Η Συμφωνία των Πρεσπών κυρώθηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Βρισκόμαστε σε μια νέα πραγματικότητα, αφού πλέον ως κυρωθείσα διεθνής σύμβαση παράγει έννομα αποτελέσματα. Ο διάλογος για τις θετικές και τις αρνητικές όψεις της θα πρέπει να συνεχιστεί σε άλλους τόνους, μια που η ανατροπή της Συμφωνίας θα οδηγούσε σε ένα νομικό και διεθνοπολιτικό καθεστώς πολύ δυσμενέστερο από αυτό που ίσχυε πριν από την κύρωσή της, όπως βεβαιώνουν σοβαροί διεθνολόγοι και μάλιστα πολέμιοι της Συμφωνίας. Επιστροφή στην ονομασία πΓΔΜ δεν χωρεί, δυστυχώς ή ευτυχώς.
Υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε ως κράτος και ως πολίτες είναι να αναδείξουμε τις θετικές όψεις της Συμφωνίας και να απαιτήσουμε την πιστή εφαρμογή της, όπως ιδίως την erga omnes χρήση του ονόματος ως «Βόρειας Μακεδονίας», επιχειρώντας ταυτόχρονα να αμβλύνουμε τις επιπτώσεις των αρνητικών της όψεων, ιδίως ως προς τα αμφίσημα ζητήματα της γλώσσας και της εθνικότητας. Όσοι συνεχίσουν να επιχειρηματολογούν εναντίον της Συμφωνίας θα το πράττουν είτε από άγνοια είτε εκ του πονηρού, αφού η προβολή των αρνητικών της μόνο κακό προκαλεί ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή της.
Η εργαλειακή αξιοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών
Υπάρχει όμως μία ακόμη κρίσιμη παράμετρος για την επόμενη μέρα της Συμφωνίας. Πέρα από το γεγονός ότι αναντίλεκτα ο τρόπος που διαπραγματεύθηκε η Κυβέρνηση αφήνει σοβαρά ερωτηματικά, είναι πρόδηλο σήμερα ότι η στόχευσή της δεν ήταν πρωτίστως να διαχειριστεί ένα σοβαρό εθνικό θέμα, που ταλάνιζε την ελληνική διπλωματία επί 27 χρόνια, όσο να το χρησιμοποιήσει με εργαλειακό τρόπο εις βάρος των πολιτικών της αντιπάλων.
Μπορεί να απέτυχε να διασπάσει τη Νέα Δημοκρατία, όμως προκάλεσε μια επικίνδυνη δεξιά στροφή της, κλείνοντας έτσι το μάτι στους κεντρώους ψηφοφόρους. Παράλληλα, πέτυχε να διασπάσει το ΚΙΝΑΛ και να οδηγήσει στην οριστική αποσύνθεση των μικρών κομμάτων όπως το Ποτάμι και οι ΑΝΕΛ.
Η σοβαρότερη, ωστόσο, βλάβη που προκάλεσαν στη χώρα οι χειρισμοί της Κυβέρνησης ήταν ότι επιχείρησε (και ως ένα βαθμό πέτυχε) να διχάσει πάλι την ελληνική κοινωνία και να δώσει τροφή σε ένα κλίμα ακραίας πόλωσης. Η κατασκευή του νέου αφηγήματος του ΣΥΡΙΖΑ, μετά το άδοξο τέλος του διπόλου Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο, περνάει σε μεγάλο βαθμό από τις Πρέσπες.
Αυτή είναι η παγίδα που οφείλουμε να αποφύγουμε. Όποιος συνεχίσει να θρηνεί ή να κηρύσσει ανένδοτους αγώνες κατά των Πρεσπών δεν θα ενεργεί εποικοδομητικά για τη χώρα, ούτε μπροστά στο βαρύ διπλωματικό (και όχι μόνο) έργο αξιοποίησης των θετικών όψεων της Συμφωνίας, ούτε μπροστά σε μια προεκλογική περίοδο όπου οι κυβερνώντες δεν θα πρέπει να αξιολογηθούν για τις Πρέσπες, όσο για την παταγώδη αποτυχία τους στην οικονομία, τα πλήγματα στους θεσμούς, τη διάλυση του τραπεζικού συστήματος, τη φτωχοποίηση των μεσαίων στρωμάτων και τη διάψευση όλων των προσδοκιών που καλλιέργησαν για να κερδίσουν τις εκλογές το 2015.
Οι Πρέσπες κλείνουν ένα κεφάλαιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, καταγράφοντας ένα μέτριο αποτέλεσμα με γνώμονα τους στόχους που είχαν διαχρονικά τεθεί. Όμως, η διαρκής αναπαραγωγή αυτής της συζήτησης και η αναγωγή των Πρεσπών σε αρνητικό σύμβολο δεν αποτελούν πατριωτική στάση. Ένας τέτοιος συμβολισμός θα αποδειχθεί επιζήμιος για τη χώρα, εις όφελος εκείνων των δυνάμεων που θρέφονται από την πόλωση, τον διχασμό και τον εθνικολαϊκισμό. Οι Πρέσπες θα πρέπει τελικά να αποτελέσουν μάθημα εθνικής αυτογνωσίας.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
* Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα Πρώτο Θέμα στις 3/2/2019.