Η πανδημία έφερε την Ευρωπαϊκή Ένωση πιο κοντά στη διάλυση παρά ποτέ. Μπροστά στις ασύμμετρες οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, τα κράτη του ευρωπαϊκού Βορρά με χαμηλό επίπεδο χρέους έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες να στηρίξουν τις οικονομίες, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες τους σε σύγκριση προς τις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου, των οποίων οι επιχειρήσεις θα βρεθούν σε μειονεκτική ανταγωνιστικά θέση και θα κινδυνεύουν να εξαγοραστούν, στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου οικονομικού δαρβινισμού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέλαβε μια σειρά πρωτοβουλιών για την κοινή αντιμετώπιση της κρίσης, με κυριότερες την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής από τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας, τη διάθεση πόρων από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, τη δανειοδότηση των επιχειρήσεων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τη χρηματοδότηση των κρατών με ηπιότερους όρους από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Όμως οι παρεμβάσεις αυτές αξιολογήθηκαν από τις χώρες του Νότου ως ανεπαρκείς.
Η επίκληση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης δεν φάνηκε να συγκινεί τη Γερμανία, την Ολλανδία και τους συμμάχους τους, αναγκάζοντας τον Γάλλο πρόεδρο Emmanuel Macron να θέσει το ερώτημα «αν η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα πολιτικό εγχείρημα ή μόνο ένα εγχείρημα της αγοράς» και να προειδοποιήσει ότι αν δεν θεσπιστεί ένα ευρωπαϊκό ταμείο που να μπορεί να εκδώσει κοινό χρέος με μια κοινή εγγύηση, η επικράτηση των λαϊκιστών στην Ιταλία, την Ισπανία, ίσως στη Γαλλία και αλλού θα είναι αναπόφευκτη, οδηγώντας στην κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πολιτικού εγχειρήματος.
Το νέο πολιτικό τοπίο στην εποχή της πανδημίας
Το ρήγμα στο εσωτερικό της Ένωσης είναι βαθύ. Η πανδημία διαμορφώνει ένα εντελώς νέο πολιτικό τοπίο. Το κοινό νόμισμα αμφισβητείται, αφού δεν εκφράζει πλέον την προσδοκία οικονομικής ανάπτυξης και ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, αλλά συνειρμικά παραπέμπει σε περιοριστικά μέτρα, μνημόνια και περιφερειακές ή κοινωνικές ανισότητες. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αποδείχθηκαν ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουν έγκαιρα, αποτελεσματικά και με γνώμονα την αρχή της αλληλεγγύης τις πολλαπλές κρίσεις – την οικονομική, τη μεταναστευτική, την τραπεζική και τώρα την υγειονομική. Έτσι η φωνή τους καλύπτεται πλέον όχι μόνο από τις κραυγές των εθνικολαϊκιστών, αλλά και από τις εύλογες αποδοκιμασίες που εκφράζουν οι κυβερνήσεις και ο λαοί του πληττόμενου ευρωπαϊκού Νότου.
Η ανάγκη για ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση
Η οικοδόμηση της ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση της νομισματικής ένωσης. Αυτό σημαίνει, καταρχάς, πλήρη δημοσιονομική ένωση στην Ευρωζώνη, ισχυρό προϋπολογισμό και αναδιανεμητικές πολιτικές, μηχανισμούς μεταφοράς πόρων και αμοιβαιοποίηση του χρέους. Σημαίνει επίσης κοινή οικονομική πολιτική, δηλαδή συμμετρική κατανομή του κόστους προσαρμογής μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών κρατών-μελών, υψηλότερο βαθμό φορολογικής ενοποίησης και κοινές πολιτικές για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Μπροστά στην πανδημία η έκδοση ενός κοινού ομολόγου για τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής ανοικοδόμησης είναι καθοριστικής σημασίας. Κρίσιμο είναι επίσης να αποφευχθεί η χορήγηση στήριξης με όρους, δηλαδή με μνημόνια.
Ο εξωτερικός εχθρός και η έλλειψη αλληλεγγύης
Η πανδημία επιδείνωσε τις ασυμμετρίες στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποκάλυψε την έλλειψη αλληλεγγύης μπροστά σε έναν «εξωτερικό εχθρό», για τον οποίο ουδείς μπορούσε να προσάψει ευθύνη σε επιμέρους εθνικά κράτη, όπως συνέβη με τη δημοσιονομική κρίση πριν από μια δεκαετία. Με την Ευρώπη να μετράει περισσότερους από εκατό χιλιάδες νεκρούς και να έχει πληγεί από την πανδημία περισσότερο από τις άλλες ηπείρους, δεν είναι μόνο οι λαοί που εναντιώνονται πλέον στη γερμανική οικονομική πολιτική, αλλά και οι κυβερνήσεις.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Πρόεδρος του Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο Πρώτο Θέμα.