Search
Close this search box.

Περί της (αντι-)συνταγματικότητας του άρθρου 8 παρ. 1 ν. 3090/2002, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 31 ν. 5119/2024

Ο Κώστας Στρατηλάτης γράφει περί της (αντι-)συνταγματικότητας του άρθρου 8 παρ. 1 ν. 3090/2002, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 31 ν. 5119/2024

1. Η μετάδοση δίκης από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ είχε αποτελέσει από παλιά αντικείμενο έντονου νομοθετικού ενδιαφέροντος. Ακολουθώντας προτροπή γνωμοδότησης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου[1], ο νομοθέτης θέσπισε το άρθρο 28 παρ. 1 ν. 2145/1993 κατά το οποίο: «Απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και βιντεοσκόπηση δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ή ειδικού δικαστηρίου, εκτός αν επιτραπεί με απόφαση του δικαστηρίου και εφόσον συμφωνούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι». Ακολούθησε όμως πολύ σύντομα, μετά την κυβερνητική μεταβολή του Οκτωβρίου 1993, το άρθρο 35 παρ. 4 ν. 2172/1993 που ανέτρεψε τον κανόνα της απαγόρευσης μετάδοσης και το οποίο ανέθεσε τη σχετική εξουσία στα δικαστήρια, θέτοντας μάλιστα και ουσιαστικό φραγμό, καθώς συνάρτησε τυχόν απόφαση απαγόρευσης μετάδοσης με την απουσία σύνδεσης της δίκης με τη «δημόσια ζωή»[2]. Το 2002, μετά τη σύλληψη των μελών της 17 Νοέμβρη, ο νομοθέτης επανάφερε την απαγόρευση μετάδοσης και αντέστρεψε το κριτήριο του δημοσίου ενδιαφέροντος, εξαρτώντας την κατ’ εξαίρεση απόφαση που θα επιτρέπει μετάδοση από τη συνδρομή ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος και από τη συναίνεση (όλων προφανώς) των διαδίκων. Η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 ν. 3090/2002 είχε ως εξής: «Η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον».

Είκοσι και πλέον έτη μετά, ο νομοθέτης, αντί να εξορθολογίσει τη διάταξη και να την εξειδικεύσει σε ό,τι αφορά τις εφαρμογές της που σχετίζονται με τη δημοσιότητα στο Διαδίκτυο, επιλέγει να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης ή μάλλον των απαγορεύσεων που η διάταξη ενσωματώνει και ταυτόχρονα εντατικοποιεί αυτές τις απαγορεύσεις, τροποποιώντας το άρθρο 8 παρ. 1 ν. 3090/2002 ως εξής:

«Απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως μέσω της τηλεόρασης, ραδιοφώνου, διαδικτύου και γενικά οποιουδήποτε τεχνολογικού μέσου, καθώς και η κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση, ηχογράφηση και αποτύπωση της δίκης σε γραπτό κείμενο μέσω ειδικού λογισμικού που μετατρέπει τον προφορικό λόγο σε γραπτό, ενώπιον ποινικού, αστικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον».

Αντικείμενο του παρόντος άρθρου είναι η συνταγματικότητα της νέας ρύθμισης, με συνεκτίμηση προβλημάτων και της προγενέστερης εκδοχής της[3]. Θα παρουσιάσω πρώτα εν συντομία τα συνταγματικά δεδομένα σε συνδυασμό με τις θέσεις της ελληνικής θεωρίας για την «άμεση» και την «έμμεση» δημοσιότητα της δίκης. Στην ενότητα αυτή θα εκφραστούν και οι δικές μου σκέψεις για τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα της μετάδοσης της δίκης από τα ΜΜΕ. Θα παρουσιάσω εν συνεχεία τα δεδομένα της νομολογίας του ΕΔΔΑ επί του θέματος και θα ακολουθήσει εξέταση της συνταγματικότητας της νέας ρύθμισης (εκλαμβάνοντας εδώ ως δεδομένη την υποχρέωση των εφαρμοστών του Συντάγματος να ερμηνεύουν τις ρυθμίσεις του σύμφωνα με την ΕΣΔΑ και, άρα, σύμφωνα με την πάγια τουλάχιστον νομολογία του ΕΔΔΑ).

2. Ακολουθώντας μακρά παράδοση που φθάνει έως τον Νόμο της Επιδαύρου[4], το άρθρο 93 παρ. 2-3 του Συντάγματος 1975/1986/2001/2008/2019 καθιερώνει την αρχή της δημοσιότητας της δίκης, ορίζοντας ότι οι δικαστικές αποφάσεις απαγγέλλονται σε δημόσιες συνεδριάσεις (παρ. 3), καθώς και ότι: «Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθ·η ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων» (παρ. 2). Η συνταγματική αρχή της δημοσιότητας της δίκης (η οποία αποτελεί συνάμα και θεσμική εγγύηση)[5] υπηρετεί σκοπούς συναφείς τόσο με το κράτος δικαίου (υπό την έννοια εγγύησης για την ορθή και αμερόληπτη απονομή δικαιοσύνης) όσο όμως και με τη δημοκρατική αρχή (υπό την έννοια της διαφάνειας της κρατικής δράσης και του δημοσίου ελέγχου του τρόπου άσκησης της δικαστικής εξουσίας)[6]. Πιο συγκεκριμένα, ως σκοποί της αρχής της δημοσιότητας της δίκης αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η ενίσχυση του αισθήματος ευθύνης των δικαστών και η αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ακεραιότητα της δικαστικής διαδικασίας[7]· η υποβοήθηση της δημόσιας κριτικής των δικαστικών αποφάσεων έτσι ώστε να αποκτά νόημα και η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων στο όνομα του Ελληνικού λαού (άρθρο 26 παρ. 3 Συντ.)[8]· η νομιμοποίηση της ερμηνείας και της εφαρμογής των κανόνων δικαίου εκ μέρους του δικαστή[9], χωρίς αυτό να σημαίνει και απόδοση στους πολίτες νομικής ικανότητας να «δικάζουν» οι ίδιοι τις υποθέσεις επί της ουσίας[10]· η ενίσχυση της ανεξαρτησίας των δικαστών[11], αλλά και η ανάσχεση αυθαιρεσιών εκ μέρους τους[12], η τήρηση των δικονομικών κανόνων και ιδίως η διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου[13]· τέλος, όχι λιγότερο σημαντικό, η ενίσχυση της διαφάνειας της κρατικής δράσης μέσα από την εκπλήρωση του δικαιώματος του κοινού να πληροφορείται τις δικαστικές εξελίξεις επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος στα οποία σίγουρα συγκαταλέγονται οι υποθέσεις διαφθοράς[14].

Τη θεωρία είχε απασχολήσει στο παρελθόν το ερώτημα αν η συνταγματική αρχή της δημοσιότητας αφορά όχι μόνον τη λεγόμενη «άμεση» δημοσιότητα, δηλ. την πρόσβαση καθενός στην δικαστική αίθουσα, αλλά και την «έμμεση» δημοσιότητα, αυτήν που επιτυγχάνεται μέσω του Τύπου και των ΜΜΕ, τόσο υπό την έννοια του δικαστικού ρεπορτάζ (δηλ. της παρακολούθησης της δίκης από δημοσιογράφους ή από άλλα πρόσωπα, λ.χ. μέλη παρατηρητηρίων και ΜΚΟ, και της μετάδοσης σχετικών πληροφοριών στο ευρύ κοινό), όσο και υπό την έννοια πιθανής μαγνητοσκόπησης ή ζωντανής μετάδοσης της δίκης.[15] Έχουν λοιπόν εκφραστεί έντονοι και ως έναν βαθμό δικαιολογημένοι προβληματισμοί για την έμμεση δημοσιότητα, ιδίως (αν και όχι μόνον)[16] υπό την εκδοχή της μετάδοσης της δίκης.

Καταρχάς, η μετάδοση ποινικής δίκης μπορεί να επιφέρει –εμμέσως όμως– πλήγμα στο τεκμήριο της αθωότητας[17] (ας σημειωθεί πάντως ότι οι αξιώσεις που απορρέουν από το τεκμήριο αθωότητας στρέφονται κατά κύριο λόγο έναντι των κρατικών οργάνων, ενώ το ΕΔΔΑ, για να δεχθεί παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας λόγω αρνητικής δημοσιότητας, έχει θέσει αρκετά απαιτητικές προϋποθέσεις[18]). Περαιτέρω, όπως παρατηρούσε πριν από τρεις δεκαετίες ο Στέφανος Ματθίας, οι τηλεοπτικές κάμερες, «[μ]ετακινούμενες και μεταβάλλοντας τη γωνία λήψης, μεγεθύνοντας και επικεντρώνοντας το φακό πάνω σε ένα πρόσωπο ή μια χειρονομία, … ανασυνθέτουν μία διαφορετική, συχνά παραμορφωτική, δικαστική συνεδρίαση. Με αφετηρία τη δίκη σκηνοθετούν ένα οπτικοακουστικό θέαμα. Επομένως, η παρεμβολή τους δεν πολλαπλασιάζει απλώς τη συνεδρίαση, πάνω στις μικρές οθόνες, αλλά την εμπορευματοποιεί»[19]. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τις δυσμενείς επιδράσεις της εμπορευματοποίησης στην αντικειμενικότητα της ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης μίας δίκης που φορτίζει το «λαϊκό αίσθημα».

Άλλωστε, όπως παρατηρούσε ο Λάμπρος Μαργαρίτης, «οι δικαστές και οι εισαγγελείς είναι δύσκολο να επιτελέσουν με την απαιτούμενη νηφαλιότητα το δύσκολο έργο τους, όταν αισθάνονται εκτεθειμένοι σε εκατομμύρια βλέμματα και βομβαρδίζονται από τις αντιδράσεις του Τύπου. Επιπλέον, η ανεπίτρεπτη επίδραση της διευρυμένης δημοσιότητας δύναται να αφορά και την αντικειμενικότητα των μαρτύρων, τη συμπεριφορά των δικηγόρων και των λοιπών παραγόντων της δίκης. Σημαντικότερο δε είναι το γεγονός ότι μέσα από τις αδιάκριτες και ελάχιστα σχετιζόμενες με τη συνεδρίαση λήψεις, επιτείνεται η προσωπική ταλαιπωρία του κατηγορουμένου και προκαλούνται σοβαρά προβλήματα στην οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική του ζωή»[20]. Σε κάθε περίπτωση, η τηλεοπτική μετάδοση της δίκης συνιστά επέμβαση στην προσωπικότητα και στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό των προσώπων που συμμετέχουν στη δίκη, εφόσον αυτά χάνουν τον έλεγχο της διάδοσης και της διαχείρισης της εικόνας τους, ενώ, από την άλλη πλευρά, η μετάδοση και διάδοση της εικόνας υπερβαίνει τις αναγκαίες λειτουργίες της δίκης, οπότε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως αναπόδραστη συνέπεια της δημόσιας εμφάνισης προσώπων στα δικαστήρια.[21]

Από την άλλη πλευρά, όπως παρατηρούσε και πάλι ο Λάμπρος Μαργαρίτης, «[η] αντίληψη που θεωρεί την “έμμεση λαϊκή δημοσιότητα” ως συστατικό στοιχείο της σύγχρονης δημοκρατίας αναγνωρίζοντάς στην αρχή της δημοσιότητας θετικό περιεχόμενο και συλλαμβάνοντάς την ως αξίωση για πλήρη έλεγχο της δικαστικής εξουσίας και της πλήρους ενημέρωσης του κοινού είναι πιο κοντά τις επιταγές του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ»[22]. Σύμφωνα, δε, με τον Αδάμ Παπαδαμάκη, η «έμμεση» δημοσιότητα συνιστά κι αυτή μορφή συμμετοχής στην κοινωνική και πολιτική ζωή, υπό την έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 Συντ.[23] Ας σημειωθεί εν προκειμένω και το εξής: Εάν αποτραπούν με τα κατάλληλα ρυθμιστικά «εργαλεία» (βλ. κυρώσεις του ΕΣΡ) οι τεχνικές μετάδοσης της δίκης που αποσκοπούν σε συναισθηματική φόρτιση του κοινού και εάν η μετάδοση γίνεται χωρίς ιδιαίτερα σκηνοθετικά τεχνάσματα, τότε η άποψη που θέλει την αποφυγή πάση θυσία κάθε επιρροής της εικόνας στα συναισθήματα του κοινού θα πρέπει να θεωρηθεί ως μάλλον πατερναλιστική. Οι τηλεθεατές, ως πολίτες, διαθέτουν ασφαλώς δική τους κρίση και αυτονομία, παρά τη δομική ανισοτιμία μεταξύ αυτών και εκείνων που ελέγχουν την εκπομπή ραδιοτηλεοπτικού περιεχομένου[24].

Εξ άλλου, η αποφυγή επηρεασμού των δικαστών (και των ενόρκων) από τα πιθανά συναισθήματα της κοινής γνώμης αποτελεί δικό τους καθήκον. Πρόκειται, δε, για καθήκον την εκπλήρωση του οποίου η κοινή γνώμη ούτως ή άλλως δυσχεραίνει όταν λαμβάνει χώρα δίκη μεγάλου δημοσίου ενδιαφέροντος, ανεξαρτήτως του αν η δίκη μεταδίδεται ή όχι. Το ζήτημα της τηλεοπτικής δημοσιότητας της δίκης συνδέεται αναπότρεπτα και με τη συμπεριφορά των συνηγόρων[25], όμως η απαγόρευση της μετάδοσης καθίσταται προβληματική και από αυτήν τη σκοπιά. Οι συνήγοροι εμφανίζονται στις μέρες μας, μάλλον ανεμπόδιστα, σε ενημερωτικές αλλά και σε ψυχαγωγικές εκπομπές, μεταφέροντας τα τεκταινόμενα εντός της δικαστικής αίθουσας κατά το δοκούν, χωρίς μάλιστα να φέρουν τις δεσμεύσεις για αντικειμενικότητα που φέρουν οι δημοσιογράφοι και τα ενημερωτικά εν γένει προγράμματα της τηλεόρασης. Γενικότερα, κάθε έμμεση μετάδοση των τεκταινομένων εντός της δικαστικής αίθουσας μπορεί να καταστεί προβληματική ως προς την αλήθεια και την ακρίβεια των πληροφοριών που μεταδίδονται. Τον κίνδυνο αυτόν θα μπορούσε να αποτρέψει η μετάδοση της δίκης ή έστω η παροχή σε διαπιστευμένους δημοσιογράφους της δυνατότητας να ελέγχουν και να επαληθεύουν την αλήθεια των λεγομένων μέσω οριοθετημένης πρόσβασης σε υλικό μαγνητοσκόπησης της δίκης.

Η πίεση που η δημοσιότητα ασκεί στους μάρτυρες μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις (υπονόμευση της διάθεσής τους να παρουσιάσουν όσα γνωρίζουν με ακρίβεια και με πληρότητα εξ αιτίας φόβου για τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης), αλλά μπορεί να καταστεί και «θετική», υπό την έννοια μίας εγγύησης ότι δεν έχουν να φοβούνται τις αντιδράσεις εκείνων που θα δυσαρεστηθούν από την κατάθεσή τους μέσα στη δίκη. Πιο προβληματική είναι η δυνητική επίδραση της απευθείας δημοσιότητας στη συμπεριφορά των συνηγόρων. Με δεδομένη την απουσία ενδελεχούς πειθαρχικού ελέγχου της συμπεριφοράς τους εκ μέρους των ελληνικών δικηγορικών συλλόγων, οι συνήγοροι μπορεί πράγματι να υποκύψουν στον πειρασμό να μετατρέπουν τις αγορεύσεις ή τις ερωτήσεις τους σε θέαμα και σε αθέμιτη έτσι πίεση προς τους άλλους παράγοντες της δίκης. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί, ωστόσο, να μειωθεί με μέτρο ηπιότερο αυτού της απαγόρευσης της μετάδοσης, ιδίως με εντατικοποίηση του πειθαρχικού ελέγχου που ασκούν οι δικηγορικοί σύλλογοι.

Γενικότερα, όπως έχει υποστηρίξει ο Χ. Αργυρόπουλος, η έννοια της δημοσιότητας της δίκης είναι ενιαία και η λειτουργία της δημοσιότητας δεν περιλαμβάνει μόνον την κίνηση του κοινού από έξω προς τα μέσα (δηλ. προς την δικαστική αίθουσα), αλλά και την αντίστροφη κίνηση, από τη δικαστική αίθουσα προς την κοινή γνώμη[26]. Τούτη η προσέγγιση συνηγορεί υπέρ της συμπερίληψης της έμμεσης δημοσιότητας στο πεδίο αναφοράς της συνταγματικής αρχής της δημοσιότητας της δίκης.

Νομίζω, σε κάθε περίπτωση, ότι είναι εσφαλμένη εξ αρχής η συζήτηση του θέματος υπό το πρίσμα του ερωτήματος αν η «έμμεση» δημοσιότητα συμπεριλαμβάνεται ή όχι στο πεδίο αναφοράς της εν λόγω συνταγματικής αρχής. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται μάλλον για ζήτημα περιορισμού της εφαρμογής της αρχής παρά για ζήτημα οριοθέτησης του πεδίου αναφοράς της. Όπως και άλλοι περιορισμοί της ελεύθερης πληροφόρησης του κοινού διά των ΜΜΕ (λ.χ. επιβολή κυρώσεων από το ΕΣΡ για προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας ή για παραβίαση της μυστικότητας της ποινικής προδικασίας κ.λπ.)[27], η νομοθετική απαγόρευση της μετάδοσης της δίκης  συνιστά απόκλιση από την γενική τήρηση της αρχής της δημοσιότητας[28]. Τούτο σημαίνει ότι η απαγόρευση, ως μέτρο που περιορίζει και συνταγματικά δικαιώματα (βλ. επί τούτου παρακάτω), θα πρέπει να αξιολογείται με βάση τους γνωστούς «περιορισμούς των περιορισμών» των συνταγματικών δικαιωμάτων[29] και ιδίως με βάση (α) την απαίτηση νομιμότητας του περιορισμού, όπως την εννοεί το ΕΔΔΑ, δηλ. την απαίτηση για επαρκή σαφήνεια της ρύθμισης έτσι ώστε να μειώνεται το περιθώριο αυθαιρεσίας κατά την εφαρμογή της[30], καθώς και (β) την αρχή αναλογικότητας, ήτοι την απαίτηση να είναι η ρύθμιση κατάλληλη και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της, καθώς και την απαίτηση να είναι η βαρύτητα του περιορισμού της δημοσιότητας stricto sensu ανάλογη προς την επιτακτικότητα του δημοσίου συμφέροντος ή του αντίρροπου δικαιώματος που υπαγορεύει την περιοριστική ρύθμιση.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της απαγόρευσης της μετάδοσης της δίκης θα πρέπει να μετατραπούν σε συγκεκριμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος (λ.χ. ανεμπόδιστη διεξαγωγή της δίκης, αποφυγή επικοινωνίας μαρτύρων μεταξύ τους) ή/και σε συγκεκριμένα δικαιώματα (λ.χ. τεκμήριο αθωότητας, προσωπικότητα) που δικαιολογούν τέτοια ρύθμιση, πάντα όμως στο φως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, έτσι ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί η βαρύτητα της επέμβασης στην αρχή της δημοσιότητας συγκριτικά προς την επιτακτικότητα των λόγων που υπαγορεύουν την απαγόρευση. Η προσέγγιση αυτή συμβαδίζει με τη λογική της διάταξης του άρθρου 93 παρ. 2 Σ., η οποία καθιστά τη δημοσιότητα κανόνα και τις αποκλίσεις από αυτήν εξαίρεση. Η ίδια προσέγγιση καθιστά προτιμότερη νομοθετική ρύθμιση του θέματος που θα ακολουθεί τη φιλοσοφία της παλαιότερης διάταξης του άρθρου 35 παρ. 4 ν. 2172/1993[31], παρέχοντας στα δικαστήρια την εξουσία να αξιολογούν τα ίδια αν θα απαγορεύσουν τη μετάδοση (ή και τη μαγνητοσκόπηση) της δίκης, ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις –οι οποίες μπορούν να αξιολογηθούν με βάση τα ιδιαίτερα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ (συμβολή σε συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος, επίδραση της δημοσιότητας στη συγκεκριμένη δίκη κ.λπ.), για τα οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.

3. Πέραν του άρθρου 93 παρ. 2 Συντ., η μετάδοση δίκης από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ εμπίπτει και στο πεδίο αναφοράς των άρθρων 5Α παρ. 1 (δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση), 14 παρ. 1 και 2 (ελευθερία του Τύπου) και 15 παρ. 2 (υπαγωγή της ραδιοτηλεόρασης στον άμεσο έλεγχο του κράτους του οποίου σκοπός είναι, μεταξύ άλλων, η αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων) του Συντάγματος. Είναι κατά τη γνώμη μου εσφαλμένη η άποψη που θεωρεί ότι οι παραπάνω διατάξεις δεν είναι εφαρμοστέες λόγω του ότι η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 2 Συντ. είναι ειδικότερη[32]. Θεωρώ επίσης εσφαλμένη την άποψη ότι το δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού κατοχυρώνει μόνον την πρόσβαση σε γενικά προσιτές πηγές πληροφοριών[33]. Σε κάθε περίπτωση, τα τεκταινόμενα της δίκης συνιστούν γενικά προσιτή πηγή πληροφορίας –αντίθετη άποψη θα δικαιολογούσε νομικά ένα άβατο στην καρδιά της απονομής δικαιοσύνης και άρα σε κομβικό πεδίο άσκησης κρατικής εξουσίας. Από εκεί και μετά, το αν η απαγόρευση της μετάδοσης ή και της μαγνητοσκόπησης της δίκης συνιστά θεμιτό περιορισμό των δικαιωμάτων πληροφόρησης και της ελευθερίας του Τύπου είναι θέμα αξιολόγησης με βάση την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω.

Ας σημειωθεί όμως ότι η διάταξη του άρθρου 5Α παρ. 1 εδ. β’ Συντ. αναφέρεται σε τρεις μόνον λόγους περιορισμού του δικαιώματος του κοινού στην πληροφόρηση: εθνική ασφάλεια, καταπολέμηση του εγκλήματος και προστασία δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων. Εάν υποθέσει κανείς ότι οι δύο πρώτοι λόγοι μπορούν να έχουν επιρροή στο θέμα της δημοσιότητας δίκης μόνον σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις και εάν υποθέσουμε, περαιτέρω, ότι η απαρίθμηση των λόγων περιορισμού του δικαιώματος του κοινού στην πληροφόρηση στο άρθρο 5Α παρ. 1 Συντ. είναι περιοριστική (άποψη που έχω υποστηρίξει αλλού)[34], τότε η απαγόρευση μετάδοσης ή μαγνητοσκόπησης της δίκη μπορεί να στηριχθεί μόνον σε επίκληση συνταγματικών δικαιωμάτων ή συμφερόντων (ιδίως το τεκμήριο αθωότητας, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, υπό την έννοια της διασφάλισης της αμεροληψίας των δικαστών, η προστασία της προσωπικότητας και του ιδιωτικού βίου, π πληροφοριακός αυτοκαθορισμός και η προστασία έναντι της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων), όχι όμως και σε επίκληση αντικειμενικών λόγων δημοσίου συμφέροντος (λ.χ. εύρυθμη διεξαγωγή δίκης, κύρος δικαστικής εξουσίας). Η εν λόγω διαφοροποίηση μπορεί υπό προϋποθέσεις να διαδραματίσει κάποιον ρόλο όταν θα πρόκειται για την αξιολόγηση της απαγόρευσης μετάδοσης μη-ποινικής δίκης η δημοσιότητα της οποίας δεν θέτει μετ’ επιτάσεως ζήτημα προστασίας των δικαιωμάτων των συμμετεχόντων (βλ. επ’ αυτού περισσότερα παρακάτω).

4. Διττή είναι η προστασία της αρχής της δημοσιότητας της δίκης και από την ΕΣΔΑ: αφενός ως επιμέρους εγγύηση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, υπό το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης[35], αφετέρου ως αντικείμενο του δικαιώματος του κοινού στην πληροφόρηση και του δικαιώματος των ΜΜΕ, των δημοσιογράφων και άλλων παραγόντων (λ.χ. ΜΚΟ) να πληροφορούν την κοινή γνώμη, βάσει του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης υπό το άρθρο 10 της Σύμβασης[36].

Αναφορικά προς την πρώτη ως άνω διάσταση του θέματος, ας σημειωθεί ότι το ΕΔΔΑ αντιλαμβάνεται τη δημοσιότητα της δίκης ως παράγοντα διαφάνειας και δημοσίου ελέγχου, ως ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού στα δικαστήρια αλλά και ως όρο νομιμοποίησης των δικαστικών αποφάσεων[37]. Αναφορικά προς τη δεύτερη διάσταση, πάλι, το Δικαστήριο κρίνει παγίως ότι τα ΜΜΕ δεν έχουν απλώς δικαίωμα αλλά φέρουν καθήκον να πληροφορούν το κοινό επί θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος και ότι το καθήκον αυτό αφορά, μεταξύ άλλων, τη διαχείριση της δικαιοσύνης, καθώς «θα ήταν αδιανόητο να θεωρήσει κανείς ότι δεν μπορεί να υπάρξει προηγούμενη ή σύγχρονη συζήτηση θέματος που εξετάζεται σε δικαστική διαδικασία είτε σε εξειδικευμένα περιοδικά, είτε στον Τύπο γενικής ύλης, είτε από το κοινό ευρύτερα»[38]. Ασφαλώς, τα ΜΜΕ δεν διαθέτουν «λευκή επιταγή» κατά τη μετάδοση τέτοιων πληροφοριών και πρέπει να επιδεικνύουν προσοχή, αποφεύγοντας τη μετάδοση δηλώσεων που είναι δυνατόν να θίξουν το τεκμήριο αθωότητας, να προκαταλάβουν την ευκαιρία ενός προσώπου να τύχει δίκαιης δίκης ή να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στα δικαστήρια[39].

Τα ειδικότερα κριτήρια βάσει των οποίων το Δικαστήριο αξιολογεί υποθέσεις περιορισμού της ελευθερίας των ΜΜΕ να δημοσιεύουν πληροφορίες ή φωτογραφίες της ποινικής διαδικασίας περιλαμβάνουν τη συμβολή του δημοσιεύματος σε συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος· την επίδραση του δημοσιεύματος ή της φωτογραφίας αφενός στη δικαστική διαδικασία, αφετέρου στον ιδιωτικό βίο του κατηγορουμένου· το κατά πόσο το πρόσωπο που θίγεται ήταν ήδη γενικώς γνωστό (κριτήριο των «δημοσίων προσώπων»)· η προηγούμενη συμπεριφορά του προσώπου που θίγεται στη σχέση του με τα ΜΜΕ· η διαγωγή εν γένει του δημοσιογράφου ή του ΜΜΕ κατά την κάλυψη της υπόθεσης· και η αναλογικότητα της κύρωσης (ή της αποζημίωσης) που επιβλήθηκε σε βάρος τους όταν παραβίασαν κάποια απαγόρευση[40]. Προφανώς, και στις υποθέσεις αυτές, πριν ακόμη εισαχθούν στο στάδιο της στάθμισης βάσει των παραπάνω κριτηρίων, ισχύει το γενικό κριτήριο της νομιμότητας, το οποίο απαιτεί σαφήνεια της διάταξης σε βαθμό τέτοιο ώστε να είναι σχετικώς προβλέψιμες οι συνέπειες της εφαρμογής της, αφενός, και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο αυθαιρεσίας των δημοσίων Αρχών κατά την εφαρμογή της, αφετέρου. Ας σημειωθεί ότι το ΕΔΔΑ συνδέει ευθέως την απαίτηση αυτή με την αρχή του κράτους δικαίου[41].  

5. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται μία πρώτη ομάδα σοβαρών προβλημάτων της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 1 ν. 3090/2002. Κάποια από τα προβλήματα της ποιότητας του νόμου, έναντι της δικαιοκρατικής απαίτησης για αποφυγή της αυθαιρεσίας και της συναφούς απαίτησης για αποφυγή της ομοιόμορφης μεταχείρισης ανόμοιων καταστάσεων, αφορούν και την προγενέστερη εκδοχή της ρύθμισης, όμως επιτείνονται στη νέα εκδοχή, ενώ άλλα προβλήματα (ιδίως αυτά που γεννά η φράση «με οποιονδήποτε τρόπο») δημιουργούνται για πρώτη φορά. Αναλυτικά:

Προβληματισμό προκαλεί, καταρχάς, το γεγονός ότι η ρύθμιση αφορά συλλήβδην και τα τρία είδη δίκης (ποινική, πολιτική, διοικητική), ενώ στη μεγάλη πλειοψηφία τους, τα επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της απαγόρευσης μετάδοσης της δίκης αφορούν ειδικά την ποινική δίκη. Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι και μία διοικητική δίκη μπορεί να φέρει χαρακτηριστικά ποινικής δίκης –σε τούτη την κατεύθυνση συνηγορεί η χρήση των κριτηρίων Engel προκειμένου να εφαρμοστούν οι αρχές της ποινικής δίκης σε διοικητικές δίκες με αντικείμενο κυρώσεις. Όμως, ακόμη και σε αυτές τις υποθέσεις, o ιδιώτης διάδικος της διοικητικής δίκης δεν χαρακτηρίζεται ως κατηγορούμενος, απουσιάζει, δε, το ιδιαίτερο κοινωνικό στίγμα του Ποινικού Δικαίου –το ίδιο βέβαια ισχύει και σε υποθέσεις Ποινικού Δικαίου χαμηλής απαξίας. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, οι περιστάσεις της διοικητικής δίκης και ο τρόπος με τον οποίο το κοινό τις αντιλαμβάνεται συνιστούν σημαντική διαφοροποίηση από τους λόγους που θα καθιστούσαν την μετάδοση ποινικής δίκης προβληματική. Βέβαια, η πιθανότητα να ενδιαφερθούν τα ΜΜΕ για μετάδοση διοικητικής δίκης (η οποία εξ άλλου περιλαμβάνει λίγη ή και καθόλου προφορικότητα στις περισσότερες περιπτώσεις) είναι μικρή, όμως δεν είναι ανύπαρκτη. Λόγου χάρη, θα μπορούσε να είχε υπάρξει ενδιαφέρον για μετάδοση δικών στο ΣτΕ οι οποίες έκριναν κατά την εποχή των Μνημονίων τη συνταγματικότητα νόμων με βαρείες επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι λόγοι που θα βάρυναν εναντίον της μετάδοσης δεν συνδέονται με δικαιώματα αλλά –οριακά και μόνον– με αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (λ.χ. αποφυγή παρενόχλησης των παραγόντων της δίκης από τα πρόσωπα που θα διενεργούσαν τη μετάδοση), ήσσονος σημασίας σε σχέση με το μεγάλο δημόσιο ενδιαφέρον για τη δίκη και για να ακουστούν τα επιχειρήματα των δύο πλευρών. Πιο πιθανό θα ήταν ίσως το ενδιαφέρον των ΜΜΕ για μετάδοση πολιτικής δίκης (λ.χ. δίκης που αφορά εικαζόμενη συκοφαντική δυσφήμηση δημοσίου προσώπου). Όμως, και στην πολιτική δίκη τα ζητήματα που ανακύπτουν είναι κατά κύριο λόγο διακριτά από αυτά της ποινικής δίκης και έχουν να κάνουν ιδίως με τις εξαιρέσεις που εισάγει στην αρχή της δημοσιότητας το άρθρο 93 παρ. 2 Συντ., με τη δημοσίευση φωτογραφιών των διαδίκων και με τις άλλες περιπτώσεις στις οποίες, κατά τον ΚΠολΔ, είναι δυνατό να διεξαχθεί συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών[42].

Σε κάθε περίπτωση, ο νομοθέτης θα όφειλε να ρυθμίσει το ζήτημα της μετάδοσης της δίκης με διαφοροποιημένο τρόπο, ανάλογα με το είδος δίκης για το οποίο πρόκειται (έτσι, θα μπορούσε λ.χ. να διατηρήσει την απαγόρευση μετάδοσης μόνον για την ποινική δίκη και να εξαρτήσει την απομάκρυνση των καμερών από τις άλλες δίκες από απόφαση του δικαστηρίου). Η ομοιόμορφη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 1 ν. 3090/2002 και για τα τρία είδη δίκης συνιστά εν τοις πράγμασι αυθαιρεσία και θέτει πάντως ζήτημα τήρησης της αρχής της αναλογικότητας ως προς τις διοικητικές και τις πολιτικές δίκες.

Ζήτημα αδικαιολόγητης ομοιόμορφης μεταχείρισης τίθεται και αναφορικά προς την υπαγωγή στην ίδια απαγόρευση αφενός της μετάδοσης της δίκης και, αφετέρου, της μαγνητοσκόπησης, της κινηματογράφησης, της ηχογράφησης και –πλέον– της αυτοματοποιημένης αποτύπωσης της δίκης σε γραπτό κείμενο. Καταρχάς, δικαιούται κανείς να παρατηρήσει ότι η ηχογράφηση διαφέρει από την αποτύπωση σε γραπτό κείμενο και ότι και οι δύο αυτές μορφές αποτύπωσης της δίκης διαφέρουν από τη μαγνητοσκόπηση ή κινηματογράφηση της δίκης. Η διαφορά δεν είναι μόνον τεχνική. Οι επιπτώσεις της μετάδοσης γραπτού κειμένου στα δικαιώματα των κατηγορουμένων και στην ψυχολογία των μαρτύρων και των δικαστών είναι σίγουρα πολύ λιγότερο δραστικές από τις επιπτώσεις οπτικοακουστικής ή έστω μόνον ακουστικής μετάδοσης. Η επίδραση της μετάδοσης γραπτού κειμένου στις εντυπώσεις της κοινής γνώμης σίγουρα είναι πολύ διαφορετική από την επίδραση της εικόνας. Πάντως, δεν μπορεί κανείς να κάνει λόγο εδώ για σκηνοθετικά τεχνάσματα, παρά μόνον για επιλεκτική ίσως παρουσίαση αποσπασμάτων της δίκης –όμως, η επιλεκτικότητα είναι πρόβλημα που αφορά την παρουσίαση κάθε είδησης ή γεγονότος από τα ΜΜΕ.

Έπειτα, όλες αυτές οι πράξεις (ηχογράφηση, μαγνητοσκόπηση, αυτοματοποιημένη αποτύπωση των λεχθέντων σε γραπτό κείμενο) διαφέρουν ουσιωδώς από την πράξη της (απευθείας ή «μαγνητοσκοπημένης») μετάδοσης της δίκης. Και πάλι η διαφορά δεν είναι μόνον τεχνική. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους τα επιχειρήματα κατά της «έμμεσης δημοσιότητας» αφορούν τη μετάδοση και μόνον (της ποινικής και μόνον δίκης). Η μαγνητοσκόπηση ή η καταγραφή των συνομιλιών μπορεί να μην συνοδεύεται από μετάδοση και μπορεί να υπηρετεί σκοπούς συναφείς μεν με την ενημέρωση του κοινού, οι οποίοι δεν επάγονται όμως δημοσίευση αυτούσιου του υλικού –π.χ. σκοπούς επαλήθευσης ισχυρισμών που προβάλλουν οι συνήγοροι δημοσίως σχετικά με τα τεκταινόμενα στη δικαστική αίθουσα από δημοσιογράφους του δικαστικού ρεπορτάζ οι οποίοι θα αποκτούσαν ειδική άδεια πρόσβασης στο υλικό της μαγνητοσκόπησης ή της ηχογράφησης χωρίς να εξουσιοδοτούνται να το δημοσιεύσουν· ή σκοπούς επαλήθευσης που σχετίζονται με αυθαιρεσίες των παραγόντων της δίκης, τις οποίες (αυθαιρεσίες) θα δικαιούντο να διακριβώνουν δημοσιογράφοι και μέλη διαπιστευμένων Παρατηρητηρίων.

6. Το στοιχείο πάντως που γεννά τον πιο έντονο προβληματισμό στη νέα διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 ν. 3090/2002 (αυτή τη φορά το πρόβλημα δεν αφορά την προγενέστερη εκδοχή) είναι η φράση «με οποιονδήποτε τρόπο», η οποία αναφέρεται μάλιστα όχι μόνον στην ολική αλλά και στην μερική μετάδοση της δίκης. Το ενδεχόμενο αυθαιρεσίας είναι εδώ υπαρκτό αλλά και εν δυνάμει καταστροφικό για τη δημοκρατική δημοσιότητα, για τη δημοσιογραφική ελευθερία και για το δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση, ως συνθήκες διαφάνειας του δημόσιου βίου. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η εν λόγω φράση προσθέτει απαγόρευση και συνεπαγόμενη δυνατότητα ποινικού κολασμού (σοβαρού μάλιστα) ακόμη και της προφορικής –πόσω μάλλον της γραπτής– αναφοράς κάποιου προσώπου σε όσα λέχθηκαν σε δίκη, αρκεί η αναφορά αυτή να γίνει μέσω της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου ή «οποιουδήποτε» άλλου «τεχνολογικού μέσου», όπως προβλέπει η νέα διάταξη! Η γραμματική διατύπωση της διάταξης επιτρέπει πλέον κολασμό της προφορικής αναφοράς των δημοσιογράφων του δικαστικού ρεπορτάζ σε τηλεοπτική εκπομπή στο τι ρώτησε κάποιος δικαστής, στο τι κατέθεσε κάποιος μάρτυρας ή στο τι υποστήριξε κάποιος συνήγορος κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Με ακόμη βεβαιότητα (λόγω του ότι scripta manent), η διατύπωση της διάταξης αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο κολασμού τέτοιων αναφορών όταν αυτές γίνονται γραπτά, σε κάποια ενημερωτική πύλη του Διαδικτύου ή και σε κάποιο Μέσο Κοινωνικής Δικτύωσης. Αφήνω κατά μέρος το περιθώριο που αφήνει η διατύπωση της νέας διάταξης να τιμωρούνται τέτοιες αναφορές ακόμη και σε email που ανταλλάσσονται μεταξύ πολλών προσώπων, εφόσον και τέτοια επικοινωνία μπορεί να θεωρηθεί ως δημόσια, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις. Το μόνο που μένει εκτός της εμβέλειας της απαγόρευσης είναι οι αναφορές στα λεχθέντα εντός δίκης σε περιβάλλον άμεσης διαπροσωπικής επαφής. Όμως, η διαπροσωπική επαφή, ακόμη κι όταν αυτή λαμβάνει χώρα σε συνθήκες καφενείου, δεν αρκεί για να συντηρηθεί η δημοκρατική δημοσιότητα, η δομική δηλαδή συνθήκη κάθε οργανωμένης κοινωνίας και πολιτείας μετά τον Διαφωτισμό (και ίσως και πριν από αυτόν).

Γνωρίζω πολύ καλά την ένσταση που θα εγείρει κάποιος σε όλα αυτά: Ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να ερμηνεύσει τις νέες διατάξεις με συσταλτικό τρόπο, έτσι ώστε να συνάδουν με τη συνταγματική αρχή της δημοσιότητας της δίκης και με τα συνταγματικά δικαιώματα που αναφέρθηκαν παραπάνω. Απαντώντας, ας παρατηρήσω καταρχάς ότι η υποχρέωση σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας[43] είναι στην Ελλάδα απλώς θεωρητική, ενδεχομένως άγνωστη ακόμη και σε κάποιους δικαστικούς λειτουργούς. Σε κάθε περίπτωση, η υποχρέωση αυτή δεν θα σταματήσει κάποιον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών από το να ασκήσει ποινική δίωξη σε κάποιον (υποθέτω τυχαία επιλεγμένο) δημοσιογράφο ο οποίος αναφέρθηκε στα λεχθέντα εντός της δικαστικής αίθουσας, αφήνοντας (ο Εισαγγελέας) το νομικό ζήτημα της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής της διάταξης να κριθεί σε επόμενο στάδιο της διαδικασίας –ή και καθόλου. Αυτό ακριβώς είναι το νόημα της αυθαιρεσίας, υπό την έννοια που την αντιλαμβάνεται το ΕΔΔΑ: η διευρυμένη, μη ελεγχόμενη δυνατότητα κρατικών Αρχών να προχωρούν σε επώδυνα μέτρα, όπως είναι μία ποινική δίωξη, έστω κι αν η δυνατότητα αυτή δεν αξιοποιείται ευρέως στην πράξη. Πάντως, καμία διάταξη δεν παύει να στιγματίζεται από τον χαρακτηρισμό της ως πηγής αυθαιρεσίας μόνον και μόνον επειδή συντρέχει υποχρέωση ερμηνείας της σύμφωνα με το Σύνταγμα και με την ΕΣΔΑ. Διαφορετικά, δεν θα υπήρχαν και πολλές νομοθετικές διατάξεις που θα μπορούσαν να κριθούν αντισυνταγματικές ή ασύμβατες με την ΕΣΔΑ. Με δύο λόγια: Προβλήματα αυθαιρεσίας όπως αυτό που εξετάζουμε εδώ δεν θεραπεύονται ούτε με επίκληση της δυνατότητας για σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ούτε με επίκληση της υποκειμενικής διάθεσης των κρατικών Αρχών να αυτο-περιοριστούν.

7. Ακόμη όμως κι αν η επίμαχη ρύθμιση κρινόταν (με κάποιον αδιόρατο σε εμένα τρόπο) ως συμβατή με τις δικαιο-κρατικές απαιτήσεις του ΕΔΔΑ για τους περιορισμούς των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πάντως πρόκειται για ρύθμιση κατάφωρα αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Αναφέρθηκα παραπάνω σε ορισμένες πτυχές τούτου του προβλήματος, οι οποίες σχετίζονται με την ομοιόμορφη μεταχείριση ανόμοιων πράξεων. Ας προσθέσω, ως γενικότερη παρατήρηση αυτή τη φορά, ότι η νέα διάταξη έχει επεκτείνει το εύρος της απαγόρευσης και έχει εντείνει το βάθος της σε τέτοιον βαθμό ώστε η ρύθμιση σίγουρα «υπερακοντίζει» κατά πολύ τους δεδηλωμένους σκοπούς της. Πάντως, υπό την οπτική γωνία της στάθμισης, οι λόγοι που θα δικαιολογούσαν τέτοιας έκτασης και έντασης απαγορεύσεις έχουν σίγουρα πολύ μειωμένη βαρύτητα από τους λόγους που έχουμε, σε μία δημοκρατική κοινωνία (κατά την προσέγγιση του ΕΔΔΑ), να προστατεύσουμε την ελεύθερη παρουσίαση και κριτική των δικαστικών αποφάσεων ως μορφή ελέγχου της κρατικής εξουσίας.

Θα έλεγα, μάλιστα, ότι η απαγόρευση έχει πλέον καταστεί αντιπαραγωγική ως προς τους ίδιους τους υποθετικούς σκοπούς της. Υπηρετείται ή υπονομεύεται, με τέτοιες ρυθμίσεις, η αντικειμενική, υπεύθυνη, ψύχραιμη παρουσίαση των δικαστικών αντιδικιών, όταν θα είναι πλέον αδύνατον στους δημοσιογράφους ή στα μέλη Παρατηρητηρίων να επιβεβαιώνουν ή να διαψεύδουν εσφαλμένη μεταφορά (μέσω διαρροών ή φημών) εκείνων που λέγονται και που πράττονται εντός της δικαστικής αίθουσας; Υπ’ αυτήν την οπτική, η απαγόρευση ηχογράφησης ή και μαγνητοσκόπησης, πολύ περισσότερο η απαγόρευση αποτύπωσης της δίκης σε γραπτό κείμενο με αυτοματοποιημένο τρόπο, πλήττει τη δυνατότητα εμπεριστατωμένης κριτικής των δικαστικών διαδικασιών και αποφάσεων, κάτι που είναι ασφαλώς το ζητούμενο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Περαιτέρω, πώς μπορεί να υπηρετηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαστική εξουσία με ρυθμίσεις οι οποίες δικαίως γίνονται αντιληπτές ως απόπειρα πλήρους αποσιώπησης κάθε κριτικής, σε κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στο οποίο η αξιοπιστία της Δικαιοσύνης βρίσκεται σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα (λόγω και άλλων θεσμικών αδυναμιών, όπως η εξουσία των κυβερνήσεων να επιλέγουν ανέλεγκτα τα πολυάριθμα μέλη της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, λόγω όμως και της αδράνειας ή της αδυναμίας συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργούν να διερευνήσουν αποτελεσματικά το σκάνδαλο των υποκλοπών, να αποσοβήσουν τη συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών και να τιμωρήσουν τα πολυάριθμα συμβάντα αυθαίρετης αστυνομικής βίας); Εντός της συγκεκριμένης πραγματικότητας, η πρόσληψη της νέας ρύθμισης ως απόπειρας αποσιώπησης κάθε κριτικής παρά ως απόπειρα ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στη δικαστική εξουσία είναι, το λιγότερο, εύλογη. Η εντύπωση αυτή υπονομεύει σίγουρα την επίτευξη των σκοπών της ρύθμισης.

Αναφορικά τώρα προς την προστασία του τεκμηρίου αθωότητας και των άλλων δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, είναι βέβαιο ότι αυτή μπορεί να επιτευχθεί πιο αποτελεσματικά με ηπιότερα μέτρα (λ.χ. ενεργοποίηση της ελεγκτικής και της κυρωτικής αρμοδιότητας του ΕΣΡ, με δεδομένο ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας Ειδησεογραφικών και Άλλων Δημοσιογραφικών και Πολιτικών Εκπομπών περιέχει σχετικές ρυθμίσεις, οι οποίες μπορούν σε κάθε περίπτωση να ενισχυθούν ακόμη περισσότερο). Υπό την οπτική γωνία των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, η εδώ συζητούμενη ρύθμιση ήταν ήδη στην προγενέστερη εκδοχή της μη αναγκαία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την απαγόρευση ηχογράφησης και μαγνητοσκόπησης, αν όχι και σε ό,τι αφορά την απαγόρευση μετάδοσης. Σίγουρα πάντως η απαγόρευση αποτύπωσης της δίκης σε γραπτό κείμενο με αυτοματοποιημένο τρόπο παραβιάζει τον όρο της αναγκαιότητας, ως επιμέρους πτυχή της αρχής της αναλογικότητας. Αδυνατώ, δε, να σκεφθώ περιστάσεις στις οποίες η αντικειμενική, δίχως σκηνοθετικά τεχνάσματα, αναπαραγωγή των λεχθέντων σε δίκη θα μπορούσε να υποσκάπτει το κύρος της Δικαιοσύνης –εκτός αν ως θεμιτή απόπειρα διαφύλαξης του εν λόγω κύρους εκλαμβάνουμε την αποσιώπηση των αστοχιών των δικαστών.

8. Τα παραπάνω αρκούν για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η ούτως ή άλλως προβληματική διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 ν. 3090/2002 έχει πλέον καταστεί, μετά πάσης βεβαιότητας, αντισυνταγματική. Πέραν τούτου, ας σημειωθεί ότι το «μήνυμα» που εκπέμπει ευρύτερα η νομοθετική αυτή τροποποίηση (εντός συνθηκών, επαναλαμβάνω, στις οποίες η αξιοπιστία της δικαστικής εξουσίας έχει πληγεί σοβαρά και για καλούς λόγους) δεν είναι καθόλου κολακευτικό για την ίδια την Ελληνική Δικαιοσύνη. Αντί σοβαρής απόπειρας να βελτιωθούν οι θεσμικές και οι μη θεσμικές συνθήκες που έχουν καταστήσει τη δικαστική εξουσία μέρος του σοβαρής κρίσης του κράτους δικαίου στη χώρα μας, η πολιτική εξουσία επιλέγει να προστατεύσει το (κακώς νοούμενο) κύρος της Δικαιοσύνης με μέτρα απο-πληροφόρησης, τα οποία μάλιστα, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, είναι δυνατό να υποθάλψουν την παραπληροφόρηση και πάντως σίγουρα ευνοούν την αποσιώπηση. Θα ήταν ευχής έργον να αποσυρθεί η νέα ρύθμιση και να συσταθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή η οποία θα μελετήσει σοβαρά το θέμα από μηδενική βάση, έτσι ώστε να παρουσιάσει νομοθετικές ρυθμίσεις εναρμονισμένες με τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό.


[1] Βλ. ΑΠ Ολομ. Γνωμ. 10/1992, ΔιΔικ 1993, σ. 297 επ.

[2] Η σχετική διάταξη είχε ως εξής: «Το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του μπορεί να απαγορεύσει τη μαγνητοφώνηση ή βιντεοσκόπηση της δίκης και την τηλεοπτική ή ραδιοφωνική μετάδοσή της, μόνο αν υποβληθεί σχετικό αίτημα από κατηγορούμενο ή παθόντα και η δίκη δεν συνδέεται με τη δημόσια ζωή». Για τη συνταγματικότητα της εξάρτησης τυχόν απαγόρευσης μετάδοσης από την έλλειψη σύνδεσης με τη δημόσια ζωή βλ. Γ. Δημήτραινα, «Η δημοσιότητα των συνεδριάσεων των ποινικών δικαστηρίων και η παρουσία των ΜΜΕ. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση 427/1999 του ΠεντΝαυτΠειρ», ΠοινΔικ 6/2001, σ. 650 επ. – Ας σημειωθεί εδώ ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τη μετάδοση της δίκης συνοδεύονται από ρυθμίσεις για τη μετάδοση, βιντεοσκόπηση και φωτογράφιση των προσώπων που προσάγονται ενώπιον δικαστικών, εισαγγελικών, αστυνομικών και λοιπών Αρχών. Επίσης, διακριτό είναι το ζήτημα της μυστικότητας της ποινικής προδικασίας. Το ζητήματα αυτά δεν θα μας απασχολήσουν εδώ.

[3] Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, απαντώντας στην κριτική της νομοθετικής τροποποίησης, ισχυρίστηκε ότι η νέα διάταξη απλώς προσθέτει το Διαδίκτυο στην ήδη ισχύουσα απαγόρευση. Βλ. «Τι απαντά το Υπ. Δικαιοσύνης στον ΣΥΡΙΖΑ για την κάλυψη των δικών», Ναυτεμπορική, 8.7.2024. Όπως θα επιχειρήσει να καταδείξει το παρόν άρθρο, τα πράγματα δεν είναι έτσι απλά.

[4] Βλ. Γ. Κατρούγκαλο, «Η Δημοσιότητα της δίκης», ΔιΔικ 4/1992, σ. 764 κ.ε.

[5] Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 3η αναθ. έκδ., 2022, σ. 762· Η. Κοκκίνης, «Η δημοσιότητα της διοικητικής δίκης μετά την υγειονομική κρίση», ΕφημΔΔ 1/2020, σ. 82 επ., στη σ. 90· πρβλ. Α. Τσιρωνά, «Άρθρο 93», σε: Σπ. Βλαχόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Γ. Τασόπουλος, Σύνταγμα: Ερμηνεία κατ’ άρθρο – Ηλεκτρονική έκδοση, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα, Ιανουάριος 2024, σ. 72.

[6] Βλ. Γ. Κατρούγκαλο, όπ.π.· Γ. Σωτηρέλη, «Τρομοκρατία, πολιτικό έγκλημα και δημοσιότητα της δίκης. Οι υποθέσεις της 17 Ν και του ΕΛΑ υπό το πρίσμα της δημοκρατικής αρχής», σε: Τιμητικός τόμος για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, τόμ. 1, 2005, σ. 223 κ.ε.· E. Βενιζέλο, «Quis custodies custodiet?, H πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τη δημοσιότητα των δικών και τη θέση των συνηγόρων», Υπερ 1992, σ. 1025 επ.· Χρυσόγονο, όπ.π., σ. 762-763· Μ. Σταθόπουλο, «Απονομή δικαιοσύνης και λαϊκή κυριαρχία (Δημοσιότητα δίκης – ένορκοι – τρόπος επιλογής δικαστών» σε: Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, 2004, σ. 427 επ., στις σ. 430-432· Σ. Ματθία, «Η δημοσιότητα των συνεδριάσεων και η τηλεόραση», ΕλλΔνη 2/1992, σ. 278· Α. Παπαδαμάκη, «Ουσιώδεις πτυχές διαφάνειας της ποινικής δίκης», σε: Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος, Μνήμη Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η συμβολή του στη Νομική Επιστήμη, 2012, σ. 74 επ., στις σ. 77, 79-80· τον ίδιο, Ποινική Δικονομία, 10η έκδ., 2021, σ. 443· Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδ., 2014, σ. 247-248· Λ. Μαργαρίτη, Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Τόμος Δεύτερος (άρθρα 462-592), 2024, σ. 1544-1546· Α. Καρρά, Η Αναίρεση στην Ποινική Δίκη, 2η έκδ., 2013, σ. 379· Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, 10η έκδ., 2021, σ. 443· Γ. Καλφέλη, «Η δημοσιότητα στην ποινική δίκη (και ιδίως η δημοσιότητα στην κύρια διαδικασία)», ΕπιστΕπετ Αρμ 1985, σ. 25 επ.· Δημήτραινα, όπ.π.· Χ. Αργυρόπουλο, «Η ενιαία έννοια της δημοσιότητας της ποινικής δίκης», ΠοινΔικ 4/2009, σ. 433 επ.· Α. Μηλιόπουλο, «Προβλήματα δημοσιότητας της ποινικής δίκης», Αρμ 12/2003, σ. 1740 επ., στις σ. 1741-1742· Α. Τσεβά, «Η ραδιοτηλεοπτική δημοσιότητα της δίκης κατά το Σύνταγμα», ΠοινΧρ 2/2003, σ. 181 επ.· Γ. Ορφανίδη, «Σκέψεις για την αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη», ΕφΑΔΠολΔ 8-9/2021, σ. 933 επ., στη σ. 934· Κοκκίνη, όπ.π., σ. 84-86· Τ.-Ε. Συνοδινού, Η εικόνα στο δίκαιο, 2007, σ. 320-322.

[7] Βλ. ενδεικτικά Παπαδαμάκη, «Ουσιώδεις πτυχές», όπ.π., σ. 80· Μαργαρίτη, όπ.π., σ. 1545· Α. Καρρά, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2024, σ. 547. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, Chaushev and others v. Russia, αριθμ. προσφ. 37037/03 κ.λπ., 25.10.2016, παρ. 22.

[8] Βλ. ενδεικτικά Σωτηρέλη, όπ.π., σ. 238.

[9] Βλ. ιδίως Κατρούγκαλο, όπ.π., επίσης ΕΔΔΑ, Mraović v. Croatia, αριθμ. προσφ. 30373/13, 14.5.2020, παρ. 44.

[10] Σταθόπουλος, όπ.π., σ. 431.

[11] Βλ. ενδεικτικά Ορφανίδη, όπ.π., σ. 934.

[12] Βλ. ενδεικτικά Χρυσόγονο, όπ.π., σ. 762· Μαργαρίτη, όπ.π., σ. 1545.

[13] Βλ. ενδεικτικά Σταθόπουλο, όπ.π., σ. 431-432.

[14] Βλ. ιδίως Αργυρόπουλο, όπ.π., πρβλ. Α. Κωνσταντινίδη, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 5η εκδ., 2022, σ. 447-448.

[15] Για τα επιχειρήματα της μίας και της άλλης πλευράς αυτής της διαμάχης βλ. ενδεικτικά, Λ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία – Ένδικα Μέσα – Τόμος IV, 2015, σ. 540-543· Παπαδαμάκη, όπ.π., σ. 443-444· Συνοδινού, όπ.π., σ. 320-323· Σταθόπουλο, όπ.π., σ. 432-433· Κωνσταντινίδη, όπ.π., σ. 447-448.

[16] Για τη συζήτηση περί της δημοσιογραφικής κάλυψης της δίκης βλ. ενδεικτικά Καρρά, Η Αναίρεση, όπ.π., σ. 384-385.

[17] Βλ. ιδίως Σ. Παπαγεωργίου-Γονατά, «Η νέα “δημοσιότητα” της ποινικής δίκης», σε: Τιμητικός τόμος για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, τόμ. 2, 2007, σ. 931 επ., στις σ. 935-936 (ο οποίος παρατηρεί πάντως, ορθά, ότι η δημοσιότητα της δίκης δίνει, από την άλλη πλευρά, στον κατηγορούμενο την ευκαιρία να καταδείξει την αθωότητά του).

[18] Βλ. επί τούτου Ι. Νταλαχάνη, «Άρθρο 6 παρ. 2. Τεκμήριο αθωότητας», σε: Ι. Σαρμάς/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος, ΕΣΔΑ, 2021, σ. 326 επ., στις σ. 335-336.

[19] Ματθίας, όπ.π., σ. 278.

[20] Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία, όπ.π., σ. 541.

[21] Ibid., σ. 542, βλ. επίσης Σ. Γεωργίου, Τα συνταγματικά θεμέλια του δημοσίου χώρου, 2017, σ. 148.

[22] Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία, όπ.π., σ. 542.

[23] Παπαδαμάκης, «Ουσιώδεις πτυχές», όπ.π., σ. 81-82.

[24] Από τη θέση αυτή, υποστηριγμένη από θεωρίες περί τηλεθέασης, εκκινούσε η διδακτορική διατριβή μου, με βάση και την ιδέα ότι δεν είναι δυνατόν να κάνουμε λόγο για συνταγματική ελευθερία δημόσιας επικοινωνίας και πληροφόρησης όταν προσχωρούμε στο δόγμα του απολύτως παθητικού τηλεθεατή. Βλ. Κ. Στρατηλάτη, Συντάσσοντας το δικαίωμα στη δημόσια ηλεκτρονική επικοινωνία, 2006, σ. 15-29.

[25] Βλ. επί τούτου Η. Αναγνωστόπουλο, «Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και η Ποινική Δίκη – Σκέψεις από τη σκοπιά του συνηγόρου», ΔiMEE 1/2004, σ. 59 επ.

[26] Βλ. Αργυρόπουλο, όπ.π.

[27] Βλ. τις σχετικές ρυθμίσεις του Κώδικα Δεοντολογίας Ειδησεογραφικών και Άλλων Δημοσιογραφικών και Πολιτικών Εκπομπών (π.δ. 77/2003).

[28] Πρβλ. επί τούτου την ορθή οριοθέτηση του θέματος από τον Αργυρόπουλο, όπ.π., και από τον Σωτηρέλη, όπ.π., σ. 243-244.

[29] Βλ. γι’ αυτούς Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά & Κοινωνικά Δικαιώματα, 5η αναθ. έκδ., 2023, σ. 127-148.

[30] Βλ. λ.χ. ΕΔΔΑ (Ευρεία Σύνθεση), Karácsony and Others v. Hungary, αριθμ. προσφ. 42461/13 και 44357/13, 17.5.2016, παρ. 156· Centrum för rättvisa v. Sweden, αριθμ. προσφ. 35252/08, 25.5.2021, παρ. 247.

[31] Αυτήν τη λύση φαίνεται να ευνοεί υπόρρητα ο Παπαδαμάκης, όπ.π., σ. 443-444.

[32] Έτσι η ΜΠλημΠατρ 4037/2015, ΕλλΔνη 5/2016, σ. 1558-1560.

[33] Βλ. επί τούτου Κ. Στρατηλάτη, «Άρθρο 5Α», σε: Σπ. Βλαχόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Γ. Τασόπουλος, Σύνταγμα: Ερμηνεία κατ’ άρθρο – Ηλεκτρονική έκδοση, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα, Ιανουάριος 2023, σ. 30-31.

[34] Ibid., σ. 40-42. Βλ. επίσης Ε. Βενιζέλο, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, 2002, σ. 157.

[35] «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος … Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και το κοινόν καθ’ όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης». Για την ερμηνεία αυτών των διατάξεων από το ΕΔΔΑ, βλ. Λ.-Αλ. Σισιλιάνο, «Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη – Εγγυήσεις γενικής εφαρμογής», σε: Λ. Α. Σισιλιάνος (διεύθ.), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ερμηνεία κατ’ άρθρο), 2η έκδ., 2017, σ. 230 επ., στις σ. 272-275· Δ. Βασιλειάδη, «Άρθρο 6 παρ. 1 (συνέχεια). Η αρχή της δημοσιότητας της δίκης», σε Ι. Σαρμάς/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος, ΕΣΔΑ, 2021, σ. 306 επ.· Ι. Σαρμά, “Η δίκαιη ισορροπία”, 2018, σ. 431 επ.

[36] Για τη σύνδεση του ζητήματος της δημοσιότητας της δίκης με το άρθρο 10 ΕΣΔΑ, βλ. γενικά Τ. Σταυρινάκη, «Άρθρο 10 – Ελευθερία έκφρασης» σε: Λ.-Α. Σισιλιάνος (διευθ.), Ευρωπαϊκή Σύμβαση, όπ.π., σ. 473 επ., στις σ. 512-513· Κ. Στρατηλάτη, «Άρθρο 10», σε: Ι. Σαρμάς/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος, ΕΣΔΑ, 2021, σ. 563 επ., στις σ. 572, 621.

[37] Βλ. ΕΔΔΑ, Mraović v. Croatia, όπ.π., παρ. 44· Chaushev and others v. Russia, όπ.π., παρ. 22· Volkov v. Russia, αριθμ. προσφ. 64056/00, 4.12.2007, παρ. 25· Shagin v. Ukraine, αριθμ. προσφ. 20437/05, 10.12.2009, παρ. 56· Lambin v. Russia, αριθμ. προσφ. 12668/08, 21.11.2017, παρ. 34.

[38] ΕΔΔΑ, Dupuis and others v. France, αριθμ. προσφ. 1914/02, 7.6.2007, παρ. 35· Ageyeye v. Russia, αριθμ. προσφ. 7075/10, 18.4.2013, παρ. 225· N.Š. v. Croatia, αριθμ. προσφ. 36908/13, 10.9.2020, παρ. 62· Radio Broadcasting Company B92 AD v. Serbia, αριθμ. προσφ. 67369/16, 5.9.2023, παρ. 93.

[39] Βλ. ΕΔΔΑ, Tourancheau et July c. France, αριθμ. προσφ. 53886/00, 24.11.2005, παρ. 66· Campos Dâmaso c. Portugal, αριθμ. προσφ. 17107/05, 24.4.2008, παρ. 31· Ageyeye v. Russia, όπ.π., παρ. 225· Pinto Coelho c. Portugal (no 2), αριθμ. προσφ. 48718/11, 22.3.2016, παρ. 38· Bédat v. Switzerland (Ευρεία Σύνθεση), αριθμ. προσφ. 56925/08, 29.3.2016, παρ. 51.

[40] Βλ. συνδυαστικά ΕΔΔΑ, Bédat v. Switzerland, όπ.π., Pinto Coelho c. Portugal (no 2), όπ.π., και Axel Springer SE and RTL Television GmbH v. Germany, αριθμ. προσφ. 51405/12, 21.9.2017.

[41] Βλ. λ.χ. ΕΔΔΑ (Ευρεία Σύνθεση), Karácsony and Others v. Hungary, όπ.π., παρ. 156: «The rule of law implies, inter alia, that there must be a measure of legal protection in domestic law against arbitrary interferences by public authorities with the rights safeguarded by the Convention».

[42] Βλ. Ορφανίδη, όπ.π., Ν. Κλαμαρή/Σ. Κουσουλή/Σ.-Σ. Πανταζόπουλο, Πολιτική Δικονομία, 5η έκδ., 2023, σ. 500-502.

[43] Βλ. για το θέμα Β. Μπουκουβάλα, Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, 2018.

Κώστας Στρατηλάτης

Αναπληρωτής καθηγητής, Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, stratilatis.c@unic.ac.cy

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Συνέντευξη της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου στον Καθηγητή Ξενοφώντα Κοντιάδη

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου συνομιλεί με τον Καθηγητή Ξενοφώντα Κοντιάδη, Πρόεδρο του Ιδρύματος Τσάτσου. Συζητούν για τον ρόλο της Προέδρου στη σύγχρονη εποχή, τη σημασία των δημόσιων παρεμβάσεων, τα θέματα που η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει επιλέξει να αναδείξει, αλλά και τις προκλήσεις του ύπατου αξιώματος της χώρας.

Περισσότερα

Γάμος και τεκνοθεσία για ομόφυλα ζευγάρια: τέλος των διακρίσεων και ισότητα για όλους

Με αφορμή το Pride 2022, ο Αντώνης Γ. Καραμπατζός γράφει για τα αναγκαία βήματα της ελληνικής Πολιτείας στην κατεύθυνση θεσμοθέτησης του γάμου και της τεκνοθεσίας (και) για τα ομόφυλα ζευγάρια.

Περισσότερα

Εκδήλωση παρουσίασης συλλογικού έργου: Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Ηλεκτρονική έκδοση

Την Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023, το ΚΕΣΔ – Ίδρυμα Τσάτσου, σε συνεργασία με το Syntagma Watch συνδιοργανώνουν εκδήλωση με αφορμή την παρουσίαση του συλλογικού έργου «Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Ηλεκτρονική έκδοση» στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.