποκλείεται να) εκφράζει και να συνοψίζει τα ιδεώδη της συνεννόησης, της συνδιαλλαγής και της διαβούλευσης με γνώμονα το κοινό καλό και το δημόσιο συμφέρον. Χωρίς καμία πρόθεση εξωραϊσμού ή ιδεαλιστικού ρομαντισμού, η σύγκλιση στον τελικό νόμο για τις συναθροίσεις εκ του αποτελέσματος και μόνο φέρει κάποια τέτοια σαφή και διακριτά ίχνη, ανεξάρτητα από το εάν οι επικριτές του νόμου τα θεωρούν πολιτικά και νομικά (τελείως) ανεπαρκή.
Η ρύθμιση που προέκυψε έχει βεβαίως ατέλειες και υπάρχει ευρύ περιθώριο για διαφωνίες οι οποίες οφείλονται σε διαφορετικές πολιτικές, κομματικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις και εκτιμήσεις για τον τρόπο που εφαρμόζεται στην πράξη ο νόμος από τα κρατικά όργανα και ιδίως από τις αστυνομικές δυνάμεις καταστολής.
Σίγουρα οι διατάξεις μπορεί να εφαρμοστούν με τρόπο αντισυνταγματικό (ή και αντιστρόφως). Η εμπειρία θα δείξει ποιο πρόσημο θα επικρατήσει. Αυτό όμως δεν εξαρτάται μόνο από το κράτος αλλά και από την κοινωνία, τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας και εντέλει την Πολιτεία ως σύνθεση όλων των ανωτέρω. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πάντως καλοπροαίρετα ότι το αποτέλεσμα που προέκυψε είναι προτιμότερο από το καθεστώς που υπήρχε προηγουμένως με την επαμφοτερίζουσα κατάσταση ενός κατά βάση δικτατορικού νομικού πλαισίου.
Γ. Τα κόμματα
Ο κοινοβουλευτισμός αποτελεί ένα σύστημα οργάνωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας το οποίο βασίζεται σε συγκεκριμένες αρχές, θεσμούς και διαδικασίες. Η πραγματική του εφαρμογή στην πράξη και ο βαθμός στον οποίο θα εκδηλώσει σε δεδομένη κοινωνία τα βέλτιστα ή αντίθετα τα πιο προβληματικά χαρακτηριστικά του εξαρτάται εν πολλοίς από τα πολιτικά κόμματα ως φορείς έκφρασης και δράσης της κοινωνίας. Παραδοσιακά στη χώρα μας κυριαρχεί ένας πολωμένος δικομματισμός με δύο πολυσυλλεκτικά κόμματα τα οποία αντιπαρατίθενται με μανιχαϊστικό περίπου τρόπο. Για να λειτουργήσει όμως ο κοινοβουλευτισμός στην βέλτιστη διαβουλευτική εκδοχή του απαιτείται τόσο η κυβέρνηση να είναι διατεθειμένη να εξεύρει συναινέσεις, κοινό τόπο και συμμαχίες που προσφέρουν πιο στέρεη νομιμοποιητική βάση, όσο και η αντιπολίτευση να διαθέτει πολιτικές δυνάμεις αποφασισμένες να ακολουθήσουν με πολιτική συνέπεια την οδό αυτή, επενδύοντας στην αντίστοιχη πολιτική προοπτική και αξιοπιστία.
Υπό αυτό το πρίσμα, η συζήτηση και η σύγκλιση απόψεων που ως ένα βαθμό κατέστη εφικτή στην προχθεσινή συνεδρίαση της Βουλής (9.7.2020) πρόσφερε μία ευχάριστη όσο και ενδιαφέρουσα έκπληξη στους ταλαιπωρημένους πολίτες αυτής της χώρας οι οποίοι έχουν κουραστεί από τον στείρο και ξύλινο πολιτικό λόγο. Ας ευχηθούμε ότι θα υπάρχει και συνέχεια.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δικηγόρος