Ius est ars boni et aequi
Publius Juventius Celsus
Το ποινικό δίκαιο, το οποίο συνιστά μια από τις πιο αρχέγονες μορφές του δικαίου, έχει ως αποστολή τη ρύθμιση της κοινωνικής ζωής από τη σκοπιά και προς την κατεύθυνση της καταπολέμησης και πρόληψης της εγκληματικότητας[1]. Το ποινικό, λοιπόν, δίκαιο ορίζεται ως το σύνολο των κανόνων που προσδιορίζουν ποιες πράξεις έχουν ποινικό ενδιαφέρον και ποια ποινική κύρωση πρέπει να επιβληθεί στον δράστη τους. Η ποινική αυτή κύρωση για να εφαρμοσθεί προϋποθέτει ένα άλλο σύμπλεγμα κανόνων που προσδιορίζουν την διαδικασία της επιβολής και εκπλήρωσης που καλείται ποινική δικονομία. Στο πλαίσιο μιας δικαιοκρατικά οργανωμένης και νομικά πολιτισμένης πολιτείας το ποινικό δίκαιο στο σύνολό του πρέπει να αναπτύσσεται κατά τρόπο που να σέβεται τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα και να αναδεικνύει την αρχή της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Στις 26.07.2021 παρουσιάσθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης το Σχέδιο Νόμου για την αναθεώρηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Σύμφωνα με το δελτίο τύπου του Υπουργείου[2] , στόχος αποτελεί η ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών και η προστασία του κοινωνικού συνόλου από την εγκληματικότητα, η ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτεία και τη δικαιοσύνη, καθώς επίσης η ορθή εφαρμογή των δικαιϊκών κανόνων που αποτελούν τον βασικό άξονα του ποινικού μας πολιτισμού. Επιπλέον, με τις νομοθετικές παρεμβάσεις επιδιώκεται η προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, όπως ανηλίκων, πολιτών τρίτων χωρών, θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης, trafficking.
Ήδη στις 24.09.2021 τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το σχετικό νομοσχέδιο[3]. Ειδικότερα το νομοσχέδιο[4] προβλέπει ενδεικτικώς μεταξύ άλλων:
α) Για τα εγκλήματα μείζονος ποινικής απαξίας (ειδεχθή αδικήματα), ισόβια κάθειρξη ως μοναδική ποινή για τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας, της ανθρωποκτονίας με δόλο, του ομαδικού βιασμού, του βιασμού που είχε ως συνέπεια το θάνατο, της θανατηφόρας ληστείας, του βιασμού σε βάρος ανηλίκου. Επιπλέον, προστίθενται στην έννοια της βαριάς σωματικής βλάβης η αναπηρία και η μόνιμη παραμόρφωση.
β) Για τα εγκλήματα που σχετίζονται με το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή, το αδίκημα του εμπρησμού, όπως και αυτό του εμπρησμού δασών, αλλά και όλων των κοινώς επικινδύνων εγκλημάτων, μετατρέπονται από εγκλήματα αποτελέσματος σε εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης. Με άλλα λόγια, για να τιμωρείται η πράξη δεν χρειάζεται να επέλθει η βλάβη, αλλά αρκεί να μπορεί να προκύψει κίνδυνος. Περαιτέρω, για την επιβολή ποινής ισοβίου καθείρξεως αρκεί και ο θάνατος ενός ανθρώπου χωρίς να απαιτείται μεγάλος αριθμός προσώπων, όπως ισχύει σήμερα. Το αδίκημα του εμπρησμού δασών τυποποιείται πλέον μόνο ως κακούργημα και στη βασική του μορφή με προβλεπόμενη ποινή κάθειρξης έως 8 έτη και χρηματική ποινή. Στην περίπτωση που η φωτιά στο δάσος είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή προβλέπεται πρόσκαιρη κάθειρξη (πέντε έως δεκαπέντε έτη). Επίσης επαναφέρεται το αδίκημα της αλιείας σε χωρικά ύδατα και αυστηροποιείται η προβλεπόμενη ποινή.
γ) Για τα εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας, γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής προβλέπεται αυτεπάγγελτη δίωξη για την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας στον εργασιακό χώρο, ενόσω σήμερα απαιτείται έγκληση (δηλαδή καταγγελία της πράξης εντός προθεσμίας τριών μηνών). Επίσης, η αιμομιξία όταν τελείται από ανιόντες μετατρέπεται σε κακούργημα ενώ αυστηροποιούνται οι ποινές για το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων.
δ) Για τα εγκλήματα σε βάρος ανηλίκων αλλάζει ο χρόνος έναρξης της παραγραφής των αδικημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας σε βάρος ανηλίκων καθώς επίσης γίνεται αυτεπάγγελτη η δίωξη των αδικημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας όταν στρέφονται σε βάρος ανηλίκων. Οι γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους (αποπλάνηση ανηλίκων) γίνονται κακούργημα.
Mε τις ανωτέρω διατάξεις αυστηροποιείται το πλαίσιο των ποινών για συγκεκριμένα εγκλήματα ιδιαίτερης ποινικής απαξίας, τα οποία παρουσιάζουν έξαρση και έχουν απασχολήσει πολλαπλώς την κοινή γνώμη τον τελευταίο καιρό. Ο Ν. Χωραφάς έγραφε για το ποινικό δίκαιο ότι είναι “ως εκ της φύσεως αυτού το τμήμα εκείνο του δικαίου, το οποίον ευρίσκεται εις στενωτέραν επαφήν με την λαϊκήν ψυχήν και την λαϊκήν συνείδησιν”[5]. To ποινικό δίκαιο εντούτοις οφείλει να μην περιλαμβάνει τακτικές λαϊκισμού αλλά να τις υπερβαίνει.
Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνεται (στο άρθρο 36 του υπό δημόσια διαβούλευση σχεδίου νόμου[6]) μια τελείως άστοχη και προβληματική τροποποίηση του άρθρου 191 Π.Κ.[7] για την απαγόρευση διασποράς ψευδών ειδήσεων (fake news) η οποία θέτει σοβαρά ζητήματα περιορισμού της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης (άρθρ. 14 παρ. 1 του Σ. και άρθρο 10 της ΕΣΔΑ). Ειδικότερα, στην προτεινόμενη διάταξη, η οποία έχει προκαλέσει ήδη σωρεία αντιδράσεων[8], περιλαμβάνεται η δημόσια υγεία στα έννομα αγαθά για τα οποία δεν επιτρέπεται η διασπορά ψευδών ειδήσεων, καταργείται η προϋπόθεση, για την πλήρωση του εγκλήματος, να αναγκάζονται πολίτες σε διενέργεια μη προγραμματισμένων πράξεων ή σε ματαίωση αυτών και επεκτείνεται η ποινική και στον πραγματικό ιδιοκτήτη ή εκδότη του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις της διάδοσης και διασποράς ψευδών ειδήσεων. Πλέον δηλαδή αρκεί οι ψευδείς ειδήσεις να είναι “ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία”. Έτσι, το έγκλημα του άρθρ. 191 ΠΚ που περιλαμβάνεται στο Έκτο Κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα για την Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης στρέφεται κατά του κοινωνικού συνόλου, μετατρέπεται από έγκλημα αποτελέσματος σε αφηρημένης διακινδύνευσης (γεγονός το οποίο σημαίνει ότι για να τιμωρείται η πράξη δεν χρειάζεται να επέλθει η βλάβη, αλλά αρκεί να μπορεί να προκύψει κίνδυνος)[9]. Κίνδυνος στο ποινικό δίκαιο είναι μια ασυνήθιστη, “μη -κανονική κατάσταση που δρομολογεί την επέλευση βλάβης ενός αγαθού, προκαλώντας έτσι αβεβαιότητα και ανασφάλεια”. Προκειμένου δε να διαγνώσει ο δικαστής την ύπαρξη κινδύνου κάθε φορά οφείλει να ερευνήσει κατά κάποιο τρόπο ex ante και όχι ex post[10]. Εντούτοις, συχνά η αλήθεια, ιδίως όταν αφορά την επιστήμη και απαιτεί έρευνα και μάλιστα μακροχρόνια σε πολλές περιπτώσεις, δεν αποκαλύπτεται ταυτόχρονα με το συμβάν[11].
Για τον λόγο αυτό, τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης έχουν προβληματίσει την ποινική επιστήμη εξαιτίας του “οιονεί τεκμηρίου επικινδυνότητας που εισάγουν, το οποίο μπορεί να οδηγήσει in concreto σε τιμώρηση ακίνδυνων συμπεριφορών”[12] και μάλιστα κατά τρόπο που ενδεχομένως να παραβιάζουν συνταγματικώς κατοχυρωμένες ελευθερίες, όπως αυτήν της έκφρασης.
Όπως έχει γίνει δεκτό (ΑΠ 1519/2004 ΝΟΜΟΣ) κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, που αποβλέπει στην προστασία της από στενή έννοια δημοσίας τάξεως, δηλαδή της επικρατούσας στο κράτος ευταξίας συνεπεία της γενικής υποταγής στην έννομη τάξη, η οποία ειδικότερα συνίσταται κατά μεν την πολιτειακή όψη της στην επιβολή της κρατικής βουλήσεως, κατά δε την κοινωνική όψη της στην ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη και διαβίωση των πολιτών, οι αναφερόμενες σε αυτήν ψευδείς ειδήσεις και φήμες πρέπει να είναι ικανές (παλιότερα “επιτήδειες”) να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών όσον αφορά την ικανότητα της κρατικής εξουσίας προς εξασφάλιση της κοινής ειρήνης και την πεποίθησή τους περί της διατήρησης της ειρηνικής διαβίωσής τους εντός του κράτους[13].
Είδηση είναι η ανακοίνωση γεγονότος πρόσφατου ή παρόντος ή επικείμενου ενόψει όμως σχετικών γεγονότων που ήδη έχουν συμβεί[14]. Είναι αυτονόητο ότι οι εκτιμήσεις γεγονότων, οι συσχετισμοί τους με άλλα γεγονότα δεν είναι ειδήσεις, αλλά κρίσεις, σκέψεις και γνώμες, ανεξάρτητα του εάν αυτές είναι ορθές ή εσφαλμένες. Διασπορά είναι η ανακοίνωση ειδήσεως σε διάφορα πρόσωπα κατά τέτοιο τρόπο που να κυκλοφορήσει σε αόριστο αριθμό προσώπων, μπορεί δε να γίνει με διάφορα μέσα[15]. Περαιτέρω, οι ψευδείς ειδήσεις πρέπει να είναι ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες, δηλαδή απαιτείται προσφορότητα της είδησης να προκαλέσει στη συγκεκριμένη περίπτωση ανησυχίες ή φόβο (ΑΠ 1519/2004 ΝΟΜΟΣ). Ως προς τη δημοσίευση απόψεων που αφορούν την προστασία της υγείας, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι μικρή σημασία έχει αν η επίμαχη γνώμη είναι μειοψηφική, καθώς σε ένα πεδίο όπου δεν υπάρχουν απόλυτες βεβαιότητες δεν θα ήταν εύλογο να προστατεύονται μόνον γενικώς αποδεκτές γνώμες.
Τι είναι, όμως, ψευδής είδηση; Ποια η διαφορά της από την πληροφορία κακής ποιότητας ή την ανεπιβεβαίωτη πληροφορία; Και ποιος είναι ο τελικός διαιτητής της αλήθειας; Ο ακριβής και ουδέτερος ορισμός της ψευδούς είδησης, αν και λίαν δυσχερής[16], μάλλον φαίνεται αναγκαίος έτσι ώστε να αποφευχθεί η μεταμφιεσμένη λογοκρισία και η δικαστική αυθαιρεσία. Ορισμοί ευρείς, αόριστοι και διφορούμενοι επιδέχονται κατάχρησης και θα μπορούσαν να περιορίσουν αδικαιολόγητα την ελευθερία της έκφρασης[17].
Όπως προτάθηκε από τους φιλοσόφους Romy Jaster και David Lanius[18], μια αρχική προσέγγιση για την εύρεση ορισμού των ψευδών ειδήσεων (fake news) θα ξεκινούσε από την διπλή έννοια της είδησης, ως “πρόσφατα ληφθείσας ή αξιοσημείωτης πληροφορίας, ιδίως για πρόσφατα γεγονότα” καθώς και ως “αναμεταδοθείσας ή δημοσιευμένης αναφοράς ειδήσεων”. Περαιτέρω το επίθετο “ψευδής” θα μπορούσε να σημαίνει ότι εναλλακτικώς η είδηση είναι α) εσφαλμένη, β) αληθινή αλλά πολύ παραπλανητική, γ) κατασκευασμένη χωρίς καμία πρόθεση αναζήτησης της αλήθειας. Η παρουσία του τρίτου στοιχείου είναι θεμελιώδης καθώς αποτυπώνει την ιδέα της κατασκευής με στόχο την παραπλάνηση.
Εξάλλου, στην εποχή μας που το διαδίκτυο επέχει πλέον θέση δημόσιας πλατείας[19] το ΕΔΔΑ εντάσσει τους bloggers στην έννοια των δημόσιων φυλάκων (public watchdogs)[20]. Συνεπώς ποινικές διατάξεις με τις οποίες ψευδείς ειδήσεις – χωρίς αυτές να ορίζονται στο ελάχιστο- “ικανές”, να προκαλέσουν “ανησυχίες” ή “φόβο” στους πολίτες ή να “κλονίσουν” την “εμπιστοσύνη” του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία – τιμωρούνται και μάλιστα ποινική ευθύνη φέρει και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή ο εκδότης του μέσου, μπορούν να προσφέρουν οχήματα χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ανεπίτρεπτης σε μια φιλελεύθερη κοινωνία.
Όπως επισημάνθηκε τις προηγούμενες ημέρες από την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου[21] “το ιστορικό της πανδημίας (π.χ. παλινδρομήσεις σε σχέση με τη μάσκα, αμφισβητήσεις εμβολίων προέλευσης από τη μία ή την άλλη χώρα, αίτια του κορωνοϊού κ.λπ), δείχνει ότι ο ελεύθερος διάλογος και η ακώλυτη πληροφόρηση είναι απολύτως απαραίτητες συνθήκες στον καιρό του κορωνοϊού”.
Εξάλλου σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ η διασφάλιση της ελευθερίας της έκφρασης είναι αναγκαίος όρος για την πρόοδο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και την αυτοπραγμάτωση κάθε προσώπου στους κόλπους της. Το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ[22] για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης[23] αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν προστατεύει πληροφορίες ή ιδέες “που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ταράσσουν”, προστασία που απορρέει από τις αξίες του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και της ευρύτητας πνεύματος χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει καμιά δημοκρατική κοινωνία[24]. Και στις ΗΠΑ το Supreme Court έχει διακηρύξει ρητά ότι η ελευθερία του λόγου επιβάλλει την ανοχή του προσβλητικού ή και του προκλητικού λόγου[25]. Συνεπώς, η ανάγκη προστασίας ενός ελεύθερου διαλόγου σε μια δημοκρατική κοινωνία υπαγορεύει η έκφραση να μην γίνεται υπό την απειλή τιμωρίας καθώς αυτή οδηγεί σε αυτολογοκρισία, η οποία διαβρώνει κάθε έννοια ανοικτού και δημόσιου διαλόγου[26].
Η ελευθερία της έκφρασης συνιστά conditio sine qua non της δημοκρατίας, προάγει ζωτικές κοινωνικές αξίες και εγγυάται το δικαίωμα των πολιτών να συμμετέχουν στην ελεύθερη και πλουραλιστική διαμόρφωση της κοινωνίας στην οποία ζουν, ενώ παράλληλα αποτελεί αναγκαίο όρο για την πραγμάτωση των αρχών της διαφάνειας και της λογοδοσίας σε πολιτικό επίπεδο στο public forum. Συνεπώς, τυχόν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ή πληροφορίες εν γένει που δεν διεκδικούν την αυθεντία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφεύγουν εκ των προτέρων συνολικά από το προστατευτικό πεδίο των άρθρων 14 του Σ. και 10 της ΕΣΔΑ ιδίως αν δεν εξωθούν στην διάπραξη αξιόποινων πράξεων. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο και στον πολιτικό χαρακτήρα του δικαιώματος που εγγυάται την ενεργητική συμμετοχή των πολιτών στον δημόσιο βίο.
05.10.2021
Σταυρούλα Γεωργίου
Δικηγόρος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου
Υποσημειώσεις:
[1] Γ.Α.Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, εκδ. Παπαζήση, 1981, σ. 21 όπου μάλιστα επισημαίνεται ότι “Το Δίκαιο αυτό ανήκει στο Δημόσιο Δίκαιο. Γιατί οι κανόνες που δεν ρυθμίζουν σχέσεις μεταξύ των μερών, που εμφανίζονται σαν ίσα, αλλά αφορούν την ικανοποίηση της αξίωσης της Πολιτείας να τιμωρήσει, εκεί όπου αυτό κοινωνικά επιβάλλεται”.
[2] https://www.ministryofjustice.gr/?p=7362
[3] Βλ. νομοσχέδιο στην ιστοσελίδα http://www.opengov.gr/ministryofjustice/wp-content/uploads/downloads/2021/09/%CE%A3%CE%A7%CE%95%CE%94%CE%99%CE%9F-%CE%9D%CE%9F%CE%9C%CE%9F%CE%A5.pdf
[4] Βλ. σχετικό δελτίο τύπου διαθέσιμο στην ιστοσελίδα https://www.ministryofjustice.gr/?p=7575
[5] Ποινικόν Δίκαιον, 1966, σ. 7.
[6] Άρθρο 36 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου με τίτλο: “Διασπορά ψευδών ειδήσεων – Αντικατάσταση άρθρου 191 ΠΚ” Το άρθρο 191 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής: “Άρθρο 191 Διασπορά ψευδών ειδήσεων 1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις των προηγούμενων εδαφίων. 2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή”.
[7] Σύμφωνα με το ισχύον άρθρο 191 Π.Κ. προβλέπεται ότι: “1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους, με κίνδυνο να προκληθεί ζημία στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. 2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος της πράξης της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας”.
[8]Βλ. ενδεικτικώς το από 01.10.2021 Δελτίο Τύπου της ΕλΕΔΑ διαθέσιμο στην ιστοσελίδα https://www.hlhr.gr/%ce%b7– καθώς και το από 01.10.2021 δελτίο τύπου της ΕΣΗΕΑ διαθέσιμο στην ιστοσελίδα https://www.esiea.gr/zitoyme-na-aposyrthei-amesos-i-tropopo/
[9] Β. Ζλάτκου σε Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σ. 1275.
[10] Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, τόμος Ι θεωρία για το έγκλημα, εκδ. Π.Ν.Σάκκουλα 2006, σ. 173.
[11] Όλως ενδεικτικώς από την έρευνα στη νομολογία, ενδιαφέρουσα είναι η πρόσφατη περίπτωση κατά την οποία ειδικοί επιστήμονες μετά την σεισμική δόνηση της 12ης-6-2017 στην περιοχή της Λέσβου, κατηγορήθηκαν για διασπορά ψευδών ειδήσεων διότι έκαναν δημόσια ανακοινώσεις στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης σχετικά με την συνέχιση της εξέλιξης του φαινομένου, με ισχυρούς μετασεισμούς, οι οποίες αναπαρήχθησαν σε διάφορες ιστοσελίδες και έκαναν λόγο για εξομοίωση της εκλυθείσης σεισμικής ενεργείας με αυτήν που απελευθερώνεται από δύο ατομικές βόμβες. Εντούτοις σύμφωνα με την Γνωμοδότηση 1-8/2017/2017 ΕΙΣΕΦ ΑΘ (ΝΟΜΟΣ) αυτοί υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά τους, ανακοίνωσαν δημόσια, όπως είχαν δικαίωμα, μετά την σεισμική δόνηση της 12ης-6-2017, γεγονότα επικείμενα που στηρίζονταν και συνδέονταν άμεσα με γεγονός που ήδη είχε συμβεί (σεισμός της 12ης-6-2017), τα οποία (γεγονότα) ενέπιπταν πλήρως στο γνωστικό τους αντικείμενο, ήταν αληθή, επιστημονικά τεκμηριωμένα, αποδεκτά από την οικεία επιστημονική κοινότητα και ερειδόμενα και στο βεβαρυμένο σεισμικό παρελθόν της περιοχής. Σχετικά με τα αναφερθέντα περί της απελευθερωθείσης με τον σεισμό ενέργειας και της εξομοίωσης της ενέργειας αυτής με την απελευθερούμενη ενέργεια από δύο ατομικές βόμβες, τούτο αποτελεί κρίση, εκτίμηση, γνώμη και όχι είδηση, όπως απαιτεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθ. 191 ΠΚ. Κατόπιν των ανωτέρω η υπόθεση αρχειοθετήθηκε.
[12] Ν. Ανδρουλάκη, όπ.π. σ. 177.
[13] Βλ. για τη δημόσια τάξη ως περιορισμό του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης, Χ.Παπαστυλιανού, Η ερμηνεία του όρου “Δημόσια Τάξη” ως περιορισμός των ατομικών ελευθεριών στην ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα: Τα όρια της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστή κατά την εφαρμογή των περιορισμών των ατομικών ελευθεριών, http://metanastefsi.weebly.com/uploads/7/6/8/3/7683554/dtaxi.pdf
[14] Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, άρθ. 183 – 197 ΠΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 217.
[15] Ι. Μανωλεδάκη, ό.α., σελ. 200, υποσ. με αριθ. 7.
[16] Nabina Syed, Real Talk about Fake News: Towards a Better Theory For Platform Governance, The Yale LJ 337 (2017).
[17] Alessio Sardo, Categories, Balancing, and Fake News: The Jurisprudence of the European Court of Human Rights, Published online by Cambridge University Press: 19 June 2020, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα https://www.cambridge.org/core/journals/canadian-journal-of-law-and-jurisprudence/article/categories-balancing-and-fake-news-the-jurisprudence-of-the-european-court-of-human-rights/2E59476A844C2245CCD4EA506C06847A
[18] Romy Jaster & David Lanius, What is Fake News? 2018, 127 (2) Versus 207.
[19] Packingham v.North Carolina, 137 S Ct 1733 (2017).
[20] Rebechenko v. Russia (αρ. προσφ. 10257/2017).
[21] Βλ. το από 1.10.2021 Δελτίο Τύπου της ΕλΕΔΑ
[22] “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας. 2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας”.
[23] Βλ για μια επικαιροποιημένη ανάλυση και ερμηνεία του εν λόγω άρθρου σε Ι. Σαρμά, Ξ. Κοντιάδη, Χ. Ανθόπουλου, ΕΣΔΑ κατ’ άρθρο ερμηνεία, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα –Θεσσαλονίκη 2021, Κ. Στρατηλάτη, Άρθρο 10, σ. 566 -639.
[24] Βλ. όλως ενδεικτικώς Rizos and Daskas v. Greece (αρ. προσφ. 65545/2001), Faber v. Hungary (αρ προσφ. 40721/2008), Handyside v. U.K. (αρ. προσφ. 5479/1972), Paraskevopoulos v. Greece (αρ. προσφ. 64148/2011).
[25] Βλ. ενδεικτικώς Cohen v. California, 403 US 15 (1971), Texas v. Johnson 491 US 399, 414 (1989).
[26] Βλ. για την σχέση της ελευθερίας του λόγου και της αλήθειας, Α. Φωτιάδου, Σταθμίζοντας την ελευθερία του λόγου, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 184-193 (όπου εύγλωττα επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι “η αλήθεια, όταν μάχεται με το ψέμα σε μια ανοικτή και ελεύθερη πάλη, νικά. Η καλύτερη δοκιμασία για την αλήθεια είναι η δύναμή της να επικρατήσει στον ανταγωνισμό, στο πλαίσιο μιας ελεύθερης αγοράς ιδεών” και 203-218.