Πριν από λίγες ημέρες (στις 23 Μαΐου 2019) συμπληρώθηκαν 70 ακριβώς χρόνια από τότε που τέθηκε σε ισχύ ο Θεμελιώδης Νόμος (Grundgesetz) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (τότε Δυτικής μόνο), που και σήμερα εξακολουθεί να ισχύει ως το Σύνταγμα της ενιαίας πλέον Γερμανίας. Πρόκειται για το πιο επιτυχημένο στην Ιστορία γερμανικό Σύνταγμα, που επέτρεψε στην χώρα αυτή που δεν είχε στέρεη δημοκρατική παράδοση να ζήσει την πιο δημοκρατική, ελεύθερη, και ευτυχισμένη περίοδο της Ιστορίας της. Και μάλιστα εν ευημερία.
Το Σύνταγμα αυτό διδάχτηκε από τα λάθη του Συντάγματος της Βαϊμάρης του 1919 που δεν ευτύχησε, όπως είναι γνωστό. Κατάφερε δε να γίνει υπόδειγμα και για άλλα δημοκρατικά Συντάγματα ευρωπαϊκών κρατών. Κυρίως εκείνων των χωρών που μόλις είχαν εξέλθει από δικτατορίες, όπως π.χ. η Ισπανία το 1977.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αποτελεί απαραίτητα παράδειγμα προς μίμηση. Τα ίδια συνταγματικά κείμενα δεν ευδοκιμούν εξ ίσου καλά σε όλες τις χώρες. Εξαρτάται από τις ιστορικές, θεσμικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες που κυριαρχούν σε κάθε χώρα.
Το Γερμανικό Σύνταγμα είναι ένα Σύνταγμα που μετά την εμπειρία του Ναζισμού, όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία με ελεύθερες εκλογές, διακατέχεται από μια “δυσπιστία” στο “αλάνθαστο κριτήριο” του εκλογικού σώματος, κατά την εκ μέρους του εκλογή της Νομοθετικής Εξουσίας, ως πεμπτουσίας της δημοκρατίας, στην αρχή της πλειοψηφίας και στις δημοψηφισματικές διαδικασίες. Γι’ αυτό εγκαθίδρυσε αυτό που ονομάζεται αμυνόμενη (και όχι παράλυτη) απέναντι στους εχθρούς της δημοκρατία (wehrhafte Demokratie) και την ρήτρα αιωνιότητας ορισμένων θεμελιωδών αρχών και αξιών (Ewiglkeitsklausel).
Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο: Αξία και Πολεμική
Μεγαλύτερο όμως αντίβαρο στην παντοδυναμία των εκλεγμένων του λαού είναι το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (Bundesverfassungsgericht) που εδρεύει στην Καρλσρούη. Είναι ένα πολύ σοβαρό δικαστήριο αποτελούμενο από εξέχοντες νομικούς (όχι απαραίτητα δικαστές). Και είναι ίσως ο σημαντικότερος παίκτης της γερμανικής πολιτικής ζωής και ο πιο έγκυρος συνομιλητής του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον περίφημο διάλογο των δικαστών, σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στις επιμέρους χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κατηγορείται ωστόσο ότι, εκτός από την υποδειγματική εκ μέρους του προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, επιβάλλει πολύ συχνά τις απόψεις του όχι μόνο επί νομικών ζητημάτων, αλλά και επί πολιτικών ζητημάτων καθορίζοντας τα όρια εντός των οποίων πρέπει να κινούνται οι πολιτικές πρωτοβουλίες (π.χ. απαγόρευση κομμάτων, εάν και κάτω από ποιες προϋποθέσεις πρέπει να επιτρέπεται η έκτρωση κ.ά.). Ότι με λίγα λόγια έχει νομικοποιήσει (άλλως “δικαιοποιήσει”) την πολιτική ζωή της χώρας. Ή πιο ωμά ότι έχει εγκαθιδρύσει ένα κράτος δικαστών, το οποίο, όσο φωτισμένο και να είναι, δεν παύει πάντως να μην έχει δημοκρατική νομιμοποίηση.
Είναι μια μεγάλη ιστορία το να πάρει κανείς θέση στην σχετική πολεμική. Στο αν δηλαδή αυτή η “κατηγορία” είναι δικαιολογημένη ή όχι. Και περαιτέρω αν και στην περίπτωση ακόμη που θα ήταν δικαιολογημένη η “κατηγορία” αυτή, κάτι τέτοιο είναι ή δεν είναι κακό, αν δηλαδή προστατεύει την δημοκρατία από τις ίδιες της τις αδυναμίες (γνωστές ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη) και διορθώνει τις αδυναμίες της λαϊκής κυριαρχίας χωρίς να την καταλύει.
Η υπεράσπιση της συνταγματικής τάξης
Ένα είναι σίγουρο. Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν έχει ποτέ δικάσει καθ’ υπέρβαση εξουσίας (άλλως καθ’ υπέρβαση καθηκόντων). Οι ίδιοι οι συντάκτες του Θεμελιώδους Νόμου δεν το ήθελαν ως ένα αμιγώς δικαιοδοτικό όργανο, αλλά του έχουν αναθέσει ως ρόλο την υπεράσπιση της συνταγματικής τάξης και ως εν μέρει (και εν ευρεία βέβαια πάντοτε εννοία) πολιτικώς βουλευόμενο όργανο. Ίσως, ακόμη, να είναι εν μέρει στην φύση των πραγμάτων τα Συνταγματικά και Ανώτατα Δικαστήρια να επεκτείνονται στην κρίση ηθικοπολιτικών ζητημάτων, ακόμη και ζητημάτων κοινωνικοοικονομικής πολιτικής.
Παράδειγμα το Αμερικανικό Supreme Court. Και ίσως να είναι και ολίγον μύθος ότι υπάρχει καθαρή και σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ δικαίου και πολιτικής. Το θέμα είναι τεράστιο, διαχρονικό και δεν μπορεί φυσικά να εξαντληθεί εδώ.
Το μόνο που θα μπορούσε κανείς να πει, εν κατακλείδι και με ασφάλεια, είναι ότι σε κάθε περίπτωση όλες οι ώριμες δημοκρατίες έχουν θεσπίσει έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, δίνοντας έτσι τον τελευταίο λόγο όχι στο νομοθέτη, αλλά στον δικαστή
Χρήστος Ράμμος
Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
* Το κείμενο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην προσωπική σελίδα του συντάκτη στο facebook στις 23 Μαΐου 2019.