Κεντρική θέση στα αιτήματα των ζευγαριών ιδίου φύλου αποτελεί το δικαίωμα του γάμου: της επέκτασης, δηλαδή, και σε αυτά της νομικής ισχύος του πολιτικού γάμου. Μερικές χώρες (Ολλανδία, Ισπανία, κ.α.) επιτρέπουν ήδη ρητά σε ομόφυλα ζευγάρια να συνάψουν γάμο, ενώ αρκετές χώρες έχουν αρκεσθεί στη νομική κατοχύρωση της συμβίωσής τους. Στην Ελλάδα, ο Αστικός Κώδικας δεν ορίζει τι είναι γάμος ούτε περιορίζει γραμματικά τη δυνατότητα σύναψής του μόνο σε άτομα διαφορετικού φύλου. Είναι, όμως, ο γάμος συνταγματικό προνόμιο μόνο των ζευγαριών διαφορετικού φύλου ή είναι αναφαίρετο δικαίωμα όλων;
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα όσων δεν δέχονται τη συνταγματικότητα του γάμου των ομοφύλων είναι το «αυτονόητο» της διαφοράς του φύλου στην ίδια την έννοια του γάμου. Το σφάλμα καταρχήν είναι λογικό (λήψη του ζητουμένου). Το να επιχειρηματολογεί κάποιος, ξεκινώντας από τον ορισμό του γάμου κάνει ένα μεθοδολογικό σφάλμα, αφού ξεκινά κατ’ ουσίαν από το ζητούμενο. Είναι φοβερή η ευκολία με την οποία χρησιμοποιείται ως λογική αφετηρία της επιχειρηματολογίας ένας κλασικός ορισμός ο οποίος έχει ήδη αποδομηθεί (αυτός του νομοδιδασκάλου του ρωμαϊκού δικαίου, του Μοδεστίνου – η «δια παντός συγκλήρωση του βίου» αποδομήθηκε με τη θεσμοθέτηση του διαζυγίου). Γιατί να μην χρησιμοποιείται ο εν λόγω ορισμός ως επιχείρημα κατά της λύσης του γάμου μέσω διαζυγίου και χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει μόνο τη διαφορά φύλου μεταξύ συζύγων; Ο κάθε ορισμός δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αναπαράγει τα εκάστοτε κυρίαρχα δεδομένα και τις κρατούσες αντιλήψεις. Έτσι, η επιχειρηματολογία αυτή είναι κατ’ ουσίαν ένας κύκλος που αναπαράγει τον ίδιο τον ορισμό και καταλήγει και πάλι στο σημείο έναρξης.
Ένα άλλο επιχείρημα κατά της επέκτασης του πολιτικού γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια είναι η δυνατότητα τεκνοποιίας των ετερόφυλων ζευγαριών: ούτε όμως αυτό το επιχείρημα είναι πειστικό. Το αντίθετο δεν θα λάμβανε καθόλου υπόψιν όσα ζευγάρια αδυνατούν για βιολογικούς λόγους να γεννήσουν, όσα συνειδητά δε θέλουν να κάνουν παιδιά και όσα αποφάσισαν να υιοθετήσουν και όχι να γεννήσουν με φυσικό τρόπο. Άλλωστε, μπορούν να συνάψουν έγκυρο γάμο τόσο τα νέα όσο και τα ηλικιωμένα ζευγάρια που δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν. Με άλλα λόγια, η δυνατότητα τεκνοποιίας δεν συνιστά δομικό στοιχείο του γάμου: τέτοια στοιχεία είναι μόνο η βούληση των προσώπων για διαρκή συμβίωση και ο τυπικός χαρακτήρας της σύναψης του γάμου.
Ούτε, όμως, και το επιχείρημα της «ιερότητας» και της «θρησκευτικής φύσης» του γάμου, το οποίο προβάλλεται κατά κόρον από ορισμένους (όχι απαραίτητα εκκλησιαστικούς) κύκλους είναι ορθό, αφού αγνοεί παντελώς τη διαφοροποίηση μεταξύ πολιτικού και θρησκευτικού γάμου και την εγκαθίδρυση του πολιτικού τύπου γάμου ως ανεξάρτητου και ισότιμου συστατικού τύπου με τον θρησκευτικό. Με άλλα λόγια, η δυνατότητα των ζευγαριών ιδίου φύλου να παντρευτούν ούτε αναιρεί τη δυνατότητα στα ζευγάρια ετερόφυλων να συνάψουν θρησκευτικό γάμο, ούτε υποχρεώνει τους ιερείς να τελέσουν θρησκευτικό γάμο σε ζευγάρι ατόμων του ιδίου φύλου.
Μήπως, όμως, εντέλει η αναγνώριση του δικαιώματος σύναψης γάμου σε ζευγάρια του ιδίου φύλου έρχεται σε αντίθεση με τα ήθη και έθιμα του τόπου μας; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Η μακροχρόνια ύπαρξη ενός θεσμού ή απλώς μιας νομικής και πραγματικής κατάστασης δεν τα μετατρέπει -άνευ άλλου- και σε στοιχεία άξια έννομης προστασίας και διατήρησής τους εις το διηνεκές. Διαφορετικά, θα έπρεπε να παραμένει ακόμα «αδιανόητος» ο γάμος μεταξύ ατόμων διαφορετικού χρώματος. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι «παραδοσιακά» ο γάμος τελείται μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου και το ότι μερικοί «ενοχλούνται» από τον γάμο ατόμων του ιδίου φύλου, δεν είναι αρκετό για να συνεχίσει το κράτος να παραβιάζει τα δικαιώματα τους και να διακρίνει εις βάρος τους.
Τα τελευταία χρόνια συντελείται ένας συνολικός επαναπροσδιορισμός της έννοιας του γάμου, ο οποίος ως κοινωνικό μόρφωμα απομακρύνεται από τις αρχικές, «φυσικές» και ιστορικές του συντεταγμένες. Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να αναπροσαρμόσει τις προϋποθέσεις και τους όρους σύναψης του γάμου και να αποτυπώσει νομοθετικά τις αλλαγές που έχουν ήδη συντελεστεί στην κοινωνία.
Τα ζευγάρια ατόμων του ιδίου φύλου δεν αναζητούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο θα παντρεύονται οι υπόλοιποι, ούτε πόσο μάλλον τις υποχρεώσεις και εν γένει τις έννομες συνέπειες που προκύπτουν από τον γάμο. Ζητούν απλώς, από την Πολιτεία κάτι αυτονόητο: να μην αρνείται σε μια ομάδα ανθρώπων λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού ένα θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα: το δικαίωμα καθενός να διαμορφώσει αυτόνομα τη ζωή του, να επιλέξει ανεπηρέαστα τον (τη) σύντροφό του και να αποφασίζει ελεύθερα αν, πότε και με ποιον (ποια) θα παντρευτεί.
Βαγγέλης Μάλλιος
Διδάκτωρ Νομικής, Δικηγόρος