Η προσωρινή διαταγή, όταν στο πλαίσιο υποθέσεων δυσφήμησης δημοσίων προσώπων απαγορεύει μελλοντικά δημοσιεύματα, καθίσταται αποτελεσματικό και κομψό εργαλείo αντισυνταγματικής λογοκρισίας. Οι προσωρινές διαταγές αποτελώντας (ή ίσως και όχι δικαστικές) αποφάσεις χωρίς αιτιολογία,[1] καταστρατηγούν ταυτόχρονα τη συνταγματική απαγόρευση της λογοκρισίας και κάθε άλλου προληπτικού μέτρου (του άρθρου 14Σ) και τη λογική της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης. Ο συνδυασμός της ratio των κανόνων της πολιτικής δικονομίας με τη συνταγματική προστασία του λόγου θα έπρεπε να καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης προσωρινών διαταγών.
Οι υποθέσεις δυσφήμησης δημοσίων προσώπων από ΜΜΕ αποτελούν αναπόδραστα συνταγματικές διαφορές, που καθορίζουν το πλαίσιο άσκησης ελευθερίας του λόγου. Δύο συνταγματικά αγαθά συγκρούονται, καθώς η ελευθερία της έκφρασης αντιπαρατίθεται με την προστασία της προσωπικότητας. Σημαντική για την προσέγγιση της σύγκρουσης είναι η σοβαρή και σταθερή χρήση κριτηρίων σε κάθε δικαστική προσέγγιση. Οι έννοιες του δημοσίου προσώπου και των θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος είναι κρίσιμες τόσο για την αξιολόγηση του επείγοντος όσο και για τον εντοπισμό σκοπού εξύβρισης.
Η πιθανολόγηση αποτροπής επικείμενου κινδύνου ή συνδρομής επείγουσας περίπτωσης, χωρίς εφαρμογή κριτηρίων που συνάδουν σε συνταγματικές υποθέσεις ελευθερίας του λόγου, οδηγεί σε παραβιάσεις της ελευθερίας αυτής που περνούν κάτω από το ραντάρ, καθώς οι προσωρινές διαταγές δεν έχουν αιτιολογία. Η έλλειψη σκεπτικού και αιτιολογίας επιτείνει τη διακινδύνευση της ελεύθερης έκφρασης. Ο δικαστής πιθανολόγησε το επείγον, ή την πιθανότητα δικαίωσης στην κύρια δίκη; Η ερμηνεία της προσωρινής διαταγής μπορεί να είναι ανοικτή σε υποθέσεις για τη σκέψη του δικαστή, που δεν αποτυπώνεται στο κείμενο, και μπορεί να καταστεί καθαυτή εκμεταλλεύσιμη από τους διαδίκους στη δημόσια αντιπαράθεση τους. Σε κάθε περίπτωση, η απαγόρευση που αφορά το μέλλον αποτελεί προληπτική λογοκρισία. Διαφοροποιείται, λοιπόν, η προσωρινή διαταγή που αφορά ένα ήδη δημοσιευμένο άρθρο από τη διαταγή που αφορά μελλοντικά δημοσιεύματα.
Πότε υπάρχει επικείμενος κίνδυνος για την προσωπικότητα ενός δημοσίου προσώπου; Η απάντηση συνδέεται με την κατηγορία του δημοσίου προσώπου (αξιωματούχος του δημοσίου, πρόσωπο της επικαιρότητας κλπ.) και το επίμαχο ζήτημα, το οποίο θεωρεί δυσφημιστικό. Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός πολιτικού προσώπου. Η λογική της μειωμένης προστασίας του δικαιολογείται όχι μόνο από την οικειοθελή του είσοδο σε μια αρένα αυξημένης κριτικής και μειωμένης ιδιωτικότητας, αλλά και από τη μεγαλύτερη πρόσβαση που έχει στα ΜΜΕ προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος ακόμα και κάποια ψεύδη ή ανακρίβειες είναι ανεκτά, καθώς μέσα από την αντιπαράθεση ψεύδους-αλήθειας ωφελείται ο δημόσιος διάλογος. Ο κανόνας για τα πρόσωπα που ασκούν δημόσια εξουσία και για τους πολιτικούς είναι ότι ο κύριος τόπος αντίκρουσης προσβολών της προσωπικότητας τους είναι ο δημόσιος διάλογος και όχι τα δικαστήρια. Οι εξαιρέσεις στον κανόνα είναι σημαντικές – ακριβώς επειδή αποτελούν εξαιρέσεις. Η απουσία σταθερής εφαρμογής κριτηρίων που να πηγάζουν από το Σύνταγμα και τη νομολογία του ΕυρΔΔΑ επηρεάζει ενδεχομένως και την πιθανολόγηση στις προσωρινές διαταγές και τα ασφαλιστικά μέτρα. Η στάση του δικαστή θα διαφοροποιούνταν αν γνώριζε ότι οι πιθανότητες ευδοκίμησης αγωγής αποζημίωσης ενός δημοσίου προσώπου ενάντια σε ΜΜΕ είναι περιορισμένες – η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Ας υποθέσουμε ότι επίκεινται εκλογές και ένα πολιτικό πρόσωπο με δημόσια εξουσία στρέφεται κατά μιας εφημερίδας για ένα δημοσίευμα, υποστηρίζοντας ότι αυτό περιέχει ψεύδη ή και εκφράσεις που υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο έκφρασης και έχουν σκοπό να προσβάλουν την προσωπικότητα του. Υπάρχει κατεπείγουσα περίπτωση που να δικαιολογεί προσωρινή διαταγή; Κινδυνεύει το δικαίωμα στην προσωπικότητα από ανεπανόρθωτη βλάβη; Δεν έχει πρόσβαση το πρόσωπο αυτό σε άλλα φιλικά προσκείμενα μέσα για να απαντήσει; Μια προσωρινή διαταγή δεν δίνει την εντύπωση ότι πιθανολογείται πως η δίκη θα κερδηθεί, ή πιθανολογεί αποκλειστικά τον επικείμενο κίνδυνο ενόψει των εκλογών; Και αν στην τελική δίκη κριθεί ότι το δημοσίευμα δεν είναι δυσφημιστικό, η προσωρινή διαταγή δεν έχει τελικά πλήξει ανεπανόρθωτα την ελευθερία της έκφρασης; Η απαγόρευση δημοσιευμάτων στο κρίσιμο χρονικό διάστημα δεν ικανοποιεί στην ουσία πλήρως το δικαίωμα προστασίας προσωπικότητας, έξω από τη λογική της προσωρινής προστασίας;
Η ίδια η αναζήτηση σκοπού εξύβρισης όσον αφορά την κριτική δημοσίων προσώπων είναι προβληματική. Τα δικαστήρια διερευνούν αν η εκδήλωση που προσέβαλε την τιμή συνιστά αναγκαίο μέσο για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου από τον εκφραζόμενο σκοπού, δηλαδή τη διαφύλαξη του δικαιώματος ενημέρωσης και την εκτέλεση καθήκοντος. Σύμφωνα με τη νομολογία, το αναγκαίο του μέσου κρίνεται από την καταλληλότητα της έκφρασης που επέλεξε ο δράστης, το απαραίτητο και το αναγκαίο της προσβολής και το ανάλογο αυτής προς το δικαίωμα που διαφυλάσσεται ή το καθήκον που υπηρετείται.
Η αναζήτηση του σκοπού εξύβρισης από το δικαστήριο το υποχρεώνει να αξιολογήσει αν ο τρόπος που εκφράζεται ένας δημοσιογράφος, τα σχόλια που κάνει ακόμα και σε αληθές περιεχόμενο, οι χαρακτηρισμοί στους οποίους προβαίνει είναι «αναγκαίοι για τη δέουσα απόδοση του περιεχόμενου των σκέψεών του». Εφαρμόζεται έτσι ένα ιδιότυπο τεστ, που αναζητεί την αναλογία στον τρόπο έκφρασης. Η αναζήτηση του αντικειμενικά αναγκαίου στον τρόπο της έκφρασης, στο ύφος ενός δημοσιεύματος, μοιάζει να αναθέτει στον δικαστή μια στάθμιση ιδιαίτερα δύσκολη, αν όχι ανέφικτη. Ο δικαστής καλείται να κρίνει ότι η έντονη κριτική ενός δημοσίου προσώπου έγινε χωρίς πρόθεση να το θίξει. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις έννοιες των δημοσίων προσώπων και των θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος. Είναι τελικά δυνατό να θέλει κανείς να πει ότι ένας πολιτικός είναι διεφθαρμένος χωρίς να έχει σκοπό να θίξει την τιμή του; Και έχει διαφορά όσον αφορά τη βούληση αυτού που ασκεί την κριτική να θίξει τον κρινόμενο, το αν θα τον αποκαλέσει κλέφτη ή θα εκφράσει το ίδιο πράγμα με υπαινικτικές λέξεις;
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει επισημάνει ότι έχει διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και σε αρκετές υποθέσεις εναντίον της Ελλάδας, λόγω της αδυναμίας των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόσουν τα κριτήρια που δέχεται η νομολογία του σχετικά με την ελευθερία έκφρασης, όταν αυτή σταθμίζεται έναντι της προστασίας της υπόληψης. Ίσως αυτή η αδυναμία ενθαρρύνει τα δημόσια πρόσωπα να προσφεύγουν διαρκώς στη δικαιοσύνη, δημοσιοποιώντας μάλιστα τις προθέσεις τους λόγω της πρόσβασής τους στα ΜΜΕ. Οι αποζημιώσεις που συχνά ζητούν είναι εξαιρετικά μεγάλες. Ίσως αποτιμούν την τιμή τους με τον τρόπο αυτό ή στοχεύουν ευθέως και ενσυνείδητα στο «πάγωμα της ελεύθερης έκφρασης» και την έμμεση λογοκρισία ζητώντας τεράστια ποσά από τα ΜΜΕ ή τους δημοσιογράφους.
Το παιχνίδι της ελεύθερης έκφρασης χάνεται στις προσωρινές διαταγές που πιθανολογούν άμεσο κίνδυνο για την προστασία προσωπικότητας δημοσίων προσώπων από την κριτική και στις αποφάσεις πρωτοδικείων που αναζητούν το αναγκαίο μέτρο στον τρόπο έκφρασης δημοσιογράφων, όταν ασκούν την κριτική αυτή. Η δημιουργία μιας νέας κουλτούρας στις συνταγματικές υποθέσεις ελευθερίας του λόγου πρέπει να γίνει bottom up από τα πρωτοδικεία όπου καθορίζεται η πραγματικότητα της ελευθεροτυπίας.
Αλκμήνη Φωτιάδου
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος
Υποσημειώσεις:
[1] Στη θεωρία της πολιτικής δικονομίας υπάρχει διάσταση απόψεων για τη νομική φύση της προσωρινής διαταγής. Έχουν διατυπωθεί απόψεις για το αν αποτελεί περιληπτική απόφαση ή διοικητική πράξη οργάνου απονομής δικαιοσύνης. Η διάσταση αυτή απασχολεί τη νομολογία και επιφέρει δικονομικές συνέπειες. Από τη σκοπιά του συνταγματικού δικαίου τίθεται το ζήτημα του συσχετισμού της νομική φύση της προσωρινής διαταγής με την θέση περιορισμών σε συνταγματικά δικαιώματα. Βλ. http://www.esdi.gr/nex/images/stories/pdf/epimorfosi/2018/grammatikos_September2018.pdf