Οι ανεξάρτητες αρχές εμφανίστηκαν στην οργάνωση του κράτους μας πριν από τρεις δεκαετίες. Γνωστές από παλιά σε ανεπτυγμένες δημοκρατίες, καθιερώθηκαν εδώ σε ένα περιβάλλον πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού που είχε επανέλθει στην πολιτική ζωή με τη μεταπολίτευση. Παρά την ανανεωτική αύρα της τελευταίας, αυτή η (παραδοσιακή σε εμάς) εργαλειοποίηση των δημοκρατικών θεσμών δέσποσε και πάλι: ο εκάστοτε νικητής των εκλογών βλέπει το κράτος σαν λάφυρο και – στο όνομα της λεγόμενης «σταθερής διακυβέρνησης» – εννοεί να ασκεί οιονεί απόλυτη εξουσία χωρίς φραγμούς, χωρίς τον σεβασμό θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως των μειοψηφιών.
Παρ’ όλα αυτά, οι κυβερνώντες της εποχής εκείνης αναγκάστηκαν να αποδεχθούν το νέο θεσμό, κυρίως από ευθυνοφοβία. Οι ανεξάρτητες αρχές δρουν σε ευαίσθητες περιοχές, κατά κανόνα εκεί που η ανάπτυξη της τεχνολογίας θέτει σε κίνδυνο δικαιώματα. Για τη λήψη αποφάσεων σε συναφή θέματα είναι απαραίτητη η συμμετοχή ειδικών και, ει δυνατόν, η απόδοση της ευθύνης σε αυτούς. Όσο οι αρχές δεν αμφισβητούν την απόλυτη εξουσία των κυβερνώντων (ιδίως την εξουσία να νομοθετούν εκείνοι κατά το δοκούν), αυτή η μετάθεση ευθυνών λειτουργεί ομαλά για τους τελευταίους, καθώς τους απαλλάσσει από τη δημοκρατική λογοδοσία.
Η πρόσφατη συμπεριφορά της ΑΔΑΕ – που συνοδεύτηκε και από τη στάση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων – σε σχέση με την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, άλλαξε ριζικά αυτή τη βολική συνθήκη. Γιατί, για πρώτη φορά, μια ανεξάρτητη αρχή αντιμετώπισε την αρμοδιότητά της δικαιοπολιτικά, αναφερόμενη αποκλειστικά στο Σύνταγμα, και όχι σαν απλό διοικητικό όργανο που, μπροστά στην οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη, αγνοεί το τελευταίο. Με τη στάση αυτή αναδείχθηκε μια κατάσταση σύγκρουσης μεταξύ ανεξάρτητης αρχής και οργάνων του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, μοναδική ως τώρα στην πολιτειακή μας εμπειρία. Η σύγκρουση αυτή από συνταγματική άποψη δεν είναι παράδοξη, απλώς δεν την είχαμε γνωρίσει στην πράξη.
Αν η ΑΔΑΕ επιμείνει στον έλεγχο (έστω χωρίς να προχωρήσει σε ενημέρωση των θυμάτων των υποκλοπών) και επιβάλει κυρώσεις σε όσους «παρόχους» δεν συμμορφωθούν, ο θεσμός των ανεξάρτητων αρχών θα τεθεί στην κρίση της («καθήμενης», φυσικά) Δικαιοσύνης, στην οποία ασφαλώς θα προσφύγουν οι «θιγόμενοι». Την ανεξαρτησία των αρχών, όμως, θα κρίνει και η Βουλή, όταν «ξεκλειδώσει» η συζήτηση των πορισμάτων της ΑΔΑΕ στην Επιτροπή Θεσμών. Οι δύο πολιτειακές λειτουργίες, επομένως, θα κληθούν να πάρουν θέση για την εμβληματική αυτή σύγκρουση με την τρίτη, την εκτελεστική λειτουργία του «βαθέος κράτους».
Την εμπειρία αυτή είναι βέβαιο ότι, στο μέλλον, δεν θα θέλει να ξαναζήσει ο πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός (οποιασδήποτε απόχρωσης). Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι μια μελλοντική αναθεώρηση του Συντάγματος δεν θα επιχειρήσει να περιορίσει δραστικά ή να καταργήσει μία ή περισσότερες ανεξάρτητες αρχές. Θα ήταν νομικά εφικτό κάτι τέτοιο;
Η απάντηση πρέπει να διακρίνει:
- Η τροποποίηση των τωρινών συνταγματικών διατάξεων είναι εφικτή, όσο δεν αναιρείται η βασική αποστολή των αρχών ως των κύριων (αν όχι «αποκλειστικών» – βλ. άρθ. 15 Σ, για το ΕΣΡ) εγγυητών του οικείου θεμελιώδους δικαιώματος. Στο πλαίσιο αυτό, εξ άλλου, αξιολογείται και η συνταγματικότητα του εκτελεστικού τους νόμου
- Η κατάργηση των συνταγματικά προβλεπόμενων αρχών ή η αναίρεση των εγγυήσεων ανεξαρτησίας τους (άρθ. 101 Α), αντίθετα, δεν είναι εφικτή με συνταγματική αναθεώρηση. Ο λόγος είναι ότι η θεσμική εμπειρία διεθνώς έχει αποδείξει πως οι ανεξάρτητες αρχές αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της δημοκρατικής διακυβέρνησης, μια κρίσιμη «δικλείδα ασφαλείας» που αποτρέπει παρεκβάσεις στο πολίτευμα. Στην περίπτωσή μας, αυτό σημαίνει ότι ο θεσμός ανήκει στη «βάση» του πολιτεύματος της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, εντάσσεται άρα στις προβλέψεις περί των μη αναθεωρητέων συνταγματικών διατάξεων.
Η εξελισσόμενη σύγκρουση της ΑΔΑΕ με τον πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό μάς αναγκάζει να σκεφτούμε ότι κανένα «αόρατο χέρι» δεν εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, απλώς και μόνον επειδή η Κυβέρνηση τυχαίνει να εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής και καθιερώνεται τυπικά η τριμερής διάκριση των λειτουργιών. Όπως στην ανοιχτή οικονομία, έτσι κι εδώ, χωρίς έναν ενοχλητικό τρίτο που παρεμβαίνει για τα δικαιώματά μας, δεν μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι.
Τάκης Βιδάλης
Δ.Ν., Μέλος της Επιτροπής Ηθικής της Επιστήμης της ΕΕ (EGE /European Commission)