Η καταδίκη της ηγετικής ομάδας και στελεχών της Χρυσής Αυγής για τη διεύθυνση και τη συμμετοχή στην υποκρυπτόμενη εγκληματική οργάνωση αποτελεί μία ιστορικής σημασίας νίκη απέναντι στον νεοναζισμό. Ωστόσο δεν επιλύει οριστικά το ζήτημα της επιρροής της Ακροδεξιάς. Η Δικαιοσύνη έπραξε το καθήκον της, διαπλάθοντας μία πρωτοποριακή νομολογία για τα όρια της δράσης των πολιτικών κομμάτων. Τώρα είναι η ώρα να αναλάβουν πρωτοβουλίες άλλα θεσμικά όργανα, ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον ο ακροδεξιός εφιάλτης.
Η πρώτη πρωτοβουλία ανήκει στον νομοθέτη. Η επαναφορά της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενης ποινής, παρότι δεν θα επηρεάσει τη θέση των καταδικασθέντων, έχει ιδιαίτερη συμβολική και νομική σημασία. Το κυριότερο, όμως, είναι να προβλεφθεί στον εκλογικό νόμο ότι όσοι έχουν καταδικαστεί για ορισμένες πράξεις, όπως η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή, στερούνται το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται ούτε στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφ. Scopolla κατά Ιταλίας, 2012).
Επιπλέον, μπορεί να προβλεφθεί ρητά στον εκλογικό νόμο ότι κατά την ανακήρυξη κομματικών συνδυασμών, ο Άρειος Πάγος θα ελέγχει αν περιλαμβάνονται πρόσωπα καταδικασθέντα για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση που στρεφόταν κατά των δημοκρατικών θεσμών. Το άρθρο 29 του Συντάγματος, που ρυθμίζει τον θεσμό των πολιτικών κομμάτων, αποτελεί το νομικό θεμέλιο για τη ρύθμιση αυτή. Προς διερεύνηση τίθεται αν θα ήταν συνταγματικά ανεκτό να μην εγκρίνεται ούτε η ιδρυτική δήλωση πολιτικού κόμματος. Η απάντηση εδώ δεν είναι ανεπιφύλακτη. Ωστόσο προς αυτή την κατεύθυνση κλίνει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου με γνώμονα την απόφαση για την απαγόρευση του βασκικού κόμματος Batasuna στην Ισπανία, επειδή συνδεόταν με την τρομοκρατική οργάνωση ETA (απόφ. Batasuna κατά Ισπανίας, 2009).
Δεν αρκούν όμως οι νομοθετικές παρεμβάσεις. Κρίσιμο είναι να εντοπιστούν και να απενεργοποιηθούν τα ερείσματα της Ακροδεξιάς στο κράτος. Όπως έχουν αναδείξει σημαντικές έρευνες, η παρείσφρηση της Ακροδεξιάς στην Αστυνομία, τον Στρατό και τη Δικαιοσύνη, με τη συγκρότηση θυλάκων που υπονομεύουν τους δικαιοκρατικούς θεσμούς, συνιστά ένα υπαρκτό πρόβλημα που δεν εκδηλώνεται με μεμονωμένα περιστατικά. Γιατί σε πολλές περιπτώσεις η Αστυνομία παρέμεινε απλός θεατής, όταν δίπλα της τελούνταν εγκληματικές πράξεις, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα; Γιατί η Δικαιοσύνη ενίοτε ολιγώρησε; Πώς θα εξαρθρωθεί αυτό το «βαθύ κράτος»;
Μία άλλη παράμετρο αποτελεί η πολιτειακή εκπαίδευση. Η απαξίωση των κοινοβουλευτικών θεσμών και η άνοδος της επιρροής αντισυστημικών μορφωμάτων στους νέους οφείλεται και στο γεγονός ότι το κράτος έχει παραμελήσει την πολιτειακή εκπαίδευση. Θεμέλιο της Δημοκρατίας είναι η πίστη των πολιτών σε αυτήν και η ελεύθερη συμμετοχή τους στα δημόσια πράγματα. Απαιτείται η καλλιέργεια δημοκρατικής κουλτούρας από νεαρή ηλικία, η εξοικείωση με τη διαφορετικότητα, η αποδοκιμασία του ρατσισμού, του σεξισμού και της βίας, η κατανόηση της σημασίας των ατομικών δικαιωμάτων και ο συνταγματικός πατριωτισμός.
Ασφαλώς οι ρίζες από τις οποίες θρέφεται η Ακροδεξιά είναι βαθύτερες. Πρόκειται καταρχάς για το πρόβλημα της όξυνσης του κοινωνικού ζητήματος, της ανεργίας, των ανισοτήτων και των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού. Πρόκειται, επίσης, για την κρίση αξιοπιστίας του κομματικού συστήματος. Η ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους και η ανανέωση του πολιτικού συστήματος αποτελούν την ισχυρότερη απάντηση στην Ακροδεξιά.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Πρόεδρος του Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου