Το τελευταίο διάστημα η Ελληνική Πολιτεία (όπως και το σύνολο των κρατών παγκοσμίως) εξαιτίας της πανδημίας Covid-19 του ιού SARS-Cov2 έχει κληθεί να υιοθετήσει δια των συντεταγμένων λειτουργιών της (νομοθετική και εκτελεστική) διάφορες νομικοπολιτικές επιλογές, προκειμένου να διαχειριστεί τις έκτακτες καταστάσεις που αυτή προκάλεσε στη λειτουργία του Κράτους, της οικονομίας και του κοινωνικού συνόλου. Οι επιλογές αυτές συχνά δοκιμάζουν και κλυδωνίζουν θεμελιακά το δόγμα των βασικότερων δικαιϊκών κλάδων, ήτοι του Συνταγματικού, του Διοικητικού και του Ποινικού Δικαίου αφού πολλά από τα κλασικά ερμηνευτικά εργαλεία και βασικές παραδοχές των κλάδων αυτών διαφοροποιούνται ή αλλοιώνονται.
Για τα ζητήματα αυτά απαιτείται ενδελεχής και ολιστική επιστημονική συζήτηση μεταξύ του νομικού κόσμου, εντούτοις, η διαδικτυακή μέχρι τώρα συζήτηση συχνά διεξήχθη σε ένα κλίμα άκρως πολωτικό και διχαστικό με εκατέρωθεν αιτιάσεις και ενίοτε υπό μία τουλάχιστον μονομερή προσέγγιση. Αφορμή για τις σκέψεις που ακολοθούν αποτέλεσε η εκδοθείσα κατ΄εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου εξηκοστού όγδοου παρ. 2 της από 20.03.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (κυρωθείσας με τον Ν. 4683/2020) υπ’ αριθμ. 1029/8/18 απόφαση Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (ΦΕΚ τεύχος Β’ 5046/14.11.2020) με την οποία απαγορεύθηκαν όλες οι συναθροίσεις τεσσάρων ή περισσότερων ατόμων ανά την Επικράτεια για το διάστημα από 15.11.2020 ώρα 06.00 π.μ. ως 18.11.2020 ώρα 09.00 μ.μ. με πρόβλεψη υψηλών διοικητικών προστίμων στους διοργανωτές και συμμετέχοντες σε όποια συνάθροιση κατά τις ημέρες αυτές.
Ήδη προκλήθηκαν αντιδράσεις σε επίπεδο δημοσίου διαλόγου μεταξύ του νομικού κόσμου (δικαστικών λειτουργών, δικηγόρων, ακαδημαϊκών) ως προς τη συνταγματικότητα ή μη της εν λόγω ρύθμισης.
Με το παρόν κείμενο θα επιχειρηθεί από τον γράφοντα μια κατά το δυνατόν ψύχραιμη ανάδειξη των επιμέρους πτυχών του ζητήματος, χωρίς φυσικά οι απόψεις να διεκδικούν κάποιου είδους αλάθητο. Έτσι, η τοποθέτηση για το ζήτημα της επιβληθείσας απαγόρευσης των συναθροίσεων απαιτεί κάποιες προερμηνευτικές παρατηρήσεις και παραδοχές:
(1ον). Ουδείς εχέφρων νους ασχέτως ειδικότητας ή σχέσης του με την ιατρική πραγματικότητα μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη της πανδημίας από τον ιό SARS-COV 2, των σοβαρών επιπλοκών που αυτή προκαλεί και της θνητότητάς της με ιδιαίτερη έμφαση στα άτομα μεγαλύτερων ηλικιακών ομάδων ή/και πασχόντων από προϋπάρχουσες παθήσεις-νοσήματα.
(2ον). Η κατάσταση αυτή, εν πολλοίς αχαρτογράφητη για την ιατρική κοινότητα, σε συνδυασμό με τις χρόνιες παθογένειες του Εθνικού Συστήματος Υγείας (για τις οποίες κάποια στιγμή πρέπει να διεξαχθεί ένας σοβαρός δημόσιος διάλογος και να αποδοθούν οι αναλογούσες αστικές, ποινικές και πειθαρχικές ευθύνες) δημιουργεί μια έκτακτη συνθήκη και καθιστά αναγκαία την σε σύντομο χρόνο λήψη δραστικών μέτρων τα οποία περιορίζουν λιγότερο ή περισσότερο θεμελιώδεις συνταγματικές ελευθερίες.
(3ον). Το Σύνταγμα, τα θεμελιώδη δικαιώματα που αυτό κατοχυρώνει και οι δικαιοκρατικές εγγυήσεις που περιλαμβάνει έχουν αξία και δέον να τηρούνται όχι μόνο σε συνθήκες κανονικότητας (έχει καταντήσει λέξη του συρμού) αλλά πρωτίστως στις έκτακτες, ανώμαλες, δυσχερείς από κάθε άποψη καταστάσεις για τον δημόσιο βίο. Τούτο αποτελεί κατάκτηση του ευρωπαϊκού και εν γένει δυτικού νομικού πολιτισμού, και δοκιμάζεται πολλαπλά με τις διάφορες πολλαπλές «κρίσεις» (κρίση χρέους, προσφυγική, τρομοκρατία, πανδημία) που βίωσε ο κόσμος, ιδίως η ευρωπαϊκή ήπειρος.
(4ον). Κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων υπάρχει ένα τεκμήριο υπέρ της ελευθερίας και οι όποιοι περιορισμοί ερμηνεύονται συσταλτικά και ποτέ διασταλτικά. Ομοίως συσταλτικά (πρέπει να) ερμηνεύονται και οι έκτακτες καταστάσεις και η συνακόλουθη παρέκκλιση από τα γενικώς ισχύοντα.
(5ον). Οι συνταγματολόγοι και συνταγματολογούντες νομικοί (τουλάχιστον αρκετοί εξ αυτών) συχνά διολισθαίνουν στο ατόπημα να συγχέουν το νομικό-συνταγματικό επιχείρημα με την πολιτική προσέγγιση επί των πραγμάτων. Και αν ως ένα βαθμό η όχι εντός πολιτικού κενού προσέγγιση των νομικών ζητημάτων είναι αναπόφευκτη, καθώς όπως έλεγαν οι μεγάλοι δάσκαλοι Μάνεσης και Τσάτσος το Συνταγματικό Δίκαιο είναι ο κατ εξοχήν δικαιϊκός κλάδος που συμπορεύεται με την πολιτική ή που βρίσκεται στο μεταίχμιο Δικαίου και πολιτικής, είναι ανεπίτρεπτο και αντιδεοντολογικό να επενδύεται η πολιτική τοποθέτηση επί των ζητημάτων με τον μανδύα του συνταγματικού επιχειρήματος. Ακόμη δε χειρότερη είναι η περίπτωση κάποιων που η κομματική στράτευσή τους ή οποιοδήποτε αλλότριο κίνητρο αντιστρέφει τον νομικό συλλογισμό, ώστε το συμπέρασμα για τη συνταγματικότητα ή μη ενός μέτρου να είναι προειλημμένο και να αναζητούνται τα επιχειρήματα να το στηρίξουν. Την αναγκαιότητα διάκρισης μεταξύ της πολιτικής προσέγγισης προσωπικά είχα επισημάνει αρκετά νωρίς με σημαντικότερη ίσως την περίπτωση του Μνημονίου, όπου τότε «χτίστηκαν καριέρες» πάνω στο δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο, μεγάλο μέρος της συνταγματικής θεωρίας είχε κάνει λόγο για αλλοίωση της κυριαρχίας της Ελλάδας, κατάλυση του Συντάγματος, κοκ[1]. Ομοίως το είχα επισημάνει και το έτος 2019 με αφορμή την επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο λίγες ημέρες πριν τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών[2].
(6ον). Οι διάφοροι παράγοντες του νομικού κόσμου σε συνάρτηση με τα ανωτέρω συχνά όχι μόνο δεν διακρίνουν το «νομικό» από το «πολιτικό» αλλά το εν λόγω «πολιτικό» εμπλουτίζεται με το «συντεχνιακό» ή το «οικονομικό». Φυσικά όμως τα τελευταία ουδέποτε κατονομάζονται ως κίνητρο των όποιων τοποθετήσεων και θέσεων του δημοσίου λόγου, ο οποίος πάντοτε επενδύεται με το κράτος δικαίου, το Σύνταγμα, την Δικαιοσύνη. Αποτέλεσμα αυτού είναι οι συχνά εύστοχες τοποθετήσεις να μην είναι ανυπόκριτες και ο εκφραζόμενος δημόσιος λόγος να είναι πολωτικός και διχαστικός.
(7ον). Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία της Ελλάδας των πολλαπλών και πολυετών κρίσεων, δεν φημίζεται για την εμβρίθεια, την κριτική αξιολόγηση των γεγονότων, τη διάθεση για ειλικρινή διάλογο. Σε αυτό συμβάλλουν οπωσδήποτε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αφενός προσφέρουν βήμα στον οποιονδήποτε για το οτιδήποτε χωρίς λογοδοσία και αφετέρου είναι δυνατή η αναπαραγωγή πληροφοριών σε ανύποπτο χρόνο χωρίς αξιολόγηση της βασιμότητάς τους (ο ορισμός του «viral» δηλαδή του ιώδους – οποία ειρωνεία σε εποχή πανδημίας ιού!). Έτσι, βλέπει κανείς έναν διχασμό σε υπεύθυνους και ανεύθυνους, σε πατριώτες και προδότες, σε μορφωμένους και ψεκασμένους και γενικότερα σε αυτό που συμπυκνώνεται στο «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας». Σε αυτή την κινούμενη άμμο εγκλωβίζεται συχνά και ο νομικός κόσμος και συμβαίνει η ανωτέρω υπό (6)παρατήρηση.
Κατά συνέπεια επί τη βάσει των παραδοχών αυτών, αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα λεκτέα είναι τα ακόλουθα:
(I). Το δικαίωμα συνάθροισης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος αποτελεί ένα από τα παλαιότερα δικαιώματα του συνταγματισμού αφού απαντάται ήδη στο Σύνταγμα του 1864 κατά το πρότυπο του βελγικού Συντάγματος του 1831 και έκτοτε επαναλήφθηκε σε όλα τα προϊσχύσαντα Συντάγματα (1911, 1927, 1952). Αντίστοιχη διάταξη απαντάται τόσο σε όλα τα ευρωπαϊκά Συντάγματα όσο και στα άρθρα 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 12 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Εξυπακούεται ότι προϋπόθεση για τη συνταγματική προστασία του δικαιώματος αυτού είναι η συνάθροιση να γίνεται ήσυχα και χωρίς όπλα, όπου ως ησυχία νοείται η μη πρόκληση σοβαρής βλάβης σε προσωπικά ή περιουσιακά δικαιώματα άλλων πολιτών ιδίως μέσω της τέλεσης αξιόποινων πράξεων (πρόκληση υλικών φθορών, τραυματισμών διαφωνούντων, κοκ). προσφάτως θεσπίστηκε ο εκτελεστικός Ν. 4703/2020 ο οποίος επιχειρεί να οριοθετήσει το πλαίσιο άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος. Το εν λόγω δικαίωμα δε μπορεί επ’ ουδενί να εξαρτηθεί από λήψη προηγούμενης διοικητικής άδειας από την αστυνομική ή άλλη διοικητική αρχή. Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό τελεί υπό την επιφύλαξη της διοίκησης αφού η ίδια η διάταξη προβλέπει ότι η οικεία αστυνομική αρχή, η οποία μπορεί να απαγορεύσει μια υπαίθρια συνάθροιση είτε αν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια και ειδικά σε ορισμένη περιοχή αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής[3]. Είναι συζητήσιμο αν στην έννοια της δημόσιας ασφάλειας εμπίπτει και η προστασία της δημόσιας υγείας, με μάλλον ορθότερη τη γνώμη ότι εμπίπτει λόγω των διαστάσεων που έχει λάβει η πανδημία. Σε κάθε περίπτωση η αρμοδιότητα της αστυνομικής αρχής αφορά συγκεκριμένη πάντοτε συνάθροιση που διεξάγεται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
(II). Η περίφημη ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 Συντ. η οποία ορίζει ότι στην απαγόρευση λήψης ατομικών διοικητικών μέτρων δεν περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων η λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας των ασθενών και η οποία αποτέλεσε περίπου την προμετωπίδα όλων των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και των κανονιστικών πράξεων από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και εντελώς εσφαλμένα γίνεται επίκλησή της στην εν λόγω απόφαση του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ: Πρώτον διότι κατά ρητή συνταγματική διατύπωση εφαρμόζεται μόνο στα ατομικά διοικητικά μέτρα (όπως λ.χ. η θέση σε καραντίνα όσων διαγνώστηκαν θετικοί στον ιό ή εισέρχονται στην Επικράτεια από το εξωτερικό ή πάσχουν από ψυχασθένεια οπότε διατάσσεται ο ακούσιος εγκλεισμός τους) και όχι στον γενικευμένο περιορισμό κυκλοφορίας όλων των πολιτών της Χώρας (τυχόν δε συλλογισμός σύμφωνα με τον οποίο νοείται ότι καταλαμβάνει τις ατομικές διοικητικές πράξεις που θα εκδοθούν κατ’ εφαρμογή των ΠΝΠ ή των κανονιστικών πράξεων πάσχει από πρόδηλο λογικό άλμα). Δεύτερον, διότι σε κάθε περίπτωση δεν είναι νοητή η «μεταφορά» της στο περιεχόμενο ενός άλλο συνταγματικού δικαιώματος όπως αυτό του άρθρου 4.
(III). Η συγκεκριμένη απόφαση του Αρχηγού της ΕΛΑΣ έκανε χρήση της εξουσιοδότησης του άρθρου εξηκοστού όγδοου παρ. 2 της από 20.03.2020 ΠΝΠ, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 4683/2020. Η επιλογή του χρονικού πλαισίου απαγόρευσης (15.11 με 18.11.2020) προφανώς αποσκοπεί στις συναθροίσεις για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Σε περιπτώσεις όπου μια κανονιστική πράξη κάνει χρήση επακριβώς της εξουσιοδότησης, το βάρος μετατοπίζεται στην εξουσιοδοτική διάταξη νόμου και για το κατά πόσο αυτή συμφωνεί ή παραβιάζει το Σύνταγμα. Εξάλλου, όταν υπάρχουν ερμηνευτικές αμφιβολίες γίνεται σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου και ποτέ το αντίθετο. Το κρίσιμο λοιπόν άρθρο 11 Συντ. δεν φαίνεται να καταλείπει περιθώριο για γενικευμένη σε όλη την επικράτεια απαγόρευση συναθροίσεων. Η εναρμονισμένη με το Σύνταγμα απόφαση θα επέβαλε να εκδοθούν αποφάσεις της ΕΛ.ΑΣ. (από τον Αρχηγό ή τους κατά τόπους Αστυνομικούς Διευθυντές) και με ειδική αιτιολογία ως προς την αναγκαιότητα της απαγόρευσης, ήτοι είτε με ρητή αναφορά στην εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Δημόσιας Υγείας είτε με συνδημοσίευση της τελευταίας. Τούτο διότι καίτοι γενικώς οι κανονιστικές πράξεις δεν έχουν ανάγκη αιτιολογίας, ειδικώς μπορεί να απαιτείται τέτοια αιτιολογία όταν αυτό αναφέρεται ρητά στο νόμο ή όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις που καθορίζει η εξουσιοδοτική διάταξη[4]. Εν προκειμένω η αιτιολογία απαιτείται από την ίδια τη συνταγματική διάταξη.
(IV). Υπό αυτή την έννοια σε σωστή κατεύθυνση ως προς το περιεχόμενό τους κινούνται τόσο η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων[5] όσο και η ανακοίνωση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων[6] ). Πλην όμως, σε ό,τι αφορά την τελευταία με θλίψη διαπιστώνει κανείς τη συνέχιση μια ρεβανσιστικής αντίληψης με τα συνδικαλιστικά όργανα των δικαστών, σε ένα ακήρυχτο bras-de-fer ως προς το ποιος επιτελεί . Σε ό,τι δε αφορά την ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (που αποτελεί και την παλαιότερη και μεγαλύτερη αριθμητικά δικαστική ένωση) θα έλεγε κανείς ότι ενήργησε ως μη όφειλε. Προς αποφυγή παρερμηνειών διευκρινίζονται τα ακόλουθα: οι δικαστικές ενώσεις και η συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών σε αυτές έχουν συνταγματική κατοχύρωση στο άρθρο 89 παρ. 5 ως επιτρεπόμενη συνδικαλιστική δράση που έχει και ως ευρύτερο στόχο την προάσπιση και ανάδειξη θεμάτων της Δικαιοσύνη εν γένει[7]. Όμοιας υφής δικαίωμα – αρμοδιότητα διαθέτουν εξάλλου και οι Δικηγορικού Σύλλογοι[8]. Σε καμία περίπτωση όμως η καταστατική και εκ του νόμου αρμοδιότητά της δεν φθάνει στο σημείο να απαιτεί «την άμεση ανάκληση» μιας (κατά τα άλλα προβληματικής κατά την ανωτέρω σκέψη) κανονιστικής πράξης. Μια τέτοια κρίση δικαιούται να κάνει κυριαρχικά μόνο ο φυσικός δικαστής δηλαδή ο κάθε δικαστικός λειτουργός που θα κληθεί να δικάσει μια διαφορά που θα ανακύψει από την εφαρμογή της ή έστω η διοικητική ολομέλεια εκάστου δικαστηρίου κατά μείζονα λόγο του Αρείου Πάγου[9]. Ένα συνδικαλιστικό δικαστικό όργανο δεν δικαιούται να απαιτεί κατ’ αυτόν τον τρόπο από τις άλλες συντεταγμένες κρατικές λειτουργίες προκαταλαμβάνοντας την κρίση των δικαστών – μελών του όταν κληθούν να δικάσουν μια σχετική διαφορά. Ας μη λησμονηθεί ότι η ίδια η εν λόγω δικαστική Ένωση εμφανίζεται ανακόλουθη με τις θέσεις της προ μιας εβδομάδας αναφορικά με τη λειτουργία των δικαστηρίων…
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ:
Η κοινωνική πραγματικότητα και η ιατρική αναγκαιότητα είναι τέτοια που σίγουρα δεν επιτρέπουν τον εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου (όπως και άλλων εθνικών ή θρησκευτικών επετείων φέτος) τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, χωρίς αυτό να είναι σε θέση να απομειώσει την ιστορική σημασία τους ή την ανάγκη μιας διαφορετικής εκδήλωσης τιμής.
Αυτό όμως δεν επιτρέπει επ’ ουδενί εκπτώσεις ως προς τις συνταγματικές
εγγυήσεις ρύθμισης και απόλαυσης ενός θεμελιώδους δικαιώματος. Εξάλλου, δεν
παύουν να ισχύουν έως τις 30/11/2020 οι γενικοί περιορισμοί κυκλοφορίας. Τέλος,
είναι επιβεβλημένο ο νομικός κόσμος ιδίως στον δημόσιο λόγο του να αφήσει κατά
μέρος της πάσης φύσεως σκοπιμότητες και να συμμετάσχει σε έναν ανυπόκριτο
διάλογο προς όφελος της δικαιοσύνης, της υγείας, των ίδιων των πολιτών εν γένει…
Υποσημειώσεις
[1] Βλ. Γ. Γεωργόπουλο, Τα Μνημόνια της Ελλάδας: από την εξυπηρέτηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με τις ‘‘ευλογίες’’ του Συντάγματος στην υπέρβαση(;) των συνταγματικών και ενωσιακών ορίων, Δεκ 2012, δημοσιευμένη στη βάση της κεντρικής βιβλιοθήκης του ΑΠΘ https://ikee.lib.auth.gr/record/131846/?ln=el
[2] Βλ. Γ. Γεωργόπουλο, Μέχρι πού φτάνει η συνταγματική νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης για καίριες θεσμικές επιλογές;, δημοσιευμένο στο syntagmawatc.gr 03.06.2019, https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/mechri-pou-fthanei-i-syntagmatiki-nomimopoiisi-mias-kyvernisis-gia-kairies-thesmikes-epiloges/
[3] Βλ. ενδεικτικά Κ. Χ. Χρυσόγονο (-Σπ. Βλαχόπουλο), Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, (4η αναθεωρημένη έκδοση), εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2017, σ 511 επ. // Σπ. Βλαχόπουλο, ( Α. Δερβιτσιώτη) Θεμελιώδη Δικαιώματα (συλλογικός τόμος), εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017, σ. 433 επ.
[4] Βλ. Επ. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου τόμος Ι, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 14η έκδοση, Αθήνα 2014, σ. 175.
[5] Βλ. το κείμενο της ανακοίνωσης, δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα της Ένωσης https://ende.gr/%cf%83%cf%85%ce%bd%cf%84%ce%b1%ce%b3%ce%bc%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b3%ce%bf%cf%81%ce%b5%cf%85%cf%83%ce%b7-%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b1%ce%b8%cf%81%ce%bf%ce%b9%cf%83%ce%b5%cf%89/ (ανακτήθηκε 15.11.2020)
[6] Βλ. το κείμενο της ανακοίνωσης, δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του ΔΣΑ https://www.dsa.gr/%CE%BD%CE%AD%CE%B1/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%86%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AE%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%AD%CE%B4%CF%81%CF%89%CE%BD-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CF%85%CE%BB (ανακτήθηκε 15.11.2020).
[7] Βλ. ενδεικτικά Κ. Σακελλαροπούλου, Η συνταγματική διάσταση των δικαστικών ενώσεων, δημοσιευμένο σε ιστολόγιο ομίλου Αριστόβουλος Μάνεσης www.constitutionalism.gr (καταχώρηση 14.12.2017, ανακτήθηκε 15.11.2020)
[8] Βλ. άρθρο 90 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013, όπως ισχύει).
[9] Βλ. άρθρο 14 παρ. 6 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988, όπως ισχύει)Γεώργιος Γεωργόπουλος
Γεώργιος Ν. Γεωργόπουλος
Δικαστικός Πληρεξούσιος Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
Υπ. Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ