Ι. Εισαγωγή*
Τις τελευταίες εβδομάδες λαμβάνει χώρα ζωηρός διάλογος αναφορικά με την αποτελεσματικότητα, αλλά και τις ενδεχόμενες παρενέργειες της χρήσεως μάσκας σε δημόσιους χώρους και ιδίως στα σχολεία. Ο διάλογος αυτός εντείνεται από το γεγονός ότι οι θέσεις των ειδικών επί του θέματος μεταβλήθηκαν. Ενώ αρχικά η σύσταση ήταν η μη γενική χρήση της μάσκας λόγω των παρενεργειών της εσφαλμένης χρήσεώς της, πρόσφατες οδηγίες του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας συνιστούν τη χρήση της στο δημόσιο χώρο.[1]Περαιτέρω, η χρήση της μάσκας κατέστη υποχρεωτική στα σχολεία, με εξαίρεση εκείνους που επιβεβαιωμένα παρουσιάζουν κάποιο πρόβλημα υγείας.[2] Ομάδες συμπολιτών μας διαμαρτύρονται για τη διευρυμένη χρήση της μάσκας και εκφράζουν ποικιλοτρόπως τη γνώμη τους. Άλλοι προχωρούν ένα βήμα παραπέρα παροτρύνοντας τον κόσμο σε ένα είδος εικαζόμενης πολιτικής ανυπακοής.[3] Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται κάποιοι γονείς που προτρέπουν ιδίως σε μέσα κοινωνικής δικτυώσεως άλλους γονείς να μη στέλνουν τα παιδιά τους με μάσκα στα σχολεία, παραβιάζοντας το άρθρο 183 του Νέου Ποινικού Κώδικα περί διεγέρσεως σε ανυπακοή.[4] Το θέμα αυτό διερευνάται από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.[5]
Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν ο σχετικός διάλογος, αλλά και η δράση συναντά από συνταγματικής απόψεως κάποια όρια. Σημειώνεται ότι δεν αξιολογείται από ιατρικής απόψεως το επιστημονικό ζήτημα περί αποτελεσματικότητας της χρήσεως της μάσκας. Αυτό επαφίεται στην κρίση ειδικότερων, οι οποίοι έχουν αποφανθεί υπέρ της χρήσεως της μάσκας από μαθητές.[6] Άλλως κινδυνεύουμε να υποπέσουμε στο ολίσθημα εκφράσεως γνώμης αντί γνώσεως. Οι μη ειδικοί οφείλουμε αυτοσυγκράτηση.
ΙΙ. H προβληματική
Είναι γεγονός ότι η άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος γίνεται βάσει των γενικά αποδεκτών και ισχυόντων κανόνων της ιατρικής επιστήμης.[7] Οι κανόνες, όμως, αυτοί μεταβάλλονται με βάση τα εκάστοτε ιατρικά δεδομένα και για τον λόγο αυτό απαιτείται η συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση.[8] Πέραν αυτού, σε πολλά ζητήματα δεν υπάρχει μια αποκρυσταλλωμένη επιστημονική θέση. Σε νέα δεδομένα εκφράζονται θέσεις και αντιθέσεις. Κανείς σοβαρός επιστήμων δεν διεκδικεί το σκήπτρο της απόλυτης ορθότητας. Οι λέξεις «πιστεύεται» και «υπολογίζεται» είναι συνώνυμες της μετριοπάθειας, όχι όμως της μετριότητας. Και, εάν όλα τα δεδομένα είναι αίολα, πώς μπορεί να ενημερωθεί υπεύθυνα εν τέλει το κοινό; Η πανδημία μετατράπηκε σε «πληροφοριοδημία». Έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι στηριζόμαστε σε τεκμηριωμένες επιστημονικώς μελέτες, αποδεχόμενοι, όμως, τον δυναμικό τους χαρακτήρα σε πολλά ζητήματα. Τὰ πάντα ρεῖ, της επιστημονικής αληθείας μη εξαιρουμένης.[9] Η γνώμη μας στηρίζεται στα τρέχοντα πορίσματα της επιστήμης, τα οποία, αν είναι ευμετάβλητα, ενδέχεται να κλονίζεται η αξιοπιστία τους στα μάτια της κοινής γνώμης. Ωστόσο, ακόμα και υπό ευμετάβλητα επιστημονικά δεδομένα πρέπει να ληφθεί μια απόφαση, αναφορικά με τα μέτρα καταπολεμήσεως της διαδόσεως της πανδημίας. Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι ποια πρέπει να είναι η στάση του υπεύθυνου πολίτη. Πίστευε και μη ερεύνα, άσκηση κριτικής ή ανυπακοή;
ΙΙΙ. Περί διαφωνιών
Ένας από τους βασικούς πυλώνες της δημοκρατίας είναι η ελευθερία της γνώμης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 του Συντάγματος. Η ελευθερία της γνώμης έγκειται στο δικαίωμα ασκήσεως δριμείας κριτικής στην κυβερνητική δράση. Η κριτική αυτή μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο αμφισβητήσεως των μέτρων της κυβερνητικής πολιτικής από τον απλό πολίτη.
Όταν τα ζητήματα της πανδημίας προβάλλονται από δημοσιογράφους στον τύπο, κρίσιμη επί τούτου είναι η διασφάλιση της ακρίβειας της πληροφορήσεως και ο περιορισμός των ψευδών ειδήσεων. Ο καθένας μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του, οφείλει όμως να διακρίνει την αξιολογική κρίση από τα πραγματικά περιστατικά. Ως προς την τελευταία παράμετρο, πρέπει να εξεταστεί και η παρέμβαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως, όταν τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως υπερβαίνουν προδήλως βασικούς κανόνες δεοντολογίας. Αναφορικά με τη ραδιοτηλεόραση, στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος τονίζεται η κοινωνική αποστολή της, η σημασία της αντικειμενικής μεταδόσεως της πληροφορίας με σεβασμό στην αξία του ανθρώπου. Συνεπώς και ο δημοσιογράφος μπορεί να εκφράσει ελεύθερα την άποψή του, αρκεί να μην παραπληροφορεί την κοινή γνώμη. Στην κατεύθυνση αυτή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ενημερώνει τους πολίτες αναφορικά με τις δυνατότητές τους να αναφέρουν περιεχόμενο ιστοσελίδων που παραπληροφορεί το κοινό αναφορικά με την πανδημία.[10]
Η δημιουργία κλίματος παραπληροφορήσεως και πανικού από τα ΜΜΕ, ιδιαιτέρως σε μία εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για το σύνολο του πληθυσμού, κατά την οποία οι πολίτες, τελούντες σε κατάσταση περιορισμού και εν μέσω διάχυτου και απολύτως δικαιολογημένου φόβου για την εξάπλωση του ιού, ενημερώνονται τακτικά για τις εξελίξεις, δεν συμβαδίζει με την κοινωνική αποστολή των ΜΜΕ και ενδέχεται να προξενήσει περαιτέρω προβλήματα τόσο στο άτομο όσο και στο σύνολο της κοινωνίας.
Κατά συνέπεια, η αυξημένη επιτήρηση της δημοσιογραφικής καλύψεως της πανδημίας του κορωνοϊού και η παρέμβαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως δικαιολογείται από λόγους υπέρτερου εννόμου συμφέροντος και εντάσσεται στην γενικότερη πολιτική και προσπάθεια αντιμετωπίσεως της εξαιρετικής αυτής καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί από την εξάπλωση της νόσου και του περιορισμού των εν γένει συνεπειών αυτής, σε καμία όμως περίπτωση η παρέμβαση δεν πρέπει να είναι τόσο έντονη, συστηματική και δυσανάλογη, ώστε να οδηγεί σε κρατική χειραγώγηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.[11]
Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται και ο επιβεβλημένος έλεγχος των ανακοινώσεων εκ μέρους ιατρών από τους Ιατρικούς Συλλόγους της χώρας. Ο ιατρός ασκεί λειτούργημα,[12] υπό την έννοια μιας δημόσιας υπηρεσίας που ασκείται υπέρ του κοινού συμφέροντος και της πολιτείας ή αλλιώς μιας κοινωνικής προσφοράς.[13] Υπό αυτή την έννοια, ο ιατρός φέρει κοινωνική ευθύνη και δεν νομιμοποιείται με ατεκμηρίωτες επιστημονικές απόψεις και απαξιωτικές εκφράσεις να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα. Αν αυτό συμβεί, δικαιολογημένα θα παραπεμφθεί στο πειθαρχικό του οικείου ιατρικού συλλόγου, επί τη βάσει των άρθρων 36 παρ.1 του ν. 3418/2005 (Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας).[14]
Αυτό ορθώς συνέβη στην περίπτωση αναρτήσεως ιατρού-καρδιολόγου σε μέσα κοινωνικής δικτυώσεως, ο οποίος άνευ επιστημονικής τεκμηριώσεως επεχείρησε να διαστρεβλώσει την επιστημονική αλήθεια και να υπονομεύσει το έργο της πολιτείας και του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας που έχει συσταθεί για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού. Στην προκειμένη περίπτωση ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών καταδίκασε κάθε δημοσιοποίηση προσωπικών και ατεκμηρίωτων επιστημονικά απόψεων, που δημιουργούν ανασφάλεια στο ευρύ κοινό.[15] Αυτό δεν σημαίνει, ασφαλώς, ότι ο ιατρός στερείται της ελευθερίας εκφράσεως της επιστημονικής του γνώμης, αλλά ότι θα πρέπει να έχει συναίσθηση της αποστολής του και να μην εκφράζει ατεκμηρίωτες επιστημονικά θέσεις που σπέρνουν τον πανικό σε μια πολύ δύσκολη περίοδο που διανύει η κοινωνία μας.[16] Διαφορετικά θα μπορούσε να κριθεί η εξειδικευμένη δημοσίευση σε ένα επιστημονικό περιοδικό με στοχευμένο αναγνωστικό κοινό που έχει την επιστημονική κατάρτιση να κρίνει περί της επιστημονικής αρτιότητας.
ΙV. ΄Oταν η διαφωνία μετουσιώνεται σε ανυπακοή στον νόμο
Πέραν όμως από τη διατύπωση γνώμης, πολλοί προχωρούν και σε δράση, ήτοι παρότρυνση πολιτικής ανυπακοής. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι άγνωστο. Πρόκειται περί μιας διαπάλης του φυσικού με το θετό δίκαιο. Ανατρέχει στην αρχαιότητα, όταν ο Προμηθέας παραβίασε την εντολή του Δία να μην αποκαλύψει στους ανθρώπους τη χρήση της φωτιάς. Περαιτέρω, η Αντιγόνη του Σοφοκλέους αποτελεί το πιο λαμπρό παράδειγμα πολιτικής ανυπακοής, καθώς αρνείται να συμμορφωθεί στην εντολή του βασιλιά Κρέοντα να μη θάψει τον αδελφό της Πολυνείκη, αντιτάσσοντας την υποχρέωση υπακοής της σε ένα άλλο, κατά τη γνώμη της, ανώτερο δικαιϊκό σύστημα. Η σύγκρουση για την Αντιγόνη είναι αναπόφευκτη. Εκείνη θέλει να υπακούσει στη δική της ατοµική ηθική. Αντίθετα, ο Κρέων, ο εκφραστής της κυβερνητικής εξουσίας, διατάζει ότι η ταφή του Πολυνείκη είναι παράνοµη, αφού ο νεκρός ήταν ανάξιος ταφής. Από την άλλη πλευρά, στον Κρίτωνα του Πλάτωνος, ο Σωκράτης, εμφαίνεται ως ο πατέρας της «πολιτικής υπακοής», καθώς μας προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υπακοής σε μια άδικη, πλην όμως νομότυπη καταδίκη.[17]
Ο Thoreau θεωρείται από τους περισσότερους ως πατέρας της πολιτικής ανυπακοής. Αυτός εισήγαγε και τον σχετικό όρο. Αρνήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα να πληρώσει φόρους και φυλακίστηκε, όχι γιατί ήταν αντίθετος στη φορολογία εν γένει, αλλά επειδή ήταν αντίθετος στον πόλεμο της κυβερνήσεως των Η.Π.Α. εναντίον του Μεξικού, τη δουλεία και την παραβίαση των δικαιωμάτων των Ινδιάνων. Ο Thoreau ανήγαγε την ανυπακοή σε άδικους νόμους σε μέσο πολιτικής εκφράσεως θεωρώντας ότι είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος ατομικής πολιτικής παρεμβάσεως προς αποτροπή της αδικίας. Ωστόσο, δεν ενέταξε κάποιες μορφές ανυπακοής σε μιαν αντίληψη κοινωνικής αντιπαραθέσεως, αλλά εξέφρασε με πάθος την ατομική αντίσταση στην αδικία.[18] Οι θέσεις αυτές ενέπνευσαν την αντίσταση κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Gandhi, τον Martin Luther King, τους αγωνιστές εναντίον του απαρτχάιντ και άλλους.
Πραγματικός, όμως, πατέρας της πολιτικής ανυπακοής είναι ο John Locke. Ο ίδιος επεσήμανε ότι προϋπόθεση ανυπακοής είναι η ύπαρξη αυθαίρετης εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό αναγνώρισε από το 1688 το δικαίωµα των Ελλήνων Χριστιανών, να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό που τους επιβλήθηκε διά της βίας.[19] Η ενεργοποίηση του δικαιώματος της πολιτικής ανυπακοής γίνεται όταν η εξουσία προσβάλλει τα καταστατικά δίκαια των πολιτών, ενέργεια που ισοδυναµεί µε κήρυξη πολέµου εναντίον τους.[20] Σύμφωνα με τον ίδιο, η πολιτική εξουσία θεσπίζεται για να υπηρετεί τους πολίτες. Η υποχρέωση υπακοής στην εξουσία εκπηγάζει από το κοινωνικό συμβόλαιο που νομιμοποιεί την άσκησή της, δηλαδή τη συγκατάθεση του σώματος των κυβερνωμένων. Αυτή, όμως, δεν παρέχεται στους κυβερνήτες εν λευκώ. Αντιθέτως, εκχωρείται ως παρακαταθήκη µε συγκεκριμένους όρους. Εφόσον οι πολίτες διαπιστώσουν ότι η εξουσία παύει να εκφράζει τη βούλησή τους, τότε οι όροι του συμβολαίου δεν ισχύουν. Ο Locke θεμελίωσε στην πολιτική φιλοσοφία τη λαϊκή ανυπακοή απέναντι σε ανάξιους κυβερνώντες. Ο ίδιος αναγνώρισε το φυσικό δίκαιο ως την αυθεντική, ανώτερη πηγή δικαίου και έκρινε ότι οι μεταγενέστεροι θεσμοί, προκειμένου να αποκτήσουν ηθική αποδοχή, οφείλουν να εκπηγάζουν από το φυσικό δίκαιο.
Ο Martin Luther King παραδέχτηκε ότι είναι δικαιολογημένη σε μια κοινωνία η ανησυχία από την παραβίαση των νόμων. Κατ’ αυτόν, όμως, υπάρχουν δίκαιοι και άδικοι νόμοι και, όπως είπε και ο Άγιος Αυγουστίνος, «ένας άδικος νόμος δεν είναι διόλου νόμος». Άδικοι είναι οι νόμοι που έρχονται σε αντίθεση με τους νόμους της ηθικής και τους νόμους του Θεού. Υπό τον φόβο της αναρχίας δεν διακήρυξε την υπεκφυγή ή αναμέτρηση με τον άδικο νόμο αλλά την πολιτισμένη πολιτική ανυπακοή που απαιτεί η παραβίαση να γίνει φανερά, με αγάπη και ετοιμότητα αποδοχής της ποινής. [Αυτός] «που παραβιάζει ένα νόμο που η συνείδησή του λέει ότι είναι άδικος και πρόθυμα αποδέχεται την τιμωρία μένοντας στη φυλακή για να εγείρει τη συνείδηση της κοινότητας πάνω στην αδικία, αυτός στη πραγματικότητα εκφράζει το μεγαλύτερο σεβασμό προς το νόμο».[21] Ο Κing κατέληξε ότι αυτού του είδους η ανυπακοή εκφράζει σεβασμό προς το νόμο, αποτελεί ίσως το πιο κρίσιμο στοιχείο για την δικαιολόγηση της. Για αυτόν η πολιτική ανυπακοή ήταν «ανοιχτή παραβίαση του νόµου που διακρίνεται από αγάπη και διάθεση αποδοχής της τιµωρίας».[22]
Σε αυτά τα στοιχεία στηρίζεται και η θέση του Rawls περί πολιτικής ανυπακοής, η οποία αποτελεί μια δημόσια, μη βίαιη, ενσυνείδητη πολιτική πράξη αντίθετη στο νόμο, που γίνεται συνήθως με σκοπό να επιφέρει αλλαγή στον νόμο ή στις επιλογές της κυβερνήσεως.[23] Η παραβίαση συνιστά έκκληση προς τη συνείδηση της πλειοψηφίας να αναθεωρήσει τις απόψεις της και για το λόγο αυτό γίνεται πολιτισμένα και δημόσια, χωρίς βία, αφού σκοπό έχει να πείσει για την ειλικρίνεια, την ένταση και την ακεραιότητα των προθέσεων της πράξεως. Ο πολιτικά ανυπάκουος αποδέχεται την ενδεχόμενη κύρωση, η οποία φανερώνει ένα γενικότερο σεβασμό προς την έννομη τάξη, αφού της αναγνωρίζει το δικαίωμα να επιβάλλει κυρώσεις.[24] Για τον Rawls, o όρος δηλώνει τη µη βίαιη εκδήλωση αντιθέσεως στην υπακοή νόµων και διατάξεων της πολιτικής εξουσίας από µέρους των πολιτών µε σκοπό την αλλαγή τους. [25]
Σημειώνεται ότι μεγάλες κατακτήσεις της Ιστορίας μας, όπως είναι η γυναικεία ψήφος, τα πολιτικά δικαιώµατα των µειονοτήτων στις ΗΠΑ, το τέλος της αποικιοκρατίας στην Ινδία, η παύση του πολέµου στο Βιετνάµ, οι «βελούδινες επαναστάσεις» του 1989-90, καθώς επίσης και τα κινήµατα που το 2011 σάρωσαν τις αφρικανικές ακτές τις Μεσογείου, είναι απότοκες πολιτικής ανυπακοής.[26]
Υπό αυτό το πρίσμα, ανακύπτει το ερώτημα, εάν κάποιος έχει το δικαίωμα να μη φοράει μάσκα και να παροτρύνει τον κόσμο προς τούτο. Την απάντηση θα μπορούσε να μας δώσει ο Kant. Κατά τον Κant, σε μία δημοκρατική κοινωνία η έννομη τάξη αποτελεί αξία καθεαυτήν. «Δεν μπορεί να υπάρξει δικαιολογημένη αντίσταση από την πλευρά του λαού προς τη νομοθετική αρχή του κράτους. Ένα κράτος δικαίου είναι δυνατό μόνον διά της υποταγής στην καθολική νομοθετική βούλησή του […]. Ο λόγος για τον οποίο αποτελεί καθήκον του λαού να ανέχεται ακόμη και ό,τι φαίνεται ως η πλέον αβάστακτη κατάχρηση της ανώτατης εξουσίας είναι ότι είναι αδύνατον να νοηθεί ποτέ η αντίστασή του στην ανώτατη νομοθετική αρχή ως κάτι διαφορετικό από παρανομία και υπεύθυνο για την ακύρωση όλου του νομικού οικοδομήματος».[27] Είναι προφανώς αντιφατικό, σύμφωνα με τον Kant, να προβλέπει η ίδια η έννομη τάξη τη δυνατότητα αντιστάσεως στις επιταγές της, διότι τότε αυτοαναιρείται ως υπέρτατη αρχή. Ο συλλογισμός αυτός έχει βάση μόνον στην περίπτωση που η έννομη τάξη έχει δημοκρατική νομιμοποίηση.[28] Σε ένα τυραννικό καθεστώς, στο οποίο οι πολίτες αποκλείονται από τη νομοθετική διαδικασία, δεν τίθεται θέμα υποχρεώσεως υπακοής σε μία ετερόνομη έννομη τάξη και ο καθένας έχει δικαίωμα αντιστάσεως, αλλά και εξεγέρσεως.[29] Σε ένα δημοκρατικό, όμως, καθεστώς, μπορεί κάποιος να εκφράζει τη δυσαρέσκειά του, να διατυπώνει με παρρησία τη γνώμη του, αλλά δεν δικαιούται να μην υπακούει, ιδίως όταν ο νόμος αφορά σε ένα θεμελιώδες για τη δημόσια υγεία αγαθό.
Εν τοις πράγμασι, μάλιστα δεν πρόκειται για διαπάλη του φυσικού με το θετό δίκαιο. Η μη τήρηση κανόνων υγιεινής δεν σχετίζεται με το φυσικό δίκαιο. Οι αρνητές της μάσκας δεν συμφωνούν με κάποια νομοθετική διάταξη, η οποία στηρίζεται σε ερευνητικά δεδομένά. Ας μη διαλάθει της προσοχής μας ότι με την ίδια λογική θα μπορούσαν να μη συμφωνούν με τη χρήση της μάσκας από ιατρούς στο χειρουργείο, με τη χρήση γαντιών από τους αρτοποιούς σε περίοδο πανδημίας, με τη χρήση προστατευτικού εξοπλισμού για την είσοδο επισκέπτη σε μονάδα εντατικής θεραπείας κ.ο.κ.. Δεν προβάλλουν ότι η μάσκα συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων. Προβάλλουν μια διαφωνία τους με ένα επιστημονικό πόρισμα. Εν προκειμένω, οι επιστήμονες οφείλουν το πρώτον με τεκμηριωμένα επιχειρήματα να πείσουν με κάθε τρόπο τον κόσμο. Εάν, όμως, κάποιος δεν φοράει μάσκα -χωρίς τη συνδρομή ιατρικού λόγου- δικαιολογημένα υφίσταται τις νόμιμες κυρώσεις απαγορεύσεως εισόδου σε συγκεκριμένο χώρο. Δικαιολογημένα δεν θα γίνει δεκτός ο μαθητής στην τάξη, ο θεατής στον κλειστό κινηματογράφο, ο πολίτης σε μια δημόσια υπηρεσία, σε ένα κατάστημα και πολλώ μάλλον σε ένα νοσοκομείο. Δεν μπορεί να αντιτάξει την επιστημονική του διαφωνία. Περαιτέρω, εάν κάποιος υποκινεί το κοινωνικό σύνολο σε συλλογική απείθεια αναφορικά με τη χρήση της μάσκας, η οποία είναι νομοθετικά θεσμοθετημένη για ορισμένες περιστάσεις, δικαιολογημένα, υφίσταται τις νόμιμες από τον ποινικό κώδικα κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 183 του Νέου Ποινικού Κώδικα.
V. Αντί επιλόγου
Θεμέλιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας είναι το δικαίωμα εκφράσεως γνώμης. Ωστόσο, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ αξιολογικών κρίσεων και πραγματικών περιστατικών. Η διάκριση αυτή είναι πολλές φορές δυσχερής.[30] Συχνά η έκφραση της κρίσεως απαιτεί τον ισχυρισμό ενός αντικειμενικού γεγονότος. Ως εκ τούτου, πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υποθέσεως και ο ιδιαίτερος τόνος των σχολίων. Εάν εκφράζεται μια θέση, η οποία δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη και δύναται να παρασύρει το κοινωνικό σύνολο σε απείθεια που θα οδηγήσει σε επιβάρυνση της δημόσιας υγείας, ιδίως σε περίοδο πανδημίας, αυτή δικαιολογημένα μπορεί να δεχθεί έντονη κριτική, αλλά και υπό συγκεκριμένες περιστάσεις του νόμου να διωχθεί. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να παροράται ότι η όποια μάχη επιχειρημάτων δεν λαμβάνει χώρα εν κενώ αλλά επί μιας πραγματικότητας που, αν αγνοήσουμε, θα βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων.[31] Η προκλητική παραβίαση της χρήσεως μάσκας δεν συνιστά εν τέλει πράξη πολιτικής ανυπακοής, αλλά εκδήλωση αντικοινωνικής αυτονοµίας.[32]
Προκειμένου τα ανωτέρω να καταστούν εύληπτα, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στα εξής:
α) Η θέση «θεωρώ τη χρήση της μάσκας στα σχολεία αναποτελεσματική και τα παιδιά δεν θα συμμορφωθούν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα» συνιστά συνταγματικώς επιτρεπτή έκφραση γνώμης.
β) Η θέση «κρίνω τη χρήση της μάσκας ως αντισυνταγματική» συνιστά και πάλι συνταγματικώς επιτρεπτή έκφραση γνώμης.
γ) Η θέση «Μη στέλνετε τα παιδιά σας με μάσκα στο σχολείο» συνιστά υποκίνηση σε απείθεια σε συγκεκριμένη διάταξη νόμου που -ιδίως στην περίοδο της πανδημίας- ξεφεύγει από τα επιτρεπτά όρια της ελευθερίας του λόγου.
δ) Η μη χρήση μάσκας σε περίοδο πανδημίας, όπου
αυτή είναι νομοθετικά επιβεβλημένη, δεν συνιστά πολιτική ανυπακοή υπό την
έννοια των ανωτέρω αναλυομένων αλλά παράνομη και κυρίως αντικοινωνική
συμπεριφορά.
Υποσημειώσεις:
[2] Bλ. άρθρο 1 υπ’ αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 53452 / 31.8.2020 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ Β΄/ 3630), Μέτρα προστασίας για το σχολικό και εκπαιδευτικό έτος 2020-2021. Τρόπος ασφαλούς λειτουργίας φροντιστηρίων, κέντρων ξένων γλωσσών, φορέων παροχής εκπαίδευσης, κατάρτισης, μαθητείας και πιστοποίησης δεξιοτήτων, ξενόγλωσσων ινστιτούτων εκπαίδευσης και πάσης φύσεως συναφών δομών, δημοσίων και ιδιωτικών.
[3] Η πολιτική ανυπακοή συνίσταται στη δυνατότητα των πολιτών να απειθαρχούν σε επιταγές της πολιτικής εξουσίας, στηριζόµενοι σε πολιτικά επιχειρήµατα µε σκοπό την αλλαγή της νοµοθεσίας, των φορέων είτε της ίδιας της εξουσίας. Ο καθοριστικός παράγοντας που δικαιολογεί αυτή τη στάση είναι η απώλεια νοµιµοποιήσεως της εξουσίας. Βλ. Γιώργο Ν. Πολίτη, Το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2012, σ. 12 επ..
[4] «Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου προκαλεί ή διεγείρει σε απείθεια κατά των νόμων ή των διαταγμάτων ή εναντίον άλλων νόμιμων διαταγών της αρχής, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή με χρηματική ποινή.»
[5] Πηγή: http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&lang=%27..%27&perform=view&id=96709&Itemid=2498&lang=.
[6] Βλ. την επίσημη θέση της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας, διαθέσιμη σε: https://e-child.gr/news/chrisi-maskas-sta-sxoleia/.
[7] Βλ. άρθρο 2 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας).
[8] Βλ. Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Άρθρο 2 ΚΙΔ, σε: Εμμανουήλ Λασκαρίδη (επιμ.), Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ. 15 επ. (19).
[9] Βλ. Φερενίκη Παναγοπούλου, Η πανδημία ως βιοηθική πρόκληση, Το Βήμα, 3.5.2020, διαθέσιμο σε: https://www.tovima.gr/printed_post/h-pandimia-os-vioithiki-proklisi/.
[10] Βλ. https://www.who.int/campaigns/connecting-the-world-to-combat-coronavirus/how-to-report-misinformation-online.
[11] Βλ. Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Η προστασία προσωπικών δεδομένων σε περίοδο πανδημίας, διαθέσιμο σε: https://www.constitutionalism.gr/2020-03-28_panagopoulou-privacy-koronavirus/.
[12] Βλ. άρθρο 2 παρ. 1 ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) και ανάλυσή του από Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Άρθρο 2 ΚΙΔ, σε: Εμμανουήλ Ι. Λασκαρίδη (επιμ.), Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005), Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ. 15 επ. (18).
[13] Βλ. Γεώργιο Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, ανατύπωση 2006, λήμμα «λειτούργημα».
[14] Βλ. Αθανάσιο Τσιρωνά, Άρθρο 36 ΚΙΔ, σε: Εμμανουήλ Ι. Λασκαρίδη (επιμ.), Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005), Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ. 445 επ. (448).
[15] Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών, Ανακοίνωση 24.3.2020, διαθέσιμη σε: https://www.isathens.gr/syndikal/9007-katadiki-apopseon.html.
[16] Bλ. Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Βιοηθικοί προβληματισμοί σε περίοδο πανδημίας, Syntagma Watch, 1.4.2020,
διαθέσιμο σε: https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/afieroma-vioithikoi-provlimatismoi-se-periodo-pandimias/#_ftn10.
[17] Βλ. Σταύρο Τσακυράκη, Πολιτική ανυπακοή, Lifo, 2.12.2012, διαθέσιμο σε: https://www.lifo.gr/team/readersdigest/33981.
[18] Βλ. David-Henry Thoreau, Πολιτική ανυπακοή, μεταφρ. Κωνσταντίνα Παπαπετροπούλου, επιμ. Χαράλαμπος Μαγούλας, Εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2008.
[19] Βλ. John Locke, σε: Peter Laslett, (επιμ.) John Locke, Two Treatises of Government, Cambridge 1997 (1960), 192.
[20] Βλ. John Locke, σε: Peter Laslett, (επιμ.) John Locke, Two Treatises of Government, Cambridge 1997 (1960), 226.
[21] Βλ. Martin Luther King, Letter from Birmingham City Jail, σε: Hugo A. Bedau, (επιμ.) Civil Disobedience in Theory and Practice, New York, 1969, σ. 74.
[22] Βλ. Martin Luther King, Letter from Birmingham City Jail, σε: Hugo A. Bedau, (επιμ.) Civil Disobedience in Theory and Practice, New York, 1969, σ. 78-79.
[23] Βλ. John Rawls, Α Theory of Justice, Cambridge, 1971, σ. 364.
[24] Βλ. John Rawls, Α Theory of Justice, Cambridge, 1971, σ. 364.
[25] Βλ. John Rawls, A Theory of Justice, Cambridge, 1971, σ. 363 επ.
[26] Βλ. Γιώργο Ν. Πολίτη, Το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2012, σ. 15.
[27] Βλ. Immanuel Kant, The Metaphysics οf Morals, σε: Political Writings, Cambridge, 1970, σ. 144.
[28] Βλ. Σταύρο Τσακυράκη, Πολιτική ανυπακοή, Lifo, 2.12.2012, διαθέσιμο σε: https://www.lifo.gr/team/readersdigest/33981.
[29] Βλ. Σταύρο Τσακυράκη, Πολιτική ανυπακοή, Lifo, 2.12.2012, διαθέσιμο σε: https://www.lifo.gr/team/readersdigest/33981.
[30] Βλ. Νίκο Μαρκόπουλο, Άρθρο 14 Σ, σε: Φίλιππο Σπυρόπουλο/Ξενοφώντα Κοντιάδη/Χαράλαμπο Ανθόπουλο/Γιώργο Γεραπετρίτη (επιμ.), Σύνταγμα, Κατ’ άρθρον ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 309 επ. (334).
[31] Βλ. Παναγιώτη Δουδωνή, Παίζουν επικίνδυνα με τις ζωές μας, μην τους αφήνουμε, Protagon, 20.8.2020, διαθέσιμο σε: https://www.protagon.gr/apopseis/paizoun-epikindyna-me-tis-zwes-mas-min-tous-afinoume-44342105059.
[32] Βλ. Γιώργο Ν. Πολίτη, Το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2012, σ. 39.
Ευχαριστίες:
* Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται στον Αναπλ. Καθηγητή Νομικής ΕΚΠΑ Γεώργιο Γιαννόπουλο, τον Αναπλ. Καθηγητή Φιλοσοφίας ΕΚΠΑ Ευάγγελο Πρωτοπαπαδάκη και τον Λέκτορα στο Κολλέγιο Oriel του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Παναγιώτη Δουδωνή για τον πολύ εποικοδομητικό διάλογο μαζί τους.
Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή
Δ.Ν. (Humboldt), M.P.Η. (Harvard), M.Δ.Ε. (Ε.Κ.Π.Α.)
Επίκουρη Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου