Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: ΕΔΔΑ) για τις μαζικές απωθήσεις μεταναστών στον φράχτη της Ισπανίας στη Μελίγια έχει ήδη καταστεί αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης. Κάποιοι θριαμβολογούν, υποστηρίζοντας ότι ανοίγει επιτέλους ο δρόμος για μαζικές απελάσεις αλλοδαπών. Άλλοι μιλούν για ένα σοβαρό πλήγμα στο δικαίωμα στο άσυλο.
Ανατρέποντας την προηγούμενη απόφαση του Τμήματος, η Ευρεία Σύνθεση του Δικαστηρίου κατέληξε ότι η Ισπανία δεν παραβίασε τις υποχρεώσεις της με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: ΕΣΔΑ). Στις ακόλουθες γραμμές θα επιχειρηθεί μια σύντομη καταγραφή των κυριότερων σημείων της απόφασης με σκοπό να γίνουν κάποιες πρώτες κριτικές παρατηρήσεις.
Τα χρονικό της υπόθεσης
Οι δύο προσφεύγοντες ήταν πολίτες αφρικανικών χωρών (Μάλι και Ακτής του Ελεφαντοστού), οι οποίοι το 2014 μαζί με πολυπληθή ομάδα μεταναστών και προσφύγων, επιχείρησαν να υπερβούν την περίφραξη της αυτόνομης πόλης Μελίγια στο Μαρόκο, η οποία ανήκει διοικητικά στην επικράτεια της Ισπανίας. Συνελήφθησαν από ειδικούς φρουρούς φύλαξης των συνόρων και επαναπροωθήθηκαν στο Μαρόκο.
Στις 3 Οκτωβρίου 2017 το Τρίτο Τμήμα του Δικαστηρίου έκρινε ομοφώνως ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου υπ’ αριθμό 4 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση συλλογικών απελάσεων αλλοδαπών) και παραβίαση του άρθρου 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου υπ’ αριθμό 4 της Σύμβασης, καθόσον οι προσφεύγοντες στερήθηκαν ενός πραγματικού και αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος προκειμένου να αμφισβητήσουν την άμεση απομάκρυνσή τους στο Μαρόκο ενώπιον των ισπανικών αρχών.
Η ισπανική κυβέρνηση ζήτησε την επανεξέταση της υπόθεσης από το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2018 έλαβε χώρα η ακροαματική διαδικασία, στην οποία μετείχαν πέρα από τους διαδίκους, η Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNHCR), ενώ γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλλαν η βελγική, γαλλική και ιταλική κυβέρνηση και πλήθος μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Το σκεπτικό του Δικαστηρίου του Στρασβούργου
Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι η αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στη ΕΣΔΑ απαιτεί τα Κράτη να προβλέπουν μία πραγματική και αποτελεσματική πρόσβαση στα μέσα νόμιμης εισόδου, ιδίως των διαδικασιών στα σύνορα για τους αφιχθέντες στα σύνορα. Αυτά τα μέσα θα πρέπει να επιτρέπουν σε όλα τα πρόσωπα που αντιμετώπισαν διώξεις να υποβάλουν ένα αίτημα προστασίας, που θεμελιώνεται ειδικότερα στο άρθρο 3 της Σύμβασης (απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), υπό προϋποθέσεις που διασφαλίζουν ότι το αίτημα εξετάζεται σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες. Όπου υπάρχουν τέτοια μέσα, η Σύμβαση δεν εμποδίζει τα Κράτη, στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της υποχρέωσης τους να ελέγχουν τα σύνορα, να απαιτούν την υποβολή αιτήσεων για τέτοια προστασία στα υφιστάμενα συνοριακά σημεία διέλευσης. Επομένως, τα Κράτη μπορούν να αρνηθούν την είσοδο στο έδαφος τους σε αλλοδαπούς, συμπεριλαμβανομένων των αιτούντων άσυλο, οι οποίοι απέτυχαν χωρίς βάσιμους λόγους να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις αυτές και επεδίωξαν να διασχίσουν τα σύνορα σε διαφορετική τοποθεσία, εκμεταλλευόμενοι τον μεγάλο αριθμό τους και κάνοντας χρήση βίας.
Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι αιτιάσεις των προσφευγόντων ότι κινδύνευαν σε περίπτωση επιστροφής στο Μαρόκο, βάσει του άρθρου 3 της Σύμβασης, είχαν ήδη απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμες από το τμήμα του Δικαστηρίου. Παράλληλα, το ισπανικό Δίκαιο τους προσέφερε διάφορα δυνατά μέσα για να επιτύχουν την είσοδό τους στην εθνική επικράτεια. Θα μπορούσαν να ζητήσουν θεώρηση εισόδου ή να υποβάλλουν αίτημα διεθνούς προστασίας, ιδίως στο σημείο διέλευσης των συνόρων, αλλά και στις διπλωματικές και προξενικές αντιπροσωπείες της Ισπανίας στις αντίστοιχες χώρες καταγωγής ή διαμετακόμισης ή ακόμη στο Μαρόκο. Αντ’ αυτού οι προσφεύγοντες επέλεξαν να συμμετάσχουν στην εφόρμηση στους συνοριακούς φράκτες της Μελίγια, εκμεταλλευόμενοι τον μεγάλο αριθμό των ομάδων και κάνοντας χρήση βίας. Κατά συνέπεια, υπήρξαν οι ίδιοι «παραίτιοι» της εν θερμώ αποπομπής τους και για το λόγο αυτό το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Tο παράτυπο της εισόδου ως περιορισμός των δικαιωμάτων
Προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ του κυριαρχικού δικαιώματος των κρατών να καθορίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής στην επικράτειά τους και της ανάγκης να διαφυλαχθεί η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης αλλοδαπών σε χώρες όπου κινδυνεύουν, το ΕΔΔΑ μεταθέτει τελικά το βάρος στη συμπεριφορά του ιδίου του αλλοδαπού.
Το επίδικο στην προκείμενη υπόθεση ήταν αν συνέτρεχε παραβίαση του άρθρου 4 του 4ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου που απαγορεύει τις συλλογικές απελάσεις αλλοδαπών γενικά και όχι μόνο εκείνων που κινδυνεύουν να υποστούν μεταχείριση αντίθετη προς το 3 της ΕΣΔΑ ή έχουν προσφυγικό προφίλ. Η επίμαχη διάταξη του 4ου Πρωτοκόλλου είναι σαφής. («Απαγορεύεται η ομαδική απέλαση αλλοδαπών») Το Δικαστήριο ωστόσο συνδέει την απαγόρευση συλλογικών απελάσεων με την αρχή της μη επαναπροώθησης (σκ.198) αποκλείοντας από το πεδίο εφαρμογής της διάταξης τους παράτυπους μετανάστες. Αν όμως οι δύο διατάξεις (αρ. 3 ΕΣΔΑ και 4 του 4ου Πρωτοκόλλου) ταυτίζονται κατά σκοπό ή περιεχόμενο, τότε ποια η ανάγκη παράλληλης ύπαρξης τους;
Οι μεταναστευτικές ροές, επίσης, είναι συνήθως μικτές, καθώς πρόσφυγες και μετανάστες μετακινούνται μέσω των ιδίων διαδρομών και χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα. Η διαπίστωση του νομικού στάτους εκάστου εξ’ αυτών προϋποθέτει την εξατομικευμένη αξιολόγηση κάθε περίπτωσης, κάτι που προφανώς απουσίαζε εν προκειμένω. Πως λοιπόν μπορούν τα κράτη να προβαίνουν σε εν θερμώ αποπομπές και παράλληλα να διασφαλίζουν αποτελεσματικά το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ;
Η κρίση του Δικαστηρίου προβληματίζει επίσης σε σχέση με τις διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης, η οποία αναγνωρίζει σαφώς ότι οι πρόσφυγες αναγκάζονται συχνά να κινηθούν εκτός των «νομίμων» διαδικασιών μετανάστευσης και απαγορεύει την επιβολή κυρώσεων σε βάρος τους για το λόγο αυτό. Αντίθετα, το ΕΔΔΑ φαίνεται να αποδέχεται καταρχήν την εν θερμώ αποπομπή ακόμα και ατόμων προσφυγικού προφίλ, που δεν ακολούθησαν τις «νόμιμες οδούς».
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η διάσταση απόψεων που διαπιστώνεται μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων της ΕΣΔΑ και του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών στο ζήτημα. Τον Φεβρουάριο του 2019, η Επιτροπή της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού, καταδίκασε την Ισπανία για την εν θερμώ αποπομπή ενός ασυνόδευτου ανηλίκου στον ίδιο τον φράχτη της Μελίγια ως αντίθετη σε σειρά διατάξεων της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του παιδιού. Η Επιτροπή απέρριψε επίσης τα επιχειρήματα της Ισπανικής κυβέρνησης σχετικά με την δυνατότητα υποβολής αίτησης θεώρησης εισόδου στις πρεσβείες ή τη χορήγηση ασύλου στα σημεία διέλευσης των συνόρων ως μη ρεαλιστική και αποτελεσματική.
Καθίσταται σαφές ότι η προσφυγική κρίση δεν έχει αφήσει αλώβητο κανένα ευρωπαϊκό θεσμό. Ακόμα και τους ίδιους τους θεματοφύλακες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στάθης Πουλαράκης
Δικηγόρος με ειδίκευση σε ζητήματα ασύλου και μετανάστευσης