I.
Από τα επαναστατικά Συντάγματα του 1821, όταν με τα λόγια του Φιλήμονα «οι πάντες φώναζαν “Σύστημα“ (εννοώντας το Σύνταγμα) και το έβλεπαν ως μόνη πανάκεια», μέχρι σήμερα, με σημαντικούς ενδιάμεσους σταθμούς ως προς τη διεκδίκηση και την επίκληση του Συντάγματος, υποστηρίζεται ότι η ελληνική κοινωνία περιβάλλει διαχρονικά με υπερηφάνεια και τιμή τον θεμελιώδη χάρτη οργάνωσης της πολιτείας.
Η ελληνική κοινωνία έχει συνδέσει το Σύνταγμα, ήδη από το 1821, με όλες τις μεγάλες προκλήσεις και διεκδικήσεις του έθνους. Οι μείζονες αντιπαραθέσεις την περίοδο της Επανάστασης εκφράζονται κατεξοχήν μέσα από διεκδικήσεις που αφορούν το Σύνταγμα, το περιεχόμενο και την εφαρμογή του.
Οι εξεγέρσεις του 1844 και του 1862 έχουν επίσης ως επίκεντρο το αίτημα για θέσπιση Συντάγματος. Όλη τη δεκαετία του ‘60, μέχρι τη Χούντα, ιδίως κατά την κορύφωση της σύγκρουσης του Παλατιού με τον Γεώργιο Παπανδρέου το 1965, κυριαρχεί το σύνθημα 1-1-4, εμπνευσμένο από την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος, το άρθρο 114, που προέβλεπε ότι «Η τήρησις του Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων».
Κατά τη Μεταπολίτευση το Σύνταγμα βρίσκεται στο επίκεντρο μεγάλων θεσμικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων, μέχρι του σημείου να χρησιμοποιηθεί εργαλειακά από διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις, με αποκορύφωμα τις διαμάχες για την αντισυνταγματικότητα των Μνημονίων και της μνημονιακής νομοθεσίας την περασμένη δεκαετία. Αντίστοιχες αντιπαραθέσεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα με αφορμή κρίσιμα ζητήματα συνταγματικού ενδιαφέροντος. Ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθησαν αυτές οι διαμάχες αποτυπώνεται, κατά τη γνώμη μου, και στην πρόσληψη που έχουν σήμερα οι πολίτες για το Σύνταγμα.
II.
Ποιες είναι σήμερα αυτές οι αντιλήψεις των πολιτών για το Σύνταγμα και τον τρόπο που εφαρμόζεται; Μέχρι σήμερα δεν είχε εκπονηθεί μία ειδική έρευνα κοινής γνώμης στην οποία να αποσαφηνίζονται οι στάσεις της ελληνικής κοινωνίας για το Σύνταγμα και την εφαρμογή του. Για τον σκοπό αυτό το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου έθεσε μία σειρά ερωτήσεων, πραγματοποιώντας σε συνεργασία με τη Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας πανελλαδική έρευνα από την οποία προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Τι σημαίνει ότι έξι στους δέκα πολίτες δηλώνουν ότι αισθάνονται υπερήφανοι για το Σύνταγμα; Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο στις μεγαλύτερες ηλικίες, στα πιο εύπορα στρώματα και σε εκείνους με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, ενώ υποχωρεί στους νεότερους και σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως Αριστεροί. Επίσης, επτά στους δέκα πολίτες πιστεύουν ότι το Σύνταγμά μας συνέβαλε σημαντικά στη δημοκρατική σταθερότητα από το 1975 μέχρι σήμερα.
- Μία πρώτη αξιολόγηση θα μπορούσε να είναι θετική. Η πλειοψηφία αντιμετωπίζει το Σύνταγμα με πίστη, σεβασμό και αναγνώριση. Όμως από ένα άλλο πρίσμα, τα πράγματα δεν είναι τόσο ευχάριστα. Τέσσερις στους δέκα δεν έχουν θετική γνώμη για το Σύνταγμα και τρεις στους δέκα υποτιμούν ή αρνούνται τη σημασία του για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
- Αυτό σημαίνει πρώτα από όλα ότι ο συνταγματικός πατριωτισμός, που αποτελεί έναν ισχυρό παράγοντα συνοχής σε πολλές δυτικές κοινωνίες, εμφανίζεται αποδυναμωμένος.
- Επίσης υπάρχει ενδεχομένως μία επιφύλαξη απέναντι στη συνταγματική οργάνωση του δημοκρατικού κράτους δικαίου, τη νομιμοποίηση και την αποδοχή των θεσμών.
- Μπορεί εξάλλου να σημαίνει ότι το Σύνταγμα, κατά τους πολίτες, δεν έχει την ικανότητα να υπηρετήσει κανονιστικά την αποτελεσματική λειτουργία αυτών των θεσμών.
- Μήπως σημαίνει απογοήτευση απέναντι στους ίδιους αυτούς τους πολιτικούς και δικαιοκρατικούς θεσμούς που κατοχυρώνει το Σύνταγμα; Σε ένα τέτοιο συμπέρασμα μπορεί να καταλήξει κανείς αν συνδυάσει την απάντηση στις δύο προηγούμενες ερωτήσεις με τις απαντήσεις που αφορούν την αξιοπιστία των θεσμών αυτών.
Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ισχυρή δυσπιστία απέναντι σε βασικούς θεσμούς που δεσμεύονται να εφαρμόσουν το Σύνταγμα ή έχουν αποστολή να εγγυώνται την εφαρμογή του: 70% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η δικαστική εξουσία δεν είναι ανεξάρτητη από την εκάστοτε κυβέρνηση και από κέντρα οικονομικής ή επικοινωνιακής ισχύος. Επίσης, 65% πιστεύει ότι οι εκάστοτε κυβερνώντες δεν τηρούν το Σύνταγμα ή το παραβιάζουν συστηματικά. Την εικόνα συμπληρώνει η επιφυλακτικότητα ως προς την ελευθερία και την ανεξαρτησία των ΜΜΕ, σε ποσοστό 70%.
Τα ευρήματα είναι πολύ σημαντικά και με βάση τα δημογραφικά δεδομένα της έρευνας. Οι νεότερες ηλικίες και τα χαμηλότερα εισοδηματικά και μορφωτικά στρώματα είναι ακόμη πιο επιφυλακτικά απέναντι στο Σύνταγμα και τους θεσμούς.
Τα κυριότερα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτή τη δέσμη ερωτήσεων είναι λοιπόν η ισχνή πίστη στο Σύνταγμα, ο ανεπαρκής συνταγματικός πατριωτισμός και η περιορισμένη αναγνώριση της σημασίας του Συντάγματος για τη δημοκρατική σταθερότητα. Τα προηγούμενα συναρτώνται με την κρίση του πολιτικού συστήματος, την οποία έχουν διαπιστώσει πολλές προηγούμενες έρευνες ήδη πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης του 2010.
Ένα δεύτερο ενδιάμεσο συμπέρασμα είναι η αμφισβήτηση από την πλευρά των πολιτών της ικανότητας του Συντάγματος να εγγυηθεί την τήρησή του, αλλά, με γνώμονα και τα επόμενα ευρήματα της έρευνας, και η μεγάλη δυσπιστία απέναντι στην πολιτική και τη δικαστική εξουσία ως προς τον σεβασμό και την τήρηση του Συντάγματος από την πλευρά τους.
Άρα η διάχυτη δυσπιστία και δυσθυμία, που έχει καταγραφεί σε ανύποπτο χρόνο, όχι μόνο επιβεβαιώνεται από την έρευνά μας, αλλά, και αυτό είναι εξαιρετικά κρίσιμο, συναρτάται με την αποδοχή του Συντάγματος καθαυτό.
III.
Η ελληνική κοινωνία πιστεύει στο Σύνταγμα και το τιμά, αλλά αμφισβητεί ότι εφαρμόζεται πιστά από τους κυβερνώντες και τη δικαιοσύνη, εκφράζοντας την ίδια δυσθυμία ή απογοήτευση που έχει διαπιστωθεί σε έρευνες για το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς. Στις νεότερες ηλικίες και στα χαμηλότερα εισοδηματικά και μορφωτικά στρώματα διαπιστώνεται μία λανθάνουσα ή δεδηλωμένη αντισυστημικότητα. Ειδικά ως προς την προστασία των δικαιωμάτων, παρότι αξιολογούνται ως σημαντική αξία, ωστόσο επιβεβαιώνεται μια τάση απογοήτευσης ή «παραίτησης».
Το ερώτημα είναι, πού οφείλεται η περιορισμένη αποδοχή του Συντάγματος; Για ένα μέρος των ερωτώμενων το Σύνταγμα είναι συνυφασμένο με ένα πολιτικό και θεσμικό σύστημα που αποδοκιμάζουν. Για ένα άλλο μέρος η απαξίωση του Συντάγματος οφείλεται στην πεποίθηση ή την ασυναίσθητη αντίδραση ότι το Σύνταγμα είναι συνυπεύθυνο για τις δυσλειτουργίες των θεσμών, με άλλα λόγια με την αδυναμία του να εγγυηθεί όσα κατοχυρώνει.
Πόσοι είναι εκείνοι που δηλώνουν μη υπερήφανοι για το Σύνταγμα επειδή αποδοκιμάζουν το δημοκρατικό κράτος δικαίου υπό μία αντισυστημική προσέγγιση και πόσοι επειδή το θεωρούν αναποτελεσματικό να πετύχει την τήρηση αυτών που υπόσχεται και εξαγγέλλει, μένει να διερευνηθεί πλήρως σε μια επόμενη έρευνα. Όμως ήδη κάποιες σημαντικές υποθέσεις μπορούν να υποστηριχθούν με βάση τα ευρήματα αυτής της έρευνας.
Συγκεκριμένα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα ότι περισσότεροι από 80% των ερωτηθέντων δηλώνουν πως αν αποδειχθεί η παραβίαση του Συντάγματος από τον πρωθυπουργό ή υπουργούς, αυτό θα επηρεάσει την ψήφο τους στις εκλογές. Το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως Δεξιοί ή Κεντροδεξιοί.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την πρόσληψη του Συντάγματος; Εδώ εκφράζεται με τον πιο εμβληματικό και σαφή τρόπο ότι το 80% πιστεύει και επιδεικνύει αφοσίωση στο Σύνταγμα σε βαθμό ώστε να μεταβάλλει την εκλογική του συμπεριφορά αν παραβιαστεί από τους εκάστοτε κυβερνώντες. Το ποσοστό αυτό είναι εξαιρετικά υψηλό, 70%, και ανάμεσα στους Κεντροδεξιούς ερωτώμενους.
Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, αν το αξιολογήσουμε σε συσχέτιση με τις προηγούμενες ερωτήσεις. Ενδεχομένως, αυτή είναι η σημαντικότερη απάντηση που λάβαμε στην έρευνα.
Τι αποδεικνύεται σε σχέση και με τα προηγούμενα ερωτήματα που ανέφερα; Ότι η περιορισμένη αναγνώριση του Συντάγματός μας δεν οφείλεται πρωτίστως στην αποδοκιμασία των πολιτικών και δικαιοκρατικών θεσμών που κατοχυρώνει, αλλά στην αδυναμία του να επιβάλει την πιστή τήρησή τους από εκείνους που αναλαμβάνουν κρίσιμους ρόλους στους θεσμούς αυτούς.
Το ίδιο παρατηρούμε και με βάση ορισμένες από τις επόμενες ερωτήσεις, όπως αυτές που αφορούν την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Ως προς τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων από την ΕΥΠ, επτά στους δέκα θεωρούν ότι πρόκειται για ένα σημαντικό πρόβλημα και ότι η ΕΥΠ παραβίασε το Σύνταγμα, δηλώνοντας επίσης ανασφάλεια ως προς την προστασία των προσωπικών τους επικοινωνιών. Εξάλλου, έξι στους δέκα πιστεύουν ότι παρακολουθήσεις γίνονται διαχρονικά από όλες τις Κυβερνήσεις. Στην ίδια κατεύθυνση μας οδηγούν και οι απαντήσεις στο ερώτημα αν το Σύνταγμα παραβιάστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και σε ποιο βαθμό.
Ίσως, λοιπόν, το καταλληλότερο πρίσμα για να ερμηνεύσει κανείς αυτά τα πολύτιμα ευρήματα της έρευνας είναι η έννοια της πολιτικής αξιοπιστίας, όπως την είχε αναδείξει ο Δημήτρης Τσάτσος σε σχέση με τη νομιμοποίηση των συνταγματικών θεσμών.
Όπως έγραφε ο Τσάτσος, «πολιτική αξιοπιστία σημαίνει εμπιστοσύνη την οποία προκαλεί η πολιτική πράξη που υλοποιεί θεσμούς, όταν ο δηλούμενος ρόλος είναι και ο αληθινός, δηλαδή ο θεσμικά ηθελημένος. Η εμπιστοσύνη αυτή προκύπτει – ή δεν προκύπτει – μετά την πράξη που κρίνεται και με βάση το επικοινωνιακό της αποτέλεσμα. Η πολιτική αξιοπιστία είναι μορφή πολιτικής επικοινωνίας […] που προϋποθέτει τη συνειδησιακή αποδοχή της από εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται η θεσμική πράξη ή συμπεριφορά».
Συνεπώς, αυτό που μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τα ευρήματα της έρευνας είναι το σοβαρό έλλειμμα κατά την πολιτική πραγμάτωση των θεσμών, το οποίο οδηγεί στην αδυναμία επικοινωνίας και αποδοχής από την κοινωνία.
Η αποδοχή του Συντάγματος είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα ζήτημα που αφορά και την εφαρμογή του, όπως προκύπτει από τη συστηματική προσέγγιση των ευρημάτων της έρευνας. Η ελληνική κοινωνία έχει εθιστεί στην κατ’ εξακολούθηση παραβίαση ή σε αυτό που η ίδια προσλαμβάνει ως παραβίαση του Συντάγματος Με μια άλλη διατύπωση, είναι θύμα ενός συνταγματικού κυνισμού ή μιας συνταγματικής απομάγευσης, αφού θεωρεί ότι το Σύνταγμα δεν είναι ικανό να προστατεύσει τους θεσμούς που το ίδιο έχει θεσπίσει.
Το κυριότερο αίτημα δεν είναι συνεπώς η αλλαγή του Συντάγματος αλλά, επιτέλους, η πιστή εφαρμογή του. Πρόκειται για ένα ισχυρό μήνυμα, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η απονομιμοποίηση του Συντάγματος φαίνεται να αλληλοτροφοδοτείται από μία αργή αλλά σταθερή διολίσθηση του σεβασμού προς τους δημοκρατικούς και δικαιοκρατικούς θεσμούς.
IV.
Κλείνω με μια τελευταία παρατήρηση, αν και με βάση τα ειδικότερα δημογραφικά στοιχεία που μας έδωσε αυτή η έρευνα υπάρχουν πολλά ακόμη να προσθέσω: Διαπιστώνεται στους αυτοπροσδιοριζόμενους ως Δεξιούς και Κεντροδεξιούς ερωτώμενους ένας συνταγματικός κομφορμισμός, δηλαδή πιο χαλαρή αντίδραση απέναντι σε παραβιάσεις δικαιωμάτων.
Μία εξήγηση που θα μπορούσε να δώσει κανείς είναι ότι οφείλεται στην προτεραιότητα που για ιδεολογικούς λόγους δίνουν ενδεχομένως αυτοί οι πολίτες στην ασφάλεια του κράτους έναντι της προστασίας των δικαιωμάτων.
Μία δεύτερη εξήγηση θα ήταν ότι οι απαντήσεις τους επηρεάζονται από την πολιτική συγκυρία, δηλαδή από το γεγονός ότι στην εξουσία βρίσκεται μια δεξιά/κεντροδεξιά κυβέρνηση.
Κρισιμότερο εδώ είναι ότι ενδεχομένως υποκρύπτεται ο συνταγματικός κομφορμισμός που προανέφερα, με άλλα λόγια η λογική ότι το Σύνταγμα υπάρχει για να εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο πολιτικό καθεστώς.
Από την άλλη πλευρά, σε ένα μέρος των απαντήσεων που προέρχονται κυρίως από πρόσωπα αυτοπροσδιοριζόμενα στην Αριστερά, αν εξαιρέσουμε εκείνους που απορρίπτουν συλλήβδην το λεγόμενο «αστικό Σύνταγμα» υπάρχει μια προσέγγιση που συναρμόζεται με τον συνταγματικό λαϊκισμό. Το Σύνταγμα ως εργαλείο απέναντι στις ελίτ και η χρήση του ως μέρους μιας πολιτικής σύγκρουσης και όχι ως πλαισίου των θεμελιωδών κανόνων του παιχνιδιού, μέσα στο οποίο διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση.
Αυτή τη λογική ακολουθούν ενδεχομένως και όσοι υποστηρίζουν την αλλαγή του Συντάγματος απευθείας από τον λαό με Συντακτική Συνέλευση, άποψη που υποστηρίζεται από τον 1 στους 3 ερωτώμενους, με το ποσοστό να φτάνει στο 50% ανάμεσα στους αυτοπροσδιοριζόμενους ως Αριστερούς. Εδώ ωστόσο απαιτείται η αναζήτηση βαθύτερων εξηγήσεων.
Συνταγματικός κυνισμός, συνταγματικός κομφορμισμός και λαϊκισμός αποτελούν διαφορετικές μορφές πρόσληψης του Συντάγματος που επιτείνουν την απαξίωσή του. Όμως, κατά τη γνώμη μου, η κρισιμότερη αιτία υποβάθμισης του συνταγματικού πατριωτισμού στη χώρα μας είναι η πεποίθηση ότι το Σύνταγμα παραβιάζεται συστηματικά, και το έλλειμμα πολιτικής αξιοπιστίας που συνοδεύει αυτή την πεποίθηση.
Ας ελπίσουμε ότι η έρευνα θα συμβάλλει αφενός στην εμβάθυνση της μελέτης των κρίσιμων ζητημάτων, ιδίως όμως ότι θα δώσει ένα μήνυμα στην πολιτική τάξη.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου