Η Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί φιλελεύθερη χώρα με βάση τη βελτίωση των δικαιωμάτων της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+ τα τελευταία χρόνια;
Η Ελλάδα είναι μία φιλελεύθερη χώρα, αν συγκριθεί με όλες τις άλλες του κόσμου. Εξάλλου, το Σύνταγμά μας είναι δημοκρατικό και φιλελεύθερο, εφόσον κατοχυρώνει την αυτοδιάθεση, συλλογική (δημοκρατία) και προσωπική (φιλελευθερισμός). Τα σύγχρονα ευρωπαϊκά Συντάγματα κάνουν αυτό ακριβώς να συναρθρώνουν και να εναρμονίζουν την πλειοψηφική αρχή, δηλαδή τη βούληση των πολλών, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από εκλογές, πολιτικά κόμματα, καθολικό εκλογικό δικαίωμα, δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης, ελευθεροτυπία και άλλα πολιτικά δικαιώματα με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την προστασία βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων. Δηλαδή τη δημοκρατική, φιλελεύθερη και κοινωνική αρχή.
Η Ελλάδα έχει κάνει, στους δύο περίπου αιώνες της ζωής της πολλά βήμα, αλλά οι αρχές αυτές επιδέχονται πάντοτε βελτίωσης, με βάση τόσο τα υλικά δεδομένα (οικονομία, τεχνολογική εξέλιξη κλπ.) όσο και την εξέλιξη στις αντιλήψεις. Συγκρινόμενη πάντως με τις υπόλοιπες δυτικές δημοκρατίες, η Ελλάδα παρουσιάζει ελλείμματα φιλελευθερισμού, κυρίως λόγω ενός ιστορικά διαμορφωμένου κοινοτισμού, δηλαδή της αντίληψης ότι η «κοινότητα» (το έθνος, ο λαός, η κοινωνία, ή ακόμη και η θρησκευτική κοινότητα) προηγείται του ενός (του ατόμου ή του πολίτη).
Η Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), ήδη από το 2004, είχε επισημάνει ελλείμματα στην προστασία των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων. «Απόφαση-γνωµάτευση της ολομέλειας της ΕΕ∆Α για ζητήματα σχετικά µε τις διακρίσεις σε βάρος σεξουαλικών µμειονοτήτων στην Ελλάδα (µετά από αίτηµα της ∆Α) και την επέκταση του πολιτικού γάµου σε ζευγάρια του ιδίου φύλου (µετά από αίτηµα της ΟΛΚΕ)» (ΕΕ∆Α, Ετήσια Έκθεση 2004, σελ. 183).
Βελτίωση στην προστασία των δικαιωμάτων
Στο πλαίσιο αυτό, η προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε κάθε είδους μειονότητες – και άρα ο δείκτης φιλελευθερισμού – έχει βελτιωθεί αισθητά την τελευταία 30ετία. Βασικός μοχλός εδώ είναι και η συμμετοχή της Ελλάδας σε διεθνείς και υπερεθνικούς σχηματισμούς, και συγκεκριμένα στο Συμβούλιο της Ευρώπης (με σημαντικότερο όργανο το Ευρωπαϊκό Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – ΕΔΔΑ – στο Στρασβούργο) και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (αντίστοιχα), μαζί με χώρες που σε πολλές περιπτώσεις έχουν να επιδείξουν ένα ανώτερο επίπεδο φιλελευθερισμού, δηλαδή προστασίας των δικαιωμάτων ενός εκάστου.
Έτσι, πολλά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια προς την κατεύθυνση της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των ατόμων ΛΟΑΤΚΙ+ προέρχονται από το ΕΔΔΑ (βλ. τις σχετικές με την Ελλάδα υποθέσεις) και από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[1] Αξίζει να σημειώσουμε ότι ενώ οι διακρίσεις σε βάρος προσώπων τρανς θεωρήθηκε ότι εμπίπτουν στις έμφυλες διακρίσεις,[2] το ίδιο δεν έγινε δεκτό νομολογιακά για τις διακρίσεις σε βάρος ομοφυλόφιλων ατόμων.
Δικαιώματα στο χώρο εργασίας
Ως προς τα δικαιώματα ενός ομοφυλόφιλου προσώπου στο πεδίο της εργασίας μεγάλης σημασίας είναι η κοινοτική / ενωσιακή νομοθεσία για την απαγόρευση αρνητικής διακριτικής μεταχείρισης (Οδηγία 2000/78[3]). Η Οδηγία 2000/78, μαζί με την δίδυμή της 2000/43/ΕΚ, μεταφέρθηκε καταρχάς στην ελληνική έννομη τάξη με τον νόμο 3304/2005 σχεδόν κατά λέξη.
Με τον νόμο 4443/2016 (μέρος Α΄, άρθρα 1-24) ο νόμος 3304/2005 καταργήθηκε και επήλθαν αφενός νομοτεχνικές βελτιώσεις αφετέρου σημαντικές τροποποιήσεις και προσθήκες στην προστασία της ίσης μεταχείρισης στην Ελλάδα.[4] Με τον νόμο αυτό, που ενσωματώνει στην εθνική έννομη τάξη και την Οδηγία 2014/54/ΕΕ, προστίθενται ως ‘ύποπτα’ κριτήρια δυσμενών διακρίσεων «το χρώμα», «η εθνική καταγωγή», «οι γενεαλογικές καταβολές», «η χρόνια πάθηση», «η οικογενειακή κατάσταση», «η κοινωνική κατάσταση», «η ταυτότητα φύλου» και «τα χαρακτηριστικά φύλου», ενώ ο όρος «sexual orientation» μεταφράζεται πλέον ως «σεξουαλικός» και όχι ως «γενετήσιος προσανατολισμός», όπως γινόταν στον νόμο 3304/2005, με την ορθή σκέψη ότι ο τελευταίος αυτός όρος είναι αναχρονιστικός. Επίσης, τυποποιείται η έννοια των πολλαπλών διακρίσεων.
Το σύμφωνο συμβίωσης
Ως προς την τυποποίηση των οικογενειακών σχέσεων μεταξύ δύο ομοφύλων προσώπων, η εξέλιξη επήλθε βάσει της απόφασης του ΕΔΔΑ (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης) Βαλλιανάτος κλπ. κατά Ελλάδος, (Προσφυγές αρ. 29381/09 και 32684/09), 7.11.2013, δια της οποίας επιβλήθηκε η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια (ακριβώς επειδή είχε ήδη εισαχθεί για ετερόφυλα ζευγάρια με τον νόμο 3719/2008), η οποία και τυποποιήθηκε με τον νόμο 4356/2015 «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις». Δεν έχει πάντως ακόμη κατοχυρωθεί ο (πολιτικός) γάμος μεταξύ ομοφύλων ούτε η αναγνώριση της ομογονεϊκότητας (δηλαδή ένα παιδί να έχει δύο γονείς ίδιου φύλου), όπως έχει γίνει σε άλλες χώρες της (δυτικής) Ευρώπης.
Βήματα για την ίση μεταχείριση των τρανς προσώπων
Σε ό,τι αφορά την ίση μεταχείριση των τρανς προσώπων,[5] σημαντικά βήματα έγιναν καταρχάς τόσο από την ελληνική νομολογία (τα οποία έκαναν σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ ερμηνεία του προγενέστερου νόμου 344/1976 προς την κατεύθυνση της προστασίας των τρανς ατόμων από υπερβολικές, ακόμη και βάναυσες απαιτήσεις για την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου τους) όσο και από το ΕΔΔΑ,[6] και τυποποιήθηκαν και αυτά στον νόμο 4491/2017. Οι αλλαγές αυτές αφορούν κυρίως την εξάλειψη της (άρρητης) προϋπόθεσης χειρουργικής επέμβασης και ψυχιατρικής γνωμάτευσης για την ολοκλήρωση της δικαστικής (πάντως ακόμη) διαδικασίας αναπροσδιορισμού φύλου.
Όλα τα παραπάνω είναι θετικά βήματα που φέρνουν την Ελλάδα πιο
κοντά στο φιλελεύθερο πρότυπο κρατών που σέβονται τους κατοίκους τους
ανεξαρτήτως φύλου (βιολογικού ή κοινωνικού) και ερωτικών προτιμήσεων.
Ταυτόχρονα, βέβαια, παραμένει η ανάγκη τέτοιες θετικές εξελίξεις να προέρχονται
από το αντιπροσωπευτικό σώμα, το Κοινοβούλιο αλλά και να αγκαλιάζονται από την
ίδια την ελληνική κοινωνία, και να προχωρούν πέραν των νομολογιακών κεκτημένων,
με άξονα και σκοπό την εμπέδωση της ίσης ελευθερίας όλων και μίας
συμπεριληπτικής πολιτότητας (ιδιότητας του πολίτη), που αποτελεί προϋπόθεση και
μίας εύρωστης δημοκρατίας.
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. Λίνα Παπαδοπούλου, Σεξουαλικός προσανατολισμός και ταυτότητα φύλου στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη νομολογία του Δικαστηρίου της, σε: Π. Νάσκου-Περράκη / Ν. Γαϊτενίδης / Στ. Κατσούλης (επιμ.), Ευρωπαϊκές Πολιτικές από και προς την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 175-230 (διαθέσιμο εδώ).
[2] Για όλες τις έμφυλες διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων και των διακρίσεων σε βάρος των ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων, βλ. τη μελέτη των Δέσποινας Νάτση και Θωμαής Παπά, Η νομοθετική αντιμετώπιση των έμφυλων διακρίσεων στην Ελλάδα, Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ 2019 (διαθέσιμο εδώ).
[3] Οδηγία 2000/78 /ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16, στο εξής: Οδηγία 2000/78). τέθηκε σε ισχύ στις 2 Δεκεμβρίου 2000.
[4] Βλ. αναλυτικότερα Δ. Γούλας / Στ. Κοφίνης, ‘Ο νέος νόμος 4443/2016 για την απαγόρευση των διακρίσεων: Μία πρώτη ερμηνευτική και κριτική προσέγγιση’, (2016) 75 Eπιθεώρησις Εργατικού Δικαίου, 1303επ.
[5] Βλ. γενικά Μαρίνα Γαλανού, Ταυτότητα και έκφραση φύλου – Ορολογία, διακρίσεις, στερεότυπα και μύθοι, Εκδ. Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών, 2014 (διαθέσιμο εδώ).
[6] Βλ αναλυτικότερα, Λίνα Παπαδοπούλου, Η συνταγματική θεμελίωση του δικαιώματος στην εναρμόνιση ψυχοκοινωνικού και νομικού φύλου, σε: Αναγνώριση ταυτότητας φύλου, Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής Νο 27, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ Σάκκουλα 2017, σελ. 37-58 (διαθέσιμο εδώ).
Λίνα Παπαδοπούλου
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.