Η προηγούμενη προ-αναθεωρητική Βουλή δεν έκρινε ως αναθεωρητέα τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 εδ. β’ του Συντάγματος που προβλέπει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας «εκλέγεται από τη Βουλή… όπως ορίζεται στα άρθρα 32 και 33». Αντιθέτως, κρίθηκαν ως αναθεωρητέες η διάταξη του άρθρου 33 παρ. 2 του Συντάγματος που προβλέπει τον τύπο του όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας ενώπιον της Βουλής, για την αναθεώρηση της οποίας χρειάζονται όμως 180 ψήφοι, καθώς και η κρίσιμη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 4 του Συντάγματος που προβλέπει την αυτόματη διάλυση της Βουλής σε περίπτωση μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας ούτε με 180 ψήφους, για την αναθεώρηση της οποίας αρκούν 151 ψήφοι.
Όσον αφορά λοιπόν τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, η παρούσα αναθεωρητική Βουλή θα πρέπει υποχρεωτικά να επιλέξει
- έναν τρόπο έμμεσης εκλογής του από τη Βουλή, χωρίς να έχει τη δυνατότητα διεύρυνσης του σώματος των εκλεκτόρων με τη συμμετοχή μη βουλευτών, για παράδειγμα δημάρχων ή περιφερειαρχών, ο οποίος
- θα διασφαλίζει την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής, αφού τελικά αυτό ήταν το μόνο σημείο στο οποίο υπήρξε ευρύτερη συμφωνία στην προαναθεωρητική Βουλή.
Η λύση των κλιμακωτά μειούμενων πλειοψηφιών
Ας θυμίσουμε εδώ ότι και το ισχύον άρθρο 32 παρ. 4 του Συντάγματος προβλέπει ως ultima ratio την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας ακόμη και με σχετική πλειοψηφία, κατώτερη των 151 βουλευτών, στην τρίτη και τελευταία ψηφοφορία στη δεύτερη φάση της προεδρικής εκλογής, μετά την ανάδειξη νέας Βουλής λόγω της αποτυχίας της προηγούμενης να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις τρεις πρώτες ψηφοφορίες, όπου απαιτούνται αντίστοιχα 200, 200 και 180 ψήφοι.
Από τη στιγμή που επιλέγεται η έμμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή, δεν υπάρχει άλλη λύση εκτός από τις κλιμακωτά μειούμενες πλειοψηφίες. Το ζήτημα είναι αν θα υπάρχει εκλογίκευση ή όχι: δηλαδή αν θα υπάρχει μια τελευταία ψηφοφορία στην οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα εκλέγεται με σχετική πλειοψηφία ή θα συνεχίζονται οι ψηφοφορίες μέχρις ότου επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία.
Το σύστημα των αλλεπάλληλων ψηφοφοριών ισχύει στην Ιταλία, αλλά η απαιτούμενη πλειοψηφία, μετά την τρίτη ψηφοφορία, είναι η απόλυτη πλειοψηφία του Κοινοβουλίου σε κοινή συνεδρίαση της Βουλής και της Γερουσίας με την αριθμητικά και πολιτικά ασήμαντη προσθήκη ορισμένων εκπροσώπων των περιφερειών. Πάντως και αυτή η μη αυξημένη πλειοψηφία ορισμένες φορές αποδείχθηκε δυσκατόρθωτη, με απόλυτο ρεκόρ την εκλογή του Τζοβάνι Λεόνε το 1971 για την οποία χρειάστηκαν 23 ψηφοφορίες.
Η εκλογίκευση της διαδικασίας
Ο κανόνας, όμως, είναι η εκλογίκευση της διαδικασίας, δηλαδή η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ακόμη και με σχετική πλειοψηφία αν οι προηγούμενες ψηφοφορίες στις οποίες απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία ή απόλυτη πλειοψηφία αποβούν άκαρπες (π.χ. στη Γερμανία, όπου η εκλογή γίνεται από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση, που αποτελείται από τα μέλη της Ομοσπονδιακής Βουλής και ίσο αριθμό εκπροσώπων των χωρών, στην τρίτη ψηφοφορία αρκεί η σχετική πλειοψηφία).
Το γεγονός ότι στη Γερμανία και στην Ιταλία η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται από διευρυμένο σώμα εκλεκτόρων οφείλεται στον ομοσπονδιακό ή περιφερειακό αντίστοιχα χαρακτήρα των κρατών αυτών, είναι όμως χαρακτηριστικό ότι για την εκλογή αρκεί η απόλυτη ή και απλώς μόνο η σχετική πλειοψηφία, χωρίς αυτό να θέτει εν αμφιβόλω τον υπερκομματικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Εξάλλου, οι υποστηρικτές της υπεραυξημένης ή αυξημένης πλειοψηφίας για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας στην Ελλάδα προκειμένου να διασφαλιστεί ο υπερκομματικός ρόλος του φαίνεται να μη λαμβάνουν υπόψη ότι το βασικό στοιχείο σύνδεσης του Προέδρου της Δημοκρατίας με μια μονοκομματική ή παραταξιακή πλειοψηφία είναι η φανερή (ονομαστική) ψηφοφορία για την εκλογή του (άρθρο 32 παρ. 1 του Συντάγματος), που αποτελεί μια διεθνή πρωτοτυπία του Ελληνικού Συντάγματος.
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα στις 20/9/2019.