Ερμηνείες, υπερερμηνείες και αυθαιρεσίες
Στην ενδιαφέρουσα νομική ( αλλά και πολιτική) αντιπαράθεση σχετικά με την δέουσα ερμηνεία του Καταστατικού του ΣΥΡΙΖΑ, η προσωπική μου (όχι πλήρως επεξεργασμένη ,αλλά αμερόληπτη) νομική άποψη είναι ότι ο συνάδελφός μου Ξ. Κοντιάδης έχει μάλλον δίκιο.
Η «έκπτωση» του κ. Κασσελάκη νομικώς δεν είναι και τόσο αυτονόητη.
Κυρίως διότι:
1. Η άμεση λήξη θητείας του προέδρου λόγω υπερψηφίσεως της προτάσεως αμφισβητήσεώς του, ως σοβαρότατη έννομη συνέπεια, πρέπει νομίζω να προκύπτει από ρητή διάταξη του Καταστατικού (βλ. λχ άρθρο 15 παρ. 2 του καταστατικού της ΝΔ).
Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Α contrario επιχείρημα μάλλον αντλείται ευχερέστερα.
Καμία γενική αρχή συνταγματική ή μη, γνωστή σε εμένα, δεν την επιβάλλει.
Ούτε η «φύση» του πράγματος.
Η Κεντρική Επιτροπή ή άλλο όργανο δεν μπορούν να μεταβάλουν το περιεχόμενο του Καταστατικού και τη νομική μέθοδο ερμηνείας του.
Κανένα όργανο δεν μπορεί να αυτοαναγορευθεί σε «αυθεντικό» ερμηνευτή του καταστατικού και δη contra legem.
Ούτε βέβαια να προσθέσει αυθαιρέτως κατά βούληση ρυθμίσεις σε αυτό.
2. Παραίτηση του κ. Κασσελάκη δεν υπάρχει νομίζω στον νομικό κόσμο (η παραίτηση θα έπρεπε να είναι ρητή και αδιαμφισβήτητη και όχι να συνάγεται σιωπηρώς και εμμέσως από πράξεις άλλων προσώπων ή οργάνων).
3. Ελλειπούσης της παραιτήσεως και κάθε ρητής περί αυτοδίκαιης εκπτώσεως διατάξεως, σύμφωνα με το Καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ ο Πρόεδρος εξακολουθεί να εκπροσωπεί το κόμμα ( βλ. άρθρο 20 παρ. 4 , εδ. α’ Καταστατικού ΣΥΡΙΖΑ, άρθρο το οποίο δεν τίθεται εκτός εφαρμογής με την υπερψήφιση της προτάσεως δυσπιστίας και μόνης).
Η μόνη έννομη συνέπεια της υπερψηφίσεως της προτάσεως αμφισβητήσεως είναι η σύγκληση έκτακτου Συνεδρίου με τις αρμοδιότητες του τακτικού.
4. Επικουρικώς, ακόμα και αν κάποιος θεωρούσε ότι η θητεία του κ. Κασσελάκη έληξε πρόωρα με την υπερψήφιση της προτάσεως δυσπιστίας, κάποιος πρέπει να ασκεί τα καθήκοντα Προέδρου προσωρινώς μέχρι το έκτακτο συνέδριο, σαν υπηρεσιακός Πρόεδρος.
Νομικώς, πολιτικώς, οικονομικώς-διαχειριστικώς αλλά και σύμφωνα με το Σύνταγμα, εν αμφιβολία ένα κόμμα δεν μένει ακέφαλο.
Μια απλή αμερόληπτη ανάγνωση του άρθρου 44 του Καταστατικού του ΣΥΡΙΖΑ συμβάλλει αποφασιστικά σε αυτό το συμπέρασμα.
Διαχειριστικές πράξεις στο κόμμα ενεργεί μόνο ο αρχηγός του ή ο πληρεξούσιός του. Ουδείς άλλος.
Ελλειπούσης ρητής διατάξεως και ελλείψει παραιτήσεως, αυτός ο υπηρεσιακός Πρόεδρος νομίζω ότι θα πρέπει να είναι ο απερχόμενος Πρόεδρος, ήτοι ο κ. Κασσελάκης, αν το επιθυμεί.
Λόγω της εκλογής του από τη βάση, λόγω του άρθρου 20 παρ. 4 εδ. α’, αλλά και 44 του Καταστατικού του ΣΥΡΙΖΑ και λόγω των 1-3 σκέψεων.
Οι αρμοδιότητές του είναι περιορισμένες ήδη από το Καταστατικό στην περίπτωση αυτή, ενεργεί δε στο «πλαίσιο» που ορίζει η Κεντρική Επιτροπή.
«Πλαίσιο» που πάντως δεν μπορεί να μεταβάλει κατά βούληση το Καταστατικό και τη νομική μέθοδο ερμηνείας του, δίχως να αυθαιρετεί.
Η Κεντρική Επιτροπή δεν νομίζω συνεπώς ότι μπορεί να αποφανθεί νομίμως, ότι ο κ. Κασσελάκης εξέπεσε αυτοδικαίως του αξιώματός του, δια της υπερψηφίσεως της προτάσεως μομφής, ή δια δίκης της διαπλαστικής ή διαπιστωτικής αποφάσεως και επιπλέον ότι ο τελευταίος δεν νομιμοποιείται, ακόμη και αν το επιθυμεί, να οδηγήσει το κόμμα στο έκτακτο Συνέδριο εκλογής νέου Προέδρου, δίχως να υπερβαίνει αυθαιρέτως τις εκ του Καταστατικού αρμοδιότητές της.
(Πρβλ. άρθρο 15 παρ. 3 του Καταστατικού της ΝΔ, όπου πρώτος κατά σειρά ο απερχόμενος Πρόεδρος κατά βάση οδηγεί το κόμμα σε νέα εκλογή).
Πάνος Λαζαράτος
Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρος
Πηγή: Αναδημοσίευση κειμένου από την προσωπική σελίδα του αρθρογράφου στο facebook (ανάρτηση 13/09/2024).
——————————————————————-
ΥΓ:
1. Το νομικό ζήτημα ασφαλώς χρήζει βαθύτερης μελέτης.
Τα νομικά επιχειρήματα θα πρέπει να διακρίνονται κατά το δυνατόν από τα πολιτικά, πράγμα ιδιαιτέρως δύσκολο στον τόπο μας, και όχι μόνο.
2. Το Καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ είναι στο ζήτημα αυτό πρόχειρο και εν πάση περιπτώσει ασαφέστερο του αντίστοιχου της ΝΔ.
Η γενετική ερμηνεία του και η σύγκρισή του με τα προηγούμενα καταστατικά του κόμματος, ή με άλλα καταστατικά κομμάτων μάλλον επιρρωνύει τη θέση Κοντιάδη.
3. Η πολιτική πραγματικότητα προηγείται εν προκειμένω των νομικών ερμηνειών και συνεπώς η συζήτηση μοιάζει μάλλον αμιγώς θεωρητική , αν και ίσως δεν της λείπει μια κάποια πολιτική σημασία.
Το μέλλον θα δείξει.