Η καταγγελία του Προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ./ΚΙΝ.ΑΛ. Νίκου Ανδρουλάκη για παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του, θέτει στο προσκήνιο το γενικότερο ζήτημα των ανεπαρκών εγγυήσεων σεβασμού του απορρήτου των ανταποκρίσεων στην Ελλάδα. Το ζήτημα τίθεται καταρχάς σε πραγματικό επίπεδο, αφού είναι προφανές ότι η παρακολούθηση του αρχηγού του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος της χώρας έγινε κατά τρόπο παράνομο και αυθαίρετο. Τίθεται όμως και σε επίπεδο νομικό, δεδομένου ότι το άρθρο 19 Συντ. επιτρέπει τη διενέργεια υποκλοπών από το κράτος για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Ωστόσο, η συνταγματικότητα του άρθρου 3 του σχετικού ν. 2225/1994 είναι άκρως προβληματική, δεδομένου ότι εκεί προβλέπεται απλώς και μόνο η υποβολή αίτησης από την Ε.Υ.Π. προς τον Εισαγγελέα Εφετών για λόγους εθνικής ασφάλειας και έκδοση σχετικής διάταξης του τελευταίου.
Σημειωτέον ότι στην περίπτωση αυτή μπορούν να παραλείπονται τα στοιχεία που αφορούν τον σκοπό επιβολής της άρσης του απορρήτου (!). Η διάταξη εκδίδεται εντός 24 ωρών χωρίς ενημέρωση του καθ’ ου, χωρίς να απαιτείται να αιτιολογηθεί ότι η αντιμετώπιση του ζητήματος εθνικής ασφάλειας είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς την άρση του απορρήτου, ούτε καν να προσδιορισθεί επακριβώς η έκταση της άρσης. Επομένως δεν υφίσταται καμιά εγγύηση σεβασμού της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, καθώς μάλιστα όλα αυτά καλύπτονται από ένα πέπλο μυστικότητας. Η κατ’ αποτέλεσμα πλήρης απουσία ενημέρωσης των θιγόμενων για την έκδοση σε βάρος τους διάταξης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών τους, έστω μετά τη λήξη του μέτρου (αφού προφανώς η προηγούμενη ενημέρωση θα ματαίωνε τον σκοπό του), παραβιάζει το άρθρο 8 ΕΣΔΑ, έτσι όπως το τελευταίο έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ (απόφαση της 4.12.2015, Zakharov κατά Ρωσίας). Ειδικότερα έχει κριθεί ότι, εφόσον τα πρόσωπα τα οποία έγιναν στόχος παρακολούθησης των επικοινωνιών τους δεν ενημερώνονται για το γεγονός αυτό καθόλου, παρά μόνο αν το προϊόν της παρακολούθησης χρησιμοποιηθεί εναντίον τους σε ποινική διαδικασία, το εθνικό δίκαιο στερεί τα πρόσωπα αυτά από τις απαραίτητες, έστω εκ των υστέρων, εγγυήσεις του δικαιώματός τους για σεβασμό της αλληλογραφίας τους. Τα παραπάνω έγιναν δεκτά σε σχέση με τη ρωσική έννομη τάξη που, παραδόξως ή μη, δεν διαφέρει από την ελληνική στο ζήτημα αυτό.
Από τις ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών προκύπτει εξάλλου μια ραγδαία αύξηση της συχνότητας με την οποία οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές αίρουν το απόρρητο των επικοινωνιών. Έτσι, τα σχετικά βουλεύματα το 2010 έφθασαν τα 1.169, το 2015 τα 2.304 και το 2020 τα 3.190. Ακόμη πιο ανησυχητικός είναι ο πολλαπλασιασμός των εισαγγελικών διατάξεων άρσης του απορρήτου, από τις 5.459 το 2010 στις 9.132 το 2015 και στις 13.751 το 2020. Πρέπει να τονισθεί ότι οι αριθμοί αφορούν τις διατάξεις και τα βουλεύματα καθαυτά και ότι καθένα τους μπορεί να αφορά πλήθος ατόμων ή τηλεφωνικών συνδέσεων που παρακολουθούνται. Σε συνδυασμό, επομένως, με την απουσία ουσιαστικού ελέγχου της αναγκαιότητας τόσο πολλών παρακολουθήσεων και με την αβεβαιότητα σχετικά με τον τρόπο αξιοποίησής τους από τις κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών, διαφαίνεται εδώ μια διογκούμενη απειλή όχι μόνο για την κανονιστική ποιότητα του άρθρου 19 Συντ., αλλά γενικότερα για τις ατομικές ελευθερίες στην Ελλάδα.
Κώστας Χρυσόγονος
Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ
Πηγή: Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 29.07.2022