Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
1. Τόσο ο όρος κράτος όσο και ο όρος πολιτεία δημιουργήθηκαν ως χαρακτηρισμοί της έννομης συμβίωσης του ανθρώπου. Πολλές φορές η χρήση των όρων γίνεται ως εάν να επρόκειτο για συνώνυμα. Η ιστορία όμως των όρων αυτών αναδεικνύει θεμελιώσεις μεταξύ τους διαφορές. Πρακτική επιβεβαίωση της τυχαίας διαισθητικής χρήσης των δύο όρων είναι το ελληνικό Σύνταγμα 1975/1986/2001: Η εναλλαγή των όρων κράτος και πολιτεία, στο κείμενο του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος του 1975/1986/2001, δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται πάντοτε σε μια συνειδητή εννοιολογική διαφοροποίηση. Ενώ, π.χ., στον τίτλο του τρίτου μέρους γίνεται λόγος για «οργάνωση και λειτουργίες της πολιτείας», το άρθρο 36 § 1 ορίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας «εκπροσωπεί διεθνώς το κράτος» και στην ίδια παράγραφο γίνεται λόγος για το «συμφέρον και την ασφάλεια του κράτους». Στον τίτλο όμως του τρίτου μέρους, η χρήση του όρου πολιτεία είναι κατάλληλη για να καλύψει όχι μόνο εξουσιαστικά φαινόμενα (π.χ. άρθρο 26: νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική λειτουργία), αλλά και φαινόμενα κοινωνικής οργάνωσης, όπως είναι π.χ. τα πολιτικά κόμματα στο άρθρο 36 § 1, λεκτικά τουλάχιστον, περιορίζει την εκπροσωπευτική του λειτουργία, την εκπροσώπηση του λαού και των κοινωνικών δυνάμεων, κάτι που ασφαλώς δεν θέλησε ο συντακτικός νομοθέτης.
2. Ο όρος πολιτεία είναι πλατωνικός και αριστοτελικός, άρα και παλαιότερος του όρου κράτους και χαρακτηρίζει στην Αρχαιότητα το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο όρος κράτος εμφανίζεται την εποχή του Machiavelli και σημαίνει δύναμη. Κράτος και εξουσία, δίχως να είναι συνώνυμα, παραπέμπουν στο ίδιο φαινόμενο. Ειδικότερα:
α. Πριν αναζητήσουμε τη νοηματική σχέση, που συνδέει αλλά και διαφοροποιεί τους δύο όρους, πρέπει να σημειωθεί ότι ο νοηματικός ορολογικός δυϊσμός πολιτεία και κράτος αποτελεί μια γλωσσική (εννοιολογική) διαφοροποίηση, που είναι προνόμιο και πολυτέλεια της ελληνικής γλώσσας. Όπως θα δούμε στη συνέχεια (παρακ. ΙΙ), η ξενόγλωσση πολιτειολογία θα συνειδητοποιήσει κάποια στιγμή το πρόβλημα που προκύπτει, επειδή ακριβώς δεν διαθέτει αυτόν τον ορολογικό δυϊσμό.
β. Είναι επίσης χρήσιμη η αποσαφήνιση ότι οι έννοιες κράτος και πολιτεία δεν καλύπτουν όλες τις ιστορικές μορφές έννομης και εξουσιαστικής οργάνωσης της συμβίωσης των ανθρώπων. Αυτό το γεγονός αναδεικνύει κατά τρόπο συναρπαστικό ο μεγάλος Χαϊδελβεργιανός κοινωνιολόγος των αρχών του 20ού αιώνα Alfred Weber, στη μικρή αλλά πολλαπλά θεμελιώδη μελέτη του, Die Krise des modernen Staatsgedanken in Europa.[1] Τόσο το σύγχρονο κράτος όσο και η ιδέα του κράτους (Staatsgedanken), σημειώνει ο Weber, είναι από την πλευρά της απώτατης ουσίας του, κάτι το ευρωπαϊκό.[2]Η αρχαία ελληνική πόλη αλλά και οι όροι urbs, civitas, nomen latinum, socii imperium κ.ο.κ. διαφέρουν από την έννοια του κράτους, τόσο από την άποψη της συγκρότησής τους, όσο και κατά το γεγονός ότι το κράτος είναι έννοια στενότερη μεν της πολιτείας, αλλά ως σύλληψη πιο ολοκληρωμένο μόρφωμα, αναγόμενο σε μια θεωρητική προσέγγιση ευρωπαϊκής υφής.[3]Η Ευρώπη είναι ο ιστορικός χώρος όπου αναπτύχθηκε μια πολιτική βούληση και μια γραφειοκρατία, με αναγωγή στην έννοια και τη φιλοσοφία του κράτους.[4]Αυτά όλα συμπίπτουν με την Αναγέννηση και προϋποθέτουν το καπιταλιστικό σύστημα. Τα κατ’ ιδίαν εξουσιαστικά μορφώματα του Μεσαίωνα είναι το αποτέλεσμα του εκάστοτε «αναγκαστικού τεμαχισμού» της «μεσαιωνικής οικουμένης».[5]Η έννοια του κράτους τελικά, που αποτελεί και το αντικείμενο της πολιτειολογίας του George Jellinek, έχει (και) κατά τον Alfred Weber πατρίδα την Ευρώπη.
Από το «κράτος» στην «πολιτεία»
1. Ο όρος κράτος (Staat) σημαίνει, στο αρχέγονο νόημά του, δύναμη, ενώ στο ιστορικό του διάβα απέκτησε το νόημά του στο πλαίσιο της έννομης συμβίωσης ανθρώπων, ως θεσμοποιημένη παραγωγή και επιβολή της βούλησης εκείνων που διαθέτουν στη συγκεκριμένη ανθρώπινη κοινωνία τη δύναμη της επιβολής.[6] Με την ανάπτυξη, την ολοκλήρωση και την πλήρη επιβολή της μοναρχίας, δηλαδή του πολιτεύματος που, όπως θα δούμε παρακάτω, ταύτιζε θεσμικά και πολιτικά την έννοια, τη λειτουργία και το συμβολισμό του κράτους με το πρόσωπο του μονάρχη, η έννοια του κράτους στεγανοποιείται απέναντι στην έννοια του λαού. Ο τελευταίος περιορίζεται στο ρόλο του συνόλου των υπηκόων, στο ρόλο δηλαδή εκείνων που υπόκεινται στην κρατική βούληση και ως κράτος ενσαρκώνει ο μονάρχης. Για την ακρίβεια, λοιπόν, ο όρος κράτος, όπως ολοκληρώθηκε εννοιολογικά μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι και με πηγή τη θεωρία και την πρακτική του μοναρχικού κράτους, δεν χαρακτηρίζει το συνολικό φαινόμενο της έννομης συμβίωσης των ανθρώπων, αλλά μόνο τη θεσμοποιημένη εξουσία, που έχει τη δύναμη της επιβολής. Είναι, λοιπόν, ακριβέστερο, τον όρο κράτος να τον χρησιμοποιούμε είτε για να είμαστε ιστορικά ακριβείς, όταν αναφερόμαστε δηλαδή σε μια εποχή, που ως έννομη οργάνωση της συμβίωσης δεν θα μπορούσε παρά το κράτος και μόνο να εννοείται, είτε στη σύγχρονη συνταγματική οργανωμένη κρατική εξουσία, όταν θέλει κανείς να τη διακρίνει από το συνολικό φαινόμενο της έννομα οργανωμένης συμβίωσης που αποδίδεται στον όρο πολιτεία.
2. Ο όρος πολιτεία , με ρίζα τον όρο και την έννοια της (αρχαίας) πόλης, παραπέμπει στο συνολικό φαινόμενο της κατά δίκαιο οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης. Είναι, στο σημείο αυτό, χαρακτηριστική η αμηχανία της γερμανικής θεωρίας του συνταγματικού δικαίου, επειδή εκτός από τον όρο κράτος (Staat) δεν γνωρίζει γερμανικό όρο για να αποδώσει την έννοια της πολιτείας. Έτσι, ο σημαντικότερος ίσως συνταγματολόγος, τουλάχιστον του ευρωπαϊκού χώρου, που αναδείχθηκε μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, Konrad Hesse, καταφεύγει για να χαρακτηρίσει το συνολικό φαινόμενο της κατά δίκαιο συμβίωσης στον όρο πολιτική ενότητα (politische Einheit) και κοινότητα (Gemeinwesen). O Hesse, όταν ορίζει το Σύνταγμα, κάνει λόγο για τη βασική νομική τάξη της (ανθρώπινης) κοινότητας. Το κράτος (Staat), κατά την απολύτως πειστική ορολογική αποσαφήνιση του Hesse, αποτελεί τμήμα και όχι το όλο σύστημα της κατά δίκαιο οργανωμένης συμβίωσης.[7] Το ίδιο ορολογικό πρόβλημα της γερμανικής γλώσσας οδηγεί τον H.-H. von Armin στην εύστοχη παρατήρηση, πως η χρήση του όρου Staat (κράτος), δεν σημαίνει ότι η πολιτειολογία περιορίζεται στα θέματα της θεσμοποιημένης εξουσίας, στα κρατικά όργανα κ.λπ., αλλά επεκτείνεται και στη λειτουργία της κοινωνίας, ως συστατικού στοιχείου όλης της έννομης πολιτειακής τάξης – εμείς θα λέγαμε της πολιτείας.[8] Η οργάνωση άλλωστε της εξουσίας και η λειτουργία της, από την αρχή της αποδοχής δημοκρατικής αρχής, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη λειτουργία της κοινωνίας. Τελικά η σύγχρονη σύλληψη της έννομης οργάνωσης της ανθρώπινης συμβίωσης δεν μπορεί να νοηθεί στο πλαίσιο μιας στεγανής μεταξύ τους διάκρισης της κοινωνίας από το κράτος. Κύριο παράδειγμα αυτής της αλληλεξάρτησης είναι η οικονομία, ως λειτουργία, τόσο του κράτους, όσο και της κοινωνίας. Αλλά και με το κριτήριο την παραγωγή και την άσκηση εξουσίας είναι προφανές ότι αυτή έχει πηγή βέβαια το λαό και ασκείται από τα κρατικά όργανα, αλλά επίσης παράγεται και ασκείται και από κοινωνικούς σχηματισμούς όπως ο τύπος, τα ΜΜΕ, τα πολιτικά κόμματα, ο συνδικαλισμός, η Εκκλησία, κ.ο.κ.
3. Η ανάγκη και συνάμα η ορθότητα της διάκρισης των όρων κράτους και πολιτείας γίνονται ιδιαιτέρως ορατές, αν μελετήσουμε την ιστορική εξέλιξη της θεματικής που έχει το περιεχόμενο των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων. Ενώ δηλαδή τα Συντάγματα, ως και τις αρχές του 20ου αιώνα, ρυθμίζουν μόνο την οργάνωση και τη λειτουργία της εξουσίας , είναι δηλαδή πράγματι «Συντάγματα του κράτους» (Staatsverfassung, Staatsrecht), τα σύγχρονα Συντάγματα – και τα ελληνικά (κυρίως μετά το 1952)- επεκτείνουν το ρυθμιστικό πεδίο πολύ πέραν της οργάνωσης και της λειτουργίας της κρατικής εξουσίας, περιλαμβάνοντας πια και ρυθμίσεις που αφορούν την ένταξη και τη λειτουργία κοινωνικών θεσμών, δυνάμεων και διαδικασιών (π.χ. διατάξεις περί πολιτικών κομμάτων, περί συνδικαλισμού κ.ο.κ.) Έτσι από το Σύνταγμα του κράτους περνάμε στα Συντάγματα της πολιτείας.
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. A. Weber Die Krise des modernen Staatsgedanken in Europa Stuttgart, Berlin-Leipzig, 1921, ιδίως σ. 12 επ.
[2] Βλ. A. Weber, ό.π., σ. 12.
[3] Βλ. A. Weber, ό.π., σ. 12 κε.
[4] Βλ. A. Weber, ό.π., σ. 13.
[5] Βλ. A. Weber, ό.π., σ. 13.
[6] Το ερώτημα «τι είναι κράτος», τιθέμενο σήμερα, προσφέρει μια μεγάλη ποικιλία προσεγγίσεων, τις οποίες αναδεικνύουν οι Th. Fleiner και L. R. Basta Fleiner, Allgemeine Staatslehre: Über die konstitutionelle Demokratie in einer multikulturellen globalisierten Welt, γ΄ έκδ. 2004, σ. 14 κε., 31 κε. (κυρίως έως σ. 84).
[7] Είναι ενδιαφέρον ότι οι επιμεληθέντες την post mortem έκδοση του γερμανόφωνου έργου του Θεμιστοκλή Δ. Τσάτσου, H. Mosler, H. Schneider και H. Strebel, έδωσαν στο έργο τον τίτλο Peri Politeias, βλ. K. Hesse, Grundzüge des Verfassungsrechts der Bundesrepublik Deutschland, κ΄ έκδ. 1995, σ. 10.
[8] Βλ. K.Hesse, ό.π. H.-H.V. Armin Staatslehre der Bundesrepublik Deutschland, 1984. Αξίζει να σημειωθεί πως ο όρος πολιτεία πολιτογραφείται έγκυρα και κατά την εκφορά επίκαιρου επιστημονικού λόγου με αντικείμενο σύγχρονα προβλήματα, βλ. π.χ. Χ. Π. Παμπούκης, Λόγος κοινός: Κείμενα για την πολιτεία, την πολιτική, την παιδεία και την εθνική αυτονομία, Αθήνα 2008.
Πηγή: Τσάτσος, Θ. Δημήτρης (2010): Πολιτεία, Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, σσ. 173-177.
Δημήτρης Θ. Τσάτσος