Εξ όσων γνωρίζω είμαστε η μόνη χώρα, με μεγάλη και μακραίωνη διασπορά, όπου ισχύουν σωρευτικά τα εξής: απροϋπόθετο δίκαιο του αίματος για την ιδιότητα του πολίτη- εκλογέα, λεπτομερείς συνταγματικές δεσμεύσεις για την εκλογική διαδικασία (ψήφος μόνο σε περιφέρειες, στους εκλογικούς καταλόγους-δημοτολόγια των οποίων είναι εγγεγραμμένοι οι εκλογείς, των οποίων περιφερειών οι έδρες καθορίζονται βάσει της τελευταίας απογραφής), και ιδιαιτερότητα εκλογικού συστήματος, καθόσον σε όλες τις εκλογές μετά το 2000 εφαρμόσθηκε (και η Κυβέρνηση φέρεται να επιδιώκει να επαναφέρει) μπόνους δεκάδων εδρών, που δίνεται με μόνο κριτήριο την πρωτιά ενός κόμματος πανελλαδικά, έστω και με μία ψήφο διαφορά από το δεύτερο.
Το πρόβλημα του συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας του εκλογικού νόμου
Επιπλέον όμως των ανωτέρω, υπάρχει και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα, που δεν έχει επαρκώς αναδειχθεί: το σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας του εκλογικού νόμου. Στην Ελλάδα οι εκλογικές ρυθμίσεις, δηλαδή η νομοθεσία που διέπει και το σύστημα κατανομής των εδρών αλλά και τις προϋποθέσεις άσκησης των δικαιωμάτων εκλέγειν και εκλέγεσθαι, ελέγχονται δικαστικώς από την άποψη της συμβατότητάς τους με το Σύνταγμα περίπου όπως όλοι οι άλλοι νόμοι: το περιεχόμενό τους κρίνεται παρεμπιπτόντως και συγκεκριμένα, όχι προληπτικά και αφηρημένα.
Ο έλεγχος συνταγματικότητας διεξάγεται αν όχι αποκλειστικά, πάντως κατά βάση και τελικά, στο πλαίσιο του ελέγχου του κύρους των εκλογών.
Γίνεται εκ των υστέρων, μετά την εφαρμογή των ρυθμίσεων, δηλαδή μετά τη διεξαγωγή εκλογών με τις αμφισβητούμενες διατάξεις για τη συμμετοχή ή τον αποκλεισμό εκλογέων, την εξαγωγή των εδρών των κομμάτων και το σχηματισμό κυβέρνησης σύμφωνα με αυτήν.
Είναι μάλιστα νοητό και καθόλου θεωρητικό (ή «ακτιβισμός»…) το ενδεχόμενο της ολικής ακύρωσης των εκλογών ή της αλλαγής με δικαστική απόφαση του συνολικού αποτελέσματος πολλούς μήνες μετά το σχηματισμό κυβέρνησης. Αυτό το πραγματικό ενδεχόμενο για κάθε εκλογικό νόμο, προβάλλει ως πιθανό για τυχόν περιορισμούς στους δικαιούχους της «διευκόλυνσης» της ψήφου των αποδήμων, ή στην εκπροσώπησή τους από «υποψηφίους της διασποράς», ή ακόμα για τη στάθμιση της ψήφου τους, ή τον περιορισμό της επιρροής της σε κάποια, ανύπαρκτη, περιφέρεια Επικρατείας, ή ακόμα τη δημιουργία sui generis περιφερειών, εκλογικών καταλόγων και «δημοτολογίων» εξωτερικού.
Τούτα όλα εναπόκεινται εν τέλει στην κρίση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) του άρθρου 100 του Συντάγματος, όταν λειτουργεί ως «εκλογοδικείο». Ενός οργάνου μεταβαλλόμενης σύνθεσης, που δεν μπορεί να ζητηθεί η γνώμη του προκαταβολικά. Τη μαθαίνουμε μόνο μετά τις εκλογές και εφόσον υποβληθεί ένσταση από εκλογέα ή υποψήφιο.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν ο καθένας το βαθμό της δυσκολίας. Εύκολα ανταλλάσσουμε απόψεις, με ύφος συχνά αυθεντίας, για το τι είναι η Πατρίδα μας. Δηλαδή ποιος πρέπει να είναι ο λαός που αποφασίζει ποιος θα κυβερνά. Ποιος δικαιούται και ποιος δεν δικαιούται να «διευκολυνθεί» να συμμετάσχει στο δημοκρατικό παιχνίδι από το εξωτερικό, ακόμα και από το σπίτι ή του. Στην πραγματικότητα οι ασφαλείς επιλογές που έχει ο νομοθέτης σε σχέση με το Σύνταγμα είναι πολύ λίγες.
Ρυθμίσεις πραγματικού δεσμού με τη χώρα των πολιτών που ζουν στο εξωτερικό και οι δυσκολίες επίτευξης συναίνεσης
Στον δημόσιο διάλογο έχουν προταθεί, και φαίνεται ότι θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από τα περισσότερα πολιτικά κόμματα, ρυθμίσεις σχετιζόμενες με την ύπαρξη πραγματικού δεσμού με τη χώρα των πολιτών που ζουν στο εξωτερικό, ή ακόμα και διαφοροποιήσεις όσον αφορά την επιρροή της ψήφου τους στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα ή/ και στην εκπροσώπησή τους. Ορισμένες από αυτές έχουν κριθεί δημοκρατικά αποδεκτές και εφαρμόζονται εδώ και χρόνια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά δεν είναι βέβαιο ότι δεν θα κριθούν αντισυνταγματικές.
Ενώ λοιπόν διαφαίνεται ότι με πολύ κόπο θα μπορούσε να επιτευχθεί συναίνεση σε κάποιες προτάσεις, στη βάση της διάκρισης μεταξύ δικαιώματος (που το έχουν όλοι οι πολίτες) και διευκόλυνσης (που θα μπορούσε να συνδέεται με κάποια επιπλέον προϋπόθεση) της ψήφου, η αδυναμία πρόβλεψης της απόφασης του ΑΕΔ για τη συνταγματικότητα λειτουργεί ως ένας ακόμα παράγων δυσκολίας.
Σε μια προσεχή Αναθεώρηση λοιπόν, μετά από χρόνια δυστυχώς, καλό θα ήταν να σκεφτούμε να βάλουμε λίγο παραπάνω κοινό νου στο Σύνταγμα.
Πρώτον, με το να εμπιστευθούμε το νομοθέτη, φυσικά με αυξημένη πλειοψηφία, να μπορεί να θεσμοθετεί μια πολύ ανοιχτή και συμπεριληπτική διαδικασία αλλά και, ενδεχομένως, κάποιες προϋποθέσεις για την συμμετοχή στο δημοκρατικό παιχνίδι των αποδήμων, όσων τουλάχιστον διατηρούν ένα έστω και απομακρυσμένο δεσμό με τη χώρα. Δεύτερον, να διασφαλίσουμε ότι γι’ αυτό το ζήτημα αλλά και κάθε άλλο του εκλογικού νόμου το ΑΕΔ θα αποφαίνεται προληπτικά, ώστε να μην ψηφίζουμε νόμους και να μην πηγαίνουμε στις κάλπες υπό τη δαμόκλειο σπάθη της ακύρωσης των εκλογών ή της ανατροπής του αποτελέσματός τους.
Έως τότε, καλό είναι να αποφεύγονται οι νομικές ακροβασίες και η πολλή «επικοινωνία». Γιατί η Αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι ΠΟΛ (εγκύκλιος) του Υπουργείου Οικονομικών για τη φορολογία κατοίκων εξωτερικού, ώστε να βάζουμε το Α.Φ.Μ. σε ένα άρθρο που βρήκαμε εύκαιρο για αναθεώρηση, επειδή δεν μπορούμε να το βάλουμε στο άλλο, που δεν είναι αναθεωρητέο.
Γιάννης Φ. Ιωαννίδης
Αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
πρώην Γενικός Γραμματέας των Υπουργείων Δικαιοσύνης και Εσωτερικών