Η εφαρμογή της περιβαλλοντικής ευθύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα αποτελεί μία από τις πλέον κρίσιμες νομικές προκλήσεις στη σύγχρονη περιβαλλοντική διακυβέρνηση. Ο βασικός νομοθετικός άξονας που διέπει την ευθύνη για περιβαλλοντική ζημία είναι η Οδηγία 2004/35/ΕΚ για την περιβαλλοντική ευθύνη (Environmental Liability Directive – ELD), η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Προεδρικό Διάταγμα 148/2009. Η οδηγία θεσπίζει το πλαίσιο για την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας στη βάση της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», εισάγοντας υποχρεώσεις για τους οικονομικούς φορείς που προκαλούν σοβαρές βλάβες στη βιοποικιλότητα, στα ύδατα και στο έδαφος. Παρόλα αυτά, η πρακτική εφαρμογή της έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα προβληματική, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και στην Ελλάδα, λόγω των δυσκολιών στην απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας, των περιορισμών στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη και των ανεπαρκών μηχανισμών χρηματοδότησης της αποκατάστασης της ζημίας.
Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που ανακύπτουν στην εφαρμογή της περιβαλλοντικής ευθύνης είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικής πρόληψης και αποκατάστασης των περιβαλλοντικών βλαβών. Παρότι η Οδηγία 2004/35/ΕΚ θεμελιώνει την αρχή ότι οι φορείς εκμετάλλευσης φέρουν την ευθύνη για την αποκατάσταση, η διαδικασία ενεργοποίησης της ευθύνης τους συχνά προσκρούει σε ζητήματα ερμηνείας και απόδειξης της σχέσης αιτίου-αιτιατού. Οι απαιτήσεις για την τεκμηρίωση της ευθύνης του ρυπαίνοντος, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις διάχυτης ρύπανσης ή σύνθετων οικολογικών επιπτώσεων, καθιστούν δύσκολη την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας, γεγονός που οδηγεί σε περιορισμένη χρήση του πλαισίου της περιβαλλοντικής ευθύνης σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, η έλλειψη εναρμόνισης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ ως προς την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας δημιουργεί ένα άνισο νομικό πεδίο, όπου σε ορισμένες χώρες η περιβαλλοντική ευθύνη ενεργοποιείται αυστηρά, ενώ σε άλλες εφαρμόζεται επιλεκτικά ή περιορισμένα.
Στην Ελλάδα, η εφαρμογή του πλαισίου περιβαλλοντικής ευθύνης έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα δυσχερής λόγω διοικητικών και θεσμικών αδυναμιών. Η έλλειψη εξειδικευμένων ελεγκτικών μηχανισμών, η αργοπορία στη λήψη διοικητικών μέτρων και οι δυσκολίες στην επιβολή χρηματικών κυρώσεων έχουν ως αποτέλεσμα τη χαμηλή αποτελεσματικότητα του συστήματος. Παρότι το ελληνικό δίκαιο προβλέπει αυστηρές κυρώσεις για την περιβαλλοντική ζημία, στην πράξη οι περισσότερες περιπτώσεις δεν καταλήγουν σε ουσιαστική αποκατάσταση, είτε λόγω νομικών κενών είτε λόγω αδυναμίας εντοπισμού των υπευθύνων. Επιπλέον, η απουσία ενός υποχρεωτικού συστήματος χρηματοοικονομικών εγγυήσεων για την κάλυψη της περιβαλλοντικής ζημίας οδηγεί συχνά στη μετακύλιση του κόστους αποκατάστασης στο δημόσιο, υπονομεύοντας την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και επιβαρύνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό.
Μια ακόμη σημαντική νομική πρόκληση αφορά την πρόσβαση των πολιτών και των περιβαλλοντικών οργανώσεων στη δικαιοσύνη για την επιβολή της περιβαλλοντικής ευθύνης. Η Σύμβαση του Aarhus, την οποία έχει κυρώσει η ΕΕ και η Ελλάδα, εγγυάται το δικαίωμα των πολιτών να έχουν πρόσβαση σε ένδικα μέσα για περιβαλλοντικά ζητήματα. Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή αυτού του δικαιώματος παραμένει προβληματική, καθώς συχνά οι φορείς εκμετάλλευσης χρησιμοποιούν νομικά τεχνάσματα για να καθυστερήσουν ή να αποφύγουν την ανάληψη ευθύνης. Οι διοικητικές διαδικασίες είναι συχνά χρονοβόρες και πολύπλοκες, ενώ οι περιβαλλοντικές οργανώσεις συναντούν εμπόδια στην αναγνώριση του έννομου συμφέροντός τους. Αυτό δημιουργεί ένα θεσμικό κενό, όπου η περιβαλλοντική ευθύνη παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεφάρμοστη ή αναποτελεσματική, περιορίζοντας τη δυνατότητα των πολιτών να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στην επιβολή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.
Η αντιμετώπιση αυτών των νομικών προκλήσεων απαιτεί μια συνδυασμένη στρατηγική ενίσχυσης του νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου. Σε επίπεδο ΕΕ, έχουν γίνει προτάσεις για την αναθεώρηση της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ, με σκοπό τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της και την εισαγωγή αυστηρότερων ρυθμίσεων για τη χρηματοδότηση της αποκατάστασης. Η ενσωμάτωση ενός υποχρεωτικού συστήματος χρηματοοικονομικών εγγυήσεων, όπως περιβαλλοντικές ασφαλίσεις και ταμεία αποκατάστασης, θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι οι φορείς εκμετάλλευσης θα φέρουν το πραγματικό κόστος των ζημιών που προκαλούν. Στην Ελλάδα, η αποτελεσματική εφαρμογή της περιβαλλοντικής ευθύνης προϋποθέτει την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών, την επιτάχυνση των διοικητικών διαδικασιών και τη διευκόλυνση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για πολίτες και περιβαλλοντικές οργανώσεις. Η υιοθέτηση αυστηρότερων νομικών προδιαγραφών, σε συνδυασμό με τη δημιουργία ενός συνεκτικού μηχανισμού αποκατάστασης, αποτελεί προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία της περιβαλλοντικής ευθύνης ως εργαλείου πρόληψης και αποκατάστασης περιβαλλοντικών ζημιών.
Η ανάγκη για μια πιο αποτελεσματική εφαρμογή της περιβαλλοντικής ευθύνης καθίσταται επιτακτική ενόψει των αυξανόμενων περιβαλλοντικών προκλήσεων, όπως η κλιματική αλλαγή, η βιομηχανική ρύπανση και η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων. Η έλλειψη αυστηρών μηχανισμών επιβολής επιτρέπει συχνά στους ρυπαίνοντες να αποφεύγουν την ανάληψη ευθύνης, είτε λόγω ανεπαρκών ελέγχων είτε λόγω της χρονοβόρας φύσης των δικαστικών διαδικασιών. Σε πολλές περιπτώσεις, η επιβολή κυρώσεων έρχεται καθυστερημένα, όταν η περιβαλλοντική ζημία έχει ήδη καταστεί μη αναστρέψιμη, γεγονός που υπονομεύει τον προληπτικό χαρακτήρα της περιβαλλοντικής ευθύνης. Επιπλέον, η απουσία συγκεκριμένων ποσοτικών στόχων και μεθόδων αποκατάστασης δημιουργεί ένα ασαφές νομικό πλαίσιο, το οποίο καθιστά δύσκολη την εφαρμογή της νομοθεσίας και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς της.
Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα είναι η διασυνοριακή διάσταση της περιβαλλοντικής ευθύνης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που περιβαλλοντικές βλάβες επηρεάζουν πολλαπλά κράτη ή περιοχές πέρα από τη δικαιοδοσία του ρυπαίνοντος. Η έλλειψη ενιαίων διαδικασιών αντιμετώπισης τέτοιων περιπτώσεων καθιστά δύσκολη την αποκατάσταση της ζημίας και την κατανομή των ευθυνών, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά κράτη μέλη της ΕΕ. Παρότι το ευρωπαϊκό δίκαιο παρέχει ένα βασικό νομικό πλαίσιο, δεν υπάρχει ακόμα ένας μηχανισμός που να διασφαλίζει την αυτόματη αναγνώριση και εφαρμογή αποφάσεων σχετικών με την περιβαλλοντική ευθύνη σε ολόκληρη την ΕΕ. Αυτό δημιουργεί περιπτώσεις όπου η αποκατάσταση μιας διασυνοριακής περιβαλλοντικής ζημίας καθυστερεί ή δεν εφαρμόζεται καθόλου, αφήνοντας το βάρος στις τοπικές αρχές ή στα κράτη υποδοχής της ρύπανσης.
Η ενίσχυση της περιβαλλοντικής ευθύνης απαιτεί μια πολυεπίπεδη προσέγγιση, που να περιλαμβάνει όχι μόνο αυστηρότερη νομοθεσία αλλά και βελτίωση της διοικητικής και δικαστικής εφαρμογής της. Η χρήση νέων τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η δορυφορική παρακολούθηση, μπορεί να βελτιώσει την ανίχνευση περιβαλλοντικών παραβάσεων και να διευκολύνει την απόδοση ευθυνών στους ρυπαίνοντες. Παράλληλα, η ανάπτυξη ενός ενισχυμένου συστήματος περιβαλλοντικών εγγυήσεων, όπου οι επιχειρήσεις θα υποχρεούνται να διαθέτουν χρηματοδοτικά αποθέματα για την αποκατάσταση πιθανών ζημιών, θα μπορούσε να μειώσει το οικονομικό βάρος στις κρατικές αρχές και να διασφαλίσει την εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει». Η περιβαλλοντική ευθύνη, εφόσον εφαρμοστεί αποτελεσματικά, μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο πρόληψης και αποκατάστασης, συμβάλλοντας στην προστασία του περιβάλλοντος και στη διαμόρφωση μιας πιο υπεύθυνης και βιώσιμης οικονομίας στην Ευρώπη και την Ελλάδα.
Παναγιώτης Γαλάνης
Δικηγόρος Περιβαλλοντικού – Πολεοδομικού Δικαίου, Μεταδιδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ