Το τελευταίο χρονικό διάστημα, τα ζητήματα των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών και της οικογένειας που αυτά δημιουργούν είναι και πάλι στο επίκεντρο της συζήτησης. Αφορμή είναι το επερχόμενο νομοσχέδιο σχετικά με το γάμο των ατόμων του ιδίου φύλου και τα παιδιά που έχουν ήδη αποκτήσει ή αποκτούνται στο πλαίσιο της κοινής τους συμβίωσης.
Όπως δυστυχώς ήταν αναμενόμενο έχουν ήδη εκδηλωθεί αρκετές αντιδράσεις από γνωστούς πολιτικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους, με αποτέλεσμα αρκετοί βουλευτές να δηλώνουν ότι θα απέχουν ή ότι σκέφτονται να το καταψηφίσουν. Για μια ακόμη φορά, το φόβητρο της Εκκλησίας και η μικροπολιτική ψηφοθηρία κινδυνεύει να κρατήσει την Ελληνική Πολιτεία πίσω από τις πραγματικές ανάγκες ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης, επιτείνοντας τις διακρίσεις εις βάρος των ομόφυλων ζευγαριών και των παιδιών τους.
Τι προβλέπει, όμως, το ευρωπαϊκό δίκαιο για τα ζητήματα αυτά; Και τι επιτρέπει το Ελληνικό Σύνταγμα όσον αφορά τα επίμαχα δικαιώματα;
Βήμα πρώτο: το σύμφωνο συμβίωσης
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κομβικό ρόλο διαδραμάτισε η απόφαση «Βαλλιανάτος και λοιποί κατά Ελλάδος» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στις 7.11.2013, το Δικαστήριο του Στρασβούργου δικαίωσε τους ισχυρισμούς των ομόφυλων ζευγαριών και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της οικογενειακής τους ζωής (άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ), λόγω της μη συμπερίληψής τους στον τότε νόμο 3719/2008 για το σύμφωνο συμβίωσης. Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο του Στρασβούργου επεσήμανε στην Ελλάδα ότι όταν μια Πολιτεία νομοθετεί, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις στην κοινωνία, όπως το γεγονός ότι δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος να διαμορφώσει κανείς την προσωπική και οικογενειακή του ζωή. Επίσης, τόνισε ότι η σταθερή συμβίωση μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου συνιστά οικογενειακή ζωή, ακριβώς όπως και η συμβίωση μεταξύ μιας γυναίκας και ενός άνδρα. Μετά την απόφαση αυτή, η Ελλάδα έκανε το πρώτο βήμα υιοθετώντας το ν. 4356/2015 για το σύμφωνο συμβίωσης.
Με το επερχόμενο νομοσχέδιο, η Κυβέρνηση ετοιμάζεται να κάνει τα δύο επόμενα βήματα ουσιαστικής ισότητας στο οικογενειακό δίκαιο: προτίθεται να νομοθετήσει για τον γάμο και για τα παιδιά που έχουν ήδη αποκτηθεί ή που πρόκειται να αποκτηθούν από τα ομόφυλα ζευγάρια. Είναι, όμως, μήπως δικαιολογημένες οι φωνές που ακούγονται εναντίον των όσων εξαγγέλλονται;
Βήμα δεύτερο: ο γάμος
Ένα από τα βασικά επιχείρημα όσων δεν δέχονται τον γάμο των ομοφύλων είναι το «αυτονόητο» της διαφοράς του φύλου στην ίδια την έννοια του γάμου. Το σφάλμα καταρχήν είναι λογικό (λήψη του ζητουμένου). Το να επιχειρηματολογεί κάποιος, ξεκινώντας από τον ορισμό του γάμου κάνει ένα μεθοδολογικό σφάλμα, αφού ξεκινά κατ’ ουσίαν από το ζητούμενο. Είναι φοβερή η ευκολία με την οποία χρησιμοποιείται ως λογική αφετηρία της επιχειρηματολογίας ένας κλασικός ορισμός ο οποίος έχει ήδη αποδομηθεί (αυτός του νομοδιδασκάλου του ρωμαϊκού δικαίου, του Μοδεστίνου – η «δια παντός συγκλήρωση του βίου» αποδομήθηκε με τη θεσμοθέτηση του διαζυγίου). Γιατί να μην χρησιμοποιείται ο εν λόγω ορισμός ως επιχείρημα κατά της λύσης του γάμου μέσω διαζυγίου και χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει μόνο τη διαφορά φύλου μεταξύ συζύγων; Ο κάθε ορισμός δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αναπαράγει τα εκάστοτε κυρίαρχα δεδομένα και τις κρατούσες αντιλήψεις. Έτσι, η επιχειρηματολογία αυτή είναι κατ’ ουσίαν ένας κύκλος που αναπαράγει τον ίδιο τον ορισμό και καταλήγει και πάλι στο σημείο έναρξης.
Ούτε, όμως, και το επιχείρημα της «ιερότητας» και της «θρησκευτικής φύσης» του γάμου, το οποίο προβάλλεται κατά κόρον από ορισμένους (όχι απαραίτητα εκκλησιαστικούς) κύκλους είναι ορθό, αφού αγνοεί παντελώς τη διαφοροποίηση μεταξύ πολιτικού και θρησκευτικού γάμου και την εγκαθίδρυση του πολιτικού τύπου γάμου ως ανεξάρτητου και ισότιμου συστατικού τύπου με τον θρησκευτικό.
Μήπως, όμως, εντέλει η αναγνώριση του δικαιώματος σύναψης γάμου σε ζευγάρια του ιδίου φύλου έρχεται σε αντίθεση με τα ήθη και έθιμα του τόπου μας; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Η μακροχρόνια ύπαρξη ενός θεσμού ή απλώς μιας νομικής και πραγματικής κατάστασης δεν τα μετατρέπει – άνευ άλλου – και σε στοιχεία άξια έννομης προστασίας και διατήρησής τους εις το διηνεκές. Διαφορετικά, θα έπρεπε να παραμένει ακόμα «αδιανόητος» ο γάμος μεταξύ ατόμων διαφορετικού χρώματος. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι «παραδοσιακά» ο γάμος τελείται μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου και το ότι μερικοί «ενοχλούνται» από το γάμο ατόμων του ιδίου φύλου, δεν είναι αρκετό για να συνεχίσει το κράτος να παραβιάζει τα δικαιώματα τους και να διακρίνει εις βάρος τους.
Βήμα τρίτο: η αναγνώριση και προστασία των παιδιών
Το πιο σημαντικό βήμα, εντούτοις, είναι, κατά τη γνώμη μου, η ουσιαστική προστασία των παιδιών και η αναγνώριση τους στο πλαίσιο της οικογένειας των ομόφυλων ζευγαριών. Και τούτο, διότι αυτή τη στιγμή δεν αναγνωρίζεται νομοθετικά παρά μόνο η σχέση του ενός γονέα με το τέκνο.
Στο διαδικασία αυτή βοηθάει και πάλι η εξέλιξη της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ, D.B. κατά Ελβετίας, 22.11.2022). Μελετώντας τα, μπορεί κανείς να διαπιστώνει ότι η οικογένεια δεν προστατεύεται ως «θεσμός» στατικός και αμετάβλητος στον χρόνο. Πράγματι, η «οικογένεια» δεν έχει έναν σταθερό και προκαθορισμένο ορισμό, αλλά διαμορφώνεται ανάλογα με τα εκάστοτε κοινωνικά δεδομένα.
Αντίστοιχα, και το Ελληνικό Σύνταγμα δεν ορίζει (ούτε πρέπει να ορίζει) τι είναι η οικογένεια. Προστατεύει απλώς την οικογένεια και επιβάλλει την προστασία της από την Πολιτεία, όποια και αν είναι αυτή. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι αυτό που ενδιαφέρει τον συνταγματικό νομοθέτη δεν είναι ο «τύπος» της οικογένειας (πόσο μάλλον ο περιορισμός της οικογένειας στον συνηθισμένο κοινωνικά τύπο: μητέρα-πατέρας-παιδί), αλλά η «λειτουργικότητά» της: η δυνατότητά της να συντελεί και να προάγει τον συνταγματικό της σκοπό, την κοινωνικοποίηση των μελών της και την ανατροφή και διασφάλιση των δικαιωμάτων των τέκνων.
Ειδικά ως προς το ζήτημα αυτό, δηλαδή, την κοινωνικοποίηση και ανατροφή των τέκνων, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, εδώ και καιρό, οι επιστήμονες συγκλίνουν στην άποψη αφενός μεν ότι οι σεξουαλικές προτιμήσεις των ατόμων είναι άσχετες με την ικανότητά τους να είναι καλοί γονείς, αφετέρου δε ότι τα παιδιά ομόφυλων γονιών δε μεγαλώνουν με χειρότερο τρόπο από τα παιδιά των γονιών διαφορετικού φύλου, ούτε αναπτύσσουν εξ αυτού του λόγου συναισθηματικά ή άλλα ψυχολογικά προβλήματα. Και τούτο, καθ’ ό μέτρο η ποιότητα και αξία μιας οικογένειας και ενός γονέα δεν σχετίζονται με τη σεξουαλική προτίμηση του τελευταίου προς το ένα ή το άλλο φύλο, αλλά ορίζονται από την αγάπη, την φροντίδα, τον αλληλοσεβασμό και την υπευθυνότητα.
Περαιτέρω, η σύγχρονη πραγματικότητα και συγκεκριμένα η Ελληνική έννομη τάξη προσφέρει πρότυπα κοινωνικών μορφωμάτων που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά και λειτουργίες οικογένειας και ως τέτοια προστατεύονται από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, εκτός από την «παραδοσιακή» και «βιολογική» οικογένεια (την οικογένεια, δηλαδή, που προκύπτει από το γάμο και τη συγγένεια), το σύγχρονο δίκαιο έχει αναγνωρίσει και κατοχυρώσει την κοινωνικό-αισθηματική οικογένεια. Αυτή, δηλαδή, που έχει ως θεμέλιο λίθο τον «ψυχολογικό» δεσμό και τη βούληση ίδρυσης οικογένειας. Σε αυτό έχουν συμβάλει ιδίως οι νέες μορφές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (βλ. ν. 3089/2002 και 3305/2005). Εξάλλου, πλέον ως οικογένειες προστατεύονται τόσο οι de facto οικογενειακές σχέσεις, η θετή και η ανάδοχη οικογένεια. Ειδικά ως προς τις ανάδοχες οικογένειες, υπογραμμίζεται ότι ο νομοθέτης αναγνωρίζει τα ομόφυλα ζευγάρια ως εν δυνάμει κατάλληλα να καταστούν ανάδοχοι γονείς, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.1 του ν. 4538/2018 περί αναδοχής.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η οικογένεια που έχει δημιουργηθεί από ένα ζευγάρι ατόμων ιδίου φύλου και του τέκνου τους εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της οικογενειακής ζωής και, ως τέτοια, προστατεύεται από το Σύνταγμα και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Έτσι, το βήμα που ετοιμάζεται να κάνει η κυβέρνηση όσον αφορά τα παιδιά δεν είναι απλώς ευπρόσδεκτο. Είναι και συνταγματικά επιβεβλημένο. Επίσης, δεν μπορεί να είναι «δειλό», αλλά ανοικτό σε όλες τις πιθανές μορφές οικογένειας (π.χ. παιδιά που ήδη υπάρχουν, τεκνοθεσία, υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, παρένθετη μητρότητα κλπ.).
Ειδικά ως προς το τελευταίο θέμα της λεγόμενης «παρένθετης μητρότητας» ή «φέρουσας μητέρας», είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι εδώ και είκοσι (20) χρόνια, ο Έλληνας νομοθέτης έχει προβλέψει την δυνατότητα αυτή ως μια μέθοδο κοινωνικά αποδεκτή και νομοθετικά ρυθμισμένη. Και τούτο, θέτοντας αυστηρούς όρους και ύστερα από άδεια δικαστηρίου, ώστε να καμφθούν οι αντιρρήσεις όσων ισχυρίζονταν ότι το παιδί που θα γεννηθεί θα είναι «παιδί πολλών γονιών» ή ότι σε τέτοιες πρακτικές ελλοχεύει ο κίνδυνος «εμπορευματοποίησης» της γυναίκας. Ως εκ τούτου, ο αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από μια νόμιμη διαδικασία φαίνεται αδικαιολόγητος. Συμπερασματικά, αξίζει να αναλογιστούμε ότι τα ζευγάρια ατόμων του ιδίου φύλου δεν αναζητούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο θα παντρεύονται ή θα κάνουν οικογένεια οι υπόλοιποι, ούτε πόσο μάλλον θέλουν να αναθεωρήσουν τις υποχρεώσεις και εν γένει τις έννομες συνέπειες που προκύπτουν από το γάμο και την οικογένεια. Ζητούν απλώς, από την Πολιτεία κάτι αυτονόητο: να μην αρνείται σε μια ομάδα ανθρώπων λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού ένα θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα: το δικαίωμα καθενός να διαμορφώσει αυτόνομα τη ζωή του, να επιλέξει ανεπηρέαστα τον (τη) σύντροφό του και να αποφασίζει ελεύθερα αν, πότε και με ποιον (ποια) θα παντρευτεί και πως θα δημιουργήσει την οικογένειά του.
Βαγγέλης Μάλλιος
Διδάκτωρ Νομικής, Δικηγόρος
Πηγή: Αναδημοσίευση από το vima.gr (12.01.2024)