Με πανηγυρικό τρόπο ξεκίνησε η φετινή δικαστική χρονιά για το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την δημοσίευση των πολυαναμενόμενων, επί διετία, αποφάσεων της Ολομέλειας του σχετικά με τη συνταγματικότητα του νόμου 4387/2016 (γνωστού και ως «νόμου Κατρούγκαλου», από τον τότε Υπουργό Εργασίας).
Οι δικαστικές αυτές αποφάσεις (ΣτΕ Ολ 1880-1891/2019), περιλήψεις των οποίων μόνο γνωρίζουμε, αφορούν σε ένα ευρύτατο φάσμα των διατάξεων του νόμου Κατρούγκαλου, με τον οποίο επιχειρήθηκε η εκ βάθρων μεταρρύθμιση του πολύπαθου ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα. Περαιτέρω, οι αποφάσεις αυτές είναι καρπός συλλογικής και συντονισμένης κινητοποίησης πολυάριθμων επαγγελματικών συλλόγων και συνδικαλιστικών οργανώσεων της χώρας.
Η ένταξη πολλαπλών ασφαλιστικών φορέων στον ΕΦΚΑ
Μία από τις καινοτομίες του νόμου Κατρούγκαλου ήταν η ένταξη όλων των προϋφιστάμενων φορέων κοινωνικής ασφάλισης σε έναν νέο, τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ). Η ένταξη αυτή αφορούσε τόσο τους φορείς κοινών ασφαλισμένων, όπως το ΙΚΑ ή το ΕΤΑΑ (ταμείο αυτοαπασχολούμενων), όσο και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης υπαλλήλων και συνταξιούχων του δημοσίου.
Με τις αποφάσεις ΣτΕ 1880, 1882 και 1888/2019, υπό την Προεδρία του Ν. Σακελλαρίου, με εισηγητή τον Σ. Μαρκάτη, κρίθηκε ότι η ένταξη αυτή ήταν καταρχήν συνταγματικά επιτρεπτή, παρ’όλη την ετερογένεια των υπαχθέντων ασφαλισμένων, από άποψη οικονομικής ευρωστίας ή και συνθηκών απασχόλησης. Ως προς την ένταξη των δημοσίων υπαλλήλων στον ΕΦΚΑ το ΣτΕ δεν διέγνωσε ζητήματα συνταγματικότητας.
Απεναντίας, η υπαγωγή μισθωτών και άμισθων, ήτοι ελευθέρων επαγγελματιών, υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών κρίθηκε αντίθετη προς την αρχή της ισότητας (4Σ).[1] Μάλιστα, το ΣτΕ, αντιλαμβανόμενο το κόστος της συμμόρφωσης της διοίκησης στην κρίση του, περιόρισε τις συνέπειες της αντισυνταγματικότητας ex nunc, ήτοι από τη δημοσίευση της απόφασης, κάνοντας χρήση σχετικού δικονομικού εργαλείου του.
Το ζήτημα των κύριων συντάξεων
Ένα δεύτερο επίμαχο σημείο του νόμου Κατρούγκαλου αφορούσε στις κύριες συντάξεις, ήτοι στη χορήγηση και τον επανυπολογισμό τους, την κρατική τους χρηματοδότηση, τη βιωσιμότητα και κατ’επέκταση τη δυνατότητα του νέου ασφαλιστικού φορέα να τις χορηγήσει, καθώς και στα ποσοστά αναπλήρωσής τους.
Στην ΣτΕ 1891/2019, υπό της Προεδρία της Ε. Σαρπ, με εισηγητή τον Γ. Τσιμέκα, η Ολομέλεια στάθηκε κατά πλειοψηφία θετικά απέναντι τόσο στο θέμα της κρατικής χρηματοδότησής τους, αποφαινόμενη ότι διατηρείται η κρατική υποχρέωση για κάλυψη τυχών ελλειμμάτων του ΕΦΚΑ και υπό το νέο καθεστώς, όσο και στο ζήτημα της βάσης του επανυπολογισμού των κύριων συντάξεων, κρίνοντας επαρκώς αιτιολογημένη τη συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή.
Ωστόσο, το ΣτΕ απασχόλησαν εκ νέου θέματα επαρκούς τεκμηρίωσης του νόμου, που είχαν τεθεί ενδελεχώς και σε προηγούμενες αποφάσεις του (βλ ιδίως ΣτΕ Ολομ 2287/2015) όπως και, ιδίως, των ποσοστών αναπλήρωσης ως βάσεων υπολογισμού. Ως προς το θέμα της τεκμηρίωσης της βιωσιμότητας του ΕΦΚΑ, αρμόδιου για τον κλάδο κύριας ασφάλισης, η Ολομέλεια έκρινε κατά πλειοψηφία ότι αποδεικνύονταν επαρκώς η βιωσιμότητά του. Ωστόσο, ζήτημα ελλιπούς τεκμηρίωσης εγείρεται στο θέμα της επάρκειας της συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής, ενόψει της ανεπαρκούς τεκμηρίωσης της βιωσιμότητας του κλάδου επικουρικής ασφάλισης.
Λόγω ανεπαρκούς τεκμηρίωσης, ήτοι σχετικής αναλογιστικής μελέτης, το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικό, ως αντίθετο, μεταξύ άλλων, στις αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας, και στο δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση, τον επανυπολογισμό των καταβαλλόμενων συντάξεων. Περαιτέρω, η Ολομέλεια έκρινε κατά πλειοψηφία αντισυνταγματικά και τα ποσοστά αναπλήρωσης που εφαρμόζονται για τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων[2], ως αντίθετα τις αρχές της ανταποδοτικότητας της παροχής αλλά και της ισότητας.
Το ζήτημα των επικουρικών συντάξεων
Στο θέμα των επικουρικών συντάξεων, η Ολομέλεια έκρινε σχετικά αναλόγως. Επίσης, υπό την Προεδρία Σαρπ, με εισηγήτρια την Α. Καλογεροπούλου, με τις αποφάσεις του ΣτΕ Ολομ 1889 και 1890/2019, κρίθηκε κατά πλειοψηφία αντισυνταγματικός ο τρόπος υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων[3], λόγω έλλειψης αναλογιστικής μελέτης που να τεκμηριώνει επαρκώς τη βιωσιμότητα του ΕΤΕΑΕΠ (Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών).
Ειδικότερα, εν όψει της προωθούμενης ριζικής ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, ο νομοθέτης θα έπρεπε, πριν από την ψήφιση του νομοσχεδίου, να λάβει υπόψη του αναλογιστική μελέτη συνταχθείσα από εξειδικευμένο όργανο όπου να εκτίθενται αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα του εν λόγω κλάδου ασφάλισης, συνεπώς και του εν γένει ασφαλιστικού συστήματος. Εξάλλου, το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικό το κριτήριο για την αναπροσαρμογή των επικουρικών συντάξεων, ήτοι το κριτήριο του ύψους της καταβαλλόμενης κύριας σύνταξης[4], ως αντίθετο στην ισότητα και το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση.
Σημειωτέον δε ότι τόσο στην περίπτωση των κύριων όσο και στην περίπτωση των επικουρικών συντάξεων, όπως και στο θέμα των εισφορών μισθωτών και άμισθων, το ΣτΕ περιόρισε τα αποτελέσματα των ακυρωτικών του αποφάσεων στο μέλλον, έχοντας πλήρη επίγνωση του κόστους συμμόρφωσης της διοίκησης σε αυτές.
Συμπεράσματα
Καταληκτικά, το ΣτΕ με τις σχετικές αποφάσεις του καταρρίπτει το σκληρό πυρήνα του νόμου Κατρούγκαλου, καθώς κρίνει αντισυνταγματικές κομβικές διατάξεις του σχετικά με την ίδια τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, τον ορθό υπολογισμό κύριων και επικουρικών συντάξεων αλλά και την ένταξη μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών.
Με αυτόν τον τρόπο, φαίνεται ότι το ΣτΕ θέτει υψηλά τον πήχυ στο νομοθέτη για την αναμόρφωση του νέου ασφαλιστικού συστήματος στις σωστές βάσεις. Παράλληλα, δε, σταθμίζοντας το δημόσιο συμφέρον, ήτοι το δημοσιονομικό κόστος συμμόρφωσης της διοίκησης στις κρίσεις του, περιορίζει τα αποτελέσματα των αποφάσεών του στο μέλλον, βάζοντας πλέον φρένο στις δικαστικές διεκδικήσεις αναδρομικών χιλιάδων συνταξιούχων ανά την Ελλάδα. Φαίνεται εξάλλου, από τις πρώτες κυβερνητικές αντιδράσεις στις δικαστικές αυτές αποφάσεις, πως η ίδια η πολιτική εξουσία έχει την πρόθεση να συμμορφωθεί στα κελεύσματά τους.
Υποσημειώσεις:
[1] Άρθρα 39-41 ν.4387/2016
[2] Άρθρο 8 του ν.4387/2016
[3] Άρθρο 96 παρ.1 του ν.4387/2016
[4] Άρθρο 96 παρ.4 του ν.4387/2016
Άννα Τσιφτσόγλου
Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και ΣτΕ