Search
Close this search box.

Οι ιταλικές εκλογές, ο Πρόεδρος Ματαρέλλα και η ΕΕ

Με αφορμή τα αποτελέσματα των ιταλικών βουλευτικών εκλογών, ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης περιγράφει τη διαδικασία σχηματισμού Κυβέρνησης και τον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Παράλληλα αναλύει τις διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με το αν και κατά πόσο μπορούν να παρεμβαίνουν οι ενωσιακοί θεσμοί στα εσωτερικά των κρατών μελών.

Ι. Εισαγωγή

Τα αποτελέσματα των γενικών βουλευτικών εκλογών για την ανάδειξη των μελών των δύο νομοθετικών σωμάτων, Βουλής των Αντιπροσώπων και Γερουσίας της Δημοκρατίας, στην Ιταλία, προκάλεσαν πολιτικό σεισμό και όχι μόνο στη γείτονα. Έναν σεισμό, όμως, αναμενόμενο σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών, ιδιαίτερα μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του τεχνοκράτη Μάριο Ντράγκι. Ο σεισμός αυτός έγκειται στο γεγονός της επικράτησης, και μάλιστα με το όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό του 26% των ψήφων, του κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας» υπό την Τζόρτζια Μελόνι, κόμματος και πολιτικού με φασιστικές καταβολές και αντισυστημικά χαρακτηριστικά και της αναμενόμενης πρωθυπουργοποίησης της τελευταίας σε συνασπισμό με το επίσης αντισυστημικό και εθνικολαϊκιστικό κόμμα της Λέγκας του Βορρά του Ματέο Σαλβίνι και του κόμματος «Εμπρός Ιταλία» (Forza Italia) του παλαίμαχου και πολιτικά επτάψυχου πολιτικού της Κεντροδεξιάς και μεγαλοεπιχειρηματία των ΜΜΕ και του ποδοσφαίρου Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Είναι η πρώτη φορά που ένα μεταφασιστικό κόμμα αναδεικνύεται πρώτο όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και στην Ευρώπη ολόκληρη, ακολουθώντας την θεαματική πορεία της Μαρίν Λεπέν στην Γαλλία την περασμένη άνοιξη και των Σουηδών Δημοκρατών στην Σουηδία πριν δύο εβδομάδες. Ο αντίκτυπος των ιταλικών εκλογών είναι μεγάλος και φτάνει μέχρι τις Βρυξέλλες, έδρα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, λόγω των «αιρετικών» θέσεων των κομμάτων του ως άνω δεξιού συνασπισμού έναντι της ΕΕ και της πολιτικής της, όπως και του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας και του πολέμου στην Ουκρανία.

Ο εν λόγω συνασπισμός δεν είναι ιδεολογικοπολιτικά συμπαγής όσο παρουσιάζεται ή τον παρουσιάζουν. Σε άλλα κόμματα κυριαρχεί ο αντιευρωπαϊκός λόγος (Λέγκα του Βορρά), σε αντίθεση με το παραδοσιακά φιλευρωπαϊκό Forza Italia του Μπερλουσκόνι και τον πιο ισορροπημένο εσχάτως ευρωπαϊκό λόγο της Μελόνι, η οποία πάντως βάζει στο στόχαστρό της την «γραφειοκρατία των Βρυξελλών» και την μέχρι τώρα ευρωπαϊκή πολιτική σε οικονομικά θέματα, αλλά και του Μπερλουσκόνι, ο οποίος μη αντιστεκόμενος στο ρεύμα, αφήνεται να «παρασυρθεί» από τις γλυκές σειρήνες του ευρωσκεπτικισμού. Ενώ η Μελόνι τάσσεται καταρχήν υπέρ του ΝΑΤΟ και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας λόγω της εισβολής στην Ουκρανία, ο Μπερλουσκόνι αντίθετα αμφισβητεί την χρησιμότητά τους, ο δε Σαλβίνι δηλώνει ένθερμος υποστηρικτής του Προέδρου Πούτιν. Αμφότεροι οι δύο τελευταίοι κατηγορούνται για οικονομικοπολιτικές σχέσεις με τον Ρώσο Πρόεδρο και ως «Δούρειοι Ίπποι» του στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Ιταλίας. Κοινός τόπος και των τριών κατά το μάλλον ή ήττον είναι η αντιμεταναστευτική πολιτική και η αντιαριστερή ρητορεία, όπου τον τόνο στην πρώτη δίνει ιδιαίτερα το κόμμα του Σαλβίνι και ο ίδιος προσωπικά. Άπαντες, όμως, δεν απορρίπτουν και δεν αμφισβητούν την καταβολή ποσού περίπου 200 δις ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ προς την Ιταλία.

Για άλλη μία φορά, η Ιταλία δείχνει να κινείται σαν εκκρεμές μεταξύ λαϊκισμού και ελιτισμού. Το εκλογικό σώμα εκλέγει από την δεκαετία του ‘90 και την κατάρρευση του παλαιού πολιτικού συστήματος των παλαιών κομμάτων (Χριστιανοδημοκρατικού, Κομμουνιστικού, Σοσιαλιστικού, Φιλελευθέρου κ.α.) λαϊκιστές πολιτικούς και κόμματα (Μπερλουσκόνι, Σαλβίνι, Μπέπε Γκρίλλο και τώρα Μελόνι) και όταν αυτοί αποτυγχάνουν στην ανεπάρκεια, αβελτηρία και γελοιότητά τους (ποιος μπορεί να ξεχάσει μεταξύ άλλων τα μπούγκα-μπούγκα πάρτυ του Μπερλουσκόνι ή την αμετάκλητη καταδίκη του για αποπλάνηση και εκπόρνευση ανηλίκου και κατάχρηση εξουσίας;) η ιθύνουσα τάξη με τις ευλογίες των Βρυξελλών καταφεύγει σε τεχνοκράτες με βαριά βιογραφικά και ενωσιακή εμπειρία, όπως ο Κάρλο Αντσέλιο Τσιάμπι και ο Ρομάνο Πρόντι παλαιότερα ή ο Μάριο Μόντι και ο Μάριο Ντράγκι πιο πρόσφατα, που βάζουν τα πράγματα στην θέση τους μέχρι την εκλογή του επόμενου λαϊκιστή κ.ο.κ.

ΙΙ. Η διαδικασία σχηματισμού Κυβέρνησης και ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας[1]

Ας δούμε τώρα την κατά το ιταλικό Σύνταγμα του 1947/1948 διαδικασία διορισμού του Πρωθυπουργού και σχηματισμού της Κυβέρνησης μέσα από την τριγωνική σχέση Προέδρου της Δημοκρατίας-Κυβέρνησης-Κοινοβουλίου και τι αναμένεται με βάση το Σύνταγμα της Ιταλίας να διαδραματιστεί τις επόμενες εβδομάδες στη γείτονα χώρα.

H Ιταλία είναι μία αντιπροσωπευτική ρεπουμπλικανική κοινοβουλευτική Δημοκρατία, σύμφωνα με τα άρθρα 1, 55 επ. και 94 παρ. 1 ιτΣυν. Όσον αφορά το σύστημα διακυβέρνησης με βάση την παραπάνω τριγωνική σχέση αυτό είναι μη γνήσιο κοινοβουλευτικό με το Κοινοβούλιο να έχει μεν τον τελευταίο λόγο κατά τον σχηματισμό της Κυβέρνησης και την τελευταία να ασκεί τη γενική πολιτική της χώρας αλλά και τον ρόλο του ΠτΔ ισχυρό οπλισμένο με έκτακτες ρυθμιστικές αρμοδιότητες.

Σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 2 ιτΣυν, ο ΠτΔ διορίζει τον Πρωθυπουργό και με πρόταση αυτού τους Υπουργούς. Ο ΠτΔ δεν είναι υποχρεωμένος εκ του Συντάγματος να αναθέσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή ούτε στον αρχηγό του πρώτου σε ψήφους κόμματος ούτε σε προσωπικότητα που να προέρχεται από αυτό. Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ιτΣυν, η Κυβέρνηση πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη και των δύο νομοθετικών σωμάτων, Βουλής και Γερουσίας, και κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου εντός 10 ημερών από τον σχηματισμό της θα πρέπει να εμφανιστεί εντός του Κοινοβουλίου για να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ναι μεν αποτελεί αρμοδιότητα του ΠτΔ ο διορισμός του Πρωθυπουργού και μάλιστα όχι δεσμία ως προς την επιλογή του προσώπου, όπως αντίθετα συμβαίνει με το άρθρο 37 παρ. 1 και 2 του ελληνικού Συν 75, όμως η αρμοδιότητα αυτή περιορίζεται από την κοινοβουλευτική αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 94 παρ. 1 ιτΣυν που απαιτεί όπως η Κυβέρνηση λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και από τα δύο Σώματα του Κοινοβουλίου (άρθρο 55 ιτΣυν). Κατά συνέπεια ο ΠτΔ δεν μπορεί να διορίζει Πρωθυπουργό πρόσωπο της αρεσκείας του, εάν γνωρίζει ότι το Κοινοβούλιο θα τον καταψηφίσει. Το γεγονός ότι ο ΠτΔ είναι δεσμευμένος στην επιλογή του Λαού να αναδείξει το Κοινοβούλιο που εκείνος επιθυμεί και στην επιλογή του Κοινοβουλίου να παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση που η πλειοψηφία του προκρίνει, του επιβάλλει την εξισορρόπηση μεταξύ των ανωτέρω και της δικής του κρίσης για την καταλληλόλητα του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησης που ο τελευταίος θα σχηματίσει για να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου. Ο ρόλος του αναβαθμίζεται, όμως, και πολιτικά και θεσμικά όταν οι πολιτικές δυνάμεις είναι κατακερματισμένες και δεν μπορούν να αναδείξουν μονοκομματική κυβέρνηση ή ακόμα και κυβέρνηση απόλυτης αλλά απλά σχετικής πλειοψηφίας, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στην Ιταλία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Η θέση του μάλιστα σε αυτή την περίπτωση ενισχύεται από την αρμοδιότητα που του παρέχει το άρθρο 88 παρ. 1 ιτΣυν της προεδρικής διάλυσης των σωμάτων του Κοινοβουλίου και προκήρυξης πρόωρων εκλογών ή και άρνησης διάλυσής του, παρά την αντίθετη πρόταση της κυβέρνησης, αρμοδιότητα που μπορεί υπό προϋποθέσεις να διευκολύνει την επιλογή του για το πρόσωπο του Πρωθυπουργού της προτίμησής του.

 Ωστόσο, το Σύνταγμα δεν επιτρέπει στον ΠτΔ να ασκεί προσωπική πολιτική αλλά όπως αναφέρει και το άρθρο 87 παρ. 1 ιτΣυν θα πρέπει να αντιπροσωπεύει την εθνική ενότητα και να είναι το δυνατόν υπεράνω των κομματικών διαφορών. Σε όλα αυτά προστίθεται και το εξωνομικό κριτήριο της προσωπικότητας του ΠτΔ, που φάνηκε τις τελευταίες δεκαετίες ιδιαίτερα κατά τις προεδρίες Σάντρο Περτίνι, Τζόρτζιο Ναπολιτάνο και του σημερινού Προέδρου Ματαρέλλα.

Υπόψη ότι, κατά την τελικώς επικρατήσασα τελικά γνώμη στην Ιταλία, ο ΠτΔ μπορεί να θέσει οριακό βέτο στην πρόταση του Πρωθυπουργού να διορίσει τους Υπουργούς, κάτι το οποίο έχουν κάνει σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι κατά καιρούς ΠτΔ.

Μεταφέροντας τα παραπάνω που αποτελούν τη μείζονα πρόταση σε έναν δικανικό συλλογισμό στη δημιουργηθείσα μετά τις εκλογές της 25.9.2022 πραγματικότητα και τις διακηρυχθείσες θέσεις των κομμάτων, θα πρέπει ο ΠτΔ Σέρτζιο Ματαρέλλα, αφού ξεκινήσουν οι εργασίες των δύο νομοθετικών σωμάτων εντός 20 ημερών από τις διενεργηθείσες βουλευτικές εκλογές και αφού διαβουλευθεί με τους Προέδρους των απερχόμενων νομοθετικών σωμάτων, τους πρώην Προέδρους της Δημοκρατίας και κυρίως τους Αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων, να αναθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε πρόσωπο, του οποίου η Κυβέρνηση θα μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και από τα δύο νομοθετικά σώματα. Δεδομένου, όμως, ότι ο συνασπισμός των τριών κομμάτων της Δεξιάς έχει την απόλυτη πλειοψηφία και στα δύο νομοθετικά σώματα του Κοινοβουλίου και αυτά έχουν συμφωνήσει προεκλογικά να στηρίξουν κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Αρχηγό του πρώτου σε ψήφους κόμματος του τρικομματικού συνασπισμού, αναμένεται να αναθέσει αρχικά διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στην αρχηγό του πρώτου σε δύναμη κόμματος του συνασπισμού, «Αδέλφια της Ιταλίας», Τζόρτζια Μελόνι, η οποία μετά από διαβουλεύσεις με τα άλλα δύο κόμματα του συνασπισμού θα επισκεφθεί τον ΠτΔ και θα του ζητήσει να μετατρέψει τη διερευνητική σε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, η οποία πρέπει να εμφανιστεί και στα δύο νομοθετικά σώματα για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ρόλος του ΠτΔ είναι εκ του Συντάγματος αλλά και της δημιουργηθείσας πολιτικής πραγματικότητας περιορισμένος, είναι δε συνταγματικά αδιάφορο το εάν ο ΠτΔ δεν επιθυμεί τον σχηματισμό μίας τέτοιας κυβέρνησης.

ΙΙΙ. Ο ρόλος της ΕΕ

1. Το ζήτημα

Αν κρίνουμε από τις προγραμματικές θέσεις και των τριών κομμάτων του δεξιού συνασπισμού και τις δηλώσεις των ηγετών και στελεχών τους, αυτές διέπονται κατά το μάλλον ή ήττον από ευρωσκεπτικισμό ή ακόμα και αντιευρωπαϊσμό, εκμεταλλευόμενα τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας και τώρα και της ενεργειακής κρίσης λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Ιδιαίτερα το κόμμα της Μελόνι, που ως μη έχον συμμετάσχει στη διακυβέρνηση της χώρας μέχρι τώρα και παρουσιαζόμενο ως άφθαρτο από την εξουσία, εκδηλώνει έντονη αντισυστημική ρητορεία στην οποία εντάσσει και την ΕΕ, αν και όπως προαναφέρθηκε η Πρόεδρός του τον τελευταίο καιρό, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη έχει μετριάσει τις επιθέσεις της κατά της. Οι θέσεις αυτές προκαλούν ανησυχία ότι η νέα κυβέρνηση θα διακινδυνεύσει κατακτήσεις δεκαετιών σε θέματα Δημοκρατίας, Κράτους Δικαίου και προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και κυρίως μειονοτήτων και μεταναστών ή ακόμα και τη συμμετοχή της Ιταλίας στην Ευρωζώνη. Μάλιστα, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έφτασε στο σημείο να προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο νίκης του δεξιού συνασπισμού, προειδοποιώντας με τον μηχανισμό «τιμωρίας» όσων κρατών περιφρονούν τις αξίες της ΕΕ, αρχής γενομένης από την Πολωνία και την Ουγγαρία. Γεννάται, λοιπόν, με αφορμή τις εκλογές στην Ιταλία, όπως και παλαιότερα το ερώτημα, μπορεί και μέχρι ποίου σημείου να παρεμβαίνουν οι ενωσιακοί θεσμοί στα εσωτερικά των κρατών μελών και μάλιστα μέχρι του σημείου να υποδεικνύουν στους ψηφοφόρους ποια κόμματα θα ψηφίσουν ή θα αποδοκιμάσουν; Μπορεί η ΕΕ να επικαλείται τη Δημοκρατία και όταν η κυριότερη έκφρασή της, οι εκλογές, δώσουν αποτέλεσμα διαφορετικό από αυτό που αρέσει στους θεσμούς, να δείχνουν περιφρόνηση στην επιλογή του εκλογικού σώματος σε ένα κράτος μέλος; Μπορεί η Ένωση και τα όργανά της, ακόμα και άλλα κράτη μέλη να παρεμβαίνουν και σε θέματα που δεν εντάσσονται στις αρμοδιότητες, αποκλειστικές, συντρέχουσες ή υποστηρικτικές, της Ένωσης; Ζητήματα οργανωτικού συνταγματικού χαρακτήρα όπως οι εκλογές κάθε είδους (προεδρικές, βουλευτικές, τοπικές), η ανάδειξη του Πρωθυπουργού, ο σχηματισμός κυβέρνησης, ο διορισμός ή η παύση των Υπουργών και η διεξαγωγή δημοψηφίσματος αποτελούν ζητήματα εσωτερικού συνταγματικού χαρακτήρα, εντασσόμενα στον σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας, τον οποίον τα κράτη μέλη δεν έχουν μεταβιβάσει στην Ένωση, παρακρατώντας τα δι’ εαυτά. Η απάντηση εξαρτάται από την οπτική που βλέπει κάποιος το ζήτημα.

2. Η «εθνοκεντρική» θέση

Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, όσο η ΕΕ δεν αποτελεί ένα ομοσπονδιακό κράτος, ούτε τα όργανά της ούτε οι ηγεσίες άλλων κρατών μελών έχουν δικαίωμα άμεσης παρέμβασης σε θέματα που δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Ένωσης και μάλιστα σε αυτά που αφορούν τον σκληρό πυρήνα κυριαρχίας των κρατών μελών όπως πολιτειακής φύσεως θέματα. Σε μία Δημοκρατία, όπως είναι κατά το μάλλον ή ήττον τα 27 κράτη μέλη, και οι αιρετικές και αποκλίνουσες φωνές, ακόμα και οι αντιευρωπαϊκές ή αντιενωσιακές έχουν θέση και το δικαίωμα να διεκδικήσουν την ψήφο των πολιτών και την εξουσία. Το Ενωσιακό Συνταγματικό Δίκαιο ούτε απαιτεί την ύπαρξη κυβερνήσεων ούτε Υπουργών πιστών στην ΕΕ, στο Ευρώ και εν γένει στην ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση. Δικαίωμα επίσης των πολιτών είναι να ψηφίσουν και αναδείξουν τέτοια κόμματα μέσω της άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν. Τα παραπάνω είναι συστατικά στοιχεία της Δημοκρατίας και ανήκουν στον σκληρό πυρήνα των Συνταγμάτων που έχουν μάλιστα εξαιρεθεί από κάθε μελλοντική αναθεώρηση. Οι κυβερνήσεις πρέπει να έχουν την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου άμεσα και του Λαού έμμεσα, όχι της ΕΕ και των αγορών. Το αντίθετο σημαίνει μία «υπερ-συνταγματοποίηση» (over-constitutionalization) της ΕΕ[2] και ιδιαίτερα της ευρωζώνης και μία επικίνδυνη διείσδυση του Ενωσιακού Συνταγματικού Δικαίου στον σκληρό πυρήνα του εθνικού Συνταγματικού Δικαίου. Για τον λόγο αυτό, κατά την άποψη αυτή, απαιτείται μία «αποσυνταγματοποίηση» της ΟΝΕ[3].

3. Η «ενωσιακή» θέση

Από την άλλη, όμως, υπάρχει ισχυρός αντίλογος. Η αρχή της απαγόρευσης μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών, όπως προκύπτει από το κλασικό Διεθνές Δίκαιο ως γενική αρχή του Διεθνούς Δικαίου, με ισχύ μάλιστα αναγκαστικού Διεθνούς Δικαίου (ius congens), δεν ισχύει στη σχέση ΕΕ και κρατών μελών ή τουλάχιστον δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό που ισχύει στις διεθνείς σχέσεις και το Διεθνές Δίκαιο. Στο Ενωσιακό Δίκαιο ισχύει η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ Ένωσης και κρατών μελών, η αρχή της αλληλεγγύης και οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη έναντι της Ένωσης αφενός και έναντι των υπολοίπων κρατών μελών αφετέρου, οι οποίες σχετικοποιούν την αρχή της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών μελών. Είναι λοιπόν φυσιολογικό, και μέχρις ενός σημείου νομικά θεμιτό, η Ένωση όχι μόνο να ενδιαφέρεται αλλά και να προσπαθεί να επηρεάσει τις αποφάσεις των κρατών μελών και των συνταγματικών τους οργάνων προς την κατεύθυνση που καθορίζουν οι παραπάνω ενωσιακού συνταγματικού χαρακτήρα αρχές και οι δεσμεύσεις των κρατών μελών. Πώς μπορεί να είναι επιθυμητή από τα όργανα της ΕΕ και τα άλλα κράτη μέλη ο διορισμός στην θέση του Υπουργού Οικονομικών ενός προσώπου που αντιτίθεται στο κοινό νόμισμα και στην συμμετοχή της χώρας του στην ΟΝΕ; Πώς μπορεί να γίνει ανεκτή η πολιτική μίας κυβέρνησης με υψηλό δημόσιο χρέος που οδηγεί στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της; Πώς μπορεί να συνεργασθεί με την ΕΕ μία κυβέρνηση που περιφρονεί τις αξίες της ΕΕ; Πώς μπορεί να γίνει ανεκτή η κυβέρνηση μιας χώρας που αρνείται τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα για τη συμμετοχή της στο κοινό νόμισμα και θέτει τις θέσεις της σε δημοψήφισμα; Και πώς μπορεί να γίνει δεκτό ένα τέτοιο δημοψήφισμα που το αποτέλεσμά του αρνείται αυτές τις δεσμεύσεις; Ο σεβασμός των εθνικών αποφάσεων σε αυτές τις περιπτώσεις οδηγεί στη λύση που επέλεξαν οι Βρετανοί, αποχώρηση από την ΕΕ κατά το άρθρο 50 ΣΕΕ. Όλα τα άλλα παραπέμπουν στην λαϊκή παροιμία «και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο». Αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την ΕΕ και τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

Προσέτι, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μία διαδικασία δυναμική και πρέπει να εξελίσσεται. Η αρχή της ολοένα και στενότερης Ένωσης διαπερνά τις Συνθήκες και το εν γένει Ενωσιακό Δίκαιο (πρβλ. κυρίως Προοίμιο της ΣΕΕ, άρθρα 1, 3 και 13 ΣΕΕ, Προοίμιο ΣΛΕΕ, Προοίμιο ΧΘΔΕΕ) και ως τέτοια δεσμεύει και τα κράτη μέλη. Οι αξίες της ΕΕ μεταξύ των οποίων ο σεβασμός του Κράτους Δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν δεσμεύουν μόνο την Ένωση και τα όργανά της αλλά και τα κράτη μέλη. Κόμματα εθνικολαϊκιστικά της άκρας δεξιάς ή ριζοσπαστικά-ανατρεπτικά της άκρας αριστεράς, που αμφισβητούν ή και υπονομεύουν το δυτικό σύστημα και όχι απλά θέτουν επιφυλάξεις ως προς το ενωσιακό μοντέλο αλλά το θέτουν υπό αμφισβήτηση ακόμα και απόρριψη πρέπει κατά την λογική αυτή να παραμερίζονται ή να ενσωματώνονται στο σύστημα, όπως συνέβη κατά το μάλλον ή ήττον στο πρόσφατο παρελθόν με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, τους Podemos στην Ισπανία και τους πρώην Κομμουνιστές στην Πορτογαλία και όπως επιχειρείται να συμβεί στην Ιταλία με την Λέγκα του Βορρά και το Κίνημα 5 Αστέρων και ενδεχομένως τα Αδέλφια της Ιταλίας, ενώ κυβερνήσεις που δεν ενσωματώνονται σε αυτό το σύστημα τιμωρούνται όπως συμβαίνει με την Πολωνία και την Ουγγαρία του Ορμπάν. Γι αυτό, πάντα κατ’ αυτήν την αντίληψη, θα πρέπει να αναδεικνύονται στις κυβερνήσεις κόμματα και πολιτικοί που να ανταποκρίνονται στον κοινό παρονομαστή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπως αυτή κατοχυρώνεται στις Συνθήκες, που δεσμεύουν τα κράτη μέλη και εκφράζεται από την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση για το κοινό καλό.

Δεδομένου ότι με την ΟΝΕ, με την οποία έχει εγκαθιδρυθεί μία ιδιότυπη ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση, τη δυναμική εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας, των αγορών και του διεθνούς ανταγωνισμού στον οποίο συμμετέχει η Ένωση και τα κράτη μέλη μέσω της Ένωσης αλλά και άλλων κοινωνικών φαινομένων (π.χ. μετανάστευση, κλιματική αλλαγή), που επηρεάζουν την πολιτική συμπεριφορά των πολιτών στα κράτη μέλη αναζητείται ένας κοινός τόπος στις κυβερνήσεις των κρατών μελών με κοινή συμπεριφορά και κοινή στάση έναντι όλων των παραπάνω ζητημάτων. Εφόσον τα κράτη μέλη δεν μπορούν μόνα τους να ανταπεξέλθουν επαρκώς στον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό και καταφεύγουν στα εργαλεία των κοινών πολιτικών και του κοινού νομίσματος και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνα τους τις παγκόσμιες προκλήσεις, αναζητούν κοινές πολιτικές συμπεριφορές και κοινές στάσεις στα παραπάνω. Επόμενο είναι να ενδιαφέρονται για την ανάδειξη πολιτικών δυνάμεων και ηγετών που θα στέργουν στην κοινή αντιμετώπιση και δεν θα τη φαλκιδεύουν με εθνική ή και εθνικιστική ρητορεία και συμπεριφορά. Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια την επιβολή αυστηρών ενωσιακών συνταγματικών κανόνων πάνω στους εθνικούς σε θέματα οργανωτικού Συνταγματικού Δικαίου ούτε (ακόμα) την ύπαρξη συνταγματικών συνθηκών, πολιτικά αλλά όχι νομικά δεσμευτικών.

Επίλογος

Ο σεβασμός της συνταγματικής κυριαρχίας των κρατών μελών και των συμβατικών και θεσμικών υποχρεώσεών τους έναντι της ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου και των άλλων κρατών μελών είναι μια δύσκολη εξίσωση όταν αυτές οι δύο παράμετροι βρίσκονται σε ανισορροπία ή ακόμα και σε αντίρροπη φορά μεταξύ τους και τίθεται ζήτημα Δημοκρατίας στο εσωτερικό των κρατών μελών. Η βούληση των λαών των κρατών πρέπει να γίνεται καταρχήν σεβαστή. Αλλά και οι λαοί πρέπει να αντιλαμβάνονται ότι η εποχή της αυτάρκειας και του μοναχικού δρόμου των κρατών τους έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί εδώ και δεκαετίες ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα ενώ ήδη βαδίζουμε για τα μέσα του 21ου. Σε μία ΕΕ που ακόμα δεν έχει καταστεί κράτος, δεν υπάρχει ένας Ευρωπαϊκός Λαός αλλά οι Λαοί των 27 κρατών μελών. Όσο κι αν το παράδειγμα του Brexit δείχνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο με αυτή την επιλογή βαδίζει κόντρα στο ρεύμα της ιστορίας, αυτή ήταν τουλάχιστον μία έντιμη επιλογή, που κατέδειξε ότι ένα μέρος του πολιτικού συστήματος και του εκλογικού σώματος του ΗΒ θέλησε να αποσυνδέσει την τύχη του από αυτήν της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Ο λογαριασμός αυτής της επιλογής θα έρθει στο τέλος, πρέπει να έχουμε λίγο υπομονή για να τον δούμε. Αυτό όμως, που δεν μπορεί να γίνει δεκτό είναι το να επιθυμούν κράτη μέλη, λαοί και πολιτικές δυνάμεις σε αυτά τα οφέλη από την συμμετοχή στην ΕΕ, κυρίως τα οικονομικά από τα διάφορα Ταμεία αλλά και άλλα θεσμικά όπως το κοινό νόμισμα, και από την άλλη να αρνούνται να αναλάβουν τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση είτε σε οικονομικό είτε σε θεσμικό επίπεδο. Όταν λοιπόν πολιτικές δυνάμεις και λαοί αντιληφθούν ότι θα πρέπει αυτά τα δύο να τα ισορροπήσουν, θα πάψουν να εμφανίζονται στο προσκήνιο δυνάμεις είτε της άκρας δεξιάς ενίοτε μάλιστα με νεοναζιστιτκές και νεοφασιστικές καταβολές και συμπεριφορές, είτε της εθνικολαϊκιστικής και ανορθολογικής δεξιάς είτε και της ριζοσπαστικής και ανορθολογικής αριστεράς που θα εκμεταλλεύονται την αγωνία των λαών για καλύτερη διαβίωση.

Όσον αφορά ειδικά την Ιταλία μια και αυτή είναι το αντικείμενο του παρόντος άρθρου, η ευρωπαϊκή κουλτούρα στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει βαθιές ρίζες. Δεν νομίζω ότι η συμμετοχή της χώρας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι μπορεί να εκτροχιασθεί από λαϊκιστές πολιτικούς τύπου Μελόνι, Σαλβίνι ή Μπερλουσκόνι, όπως δεν εκτροχιάσθηκε από τον κωμικό Μπέπε Γκρίλλο, το κόμμα του οποίου, τα 5 αστέρια, στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές πήρε μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό της Μελόνι, αλλά εν συνεχεία ξεφούσκωσε. Ο ρόλος του Προέδρου Ματαρέλλα υπήρξε στο παρελθόν καταλυτικός προς την κατεύθυνση της διατήρησης της Ιταλίας σε ευρωπαϊκές ράγες. Μένει να δούμε εάν για άλλη μια φορά η Ιταλία θα ακολουθήσει την πορεία από τον λαϊκισμό που επέλεξε στις 25 Σεπτεμβρίου στον ελιτισμό που θα της επιβληθεί, όπως στο παρελθόν.

Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ, Δικηγόρος


Υποσημειώσεις:

[1] Πολλά από αυτά που παρατίθενται κατωτέρω, αναπτύσσονται αναλυτικότερα σε Χ. Τσιλιώτης, Η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και δυναμικές των μορφών διακυβέρνησης στα κράτη μέλη. Ο ρόλος του Προέδρου Ματαρέλα σε συγκριτική προοπτική, σε: ΕφΔΔ 2020, σελ. 697-716.

[2] Τον όρο χρησιμοποιεί ο Γερμανός Συνταγματολόγος, πρώην Δικαστής του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου και Φιλόσοφος D. Grimm, σε: The Constitution of the European Democracy, Oxford 2017 (passim).

[3] Ibidem.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

100 χρόνια από το Σύνταγμα της Βαϊμάρης

Το Γερμανικό Σύνταγμα της Βαϊμάρης, ο «πατέρας» των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων του 20ου αιώνα, ήταν το πρώτο Σύνταγμα που κατοχύρωσε τα ανθρώπινα δικαιώματα δεύτερης γενιάς (τα κοινωνικά δικαιώματα). Υπήρξε ένα από τα αρτιότερα Συντάγματα που γνώρισε ο 20ος αιώνας, ωστόσο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν κατάφερε να μακροημερεύσει.

Περισσότερα

Εκλογικός Νόμος: Από την αναλογική σε ένα μεικτό σύστημα

Από την αναλογική σε ένα μεικτό σύστημα που έχει ένα αναλογικό και ένα πλειοψηφικό τμήμα η απόσταση είναι το πολύ 50 έδρες. Ωστόσο, o εκλογικός νόμος δεν είναι μόνο ο κανόνας αντιστοίχισης ποσοστού ψήφων σε ποσοστό εδρών. Θα βοηθήσει σε κάτι η αλλαγή; Μόνο στην ενίσχυση της αυτοδύναμης κυβέρνησης. Αποτελεί ένα μεγάλο ερώτημα γιατί δεν προσπαθούμε να ενισχύσουμε τις συνεργασίες.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.