Η “ψυχολογική βία” και η ευθύνη του Δ.Σ.
Το άρθρο 93 § 1+3 του νομοσχεδίου για τα εργασιακά, εισάγει αστική ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης για υπαίτια παραβίαση του δικαιώματος των μη απεργών να εργάζονται κανονικά και ανεμπόδιστα. Η διάταξη αυτή, λοιπόν, αποβλέπει στην εξασφάλιση τόσο του δικαιώματος στην εργασία του άρθρου 22§1 Σ, όσο και του δικαιώματος στην απεργία (Σ23§2) – ως ελευθερίας προς απεργία – από αθέμιτες και βίαιες πρακτικές.
Ωστόσο, η διάταξη ως έχει[1], γεννά έντονους προβληματισμούς σε επίπεδο συνταγματικού, αλλά και ιδιωτικού δικαίου, καθώς φαίνεται να παραγνωρίζεται η διάπλαση της απεργίας ως θεσμού μαχητικής διεκδίκησης[2] από το Σύνταγμα, τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας, αλλά και σε επίπεδο κοινού νόμου.
Έως σήμερα, σε περίπτωση που κηρυσσόταν και διεξαγόταν νομότυπα μια απεργία, αλλά κατά τη διάρκεια αυτής εμφιλοχωρούσαν βίαιες, παραπειστικές πρακτικές από την πλευρά των απεργών εθεωρείτο ότι αυτές καθιστούσαν την απεργία παράνομη ως καταχρηστική (αντικείμενη δηλαδή τόσο στο ΑΚ281, όσο και στο Σ25§3). Η “καταχρηστικότητα” των βίαιων πρακτικών συνίστατο στην προσβολή της ελευθερίας της απεργίας (Σ23) των υφιστάμενων τη βία μισθωτών , αλλά και – σε επίπεδο ιδιωτικού δικαίου – στην προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητάς τους (ΑΚ57).
Επρόκειτο για περιπτώσεις, όπου, οι απεργοί προκειμένου να εξαναγκάσουν τους συναδέλφους τους να συμμετάσχουν στην απεργία, είτε ασκούσαν σωματική βία, είτε απηύθηναν απειλές βίας, είτε εξαπέλυαν σφοδρές και απαξιωτικές εξυβρίσεις. Επομένως, ήδη εθεωρείτο παράνομη η απεργία όταν οι απεργοί προέβαιναν σε έμμεση, μη φυσική βία τέτοιου είδους[3].
Η “ψυχολογική βία” του νέου νόμου
Ωστόσο, η έννοια της ψυχολογικής βίας που επιχειρεί να εισαγάγει ο νομοθέτης, είναι πιο αόριστη από αυτήν του ψυχολογικού εξαναγκασμού που γινόταν δεκτή από τη νομολογία ως όριο του δικαιώματος στην απεργία. Ανάλογα δηλαδή με την ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση και υγεία του κάθε εργαζόμενου, μπορεί αυτός να νομίζει ότι κάθε μορφής πίεση , ακόμα και η πιο ελαφριά, αποτελεί ψυχολογική βία κατά την έννοια του νόμου. Άλλωστε, λόγω του προαναφερθέντος αγωνιστικού χαρακτήρα της απεργίας, που αποτελεί κοινό τόπο στην επιστήμη, θεωρείται αναπόφευκτο – αλλά και θεμιτό ακόμα – να υπάρξουν τριβές, εντός ορισμένων λελογισμένων ορίων. Έτσι, εφόσον η αλληλεπίδραση των απεργών και μη απεργών εργαζόμενων κινείται στο πλαίσιο της εύλογης και ευπρεπούς παρακίνησης και δεν αποκτά χαρακτήρα εκφοβισμού, εκβιασμού ή παρενόχλησης, τότε θα πρέπει να θεωρείται προστατευμένη από τις οικείες διατάξεις τόσο του Συντάγματος όσο και των σχετικών Δ.Σ.Ε.
Επομένως, εφόσον η έννοια της «ψυχολογικής βίας» δεν προσδιοριστεί ακριβέστερα και αυστηρότερα από τον νομοθέτη, οι σχετικές διατάξεις θα πρέπει να ερμηνευθούν κατά τον ανωτέρω τρόπο, διότι ειδάλλως εκτίθεται κάθε νόμιμη απεργία σε κίνδυνο να κηρυχθεί παράνομη χωρίς σοβαρό λόγο. Κάτι τέτοιο θα έπληττε, κατά την άποψή μου, τον πυρήνα της συνδικαλιστικής ελευθερίας.
Η ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης για υπαίτια παραβίαση
Ο νομοθέτης προβλέπει συγκεκριμένα ότι σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης της απαγόρευσης άσκησης βίας, γεννάται ευθύνη της οικείας συνδικαλιστικής οργάνωσης, καθώς και των “υπαιτίων μελών” του Δ.Σ. αυτής.
Η συνδικαλιστική οργάνωση έχει, χωρίς αμφιβολία, την υποχρέωση να εξασφαλίζει ότι η διεξαγωγή της απεργίας θα γίνεται με τρόπο μη βίαιο, χωρίς να πλήττονται, δηλαδή, ούτε τα δικαιώματα του εργοδότη, ούτε των μη απεργών εργαζόμενων[4]. Η δε θεωρία του Ενοχικού Δικαίου, παγίως δέχεται αστική ευθύνη για αλλότριες πράξεις, όταν το πρόσωπο στο οποίο καταλογίζεται αυτή ήταν, κατά τον νόμο, “υπόχρεο προς εποπτεία”.
Έτσι, η ευθύνη αυτή της συνδικαλιστικής οργάνωσης, αποτελεί έκφανση ατομικού δικαιώματος των εργαζόμενων, σε συνταγματικό επίπεδο της ελευθερίας της απεργίας και σε επίπεδο ιδιωτικού δικαίου του δικαιώματος της προσωπικότητας (ΑΚ57). Επομένως, η όποια αστικοδικαϊκή αξίωση των εργαζομένων από το άρθρο 93 υπόκειται στον έλεγχο κατάχρησης δικαιώματος του ΑΚ281, δηλαδή περιορίζεται από τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη.
Τα όρια των χρηστών ηθών θεωρούνται ότι είναι τα όρια που επιβάλλουν οι κοινωνικές αντιλήψεις που κυριαρχούν στον εκάστοτε κύκλο “συναλλαγών”. Αν και δεν πρόκειται για “συναλλαγή” εδώ, εντούτοις ο εργασιακός αγώνας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΑΚ281, με αποτέλεσμα το νομικό πλαίσιο, και ιδίως τα όρια αυτού να συμπροσδιορίζονται από τις κυρίαρχες αντιλήψεις στο πεδίο αυτό[5]. Πρόκειται και εδώ για την προαναφερθείσα αντίληψη της απεργίας ως κατ’ ανάγκη αγωνιστικής διεκδίκησης. Πράγματι, διαχρονικά γινόταν ευρέως αποδεκτό (τόσο από τον νομοθέτη, όσο και κοινωνικά) ότι η απεργία εντάσσεται σε ένα πλαίσιο ανταγωνιστικών – ή και αντίθετων ακόμα – συμφερόντων, όπου μάλιστα τα διακυβεύματα για τα οποία αγωνίζεται η πλευρά των εργαζόμενων είναι κατά κανόνα μείζονος κοινωνικοοικονομικής σπουδαιότητας και κρισιμότητας γι’ αυτούς. Επομένως, χωρίς την νομική ικανότητα άσκησης πιέσεων, απόλλυται ο αγωνιστικός χαρακτήρας κι έτσι αποδυναμώνεται καταλυτικά η νομική προστασία του δικαιώματος στην απεργία.
Ανακεφαλαιώνοντας, συμπεραίνεται ότι η επιδίωξη του νομοθέτη να προστατεύσει τα δικαιώματα των μη απεργών εργαζόμενων υπόκειται σε ορισμένα εγγενή όρια[6], που προκύπτουν από τη φύση της απεργίας ως μέσου εργασιακού αγώνα. Έτσι, η συνδικαλιστική οργάνωση θα έχει υποχρέωση να καταβάλλει τη δέουσα και εύλογη κατά τις περιστάσεις επιμέλεια αποφυγής παρεκτροπών και θα ευθύνεται αναλόγως, αλλά δε θα ευθύνεται περαιτέρω. Άλλωστε σε έναν εργασιακό αγώνα που εκτείνεται στο χρόνο και στον οποίο μετέχει μεγάλος αριθμός εργαζόμενων, δεν είναι ρεαλιστικά εφικτό να ελεγχθεί η συμπεριφορά του κάθε ενός απεργού, ο οποίος θα μπορούσε κατά περίπτωση είτε να έχει ενδόμυχη εμπάθεια απέναντι στους μη απεργούς συναδέλφους του είτε σκοπίμως να επιδιώκει να “σαμποτάρει” την απεργία για άλλους λόγους, ξένους προς την εργασιακή διεκδίκηση. Έτσι, μια τέτοια μη ρεαλιστική αξίωση θα αντέβαινε προδήλως στην αρχή της καλής πίστης[7].
Παράλληλα, η πρόβλεψη περί “ψυχολογικής βίας” γεννά έντονους νομικούς προβληματισμούς, αφού δίνει πρόσφορο έδαφος για καταχρηστικές αγωγές που μπορούν να οδηγήσουν σε επικίνδυνη εξασθένιση του δικαιώματος στην απεργία.
Γιάννης Καρούζος
Δικηγόρος – Εργατολόγος
Υποσημειώσεις:
[1] §1: «Η συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει απεργία υποχρεούται να προστατεύει το δικαίωμα των εργαζομένων, οι οποίοι δεν συμμετέχουν στην απεργία, ώστε να προσέρχονται και να αποχωρούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα από την εργασία τους και να παρέχουν αυτήν χωρίς εμπόδιο και ιδίως χωρίς την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος τους από οιονδήποτε.»
§3. «Υπαίτια παραβίαση της υποχρέωσης της παρ. 1 γεννά αστική ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης και των υπαίτιων μελών του διοικητικού της συμβουλίου.»
[2] Αυτή την έννοια έχει άλλωστε ο – απολύτως καθιερωμένος στην επιστήμη – χαρακτηρισμός της απεργίας ως μέσο εργατικού αγώνα και όχι ως εργαλείο απλής υποστήριξης κάποιων αιτημάτων. Βλ. εντελώς ενδεικτικά «Κεφάλαιο 3 : Απεργία» σε «Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο» του Κ. Παπαδημητρίου, 2η Έκδοση (Αθήνα 2019).
[3] Βλ. ενδεικτικά Α.Π. 908/1998 σε ΕΕργΔ 1998-99
[4] Αυτό γινόταν ήδη δεκτό ομόθυμα στην επιστήμη.
[5] Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Ν. Γεωργιάδη, σε «Απ. Γεωργιάδη: “Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα”, “Aρθρα 281-286’’( Εκδόσεις Σάκκουλα, 2010, Aθήνα) : «Πρόκειται για τις επιταγές της κρατούσας κοινωνικής ηθικής, η οποία γίνεται αποδεκτή σε μια ορισμένη εποχή, ορισμένον τόπο και από έναν *ορισμένο κύκλο προσώπων*.» Επομένως, το ΑΚ281 σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται σε εν στενή εννοία συναλλακτικές σχέσεις, αλλά εκτείνεται σε όλο το πεδίο του ιδιωτικού δικαίου.
[6] Όρια, τα οποία σίγουρα δεν μπορούν να προσδιοριστούν επακριβώς εκ των προτέρων, αλλά μόνο ad hoc από τον δικαστή. Ο τελευταίος, όμως, δεσμεύεται σε κάθε περίπτωση να κρίνει και να αποφασίσει σύμφωνα με την γενική «αρχή της προστασίας» ως θεμελιώδη αρχή του εργατικού δικαίου.
[7] Εξάλλου, ο μη απεργός προστατεύεται ήδη κατά τις κοινές διατάξεις αποζημίωσης για αδικοπραξία, εφόσον υφίσταται βάναυση συμπεριφορά που προσβάλλει την προσωπικότητά του (ΑΚ57,914).