Καθώς μπαίνουμε στην τελική ευθεία εσωκομματικών εκλογών σε δυο κόμματα, θα είχε ίσως αξία να διερευνήσουμε λίγο βαθύτερα τις σχετικές διαδικασίες και τις συνέπειες τους.
Η ανάδειξη των αρχηγών ελληνικών κομμάτων «από τη βάση» έχει ως πρότυπο τις αντίστοιχες αμερικανικές primaries- δεν είναι τυχαίο ότι εκείνος που τις εισήγαγε στην ελληνική πρακτική, ο Γιώργος Παπανδρέου, είναι απολύτως εξοικειωμένος με το αμερικανικό σύστημα. Το τελευταίο παρουσιάζει, πάντως, σημαντικές, και μη προσαρμόσιμες στα ελληνικά δεδομένα, ιδιοτυπίες, με κύρια χαρακτηριστικά την μη αμεσότητα και την πολυπλοκότητα:
- Οι primaries διεξάγονται ενόψει και ως πρόκριμα της προεδρικής εκλογής: αποτελούν προστάδιο –εκλέγω τον υποψήφιο του κόμματος μου για Πρόεδρο- και όχι τελικό στάδιο –δεν εκλέγω τον ίδιο τον Πρόεδρο.
- Ούτε καν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι άμεσο: όσοι ψηφίζουν στα κομματικά primaries εκλέγουν «εκλέκτορες» (delegates) υπέρ κάποιου υποψηφίου και τους «στέλνουν», μαζί με τους εκλέκτορες και των άλλων υποψηφίων, στο κομματικό Συνέδριο, το οποίο τελικώς θα λάβει απόφαση περί του υποψηφίου του κόμματος για την Προεδρία.
- Τα primaries δεν είναι ο μοναδικός, ούτε ενιαίος, τρόπος επιλογής υποψηφίου Προέδρου εκ μέρους ενός κόμματος: υπάρχουν και τα “caucuses”, που αποτελούν πιο άτυπες «συναντήσεις» (meetings) σε τοπικό επίπεδο, με ή και χωρίς ψηφοφορία. Το κάθε ένα από τα δυο μεγάλα κόμματα (Δημοκρατικό και Ρεπουμπλικανικό) καθορίζει σε ποιες Πολιτείες λαμβάνουν χώρα caucuses αντί για primaries.
- Τόσο τα primaries όσο και τα caucuses μπορούν να είναι «ανοιχτά», με το δικαίωμα ψήφου να μην εξαρτάται από το αν κάποιο πρόσωπο είναι «γραμμένο» ή όχι σε κάποιο κόμμα, «κλειστά», στα οποίο μόνον οι ήδη «γραμμένοι» ψηφίζουν» και «μικτά», με συνδυασμό των δυο μεθόδων. Σε όλες, ωστόσο, τις περιπτώσεις είναι εκ των προτέρων γνωστό τι ισχύει.
Στην Ελλάδα, το σύστημα εισήχθη, με αλλαγή Καταστατικού, το 2004 από το ΠΑΣΟΚ και ακολουθήθηκε πρώτα από τη Νέα Δημοκρατία, για την εκλογή του Α. Σαμαρά το Νοέμβριο του 2009, επίσης με αλλαγή Καταστατικού από έκτακτο Συνέδριο, και το 2022 από τον ως τότε ιδεολογικά αντίθετο ΣΥΡΙΖΑ, για την επανεκλογή του Α. Τσίπρα, με πρόταση του ίδιου και αποδοχή από την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε, σε κάθε κόμμα, αυτός ο τρόπος εκλογής αρχηγού, ακολουθείται πλέον παγίως: έτσι εξελέγησαν τέσσερις φορές ως σήμερα οι επικεφαλής στο ΠΑΣΟΚ (Ε. Βενιζέλος, δυο φορές Φ. Γεννηματά, Ν. Ανδρουλάκης) και από μία ακόμα στη Νέα Δημοκρατία (Κυρ. Μητσοτάκης) και στο ΣΥΡΙΖΑ (Στ. Κασσελάκης).
Ως ιδιαιτερότητες των ελληνικών primaries μπορούν να θεωρηθούν:
- Η μη ύπαρξη δεδομένου «εκλογικού σώματος»: σε όλες τις αναμετρήσεις που έλαβαν χώρα, αλλά και στις δυο που έρχονται, ψηφίζει όποιος πολίτης προσέλθει στις κάλπες σε συγκεκριμένη μέρα –και, ενδεχομένως, πληρώσει ένα μικρό ποσό
- Η δυνατότητα διεξαγωγής ψηφοφορίας με έναν μόνο υποψήφιο, που μετατρέπει τη διαδικασία από εκλογή σε «δια βοής νομιμοποίηση»: περιπτώσεις Γ. Παπανδρέου, Ε. Βενιζέλου, Α. Τσίπρα.
- Η μη τακτική διεξαγωγή της ψηφοφορίας: έλλειψη θητείας στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας, αποφάσεις των οργάνων στα δυο άλλα κόμματα.
Από πλευράς πολιτικής ουσίας, και στο πλαίσιο των συνταγματικών κανόνων, θα μπορούσαν να παρατηρηθούν τα ακόλουθα:
- Η εκλογή Προέδρου από τη βάση δεν αρκεί για να καλύψει το αίτημα εσωκομματικής δημοκρατίας και την έλλειψη ρητής σχετικής ρύθμισης στο άρθρο 29 του Συντάγματος. Η εκλογή, από μόνη της, ακόμα και αν συνιστά δημοκρατική πράξη, είναι μεμονωμένο γεγονός, ενώ η εσωκομματική δημοκρατία απαιτεί μακροχρόνιες και διαρκείς ρυθμίσεις και διαδικασίες (λογοδοσία, επιλογές προσώπων και θέσεων, Συνέδρια κλπ). Αν οι διαδικασίες αυτές ελλείπουν ή είναι ασθενικές ή δεν έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο, η εκλογή αρχηγού από τη βάση δεν καθιστά την εσωκομματική δημοκρατία λιγότερο ελλειμματική.
- Η εκλογή αρχηγού από τη βάση δεν ταυτίζεται με την «άμεση δημοκρατία» και δεν δημιουργεί συνθήκες άμεσης δημοκρατίας εντός των κομμάτων. Δεν πρόκειται για «αδιαμεσολάβητη» εκλογή, εφόσον δεν διεξάγεται εντός του κομματικού πλαισίου, αλλά στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα, με καθοριστική συμμετοχή των μέσων ενημέρωσης και της ευρύτερης κοινής γνώμης –όλων των πολιτών, και όχι μόνο οπαδών του κόμματος στο οποίο αφορά η εκλογή.
- Σε τέτοιου είδους εκλογές δεν κερδίζει αναγκαστικά –ούτε καν κατά λογική ακολουθία- η Πολιτική και η πολιτική αντιπαράθεση. Αυτή που επικρατεί –στη εποχή μας, σχεδόν νομοτελειακά- είναι η «λογική του σταρ σίστεμ»: έμφαση στο πρόσωπο –πρόσωπο εκλέγεται, αλλά για αρχηγός κόμματος, όχι για πρωταγωνιστής στις ειδήσεις- και στην «εικόνα» -η οποία μάλιστα, λόγω και μέσω «κοινωνικής δικτύωσης» είναι εντελώς τεχνητή και κατασκευασμένη –και όχι με βάση πολιτικά κριτήρια.
- Η έλλειψη προσδιορισμένου εκλογικού σώματος στρεβλώνει την έννοια της «αντιπροσωπευτικότητας». Στο αμερικανικό σύστημα, εκεί που επιτρέπεται η συμμετοχή «εξωτικών» -μη εγγεγραμμένων ψηφοφόρων του κόμματος- αυτή καταγράφεται –γνωρίζουμε ποιοι, και πόσοι, είναι εξωτικοί. Στο ελληνικό σύστημα, ψηφίζουν, και βαρύνουν το ίδιο, όλοι –μέλη και «φίλοι», ψηφοφόροι και μη ψηφοφόροι –ούτε καν δυνητικοί ψηφοφόροι-, ενδιαφερόμενοι για το «καλό» αλλά και για το λιγότερο καλό του κόμματος του οποίου εκλέγουν αρχηγό.
- Η εκλογή δια της βάσης δεν προσδίδει εξ ορισμού ισχυρότερη νομιμοποίηση στους έτσι εκλεγμένους ηγέτες: η «γενίκευση» των primaries (έτσι κάνουν όλοι), η αποκοπή από την πολιτική και κοινοβουλευτική πράξη, η στενή σχέση της με την εκάστοτε συγκυρία, το γεγονός ότι μπορούν να προκληθούν εκλογές ανά πάσα στιγμή «χαλαρώνουν» τη νομιμοποιητική δυναμική. Αυτό που την ενισχύει είναι η μεγάλη συμμετοχή, που στα ελληνικά primaries αποτελεί πάγιο φαινόμενο –κάτι που εξηγεί, μαζί με το «φόβο της οπισθοδρόμησης», ότι κανείς δεν τολμά να τις αμφισβητήσει.
Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς