Σχετικά με τη φύση και λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών στο πλαίσιο του Συντάγματος και του ευρωπαϊκού δικαιοκρατικoύ κεκτημένου

Ο Χρήστος Ράμμος αναλύει τη σημασία των ανεξάρτητων αρχών ως θεσμικών αντιβάρων για την προστασία της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, ενώ επισημαίνει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η λειτουργία τους στην Ελλάδα

Ο θεσμός των ανεξαρτήτων αρχών (εφεξής Α.Α) είναι ένας σχετικά νέος θεσμός, του οποίου η θέση του στην όλη συνταγματική αρχιτεκτονική έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών επιστημονικών συζητήσεων και αμφισβητήσεων, οι οποίες κινούνται κυρίως γύρω από δύο βασικούς άξονες: α) αν ο θεσμός αυτός εντάσσεται σε μια από τις τρεις παραδοσιακές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) και αν όχι –που είναι και η ορθότερη απάντηση– ποια είναι η σχέση του με κάθε μια από τις τρεις αυτές εξουσίες, και β) αν η ανεξαρτησία τους είναι συμβατή με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και την αρχή της λογοδοσίας όλων των συντεταγμένων οργάνων μιας δημοκρατικής πολιτείας.

Ούτε η νομολογία, ούτε η νομική θεωρία έχουν επιλύσει πλήρως το ζήτημα σε ποια από τις παραδοσιακές εξουσίες κατατάσσονται οι Α.Α. Η κρατούσα άποψη τις θεωρεί διοικητικές, ως προς τη λειτουργία τους. Πράγματι, οι Α.Α. ούτε νομοθετούν, ούτε έχουν κανονιστική αυτονομία, ούτε δικαιοδοτούν. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά χαρακτηρίζονται Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές. Ασκούν καθήκοντα που, αν δεν υπήρχαν, θα ασκούσε η εκτελεστική εξουσία. Παντού, όπου ιδρύθηκαν τους ανατέθηκαν καθήκοντα είτε προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ρύθμισης της αγοράς.

Συζητείται ακόμη ποιος είναι ο βαθύτερος λόγος που επέβαλε την ίδρυση τους. Την ανάγκη ίδρυσης των Α.Α. την επέβαλε η πραγματικότητα και όχι κάποιος συνταγματικός σχεδιασμός. Ο πρώτος λόγος, που προβάλλεται ότι ήταν η γενεσιουργός αιτία των Α.Α., είναι ότι στην εποχή μας κάποιες αρμοδιότητες δεν μπορούν να ασκούνται αποτελεσματικά και με τη δέουσα αμεροληψία από την κλασική δημόσια διοίκηση· διοίκηση η οποία συχνά υπάγεται σε στενό κυβερνητικό έλεγχο και, συνεπώς, σε κομματικές και συγκυριακές εκλογικές σκοπιμότητες. Χρειάζεται σύμφωνα με την αντίληψη αυτή μια δημόσια υπηρεσία η οποία να έχει εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, προσομοιάζοντα με αυτά της δικαστικής εξουσίας, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργεί ως αντίβαρο εξουσίας στις τυχόν αυθαιρεσίες της εκτελεστικής εξουσίας. Ωστόσο, δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος που δημιούργησε την ανάγκη για ίδρυση Α.Α. Η ολοένα μεγαλύτερη εξειδίκευση, τεχνική και νομική, διαφόρων τομέων της διοικητικής δράσης, και η ολοένα και πιο περίπλοκη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, έχει δημιουργήσει προβλήματα στην αντιμετώπιση των οποίων με δυσκολία θα κατάφερνε να ανταποκριθεί ο παραδοσιακός μηχανισμός υπαλληλικής γραφειοκρατίας (με τις αγκυλώσεις του και με την έλλειψη ευελιξίας του) ο στελεχωμένος με υπαλλήλους και λειτουργούς του γενικής παιδείας, είναι μια άλλη αιτία εμφάνισης του φαινομένου των Α.Α. Με άλλα λόγια, στις σύγχρονες συνθήκες δημοκρατίες των μαζών προκρίνεται σε κάποιες περιπτώσεις το υπόδειγμα της ρυθμιστικής διακυβέρνησης και όχι της άμεσης επέμβασης στον χώρο της οικονομίας της ίδιας της διοίκησης. Βεβαίως, τα προεκτεθέντα ταιριάζουν περισσότερο στον ιδεότυπο της Α.Α. παρά στην πραγματική τους λειτουργία, όπως αυτή εξελίχθηκε συν τω χρόνω, τουλάχιστον στη χώρα μας.

Με βάση τα ανωτέρω, η ακριβής κατάταξη των Α.Α. στο τρίπολο της κλασικής διάκρισης των εξουσιών έχει μεν βρει μια κατ’ αρχήν λύση, αυτή της κατάταξης τους στην εκτελεστική εξουσία· πλην, λύση προσωρινή κατά τη γνώμη του υπογράφοντος το παρόν. Η κατάταξη αυτή έχει ως συνέπεια ότι οι Α.Α. δεν εντάσσονται στη δημόσια διοίκηση, δεν υπόκεινται στον ιεραρχικό έλεγχο των υπουργών και λογοδοτούν μόνο στο Κοινοβούλιο και ειδικότερα στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές, σύμφωνα με τα οριζόμενα επί του θέματος στον Κανονισμό της Βουλής (βλ. και το άρθρο 101Α του Συντάγματος). Περαιτέρω οι Α.Α. υπάγονται αυτονοήτως στη δικαιοδοσία της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Το τελευταίο όμως μπορεί να γίνει μόνο κατασταλτικά· στην περίπτωση δηλαδή που όργανά τους θα παραβιάσουν τον νόμο κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους. Σε καμία, επομένως, περίπτωση τα όργανα της Ελληνικής Δικαιοσύνης δεν μπορούν να δίνουν δεσμευτικές οδηγίες στις Α.Α. για το πώς θα πρέπει να ερμηνεύσουν τις κανονιστικές διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και για το πώς θα πρέπει να ασκούν τις αρμοδιότητές τους, όπως επιχειρήθηκε να γίνει με τη γνωμοδότηση 1/2023 του τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ι. Ντογιάκου.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να τονισθεί ότι οι Α.Α. δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο. Ήλθαν για να μείνουν και έχουν δημιουργήσει μια καινούργια πραγματικότητα. Οπότε τα κύρια και προς επίλυση και απάντηση νομικά προβλήματα είναι και αυτά καινούρια και πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί τους και να εγκαταλείψουμε τα παραδεδεγμένα σχήματα, ή πάντως να τα δεχθούμε ελαφρώς διαφοροποιημένα. Μπορεί να θεωρούνται από κάποιους θεσμός δύσκολα συμβιβάσιμος με τη λαϊκή κυριαρχία, από κάποιους δε άλλους αποτέλεσμα της επικράτησης νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων μείωσης του κράτους και του ρόλου της πολιτικής και του υπερτονισμού της «κυβερνησιμότητας» (governance), ως απλής τεχνοκρατικής αξίας και της απορρύθμισης (deregulation)· ωστόσο σε μια εποχή έντονου πολιτικού φατριασμού και κομματικοποίησης (άρα και διαφθοράς) οι Α.Α. μπορούν εν δυνάμει να συμβάλουν σε μια ορθολογικοποίηση και πιο αμερόληπτη άσκηση της πολιτικής σε διάφορους επιμέρους τομείς. Και ανεξάρτητα από το κατά πόσον οι Α.Α. ανταποκρίνονται στην Ελλάδα στις πιο πάνω προσδοκίες, μπορούν πάντως εν δυνάμει να παίξουν ευεργετικό ρόλο στην προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, όπως έχει συμβεί αρκετές φορές π.χ. με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ).

Στην Ελλάδα οι Α.Α. εισήχθησαν όχι ως συνειδητή πολιτική επιλογή να εγκαθιδρυθούν αντίβαρα εξουσίας ή θεσμικές εγγυήσεις, αλλά, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, ως επιταγές της κοινοτικής/ενωσιακής έννομης τάξης. Πρώτη Α.Α. υπήρξε η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ιδρυθείσα με τον νόμο 703/1977. Ακολούθησε η ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) με τον νόμο 1866/1989. Αυτή ήταν η πρώτη Αρχή στην οποία ανατέθηκε η αρμοδιότητα να εγγυηθεί τη λειτουργία μιας συνταγματικής αρχής και ειδικότερα τον πλουραλισμό στο πλαίσιο της ενημέρωσης. Ακολούθησε η δημιουργία και άλλων Α.Α. κατά την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα. Οι αρχές αυτές δεν είχαν συνταγματική κατοχύρωση και διέπονταν από ετερόκλητα κανονιστικά καθεστώτα, χωρίς αυξημένες εγγυήσεις ούτε καν για τη μη κατάργησή τους.

Για πρώτη φορά με τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 υπήρξε συνταγματική πρόβλεψη για τις Α.Α. Προβλέφθηκε η ύπαρξη 5 τομέων εποπτευόμενων υποχρεωτικά από Α.Α. Πρόκειται για τους εξής τομείς: α) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 9Α ) που έχει ανατεθεί στην ΑΠΔΠΧ, β) εποπτεία των ΜΜΕ που έχει ανατεθεί στο ΕΣΡ (άρθρο 15 §2), γ) διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 19 §2), που έχει ανατεθεί στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), δ) Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο με διαγωνισμό ή επιλογή (άρθρο 103 §7), η οποία έχει ανατεθεί στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), και ε) ο Συνήγορος του πολίτη (άρθρο 103 §9). Τέλος, στο άρθρο 101Α ορίστηκαν τα ακόλουθα: «1. Όπου από το Σύνταγμα προβλέπεται η συγκρότηση και η λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, τα μέλη της διορίζονται με ορισμένη θητεία και διέπονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, όπως νόμος ορίζει. 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την επιλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού και λοιπού προσωπικού της υπηρεσίας που οργανώνεται για την υποστήριξη της λειτουργίας κάθε ανεξάρτητης αρχής. Τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές πρέπει να έχουν τα ανάλογα προσόντα, όπως νόμος ορίζει. Η επιλογή τους γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της. Η θητεία των μελών των ανεξάρτητων αρχών παρατείνεται έως τον διορισμό νέων μελών. Τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής των μελών των ανεξάρτητων αρχών και της λειτουργίας και των αρμοδιοτήτων της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής ορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής. 3. Με τον Κανονισμό της Βουλής ρυθμίζονται όσα αφορούν τη σχέση των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή και ο τρόπος άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου».

Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι οι Α.Α. ευτύχησαν κατά τη λειτουργία τους. Η αντιμετώπιση της ΑΔΑΕ από την Πολιτεία –που είναι μάλιστα και συνταγματικά κατοχυρωμένη Α.Α.– μετά την αποκάλυψη των τηλεφωνικών υποκλοπών κατά το έτος 2022, πιστοποιεί του λόγου το αληθές. Μπορεί κανείς, χωρίς τον κίνδυνο της αστοχίας να μιλήσει για την ελληνική κακοδαιμονία των Α.Α. στη χώρα μας. Αυτή η κακοδαιμονία, δεν οφείλεται σε έλλειψη κατ’ αρχήν κανονιστικής θωράκισης της ανεξαρτησίας τους, αλλά α) στο κατά καιρούς θεσμικό ψαλίδισμα των αρμοδιοτήτων τους με βάση ειδικούς νόμους, β) στην ακραία υποστελέχωσή τους και πενία τους σε ανθρώπινους και υλικούς πόρους, γ) στις συχνά ατυχείς και με κριτήρια κομματικής ημετερότητας επιλογές των μελών τους από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής κατά την επιλογή των μελών των Α.Α.· επιλογές που έχουν σαν συνέπεια τη στελέχωσή τους από πρόσωπα με έλλειμμα γνώσης και κυρίως αποφασιστικότητας και θάρρους να προασπίσουν την ανεξαρτησία, την αμεροληψία και το κύρος των Α.Α., δ) στην πεισματική άρνηση του πολιτικού συστήματος (τόσο της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης διαχρονικά) να ανεχθούν αυτόνομες μη εξαρτημένες φωνές που δεν ελέγχουν, ε) στη μεγάλη αδυναμία και ισχνότητα της κοινωνίας των πολιτών, που δεν καταφέρνει να κινητοποιηθεί μαζικά και αποτελεσματικά για αιτήματα που δεν είναι συντεχνιακά, ή δεν καταφέρνει να τα κρατήσει για πολύ καιρό μακριά από την κομματική εργαλειοποίηση τους. Έτσι η όποια κριτική στάση απέναντι σε κυβερνητικές πολιτικές συνήθως εκλαμβάνεται ως πράξη αντιπολίτευσης και υπονόμευσης.

Αυτή η όχι φωτεινή εικόνα καθιστά εξαιρετικά επίκαιρο το θέμα με το οποίο ασχολείται το βιβλίο του Αντώνη Μεταξά (Ανεξάρτητες Αρχές και Ευρωπαϊκό Δικαιοκρατικό Κεκτημένο – Independent Authorities and the EU Rule of Law Acquis, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης 2024). Την ανάγκη, δηλαδή, να αναζητήσουμε μια επιπρόσθετη προστασία των αρχών από το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, με δεδομένο, εξάλλου, ότι βρισκόμαστε στην εποχή του πολυεπίπεδου συνταγματισμού. Οι σκέψεις που διατυπώνει ο συγγραφέας συνιστούν ένα πολύ χρήσιμο και πρωτότυπο βήμα στον επιστημονικό διάλογο για τη θέση των ανεξαρτήτων αρχών.

Στο παρόν κείμενο θα περιοριστούμε σε μια συνοπτική παρουσίαση της σχετικής προβληματικής: Στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) ορίζεται ότι «η ΕΕ βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες».

Ο Αντώνης Μεταξάς επισημαίνει ότι η διάταξη αυτή δεν περιέχει απλώς διατύπωση κατευθύνσεων ή προθέσεων πολιτικής φύσεως, αλλά κατοχυρώνει αξίες, οι οποίες αποτελούν μέρος της ίδιας της ταυτότητας της Ένωσης ως κοινής έννομης τάξης·αξίες οι οποίες συγκεκριμενοποιούνται μέσω αρχών που συνεπάγονται νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη. Κυρίαρχη μεταξύ των αξιών αυτών θέση έχει η αρχή του κράτους δικαίου. Και κράτος δικαίου σημαίνει μεταξύ πολλών κυρίως αντίβαρα εξουσίας καθώς και θεσμικές εγγυήσεις. Προεξάρχουσα δε θέση μεταξύ των αντιβάρων αυτών καταλαμβάνουν δίπλα στην ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και την ελευθερία του τύπου οι Α.Α.

Σε σχέση με το ζήτημα κατά πόσον η προαναφερθείσα διάταξη θεσπίζει δεσμευτικό κανόνα δικαίου έχει απασχοληθεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) με την απόφαση του Δικαστηρίου (της Ολομέλειας) της 16ης Φεβρουαρίου 2022 (Ουγγαρία κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) C-156/21. Επρόκειτο για προσφυγή ακυρώσεως της Ουγγαρίας κατά του Κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020 [«περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης»] που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η Ε.Ε. μπορεί να αρνηθεί να εκταμιεύσει κονδύλιο υπέρ κράτους μέλους σε περίπτωση που το συγκεκριμένο κράτος μέλος παραβιάσει τις αξίες του κράτους δικαίου. Η απόφαση αυτή είναι κρίσιμη για δύο θεμελιώδεις σκέψεις της, οι οποίες ξεκαθαρίζουν την ακριβή νομική φύση της διάταξης για την οποία γίνεται λόγος. Πρόκειται για τις ακόλουθες σκέψεις:

 «127. Οι αξίες που διαλαμβάνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ έχουν προσδιοριστεί από τα κράτη μέλη και γίνονται από κοινού αποδεκτές από αυτά. Καθορίζουν την ίδια την ταυτότητα της Ένωσης ως κοινής έννομης τάξης. Επομένως, η Ένωση πρέπει να είναι σε θέση, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές προβλέπονται στις Συνθήκες, να προασπίζεται τις εν λόγω αξίες.

232. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 2 ΣΕΕ δεν συνιστά απλή διατύπωση κατευθύνσεων ή προθέσεων πολιτικής φύσεως, αλλά περιέχει αξίες οι οποίες, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 127 της παρούσας αποφάσεως, αποτελούν μέρος της ίδιας της ταυτότητας της Ένωσης ως κοινής έννομης τάξης, αξίες οι οποίες συγκεκριμενοποιούνται μέσω αρχών που συνεπάγονται νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη».

Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό της Ουγγαρίας, σύμφωνα με τον οποίο οι αρχές του κράτους δικαίου μπορούν να προστατευθούν μόνο μέσω της διαδικασίας του άρθρου 7 ΣΕΕ[1], και όχι του άρθρου 2.

Αν ο ισχυρισμός αυτός είχε γίνει δεκτός, αυτό θα είχε ως συνέπεια να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει κανονιστική δεσμευτικότητα το άρθρο 2 (θα ήταν δηλαδή σε μια τέτοια περίπτωση μια διάταξη ισοδυναμούσα με ευχολόγιο κατευθυντήριας μορφής) και ότι η μόνη συνέπεια, που θα προκαλούνταν από την παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου από κάποιο κράτος μέλος, θα ήταν η κίνηση των διαδικασιών για την αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους μέλους στο Συμβούλιο· δηλαδή μια καθαρά πολιτική και μόνο συνέπεια.

Πρέπει βεβαίως εδώ να τονισθεί ότι στην προκείμενη περίπτωση, η υπόθεση αφορούσε ενωσιακό κανονισμό, με συνέπεια να κινείται το Δικαστήριο ούτως ή άλλως στο επίπεδο του παραγώγου ενωσιακού δικαίου και να μην απαιτείται προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους διατάξεων της Συνθήκης συνδετικό με το ενωσιακό δίκαιο στοιχείο (όπως π.χ. διασυνοριακότητα). Απομένει να δούμε πώς θα αποφανθεί στο μέλλον το ΔΕΕ στην περίπτωση που θα έχει ενώπιόν του μια υπόθεση, όπου το θέμα της παραβίασης του άρθρου 2 της ΣΕΕ θα ετίθετο ως αυτοτελής και ευθύς λόγος που θα θεμελίωνε κατά τον ασκούντα τη σχετική δικαστική προσφυγή (μόνος του ή κατά συρροή με άλλη διάταξη του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, όπως π.χ. θα μπορούσε να είναι μια διάταξη του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ) ακυρότητα ενωσιακής κανονιστικής πράξης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Σε κάθε περίπτωση, από τα προεκτεθέντα μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι είναι εύλογο να υποστηριχθεί η άποψη ότι οποιαδήποτε πράξη (εθνική ή ενωσιακή) τυχόν παραβίαζε ταυτόχρονα την επίμαχη διάταξη του άρθρου 2 της ΣΕΕ και επιπλέον και μια ακόμη διάταξη, όπως θα ήταν για παράδειγμα ένα άρθρο του ΧΘΔΕΕ και όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που θα επιχειρούνταν η κατάργηση ενός εθνικού οργανισμού (π.χ. και κατά βάση μιας Α.Α.) που διασφαλίζει την απρόσκοπτη άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος σε κάποιο κράτος μέλος (ή αν μειώνονταν η ανεξαρτησία του, ή περιστέλλονταν ουσιαστικά οι αρμοδιότητες του εν λόγω οργανισμού), θα ήταν ακυρώσιμη όχι μόνο από τη σκοπιά του εσωτερικού Συντάγματος του εν λόγω κράτους μέλους αλλά και από τη σκοπιά του ενωσιακού δικαίου. Μια τέτοια απόφαση θα αναδείκνυε το πόσο σοβαρή μπορεί να γίνει η προστασία των αρχών του κράτους δικαίου στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Προστασία που αποτελεί και την προστιθέμενη αξία της Ε.Ε.


[1] Στο άρθρο αυτό ορίζονται τα εξής:

«1. Το Συμβούλιο δύναται, βάσει αιτιολογημένης προτάσεως του ενός τρίτου των κρατών μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών του και κατόπιν της έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να διαπιστώσει την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2. Το Συμβούλιο, προτού προβεί στη διαπίστωση αυτή, ακούει το εν λόγω κράτος μέλος και δύναται, αποφασίζοντας με την ίδια διαδικασία, να του απευθύνει συστάσεις.

Το Συμβούλιο επαληθεύει τακτικά ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που οδήγησαν στη διαπίστωση αυτή.

2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση του ενός τρίτου των κρατών μελών ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αφού λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δύναται να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2, αφού καλέσει το εν λόγω κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

3. Εφόσον γίνει η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 διαπίστωση, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίζει, με ειδική πλειοψηφία, την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών ως προς το εν λόγω κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους μέλους στο Συμβούλιο. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας αναστολής στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων.

Οι υποχρεώσεις του εν λόγω κράτους μέλους, δυνάμει των Συνθηκών, εξακολουθούν, εντούτοις, να δεσμεύουν αυτό το κράτος μέλος.

4. Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, εν συνεχεία, με ειδική πλειοψηφία, να μεταβάλει ή να ανακαλέσει μέτρα που έχουν ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3, ανάλογα με τις μεταβολές της καταστάσεως, η οποία οδήγησε στην επιβολή τους.

5. Ο τρόπος ψηφοφορίας που, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο καθορίζεται στο άρθρο 354 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Το παρόν αποτελεί γραπτή ανάπτυξη των όσων προφορικά αναπτύχθηκαν από τον συντάκτη κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Α. Μεταξά, Ανεξάρτητες Αρχές και Ευρωπαϊκό Δικαιοκρατικό Κεκτημένο – Independent Authorities and the EU Rule of Law Acquis, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης 2024, σε εκδήλωση που έγινε στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών στις 5.12.2024

Χρήστος Ράμμος

Πρόεδρος της Αρχής Διασφαλίσεως του Απορρήτου των Επικοινωνιών

Αντιπρόεδρος του ΣτΕ ε.τ.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Απόσπασμα της Έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής σχετικά με το άρθρο 87 του υπό συζήτηση νομοσχεδίου (θέσπιση ρυθμίσεων ως προς το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών στις βουλευτικές εκλογές)

Διαβάστε το σχετικό απόσπασμα της Έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής για το άρθρο 87 του υπό συζήτηση νομοσχεδίου (θέσπιση ρυθμίσεων ως προς το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών στις βουλευτικές εκλογές).

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.