Εισαγωγή στο θέμα
Η πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (Bundesverfassungsgericht – BVerfG) της 5ης Μαΐου 2020 που αφορά την απόφαση του Συμβουλίου της ΕΚΤ για την έγκριση του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων (PSPP) γνωστού και ως ποσοτική χαλάρωση (Quantative Easing – QE) θα μείνει σίγουρα ιστορική όχι μόνο για την γερμανική συνταγματική τάξη ούτε μόνο για την ενωσιακή έννομη τάξη ακόμα και ούτε μόνο για τις σχέσεις του ΔΕΕ με τα εθνικά Συνταγματικά και Ανώτατα Δικαστήρια των κρατών μελών αλλά πολύ περισσότερο για την ίδια την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την υπόθεση έχουν εκτεθεί στην παρούσα ιστοσελίδα σε δύο συμβολές[1] και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν στην παρούσα μελέτη, η οποία θα επικεντρωθεί στις προβληματικές έως συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ του BVerfG αφενός και του ΔΕΕ και εν γένει της κοινοτικής/ενωσιακής έννομης τάξης αφετέρου καθώς και τις συνέπειες της απόφασης για το Δίκαιο και την διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η νομολογία του BVerfG για τις σχέσεις του Δικαίου της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με το Γερμανικό Σύνταγμα
Οι σχέσεις του BVerfG με την έννομη τάξη των Κοινοτήτων αρχικά και της Ε.Ε. στην συνέχεια ήταν εξ αρχής γλυκόπικρες και πέρασαν διάφορες φάσεις. Η δε νομολογία του Γερμανικού Δικαστηρίου μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 2000 κυμαινόταν μεταξύ «φιλοευρωπαϊσμού» και «συνταγματικού πατριωτισμού» με δόσεις ενίοτε και «ευρωσκεπτικισμού».
Έχοντας υπάρξει ο γράφων μαθητής επί διδακτορία δύο Καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, Δικαστών-εισηγητών για τις σχέσεις εθνικού Συντάγματος αφενός και Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου αφετέρου του αρμόδιου για τις υποθέσεις αυτές Δευτέρου Τμήματος του BVerfG, των Helmut Steinberger και Paul Kirchhof, Δικαστών με διαφορετικές αντιλήψεις για την σχέση του Γερμανικού Συντάγματος και του Δικαίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και έχοντας συνομιλήσει εκτενώς και με κατά καιρούς διαδόχους τους μπορεί να εκτιμήσει τον ρόλο της προσωπικότητας και των αντιλήψεων του εκάστοτε εισηγητή για τα θέματα αυτά στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων. Το προσωπικό στοιχείο των Εισηγητών Δικαστών που συνέθεταν κατά καιρούς το Δεύτερο Τμήμα του Δικαστηρίου ενισχύθηκε και ως προς τον Πρόεδρο του Τμήματος αυτού τα τελευταία χρόνια που το αξίωμα αυτό κατείχε μέχρι και την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης ο επίσης Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Andreas Voßkhule, Πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο υπήρξε από τα πρώτα μαζί με το αντίστοιχο Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο (Corte Constitutionale) που έθεσαν εν αμφιβόλω την αρχή της υπεροχής του Κοινοτικού Δικαίου έναντι κανόνων του εθνικού Συνταγματικού Δικαίου[2]. Πρώτο πεδίο αμφισβήτησης υπήρξε αυτό της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπου με την πρώτη απόφαση “Solange” το BVerfG αμφισβήτησε την υπεροχή του Κοινοτικού Δικαίου έναντι του εθνικού Συνταγματικού όσον αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που παρέχει ο Θεμελιώδης Νόμος (ΘΝ)[3], θέση που λίγα χρόνια αργότερα αντέστρεψε υπό προϋποθέσεις υπέρ του Κοινοτικού Δικαίου με την δεύτερη απόφαση “Solange”[4].
Εν συνεχεία με την απόφασή του για την συμβατότητα της Συνθήκης του Μάαστριχτ με τον Θεμελιώδη Νόμο οπισθοδρόμησε κάνοντας την ακόλουθη νομική κατασκευή: Επέτρεψε το ένδικο βοήθημα της συνταγματικής προσφυγής κατά του κυρωτικού της Συνθήκης του Μάαστριχτ νόμου μέσω του δικαιώματος του εκλέγειν κατά το άρθρο 38 παρ. 1 ΘΝ ως εξειδίκευση και υποκειμενικοποίηση της δημοκρατικής αρχής του άρθρου 20 παρ. 1 και 2 ΘΝ και έθεσε ως όριο στην μεταβίβαση αρμοδιοτήτων προς την ΕΕ κατά το νέο άρθρο 23 παρ. 1 ΘΝ, που τροποποιήθηκε με συνταγματική αναθεώρηση το 1992, την ρήτρα αιωνιότητας και τον σκληρό πυρήνα του Συντάγματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 79 παρ. 3 ΘΝ και στον οποίο ανήκει και η δημοκρατική αρχή κατά τα άρθρα 38 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 ΘΝ. Με την κατασκευή θεώρησε ότι όταν η μεταβίβαση αυτή αρμοδιοτήτων στην ΕΕ θίγει αυτό τον σκληρό πυρήνα και κυρίως την δημοκρατική αρχή είναι αντισυνταγματική[5].
Με την απόφαση για την κοινοτική οδηγία καθορισμού ενιαίας αγοράς μπανάνας στις χώρες της Ε.Ε.[6] το Συνταγματικό Δικαστήριο επανήλθε στην «φιλοευρωπαϊκή» θέση της απόφασης Solange II για να καταλήξει στην «εθνοκεντρική» νομολογία του για την Συνθήκη της Λισαβόνας αναγορεύοντας εαυτόν σε κριτή του ελέγχου ultra vires των πράξεων των οργάνων της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου και του ΔΕΕ, και της προστασίας της εθνικής ταυτότητας[7].
Η νομολογία αυτή αποτελεί ευθεία αμφισβήτηση της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού Δικαίου ως θεμελιώδη αρχή του τελευταίου και όπως προκύπτει από την νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ και την θεωρία του Ευρωπαϊκού Δικαίου αλλά και υποτίμηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και του μονοπωλίου ερμηνείας του ενωσιακού Δικαίου που του επιφυλάσσουν οι Συνθήκες, εφόσον το BVerfG οικειοποιήθηκε ως εθνικό Δικαστήριο αρμοδιότητα που με βάση τις Συνθήκες έχει το ΔΕΕ[8]. Ορθά χαρακτηρίστηκε ως βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια της ενωσιακής έννομης τάξης.
Οι αποφάσεις που επακολούθησαν αποτέλεσαν επιβεβαίωση της νομολογιακής γραμμής της απόφασης Lissabon και του ultra vires ελέγχου των πράξεων των ενωσιακών οργάνων, όμως το Δικαστήριο δεν θέλησε να τραβήξει το σχοινί μέχρι να σπάσει. Αφενός ανέσυρε από την απόφαση Μάαστριχτ την θέση του περί σχέσεως συνεργασίας (Kooperationsverhältnis) μεταξύ αυτού και του ΔΕΕ, καταφεύγοντας μάλιστα δύο φορές σε υποβολή προδικαστικού ερωτήματος βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ[9], πράγμα που δεν είχε κάνει ποτέ στο παρελθόν και απέφυγε να κάνει πράξη την «απειλή» του ότι θα ελέγξει την υπέρβαση αρμοδιότητας κάποιου οργάνου της Ε.Ε. και θα κηρύξει την επίδικη πράξη ανίσχυρη στην Γερμανία ως αντίθετη στο Γερμανικό Σύνταγμα. Έτσι περιορίστηκε να «τρίξει» τα δόντια στα ενωσιακά όργανα και κυρίως το ΔΕΕ, χωρίς όμως να «δαγκώσει»[10].
Η απόφαση PSPP και η έκρηξη της «βραδυφλεγούς βόμβας» της απόφασης Lissabon
Με την τελευταία απόφασή του η βραδυφλεγής βόμβα της απόφασης της Λισαβόνας εξερράγη και το Δικαστήριο διαβαίνει τον Ρουβίκωνα της ρήξης με το ΔΕΕ ή με άλλα λόγια από την Ρωμαϊκή ιστορία «ο κύβος ερρίφθη» για την ρήξη αυτή. Αυτή την φορά αποφασίζει να «δαγκώσει» και μάλιστα άγρια. Όχι μόνο κρίνει ultra vires την πράξη του ΔΣ της ΕΚΤ αλλά και την απόφαση του ΔΕΕ που θεωρεί την απόφαση της ΕΚΤ σύμφωνη με το Ενωσιακό Δίκαιο, παρά το γεγονός ότι το ίδιο την προκάλεσε με την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ[11].
Μία τέτοια απόφαση είναι πρωτοφανής στην ιστορία της ΕΕ[12]. Με την τακτική του αυτή έδειξε ότι η υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος μάλλον αποτέλεσε επίδειξη δύναμης παρά κίνηση καλής θέλησης στο πλαίσιο της σχέσεως συνεργασίας που το ίδιο καθόρισε με το ΔΕΕ από την απόφαση Μάαστριχτ. Η συμπεριφορά αυτή ερμηνεύεται ως εξής: «Σου απευθύνω προδικαστικό ερώτημα για να σου δείξω ότι θέλω να συνεργαστώ μαζί σου, αλλά θα δεχθώ την απόφασή σου μόνο εάν και εφόσον συμφωνώ με αυτήν. Εάν δεν συμφωνώ θα θεωρήσω ultra vires και την επίδικη απόφαση της ΕΚΤ αλλά και την δική σου απόφαση»[13].
Το κάνει δε, σε έναν τομέα ιδιαίτερα εξειδικευμένο και τεχνικό, αυτόν της αγοράς κρατικών ομολόγων, που η υπαγωγή του σε κανόνες δικαίου είναι δύσκολο έργο κι ακόμη δυσκολότερο είναι η ερμηνεία και εφαρμογή αυτών των κανόνων και μάλιστα υπό την έποψη του εθνικού Συνταγματικού Δικαίου και τον ultra vires έλεγχο που το ίδιο το εθνικό Συνταγματικό Δικαστήριο επιφυλάσσει για τον εαυτό του, την στιγμή που τόσο για την νομοθετική υπαγωγή του τομέα αυτού σε κανόνες δικαίου όσο και για την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων αυτών απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις όχι μόνο Οικονομικού και Τραπεζικού Δικαίου αλλά κυρίως της οικονομικής επιστήμης.
Το ΔΕΕ στην απόφαση Weiss που έκρινε επί της προδικαστικής παραπομπής σε μία εύλογη επίδειξη judicial self restraint αναγνώρισε για τους λόγους αυτούς στην ΕΚΤ και το ΕΣΚΤ ευρεία εξουσία εκτίμησης[14], ο δε έλεγχος της τήρησης της αρχής εν προκειμένω για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να είναι βαθύς και περιορίζεται στον έλεγχο του προδήλου σφάλματος[15].
Αντίστοιχη δικαστική αυτοσυγκράτηση σε θέματα δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής επέδειξε και το ΕΔΔΑ στις υποθέσεις για τα μνημόνια κατά την λογική ότι τα Δικαστήρια δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για να ελέγχονται τέτοιου είδους προγράμματα και οικονομικοπολιτικές αποφάσεις και οι κανόνες δικαίου, ακόμη και της ΕΣΔΑ, δεν είναι το καταλληλότερο μέτρο ελέγχου των προγραμμάτων αυτών[16].
Το BVerfG όμως αναγορεύθηκε σε κριτή αυτών με μέτρο ελέγχου την αρχή της αναλογικότητας, κάνοντας επίδειξη περιφρόνησης εάν όχι και απαξίωσης της δικαστικής κρίσης του ΔΕΕ κατά την διαδικασία ελέγχου της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, χρησιμοποιώντας οξείες εκφράσεις για την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου του ΔΕΕ, όπως «ακατανόητη»[17], «μεθοδολογικά μη υποστηρίξιμη» και «αντικειμενικά αυθαίρετη»[18] για την απόφασή του, εκφράσεις εντελώς ασυνήθιστες για τον διάλογο μεταξύ Δικαστηρίων και μάλιστα υψηλής διεθνούς περιωπής όπως το ΔΕΕ και το BVerfG[19].
Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί σαφώς μία δικαιική αρχή υψηλής στάθμης, που το ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο την έχει εφαρμόσει επί δεκαετίας με ιδιαίτερη αυστηρότητα και συνέπεια και οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η νομολογία του ως προς την εφαρμογή αυτής της αρχής έχει επηρεάσει τη νομολογία αμφοτέρων των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων όπως και Συνταγματικών και Ανωτάτων Δικαστηρίων και άλλων χωρών μεταξύ των οποίων και το ημέτερο ΣτΕ[20]. Η αρχή της αναλογικότητας, όμως, τυγχάνει εφαρμογής κατά κανόνα σε θέματα που αφορούν την περιοριστική ή παρεμβατική δράση της κρατικής εξουσίας. Εν προκειμένω δεν έχουμε prima facie τέτοια περιοριστική δράση της ΕΚΤ. Στο πίσω μέρος του μυαλού των Δικαστών, όμως. που εξέδωσαν αυτή την απόφαση μάλλον κρύβεται η αντίληψη της παρεμβατικής δράσης της ΕΚΤ σε θέματα νομισματικής πολιτικής, τραπεζικής διαχείρισης και κατανομής βαρών στην σχέση των χωρών Βορρά και Νότου στην Ε.Ε.
Το δίλημμα των Ομοσπονδιακών οργάνων μεταξύ ενωσιακής και εσωτερικής συνταγματικής νομιμότητας
Οι νομικοπολιτικές συνέπειες αυτής της απόφασης πρέπει να εκτιμηθούν προσεκτικά και ψύχραιμα. Καταρχάς, η δικαστική απόφαση δεν παίρνει θέση για την ουσία της απόφασης της ΕΚΤ. Ελέγχει την συμβατότητά της με την αρχή της αναλογικότητας υπό την έννοια ότι κάτι τέτοιο δεν έπραξε ούτε η ΕΚΤ ούτε το ΔΕΕ. Ζητά λοιπόν εν πρώτοις από τα αρμόδια Ομοσπονδιακά όργανα να φροντίσουν όπως η ΕΚΤ προβεί εντός προθεσμίας 3 μηνών σε ενδελεχή αιτιολόγηση της απόφασής της με βάση την αρχή της αναλογικότητας.
Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, η Ομοσπονδιακή Βουλή και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, έκαστη εντός των αρμοδιοτήτων της, θα πρέπει να δεχθούν ή να απορρίψουν την νέα, αυτή την φορά αιτιολογημένη, απόφαση του ΔΣ της ΕΚΤ. Αν και τίποτε δεν εξασφαλίζει ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο σε μία νέα συνταγματική προσφυγή που θα αιτιάται μέσω των πράξεων ή παραλείψεων των ανωτέρω Ομοσπονδιακών οργάνων και την νέα απόφαση της ΕΚΤ, θα την «ευλογήσει», μία νέα αρνητική απόφαση θα πρέπει να θεωρείται μάλλον απίθανη σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Το θέμα, όμως, δεν είναι αυτό αλλά το εάν η ΕΚΤ και γενικότερα η ΕΕ θα υποκύψουν στην πίεση που ασκεί η απόφαση του BVerfG[21]. Εάν η ΕΚΤ συμμορφωθεί, δεν αναμένεται να υπάρξει πρόβλημα με το πρόγραμμα PSPP στο μέλλον, όπως κατά πάσα πιθανότητα και για άλλα προγράμματα αγοράς ομολόγων, που προγραμματίζονται στο μέλλον, με την προϋπόθεση ότι αυτά θα είναι αιτιολογημένα κατά τα μέτρα και τα σταθμά του BVerfG.
Βέβαια, η εφαρμογή του διατακτικού της απόφασης από τα Ομοσπονδιακά και τα Ενωσιακά όργανα θα σημάνει όχι μόνο την νομική αλλά και την πολιτική νομιμοποίηση της απόφασης όχι μόνο στο εσωτερικό της Γερμανίας αλλά και στην ίδια την ΕΕ. Από την άλλη η εφαρμογή της απόφασης στην Γερμανία αλλά με την αντίδραση των ενωσιακών οργάνων, όπως ήδη έχει εκδηλωθεί[22], θα συμπαρασύρει τα Ομοσπονδιακά όργανα στην σύγκρουση που ξεκίνησε το BVerfG με τα όργανα της ΕΕ. Η μη εφαρμογή της στο εσωτερικό της Γερμανίας αντίθετα θα έχει σημαντικές μπορεί και οδυνηρές συνέπειες γι αυτούς που δεν θα την εφαρμόσουν[23]. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα λοιπόν για την Καγκελάριο Merckel, τον Ομοσπονδιακό Αντικαγκελάριο και Υπουργό Οικονομικών Olaf Scholz, τον Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Βουλής W. Schäuble και κυρίως τον Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Jens Weidman.
Η αρχή του τέλους για την αρχή της υπεροχής του ενωσιακού Δικαίου;
Ενδεχόμενη συμμόρφωση της ΕΚΤ στην απόφαση του Γερμανικού Δικαστηρίου, έστω και σε ένα συμβιβαστικό πλαίσιο που δεν θα συνάδει απόλυτα με το διατακτικό του, θα αποτελέσει το άνοιγμα του κουτιού της Πανδώρας και του ασκού του Αιόλου στην ενωσιακή έννομη τάξη. Όχι μόνο το Γερμανικό BVerfG αλλά και Συνταγματικά και Ανώτατα Δικαστήρια άλλων χωρών, που μέχρι τώρα δεν έχουν δείξει (τα Δικαστήρια) ιδιαίτερη θέρμη και αμφισβητούν την αρχή της υπεροχής του Ενωσιακού Δικαίου ή χωρών που οι κυβερνήσεις τους παρουσιάζουν αποκλίνουσα συμπεριφορά και εγκαλούνται ενώπιον του ΔΕΕ για παραβίαση βασικών αρχών και αξιών της ενωσιακής έννομης τάξης, θα συνεχίσουν τον χορό των αμφισβητήσεων της αυθεντίας και του μονοπωλίου ερμηνείας του Δικαίου της Ε.Ε. από το ΔΕΕ που άνοιξε με τόσο «σκληρό» τρόπο το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο.
Ας φανταστούμε π.χ. ένα υπό κυβερνητικό έλεγχο Συνταγματικό Δικαστήριο ή και την ίδια την Κυβέρνηση ή το Κοινοβούλιο της Πολωνίας να αμφισβητεί ως ultra vires τις αποφάσεις του ΔΕΕ[24] που καταδικάζουν την Πολωνία για παραβίαση της δικαστικής ανεξαρτησίας ως κανόνα του Ενωσιακού Δικαίου[25] ή αντίστοιχα τα Συνταγματικά Δικαστήρια ή οι Κυβερνήσεις και τα Κοινοβούλια της Πολωνίας, Τσεχίας και Ουγγαρίας να κάνουν το ίδιο για την απόφαση του ΔΕΕ που καταδικάζει τις χώρες αυτές για παραβίαση της αρχής της αλληλεγγύης ως αρχή του Ενωσιακού Δικαίου στο θέμα της δίκαιης κατανομής των προσφύγων στα κράτη μέλη[26]. Οι σκέψεις είναι πραγματικά εφιαλτικές[27].
Κατά συνέπεια είμαστε ενώπιον της αρχής του τέλους της αρχής της υπεροχής; Αρχή της οποίας η σημασία ευλόγως δικαιολογείται από το ΔΕΕ ως conditio sine qua non για την διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, διότι διαφορετικά θα ήταν αδιανόητη ευρωπαϊκή ενοποίηση εάν κάθε φορά κάθε κράτος μέλος επικαλείται το Σύνταγμά του ή την εθνική του νομοθεσία για να αποστεί από ενωσιακές του υποχρεώσεις[28].
Συνακόλουθα, ενδεχόμενη συνεχής αμφισβήτηση που θα προκαλέσει την κατάρρευση της αρχής αυτής θα έχει αναπότρεπτα αρνητικές συνέπειες στην όλη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία δείχνει ότι τα τελευταία χρόνια έχει βαλτώσει και δέχεται βολές πανταχόθεν ακόμη κι από χώρες του αρχικού σκληρού πυρήνα. Αναμένεται ότι οι σειρήνες του ευρωσκεπτικισμού που έχουν αναθαρρήσει τελευταία με το Brexit θα ηχήσουν ξανά, τόσο στο εσωτερικό της Γερμανίας πανηγυρίζοντας για την «γερμανική νίκη» του Συνταγματικού Δικαστηρίου έναντι του Δικαστηρίου της Ε.Ε., όσο και στις υπόλοιπες χώρες, μιλώντας για «γερμανική Ευρώπη» κ.τ.ό.
Είτε έτσι είτε αλλιώς η Ε.Ε. είναι αυτή που γίνεται ο σάκος του μποξ. Είναι εξόχως ανησυχητικό ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας, η οποία θεωρείται ότι εξ αρχής αποτελούσε και αποτελεί την ατμομηχανή της Ένωσης και το ισχυρότερο κράτος της αμφισβητεί με τόσο απόλυτο τρόπο την θεμελιωδέστερη αρχή του Ενωσιακού Δικαίου και την αυθεντία δύο οργάνων της και μάλιστα ανεξάρτητων από πολιτικές επιρροές, της ΕΚΤ και του ΔΕΕ. Η αμφισβήτηση της ΕΚΤ εκπλήσσει έτι περαιτέρω, εάν σκεφθεί κάποιος ότι η Γερμανία ήταν αυτή η οποία για να δεχθεί την Νομισματική Ενοποίηση και την θυσίαση του γερμανικού Μάρκου επέβαλε στους εταίρους της την ανεξαρτησία της ΕΚΤ κατά τα πρότυπα της Ομοσπονδιακής Τράπεζάς της.
Η ultra vires ενέργεια της απόφασης του BVerfG
Θα πρέπει λοιπόν να αναμένουμε τις αντιδράσεις[29] στην ιστορική αυτή απόφαση απ’ όποια οπτική την δει κάποιος. Η απόφαση εξ επόψεως Ενωσιακού Δικαίου πρέπει να θεωρηθεί ως παραβίαση των Συνθηκών[30] και δικαιολογεί την παραπομπή της Γερμανίας στο ΔΕΕ από την Επιτροπή ή ακόμα και (θεωρητικά) από άλλα κράτη μέλη κατά την διαδικασία της προσφυγής επί παραβάσει των άρθρων 258 και 259 ΣΛΕΕ[31].
Την αποκλειστική δικαιοδοσία του ΔΕΚ/ΔΕΕ σε θέματα ερμηνείας και εφαρμογής των Συνθηκών και εν γένει του Κοινοτικού/Ενωσιακού Δικαίου και την δέσμευση των γερμανικών Δικαστηρίων περιλαμβανομένου και του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού στις αποφάσεις του ΔΕΚ/ΔΕΕ δέχθηκε το πρώτον η τότε Δυτική Γερμανία με την υπογραφή και επικύρωση των αρχικών τριών Συνθηκών, η οποία επήλθε κατόπιν μεταβίβασης αρμοδιοτήτων στις τότε Κοινότητες δυνάμει του τότε άρθρου 24 παρ. 2 ΘΝ. Άρα μάλλον είναι το BVerfG που ενεργεί ultra vires και όχι το ΔΕΕ. Η αποκλειστική αυτή αρμοδιότητα του ΔΕΕ δεν εθίγη ούτε με την Συνθήκη του Μάαστριχτ ούτε με την Συνθήκη της Λισαβόνας ούτε με κάποια άλλη τροποποιητική των Συνθηκών Συνθήκη.
Η κληρονομιά του Προέδρου A. Voßkuhle
Η υπαναχώρηση του BVerfG με την απόφαση Solange ΙΙ χρειάστηκε 12 χρόνια από την πρώτη ομώνυμή της και επήλθε μετά από πολλές αντιδράσεις και την αλλαγή του Εισηγητή Δικαστή στο αρμόδιο Δεύτερο Τμήμα του Δικαστηρίου. Μπορεί η αλλαγή στο πρόσωπο του Προέδρου του Τμήματος μετά την αποχώρηση του Προέδρου του και Προέδρου του Δικαστηρίου Α. Voßkuhle να σηματοδοτήσει και αλλαγή στην νομολογία του;
Μπορεί το προσωπικό στοιχείο να έπαιζε πάντα τον ρόλο του στην ιστορία του Δευτέρου Τμήματος και του Referat του Ευρωπαϊκού Δικαίου, η συγκρουσιακή δυναμική, όμως, που έχει αναπτύξει η νομολογία της απόφασης της Λισαβόνας με τον ultra vires έλεγχο και κυρίως η έκρηξη της βραδυφλεγούς βόμβας που εγκατέστησε η απόφαση αυτή με την απόφαση PSPP μπορεί να οδήγησε την διάβαση του Ρουβίκωνα εκ μέρους του BVerfG σε δρόμο χωρίς επιστροφή γι αυτό.
Το τρένο έχει ξεφύγει από τις ενωσιακές ράγες και δείχνει
να έχει πλέον εκτροχιαστεί. Ευχόμαστε ο δρόμος αυτός να μην οδηγήσει σε ακόμα
πιο επικίνδυνες ατραπούς την πορεία προς την ούτως ή άλλως δοκιμαζόμενη
ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αν και τα σύννεφα στον ευρωπαϊκό ορίζοντα πυκνώνουν
ανησυχητικά.
[1] Βλ. Α. Βλαχογιάννης,
Απόφαση BVerfG για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ε.Κ.Τ. / Η ολική επαναφορά της εθνικής κυριαρχία, σε: Syntagma Watch 6.5.2020
Μ. Ιωαννίδης,
‘Herr der Verträge?’: Η απόφαση Weiss του BVerfG, ibidem.
[2] Για την αρχή της υπεροχής του Κοινοτικού/Ενωσιακού Δικαίου πρβλ. μεταξύ άλλων τις κλασικές και ως επί το πλείστον παραπεμπόμενες αποφάσεις ΔΕΚ, απόφαση της 15.7.1964, αρ. υπόθ. 6/64, Συλλγ. 1964, σελ. 1195 επ., 1197 (Costa ./. ENEL), ΔΕΚ, ΔΕΚ, απόφαση της 17.12.1970, αρ. υπόθ. 11/70, Συλλγ. 1970, σελ. 583 επ., 585, παρ. 3 (Internationale Handelsgesellschaft mbH ./. Einfuhr- und Vorratsstelle für Getreide und Futtermittel), ΔΕΚ, απόφαση της 9.3.1978, αρ. υπόθ. 106/77, Συλλγ. 1978, σελ. 241 επ., 245-246, παρ. 17 επ., ιδιαίτερα παρ. 24 (Amministrazione delle finalize dello stato ./. Simmenthal Spa).
[3] Πρβλ. BVerfGE τόμ. 37, σελ. 271 επ., 285 (Solange I).
[4] Πρβλ. BVerfGE, τόμ. 73, σελ. 339 επ., 387, (Solange II) με εισηγητή Δικαστή τον Καθηγητή H. Steinberger, έναν Δικαστή συντηρητικό μεν αλλά ευρωπαϊστή.
[5] Πρβλ. BVerfGE, τόμ. 89, σελ. 155 επ., 171 επ. (Μάαστριχτ) με εισηγητή Δικαστή τον Καθηγητή P. Kirchhof. Δικαστή συντηρητικών και εθνοκεντρικών απόψεων.
[6] Πρβλ. BVerfGE τόμ. 102, σελ. 147 επ. (Bananenmarktordnung). Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπόθεση εκκρεμούσε 7 χρόνια ενώπιον του Δικαστηρίου, χρόνος ασυνήθιστα μεγάλος και μάλιστα για υπόθεση μείζονος σπουδαιότητας και εξεδόθη, ένα χρόνο αφότου αφυπηρέτησε από το Δικαστήριο ο εισηγητής στην υπόθεση Μάαστριχτ Καθηγητής P. Kirchhof.
[7] BVerfGE 123, 267 επ. (Lissabon) υπό την Προεδρία του Καθηγητή A. Voßkuhle και εισηγητή τον Καθηγητή Di Fabio, ο οποίος βρισκόταν στο ίδιο «εθνοκεντρικό» μήκος κύματος με τον Πρόεδρο Voßkuhle.
[8] Αξιοσημείωτο είναι ότι σε Συνέδριο που αφορούσε Ελληνογερμανικό Διάλογο Νομικών που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2014 ο Καθηγητής και Πρόεδρος τότε του BVerfG A. Voßkuhle, παρουσιάζοντας σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης μαζί με τον τότε Πρόεδρο του ΣτΕ Σ. Ρίζο την νομολογία του Δικαστηρίου μετά την απόφαση για την Συνθήκη της Λισαβόνας, ερωτηθείς από τον γράφοντα εάν το ΔΕΕ με βάση τις Συνθήκες θα έπρεπε να είναι το αρμόδιο Δικαστήριο για τον ultra vires έλεγχο των πράξεων των οργάνων της ΕΕ και όχι το BVerfG ως εθνικό Συνταγματικό Δικαστήριο που εκ του ρόλου του έχει άλλες αρμοδιότητες, απάντησε αρνητικά στην ερώτηση, λέγοντας μάλιστα, παρουσία του τότε Προέδρου του ΔΕΕ Καθηγητή Β. Σκουρή, ότι κάτι τέτοιο δεν θα το επιθυμούσε ούτε το ΔΕΕ.
[9] Πρβλ. BVerfGE τόμ. 134, σελ. 366 επ. (OMT I – Προδικαστική), BVerfGE τόμ. 146, σελ. 216 επ., 219 επ. (PSPP I – Προδικαστική).
[10] Πρβλ. BVerfGE τόμ. 142, σελ. 123 επ., 234 επ. (OMT II – οριστική).
[11] Πρβλ. υποσημ. 9.
[12] Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά καιρούς και άλλα εθνικά Συνταγματικά ή Ανώτατα Δικαστήρια αμφισβήτησαν την αρχή της υπεροχής του Δικαίου της ΕΕ έναντι των εθνικών Συνταγμάτων, όπως το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας, το Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο, το Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τσεχίας, αλλά και το ημέτερο ΣτΕ σε απόφαση Τμήματος στην υπόθεση του «Βασικού Μετόχου» – πρβλ. ΣτΕ (Δ΄ Τμήμα) 3242/2004 (παραπεμπτική στην Ολομέλεια), η οποία ανετράπη στην συνέχεια με απόφαση της Ολομελείας – πρβλ. ΣτΕ Ολ 3670/2006 και περαιτέρω ΣτΕ Ολ 3470/2011. Κανένα δεν έφτασε όμως, στο σημείο να κηρύξει άκυρη ή ανίσχυρη πράξη οργάνου της ΕΕ στην εσωτερική έννομη τάξη, τοσούτω έλασσον απόφαση του ΔΕΕ. Οι αποφάσεις αυτές όπως και αυτές του BVerfG μέχρι πρότινος χαρακτηρίζονταν «άσφαιρα πυρά» – πρβλ. Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, Δεύτερη Έκδοση Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 206. Η τελευταία απόφαση-βολή του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου όχι μόνο περιείχε πυρίτιδα αλλά και βρήκε κατευθείαν στο «ψαχνό» του συστήματος της ΕΕ.
[13] Αυτή λίγο πολύ ήταν η θέση που διατύπωσε σε ομιλία του στο πλαίσιο εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2018 από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου ο Καθηγητής P.-M. Huber, Εισηγητής Δικαστής του Δευτέρου Τμήματος του BVerfG για υποθέσεις Ενωσιακού Δικαίου και Εισηγητής στην υπόθεση OMT που οδήγησε στην πρώτη προδικαστική παραπομπή του Συνταγματικού Δικαστηρίου στο ΔΕΕ και προκάλεσε την έκδοση της απόφασης Gauweiler κλπ του τελευταίου – πρβλ. ΔΕΕ, απόφαση της 16.6.2015, αρ. υπόθ. C-62/14, ECLI:EU:C:2015:400 (Gauweiler και λοιποί ./. Ομοσπονδιακής Βουλής Γερμανίας κλπ) την οποία αποδέχθηκε το BVerfG στην δεύτερη και οριστική απόφαση ΟΜΤ – πρβλ. υποσημ. 10.
[14] ΔΕΕ, απόφαση της 11.12.2018, αρ. υπόθ. C-493/17, ECLI:EU:C:2018:1000, σκ. 73 (Weiss κλπ ./. Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Γερμανίας κλπ).
[15] ΔΕΕ, ibidem, σκ. 24.
[16] Πρβλ. μεταξύ άλλων ΕΔΔΑ, απόφαση της 7.3.2014, αρ. συνεκδικασθεισών προσφ. 57665/12 και 57657/12, σκ. 31 (Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ ./. Ελλάδας), με την παραδοχή ότι «[ο]σον αφορά τη θέσπιση νόμων για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ δημοσίων δαπανών και εσόδων, η οποία συνεπάγεται συνήθως μία εξέταση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι εθνικές αρχές είναι καταρχήν περισσότερο κατάλληλες από ένα διεθνές δικαστήριο για να επιλέξουν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού και σέβεται τις επιλογές τους, εφόσον αυτές δε στερούνται προδήλως εύλογης βάσης» (με πλήθος περαιτέρω παραπομπών στην προγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου).
[17] Βλ. BVerfGE απόφαση της 5.5.52020, σκ. 116 (PSPP II-οριστική).
[18] Βλ. Ibidem, σκ. 118-119.
[19] Σε κάθε περίπτωση, αν και η σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιεί η απόφαση για το ΔΕΕ είναι ασυνήθιστη εκτός του ότι είναι το λιγότερο άκομψη, η αρνητική αυτή θέση δεν εκπλήσσει, εάν κάποιος ανατρέξει σε ένα μέρος της γερμανικής βιβλιογραφίας, που αφορά την αξιολόγηση της νομολογίας της Λισαβόνας του BVerfG και ακόμα περισσότερο συζητήσει με Γερμανούς Δημοσιολόγους επικροτητές και υπερασπιστές της ultra vires νομολογίας και ακούσει τις απόψεις τους για το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[20] Πρβλ. μεταξύ άλλων ΣτΕ Ολ 3665/2005 ΔιΔικ 2006, σελ. 391 επ,, ΣτΕ Δ΄ Τμήμα 2110/2003 (Παραπεμπτκή) καθώς και Χ. Τσιλιώτης, Σχόλιο στην ΟλΣτΕ 3655/2005 ΕφΔΔ 2006, σελ. 213 επ.
[21] Πάντως, από την ανακοίνωση της ΕΚΤ την επομένη της απόφασης δεν συνάγεται κάτι τέτοιο – βλ. Απάντηση ΕΚΤ στο γερμανικό δικαστήριο: «Κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο», σε: Liberal.gr 6.5.2020, διαθέσιμο σε: https://www.liberal.gr/news/apantisi-ekt-sto-germaniko-dikastirio-kanoume-oti-einai-aparaitito-/300746.
[22] Πρβλ. κατωτέρω υποσημ. 29 και 30.
[23] Ήδη το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε την συμμόρφωση προς την δικαστική απόφαση – βλ. Γερμανικό ΥΠΟΙΚ: Θα εφαρμόσουμε την απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου για το QE της ΕΚ, σε: Capital.gr 6.5.2020, διαθέσιμο σε: https://www.capital.gr/diethni/3451358/germaniko-upoik-tha-efarmosoume-tin-apofasi-tou-suntagmatikou-dikastiriou-gia-to-qe-tis-ekt.
[24] Πρβλ. μεταξύ άλλων ΔΕΕ, απόφαση της 24.6.2019, αρ. υπόθ. C-619/18, ECLI:EU:C:2019:531(Επιτροπή ./. Πολωνίας).
[25] Ήδη το Πολωνικό Κοινοβούλιο που ελέγχεται από το εθνικιστικοσυντηρητικό κόμμα «Δικαιοσύνης και Τάξης» με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης του κόμματος αυτού ψήφισε νόμο που απαγορεύει στα δικαστήρια να εφαρμόζουν τις αποφάσεις του ΔΕΕ που αφορούν την παραβίαση της δικαστικής ανεξαρτησίας στην Πολωνία – πρβλ. D. Heinrich, Bundesverfassungsgericht vs. EuGH: Das PSPP-Urteil beschädigt weniger die EZB als die europäische Rechtsgemeinschaft, σε: Der (europäische Föderalist 7.5.2020, διαθέσιμο σε: https://www.foederalist.eu/2020/05/bverfg-eugh-pspp-urteil-ezb.html.
[26]Πρβλ. ΔΕΕ, απόφαση της 2.4.2020, αρ. συνεκδικασθεισών υποθ. C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17 ECLI:EU:C:2020:257 (Επιτροπή ./. Πολωνίας, Τσεχίας και Ουγγαρίας).
[27] Δεν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, ότι η μοναδική μέχρι τώρα επίσημη θετική αντίδραση στην απόφαση του BVerfG προέρχεται από την Πολωνική Κυβέρνηση – πρβλ. D. Heinrich, όπ. παρ. (υποσημ. 24.
[28] Πρβλ. την νομολογία του ΔΕΕ στην υποσημ. 2.
[29] Η Επιτροπή με ανακοίνωση του εκπροσώπου της αντέδρασε αμέσως υπεραμυνόμενη της αρχής της υπεροχής του Ενωσιακού Δικαίου, δείχνοντας σαφέστατα προς την Γερμανία – βλ. Κομισιόν: Δεσμευτικές για τα εθνικά δικαστήρια οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σε: Liberal.gr 5.5.2020, διαθέσιμο σε: https://www.liberal.gr/world/komision-desmeutikes-gia-ta-ethnika-dikastiria-oi-apofaseis-tou-europaikou-dikastiriou/300545.
[30] Πρβλ. την ανακοίνωση του ΔΕΕ σε iefimerida.gr 8.5.2020, διαθέσιμο σε: https://www.iefimerida.gr/oikonomia/eyropaiko-dikastirio-germania-apofasizoyme-gia-ekt, σε διπλωματική, πλην όμως αιχμηρή γλώσσα. Την πίστη της στην απόφαση του ΔΕΕ στην ίδια υπόθεση εξεδήλωσε σε ανακοίνωσή της η ΕΚΤ – πρβλ. υποσημ. 21.
[31] Η παραβίαση του Ενωσιακού όπως και του Διεθνούς Δικαίου από ένα κράτος και η αντίστοιχη ευθύνη του κράτους αυτού μπορεί να συντελεστεί και από όργανα της δικαστικής εξουσίας, η οποία καταλογίζεται στο κράτος. Αυτό έχει αναγνωρισθεί πολλάκις από διεθνή δικαιοδοτικά όργανα (Διεθνές Δικαστήριο Χάγης, ΕΔΔΑ, Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ.α.), με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την απόφαση του ΔΔΧ, απόφαση της 3 Φεβρουαρίου 2012, υπόθεση κρατικής ετεροδικίας στην δικαιοδοσία, ICJ Reports 2012, (Γερμανία ./. Ιταλίας, παρεμβαίνουσα Ελλάδα). Η ειρωνεία είναι ότι στην υπόθεση αυτή η Γερμανία κατηγόρησε την Ιταλία και πέτυχε την καταδίκη της ότι τα εθνικά της Δικαστήρια και κυρίως το Ανώτατο Ακυρωτικό (Corte di Cassatione) παραβίασε την αρχή της κρατικής ετεροδικίας στην δικαιοδοσία ως κανόνα του Γενικού (εθιμικού) Διεθνούς Δικαίου, όπως και τώρα κατηγορεί την Ιταλία ότι η μεταγενέστερη απόφαση 238/2014 της 22 Οκτωβρίου 2014 του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου παραβιάζει την απόφαση του ΔΔΧάγης που καταδίκασε την Ιταλία και το άρθρο 94 παρ. 1 Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ που επιβάλει στα διάδικα κράτη να τηρούν τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου. Πάντως αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι τώρα ουδέποτε η Επιτροπή έχει παραπέμψει κράτος μέλος στο ΔΕΕ με την διαδικασία της προσφυγής επί παραβάσει του Ενωσιακού Δικαίου για πράξεις των δικαστικών τους οργάνων, σεβόμενη άτυπα την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Οψόμεθα εάν η Γερμανία θα εγκαινιάσει μία τέτοια περίπτωση.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου