«Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα», αλλά ακόμη πιο μεγάλο είναι η σωτηρία της ζωής. Μάλιστα, από την άποψη του συνταγματικού δικαίου δεν τίθεται καν ένα τέτοιο δίλημμα. Όταν υπάρχει κατάσταση υγειονομικής ανάγκης, υπερισχύει η προστασία της υγείας και της ζωής των πολιτών, πιστών και μη πιστών, και η ελευθερία της άσκησης της θρησκευτικής λατρείας γίνεται προσωρινά μια ιδιωτική υπόθεση (κατ’ οίκον), διότι η δημόσια άσκησή της στους χώρους λατρείας μπορεί να αποβεί επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία. Η θεμελιώδης συνταγματική διάταξη που ρυθμίζει το θέμα αυτό δεν είναι το άρθρο 13 παρ. 2 εδ. β΄ Συντ. που ορίζει τα σχετικά με την ελευθερία της λατρείας, αλλά το άρθρο 13 παρ. 4 Συντ., σύμφωνα με το οποίο «Kανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Kράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους».
Το ελληνικό Σύνταγμα δεν είναι αδιάφορο προς το θρησκευτικό φαινόμενο ούτε ειδικότερα προς την Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία, στην οποία παρέχει μια πρόσθετη προστασία, όσον αφορά όμως την υποχρέωση τήρησης του Συντάγματος και των νόμων του Κράτους, είναι πράγματι ένα «λαϊκό Κράτος», δηλαδή διατηρεί την αρμοδιότητά του και την κυριαρχία του να ρυθμίζει την κοινωνική ζωή με σεβασμό αλλά και με ανεξαρτησία απέναντι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις. «Κανένας», κατά το άρθρο 13 παρ. 4 Συντ., σημαίνει κατά κυριολεξία κανένας, ούτε μεμονωμένος πιστός, ούτε η Εκκλησία στην οποία ανήκει. Οι «νόμοι», στους οποίους αναφέρεται το άρθρο αυτό, είναι οι «γενικοί νόμοι του Κράτους», δηλαδή εκείνοι που προστατεύουν ένα γενικής φύσεως έννομο αγαθό, εν προκειμένω τη δημόσια υγεία, και θέτουν το πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να ασκείται η θρησκευτική λατρεία, έστω και εάν το άρθρο 13 παρ. 2 εδ. β΄ Συντ. δεν περιλαμβάνει τη δημόσια υγεία μεταξύ των περιορισμών της.
Στο πρώτο lockdown, η απαγόρευση της δημόσιας άσκησης της λατρείας ήταν σχεδόν απόλυτη, πέρασε όμως εύκολα τον δικαστικό έλεγχο, που δεν αναλώθηκε στην αναζήτηση υποθετικών ηπιότερων μέτρων, τα οποία σίγουρα δεν θα είχαν την ίδια αποτελεσματικότητα (βλ. ΕπΑν ΣτΕ 60/2020 και ιδίως ΔιοικΠρωτΑθ 342/2020, σε: Διοικητική Δίκη, 5/2020).
Στις αποφάσεις αυτές που έχουν γενικότερη σημασία, η συνταγματικότητα των αυστηρών περιοριστικών μέτρων θεμελιώθηκε στην εξαιρετικότητα της πανδημικής κατάστασης και στη συγκριτικά μεγαλύτερη συνταγματική σπουδαιότητα του δικαιώματος στην υγεία.
Εκείνη την περίοδο δεν υπήρξε διάσταση μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησία, αν και όπως επεσήμανε ο Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου Ι. Μ. Κονιδάρης, η συμμόρφωση στα περιοριστικά μέτρα δεν ήταν κατά τόπους πλήρης και απαρέγκλιτη (Εκκλησία και Πανδημία, σε: Το Βήμα, 11.12.2020). Στο δεύτερο lockdown, η αντίδραση της Εκκλησίας ήταν όμως πιο έντονη, με το ελάχιστα πειστικό επιχείρημα ότι η άσκηση της λατρείας στους ιερούς χώρους είναι συγκρίσιμη με ορισμένες εμπορικές και εργασιακές δραστηριότητες που απελευθερώθηκαν υπό προϋποθέσεις, ενώ κατά τη γνώμη μου η ορθή σύγκριση είναι με χώρους στους οποίους υπάρχει συγκέντρωση ανθρώπων για όχι πολύ μικρό χρονικό διάστημα, όπου εξακολουθεί να ισχύει το lockdown. Άλλωστε, στην περίπτωση των ιερών ναών θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη το χειρότερο σενάριο, δηλαδή ότι το ανώτατο όριο των 25 ή 50 πιστών με ένα άτομο ανά 15 τ.μ., θα είναι πολύ δύσκολο να τηρηθεί.
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ