1. Αποκωδικοποιώντας τη δημοσιευμένη περίληψη της απόφασης 1429/2022 του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ, γίνεται ευθύς αμέσως αντιληπτή η συνταγματική και νομιμοποιητική δυναμική που απολαμβάνει η εφαρμογή της Χωροταξικής οργάνωσης της χώρας σε κάθε επίπεδο και με άξονα τη συντεταγμένη βιωσιμότητα της οικονομικής παραγωγικής πρωτοβουλίας εντός ενός αντίστοιχα αειφόρου περιβάλλοντος (φυσικού και πολιτιστικού) διαβίωσης. Εν προκειμένω, απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου και Δήμων νησιών των Κυκλάδων, που αμφισβητούσαν τη χωροθέτηση και τους περιβαλλοντικούς όρους εννέα αιολικών πάρκων στην Άνδρο, την Τήνο, την Πάρο και τη Νάξο. Κατά τη συνεκτική συλλογιστική του ανώτατου Ακυρωτικού, οι συνταγματικές διατάξεις για τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης και την προστασία της νησιωτικότητας σε καμία περίπτωση δεν επιτάσσουν τον «οριζόντιο» αποκλεισμό παραγωγικών εγκαταστάσεων αιολικών πάρκων στα παραπάνω νησιά. Βέβαια, από την άλλη πλευρά, αυτές οι ενεργειακές παραγωγικές μονάδες, που στην ουσία της λειτουργίας τους αξιοποιούν ως στρατηγικό πλεονέκτημα το αιολικό δυναμικό των νησιωτικών περιοχών, επιβάλλεται να εναρμονίζονται συμμετρικά με τις «αντοχές» και τους όρους του ισχύοντος χωροταξικού σχεδιασμού (σε κάθε κλίμακα), όπως και με τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες της νομιμότητας, που διέπουν τη συναφώς συγκροτημένη περιβαλλοντική αδειοδότηση. Μία έννομη και διοικητική διαδικασία – πλαίσιο που επουδενί δεν πρέπει να… «τετραγωνίζει» τον κύκλο επί της ολιστικής σύνθεσης του δημοσίου συμφέροντος για την εγκεκριμένη παραγωγική διάχυση των Α.Π.Ε. στην εθνική ενεργειακή παραγωγικότητα και κατανάλωση, μόνο και μόνο επειδή οι τελευταίες αντιπροσωπεύουν «πράσινες» αποδόσεις και επιδιώξεις για το ενεργειακό ισοζύγιο και παραγωγικότητα της Χώρας εν γένει.
2. Η απόφαση εντάσσεται στον παραδοσιακό κύκλο ακυρωτικών διαφορών ενώπιον του ΣτΕ γύρω από τον έλεγχο νομιμότητας, αλλά και συνταγματικότητας της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και της χωροταξικής ένταξης των Αιολικών Πάρκων σε συνάρτηση με τους όρους της νησιωτικότητας και της Φέρουσας Ικανότητας, που ρυθμιστικά και κανονιστικά διαλαμβάνουν σημαντικό τεχνοκρατικό βάθος, αλλά και ουσιώδη δικαιοκρατική συνοχή για τη συνεπή εφαρμοστικότητα των αντίστοιχων παραγωγικών πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων. (βλ. ΟλομΣτΕ 2939-40/ 2000, ΣτΕ 2569/2004, ΣτΕ 1421/2013 και ΣτΕ 4189/2014).
3. Επί της ουσίας, στην εν λόγω απόφαση προβάλλεται νομολογιακά η σύνθεση της Βιώσιμης Ανάπτυξης με ισοσκελισμένη και εναρμονιστική αποδοτική συνάφεια ανάμεσα: στην περιβαλλοντική προστασία, την κοινωνική μέριμνα και την οικονομική ανταπόκριση κατά την αντίστοιχη διαφύλαξη του περιβαλλοντικού κεκτημένου, της κοινωνικο-οικονομικής (νησιωτικής) ισορροπίας και της «πράσινης» ενεργειακής αυτονομίας και ανταγωνιστικότητας με βάση τόσο τους εθνικούς, όσο και τους ενωσιακούς προγραμματικούς στόχους. (βλ. την κινητήρια για τις Α.Π.Ε. – κατ’ επίκληση και της αντιμετώπισης της Κλιματικής Αλλαγής- νομολογιακή βάση του Δ.Ε.Ε. σε C-379/98 “Preussen Elektra” ). Ως εκ τούτου, συναφώς υποστηρίχθηκε, πως το «πολύτιμο πολιτιστικό απόθεμα» και το «ιδιαιτέρως πλούσιο φυσικό κεφάλαιο» της νησιωτικότητας, που αποτελούν συνταγματικά κεκτημένα «υποχρεωτικώς και αιτιωδώς ληπτέα υπόψη» για τη χάραξη των κατευθύνσεων του χωροταξικού σχεδιασμού και στον τομέα των Α.Π.Ε δεν αποκλείουν σε καμία περίπτωση εκ προοιμίου και «οριζόντια» την εγκεκριμένη εισδοχή, εγκατάσταση και λειτουργία των Α.Π.Ε. στις νησιωτικές περιοχές. Καθώς και τα νησιά οφείλουν να εντάξουν, ως «αναπτυξιακό τμήμα του εθνικού χώρου», στη σύγχρονη ενεργειακή τους ταυτότητα τη βιώσιμη απόδοση της ανανεώσιμης και φιλικής προς το περιβάλλον ενέργειας, που αποτελεί στρατηγικό εθνικό και ενωσιακό νομοθετικό και αναπτυξιακό διακύβευμα (βλ. Οδηγία 2018/2001/ΕΕ, με την οποία η αυξημένη χρήση ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές αξιολογείται ως επωφελής για το περιβάλλον, την κοινωνία και την υγεία, τίθεται δε ως στόχος η διαμόρφωση του μερίδίου ενέργειας από Α.Π.Ε. στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας στο ύψος του 32% μέχρι το έτος 2030).
4. Ειδικό βάρος, λοιπόν, κατά το δικαιο-παραγωγικό σκεπτικό της απόφασης καταλαμβάνουν οι συνθήκες της νομιμότητας και της συγκροτημένης διάρθρωσης της χωροθέτησης των Α.Π.Ε. στο νησιωτικό χώρο. Συνεπώς, η εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής του Χωροταξικού Σχεδιασμού (κατ’ άρθρο 24 παρ. 2 του Συντ.) και η κλιμάκωσή του σε Εθνικό, Περιφερειακό, Ειδικό και Τοπικό επίπεδο στην ουσία αποτελεί το κρίσιμο ειδοποιό στοιχείο για τη βιώσιμη και νομιμοποιητική αποδοχή της εκάστοτε σημαίνουσας παραγωγικής (εν προκειμένω ενεργειακής) δραστηριότητας στον χώρο, λαμβάνοντας εξισορροπιστικά και in concreto υπόψη τις ιδιάζουσες περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές συνθήκες και προκλήσεις. Περιστάσεις και παράμετροι που ενσωματώνονται και ελέγχονται διακριτά, αλλά και εναρμονιστικά τόσο στη διάρθρωση του Χωροταξικού Πλαισίου (και στις νομιμοποιητικές Σ.Μ.Π.Ε.), όσο και στις επιμέρους κατά τόπο και κατά αντικείμενο Μ.Π.Ε..
5. Εξάλλου, κατά μία γενικότερη θεώρηση, η ορθολογική και δικαιο-παραγωγικά συνεκτική Χωροταξική οργάνωση των παραγωγικών δράσεων και των αναπτυξιακών παρεμβάσεων ουσιαστικά αποτυπώνει και σκιαγραφεί το σύγχρονο νομιμοποιητικό πλαίσιο και το συνταγματικό συστηματικό περίγραμμα για την στρατηγική οργανωτική οριοθέτηση και την στοχευμένη έννομη ελεγξιμότητα των αντιδράσεων, των επιλογών και των εφαρμογών της Δημόσιας Διοίκησης προς την ανταγωνιστική Οικονομία της Αγοράς, κατά τη διαμόρφωση ενός συνεπούς και διάφανου αδειοδοτικού πλαισίου, δίχως (κατά το δέον) εκπτωτικά προσαρμοστικές ή και ένθεν κακείθεν καταχρηστικές παρεκκλίσεις και χωρίς την πρόκληση αντίστοιχα παρεμβατικών «ακτιβιστικών» εκτιμήσεων-κρίσεων κατά την σχετική δικαιοδοτική κρίση. Φαινόμενο που στην ουσία καλλιεργήθηκε τη δεκαετία του 1990, μεταξύ άλλων, ακριβώς εξαιτίας της απουσίας της Χωροταξικής ανα-διάρθρωσης της Χώρας. Πλέον ανάμεσα στο Κράτος δικαίου, την επενδυτική Αγορά και τη συμμετοχική Κοινωνία των Πολιτών υφίστανται ευκρινείς «κανόνες-πλαίσια» για τη δομική κατάρτιση και την εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση των αντίστοιχων δημόσιων αδειοδοτικών εγκρίσεων και αποφάσεων, αναζητώντας και αξιώνοντας σφαιρικές και ολιστικές «συν-εκτιμήσεις» επί των επάλληλων έννομων συμφερόντων και αγαθών, υπό το «χωρονομικό» συγκερασμό τόσο της τεχνοκρατικής συνέπειας, όσο και της δημοκρατικής ενάργειας με ρυθμιστική διαφάνεια και ορθολογισμό× δίχως συγκρουσιακά στεγανά και αφηρημένες a la carte ένθεν κακείθεν προσαρμοστικές -και κατά το δοκούν- παρεκκλίσεις, κατά τη βούληση της εκάστοτε ισχυρότερης πλευράς, τόσο από οικο-κεντρική, όσο και από οικονομο-κεντρική δικαιοπλαστική θεώρηση για την πραγμάτωση ή μη ενός παραγωγικού προγραμματικού σχεδιασμού ή ενός επιμέρους αναπτυξιακού έργου.
6. Εν ολίγοις, το ΣτΕ ακολουθώντας τις νομοθετικές εξελίξεις σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο σταθεροποιείται στον αποτελεσματικό δικανικό έλεγχο της νομιμότητας/συνταγματικότητας, εστιάζοντας πρωτίστως στην ανάδειξη και στην πρόταξη ενός σαφούς και συντεταγμένου δικαιοκρατικού πλαισίου για τη σύνθεση και την αιτιολογία των σχετικών αποφάσεων, πέρα των σκοπούμενων αντιδράσεων όλων των εμπλεκόμενων μερών, τόσο από πλευράς των αδειοδοτικών διοικητικών αρχών, όσο και από πλευράς επενδυτών και των ενδιαφερόμενων πολιτών. Κατ’ επέκταση, όσο πιο άμεσα και ενδεδειγμένα εμπεδώνεται η συγκεκριμένη ορθολογική νομολογιακή θεώρηση από τα αλληλεπιδρώμενα μέρη, τόσο πιο δυναμικές και εμπεριστατωμένες θα καταστούν οι ζυμώσεις του ακυρωτικού ελέγχου στη διεκδίκηση της «βέλτιστης» έννομης απόδοσης και ρυθμιστικής προσαρμογής των αντίστοιχων συνταγματικών κεκτημένων. Δίχως, εν τέλει, η ίδια η ακυρωτική διαδικασία να υπεισέρχεται και να υποκύπτει σ’ έναν κατά το δοκούν «νομιμοποιητικό» έλεγχο σκοπιμότητας, που θα υποβιβάζει τη σκοπιμότητα του… δικαίου.
7. Πλέον, η συμμετοχική διαδικασία τεχνοκρατικά και δημοκρατικά δεν «δικαιώνεται» με γενικόλογες και άτακτες επιμέρους αντιδράσεις, αλλά αξιώνει ένα επαρκώς δομημένο βάρος απόδειξης για την τεκμηρίωση και την στοιχειοθέτηση των αντίστοιχα συναρτώμενων εύλογων απαιτήσεων, και τελικώς για την προαγωγή εν συνόλω των συνθηκών του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου, κατά τους συγκλίνοντες στόχους ενός βιώσιμου δημοσίου συμφέροντος.
8. Προσεγγίζοντας το σκεπτικό της απόφασης επί του πρακτέου, η κρίση του ΣτΕ, κατά τη δικαιοδοτική του συνέπεια, προβάλλει με ευκρίνεια την προστατευτική διαβάθμιση του περιβαλλοντικού κεκτημένου σε σχέση με τη διαφύλαξη του πυρήνα του φυσικού περιβάλλοντος. Γίνεται μεν αποδεκτή η οριοθετημένη και με αυστηρούς όρους νόμιμη παραγωγική εγκατάσταση Α.Π.Ε. σε περιοχές Natura 2000 εντός ειδικά διαμορφωμένου και εγκεκριμένου χωροταξικού πλαισίου (όπως ευδιάκριτα συμβαίνει και σε εκτάσεις δασικού χαρακτήρα επίσης με αυστηρές νομιμοποιητικές προϋποθέσεις, ακόμα και σε αναδασωτέες εκτάσεις βλ. ΟλομΣτΕ 2499/2012), υπό τη ρήτρα ωστόσο της αντίστοιχης δέουσας εκτίμησης εντός της Μ.Π.Ε. και της Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης (βλ. ΣτΕ 1422/2013, ΣτΕ 258/2021), εξαιρώντας παράλληλα αδιαπραγμάτευτα: α) τους οικότοπους με σημαίνουσα οικολογική προτεραιότητα (βλ. Οδηγία 92/43/ΕΚ) που έχουν ενταχθεί ως «τόποι κοινοτικής σημασίας» στο δίκτυο Natura 2000, σύμφωνα με την απόφαση 2006/613/ΕΚ της Επιτροπής, β) τις περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης, γ) τους υγροτόπους Ραμσάρ, δ) τους πυρήνες των εθνικών δρυμών και ε) τα κηρυγμένα μνημεία της φύσης και των αισθητικών δασών. Έτσι στις υπόλοιπες περιοχές Natura, όπου δεν υπάρχει απόλυτη απαγόρευση χωροθέτησης αιολικών πάρκων, η εγκατάστασή τους τονίζεται πως πρέπει να επιτρέπεται μόνον εφόσον έχει προηγηθεί επαρκής (επιστημονική) τεκμηρίωση μέσω της ως άνω μελέτης Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης (π.χ. εν προκειμένω ειδικά για την ορνιθοπανίδα της περιοχής). Μετά ταύτα, όπως διαπιστώθηκε και στην υπό εξέταση απόφαση, η Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων, έστω και αν δεν αφορά περιοχή πλήρους απαγόρευσης, περιόρισε ουσιωδώς τα αιολικά πάρκα συνεκτιμώντας τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά τη διαβούλευση, με σκοπό ιδίως την προστασία σημαντικών ειδών της ορνιθοπανίδας, όπως χαρακτηριστικά του μαυροπετρίτη, και μη αδειοδοτώντας ένα αιολικό πάρκο στο σύνολό του και έναν μεγάλο αριθμό επιπρόσθετων ανεμογεννητριών ενός άλλου πάρκου στο νησί της Άνδρου. Η διάρθρωση δε και των πολιτιστικών στοιχείων του κυκλαδίτικου νησιωτικού χώρου πιστώνεται πως ενσωματώνεται με όρους βιωσιμότητας και εναρμονισμένης συμπερίληψης, συνδυάζοντας ισόρροπα την παράλληλη αποδοτικότητα και τη σημασία της ελκυστικής και της αναπτυξιακής προοπτικής της πολιτιστικής κληρονομιάς με τις πιεστικές προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος, κάτω από ένα διαγενεακό φάσμα ολιστικής ποιοτικής διαβίωσης. Ενώ παράλληλα, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στη διαδικασία της διαβούλευσης με τη συμμετοχή των οικείων Ο.Τ.Α. και των ενδιαφερόμενων πολιτών, κατόπιν όμως στοιχειοθετημένων και λυσιτελών ενστάσεων και αντιπροτάσεων. Προσπερνώντας έτσι την οριζόντια και άτακτη καταγγελτική αναφορά και τη γενικευμένη άρνηση επί της πραγμάτωσης του έργου, που ισορροπεί ανάμεσα στην παραγωγικά ανταγωνιστική οικονομική πρωτοβουλία και το «πράσινο» ενεργειακό κοινωνικό όφελος.
9. Με βάση όλα τα παραπάνω, καταδεικνύεται πως η Φέρουσα Ικανότητα, μία επιστημονικά συμπαγής μεθοδολογική δέσμευση με συμμετρικό κανονιστικό βάθος ανάμεσα στις τεχνικές αποδόσεις και στους όρους της νομιμότητας εγκοπλώνει τις ρήτρες της νησιωτικότητας, της περιβαλλοντικής ανθεκτικότητας και της βιωσιμότητας της ανάπτυξης με βελτιστοποιητική αναφορά ανάμεσα στις συναρτώμενες έννομες επιδιώξεις και αγαθά, διεκδικώντας εμπεριστατωμένες εκτιμήσεις, δίχως επιφανειακές προσαρμογές για τις απαιτήσεις του κράτους δικαίου που επιβάλλεται να έχει… αρχή – μέση – και τέλος στις διοικητικές του διαδικασίες και στον αποτελεσματικό αναπτυξιακό του σχεδιασμό για τη γόνιμη και εναρμονιστική αλληλεπίδραση των μέχρι σήμερα «συγκρουσιακών» συμφερόντων. Σε μία διελκυστίνδα που θα προσδώσει σταθερότητα και ισορροπία στην παραγωγική καινοτομία και πρόοδο και στην εν γένει βιωσιμότητα της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας και όχι στασιμότητα και «σπάσιμο» των εγγυητικών αλυσίδων της Πολιτείας από την πλευρά του εκάστοτε ισχυρού…
10. Γι’ αυτό και η Ελληνική Πολιτεία συγκροτημένα και στρατηγικά έχει την ανάγκη από μία διάφανη και αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση, από ενεργούς συμμέτοχους πολίτες και από συνεπείς επενδυτικές πρωτοβουλίες, παραμερίζοντας τα κακώς κείμενα της… άτακτης συμπίεσης επιμέρους βεβιασμένων συμφεροντολογικών αντιδράσεων, αλλά και του διχαστικού συνταγματικού λαϊκισμού της κάθε πλευράς για την αναπτυξιακή βιωσιμότητα του Κράτους μέσα σ’ ένα ευμετάβλητο παγκόσμιο πλαίσιο ανταγωνισμού και αβεβαιότητας.
Μιχαήλ Θ. Παπαγεωργίου
Δικηγόρος-Δ.Ν. (Συνταγματικό & Διοικητικό Δίκαιο)
Εντ. Διδασκαλίας/Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Επιστημονικός Συνεργάτης Νομικής Σχολής ΔΠΘ
V. R. Fellow University of Cambridge (Wolfson College/ Faculty of Law)