Η δημοσίευση της υπ’ αριθ. 1972/2022 περίληψης της απόφασης που εξέδωσε η επταμελής σύνθεση του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εν αναμονή της δημοσίευσης ολόκληρης της απόφασης, το παρόν σχόλιο εστιάζεται στο ακανθώδες ζήτημα των συνταγματικών σκοπών της παιδείας και του δικαστικού ελέγχου τους.
Σύμφωνα με την πρόβλεψη του αρ. 16 παρ. 2 του Συντάγματος, «[η] παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Kράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Όπως είχε εύστοχα παρατηρήσει ο Πρόδρομος Δαγτόγλου, η «πομπώδης και εν όψει των “ελληνοχριστιανικών” ανοσιουργημάτων της απριλιανής δικτατορίας απαράδεκτη αυτή διάταξη» θα ταίριαζε περισσότερο στο κείμενο κάποιου πανηγυρικού λόγου παρά στο Σύνταγμα της χώρας[1]. Εξάλλου, ήδη στο πλαίσιο της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, είχε υποστηριχθεί από τον Γενικό Εισηγητή της μειοψηφίας, Δημήτρη Τσάτσο, και άλλους βουλευτές της αντιπολίτευσης, η άποψη ότι η αναφορά σε σκοπούς της παιδείας ήταν περιττή[2]. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εν λόγω διάταξη ψηφίστηκε και, συνεπώς, διαθέτει κανονιστική ποιότητα, ερευνητέο ποια ακριβώς.
Η στοχοθεσία του αρ. 16 παρ. 2 του Συντάγματος είναι γενική και διατυπώνεται με τρόπο που είναι σαφές ότι εναποθέτει τον καθορισμό των μέσων επίτευξής της στον κοινό νομοθέτη. Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία άποψη, η δέσμευση του νομοθέτη αφορά στην πρόβλεψη μαθημάτων τα οποία εκπληρώνουν τους συγκεκριμένους σκοπούς (όπως π.χ. η γυμναστική που καλύπτει τον σκοπό της φυσικής αγωγής) χωρίς όμως τούτη να επεκτείνεται στην πρόβλεψη διδασκαλίας συγκεκριμένων μαθημάτων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλα τα έτη, για συγκεκριμένες ώρες ή με καθορισμένο περιεχόμενο[3].
Ωστόσο, αναφορικά με τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ειδικότερα, το ΣτΕ έχει κρίνει ως αντισυνταγματικό τόσο τον περιορισμό των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος (ΣτΕ 7μ. 2176/1998) όσο και την απομάκρυνση του περιεχομένου του από τα δόγματα της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης (πλέον πρόσφατες οι ΣτΕ Ολ. 660/2018 και 1749/2019)[4]. Από την άλλη πλευρά, η ΣτΕ 5μ. Γ΄ Τμ. 614/2004 απέρριψε αίτηση ακύρωσης, η οποία αφορούσε την εξαίρεση της Χημείας από τα μαθήματα Γενικής Παιδείας που εξετάζονταν με κοινά σε εθνικό επίπεδο θέματα στη Β΄ Λυκείου. Με βάση την αιτιολογία της, «[σ]το νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση εναπόκειται αφενός μεν η επιλογή, από το ευρύ πεδίο των επιστημών και των επιστημονικών γνώσεων, εκείνων οι οποίες θα καταστούν αντικείμενο διδασκαλίας στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αφετέρου δε η ρύθμιση του τρόπου διδασκαλίας και αξιολόγησης των μαθημάτων που διδάσκονται, ώστε να επιτυγχάνονται οι στόχοι που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος […]». Με άλλα λόγια, σ’ εκείνη την υπόθεση το Δικαστήριο (ορθώς) έκρινε ότι η εκτίμηση της σκοπιμότητας των σχετικών ρυθμίσεων εκφεύγει από τον ακυρωτικό έλεγχο.
Στη σχολιαζόμενη υπ’ αριθ. 1972/2022 απόφαση, το Συμβούλιο της Επικρατείας κλήθηκε να αποφανθεί αρχικώς ως προς το εάν είναι συμβατή με το αρ. 16 παρ. 2 του Συντάγματος η αντικατάσταση του μαθήματος της Κοινωνιολογίας από το μάθημα των Λατινικών ως πανελληνίως εξεταζόμενο μάθημα για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 4692/2020, με τις οποίες προβλέφθηκε η ως άνω αντικατάσταση, δεν υπερβαίνουν τα όρια της ευχέρειας που έχει ο νομοθέτης προς καθορισμό του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων σπουδαστών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η εν λόγω κρίση είναι εναρμονισμένη με τον προαναφερθέντα γενικό χαρακτήρα της συνταγματικής στοχοθεσίας. Παρά την αντίθετη γνώμη του γράφοντος ως προς την ουσία της συγκεκριμένης επιλογής, ο νομοθέτης διέθετε την ευχέρεια να ρυθμίσει το συγκεκριμένο ζήτημα όπως έκρινε και αυτό έπραξε.
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε με την ίδια απόφαση ότι τα ωρολόγια προγράμματα, κατά το μέρος που περιορίζουν ή καταργούν τη διδασκαλία των μαθημάτων γενικής παιδείας «Πολιτική Παιδεία» στην Α΄ Λυκείου και «Σύγχρονος Κόσμος: Πολίτης και Δημοκρατία» στη Β´ Λυκείου, αφίστανται από τις εκτιμήσεις του νομοθέτη του ν. 4186/2013, όπως αυτές προκύπτουν από την αιτιολογική έκθεση του νόμου. Τούτο το σκέλος της απόφασης δεν έκρινε, επομένως, ότι οι νέες προβλέψεις των ωρολόγιων προγραμμάτων ήταν αντίθετες με τους συνταγματικούς σκοπούς της παιδείας. Έκρινε πως δεν είναι νόμιμες, διότι η Διοίκηση οφείλει να ασκεί την κανονιστική της αρμοδιότητα με βάση συγκεκριμένα παιδαγωγικά και επιστημονικά κριτήρια, τα οποία επαληθεύονται με βάση τις εκτιμήσεις αρμόδιων φορέων, όπως το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, που δεν υπήρχαν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τούτη η κρίση θυμίζει τη νομολογία του ίδιου Δικαστηρίου αναφορικά με την ανάγκη ύπαρξης και επίκλησης αναλογιστικών μελετών ώστε να μην αντιβαίνουν στο Σύνταγμα αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣτΕ Ολ 2290/2015, ΣτΕ Ολ 1889/2019) και εναρμονίζεται με τη γενικότερη, διαφαινόμενη νομολογιακή τάση που απαιτεί κάποιας μορφής αιτιολόγηση (και όχι βέβαια αιτιολογίας με τη στενή έννοια του όρου) των επιλογών του κανονιστικού νομοθέτη όταν διακυβεύονται συνταγματικά αγαθά.
Συνολικά, στο ζήτημα της ερμηνείας των συνταγματικών σκοπών της παιδείας, το Συμβούλιο της Επικρατείας στη σχολιαζόμενη απόφαση φαίνεται ότι ακολούθησε την κατεύθυνση που είχε χαράξει με την ΣτΕ 614/2004. Από μια άποψη θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για ευτύχημα: όπως έχει επισημανθεί, τυχόν επέκταση ενός τόσο εντατικού δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας όσο αυτού που ασκεί το ΣτΕ για το μάθημα των Θρησκευτικών και σε άλλα μαθήματα, θα οδηγούσε σε αδιέξοδο[5]. Από την άλλη πλευρά, η διαιώνιση της αναγωγής μιας ιδεολογικής και πολιτικής επιλογής του εκάστοτε νομοθέτη σε συνταγματικό διακύβευμα, όπως κάνουν οι αποφάσεις του ΣτΕ ως προς το μάθημα των Θρησκευτικών, είναι ανεπίτρεπτη[6]. Αυτή η ανισομέρεια ως προς τα όρια του ακυρωτικού ελέγχου πρέπει να λυθεί διά της προσαρμογής της νομολογίας του ΣτΕ ως προς το μάθημα των Θρησκευτικών με αυτήν που αφορά στα λοιπά μαθήματα.
Χαράλαμπος Κουρουνδής
Διδάκτορας Νομικής ΑΠΘ, υπότροφος μεταδιδακτορικός ερευνητής, Μέλος ΣΕΠ ΕΑΠ,
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Υποσημειώσεις:
[1] Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά δικαιώματα, δ΄ εκδ., Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 680.
[2] Για τη σχετική συζήτηση ας μου επιτραπεί η παραπομπή σε Χ. Κουρουνδή, Το Σύνταγμα και η Αριστερά. Από τη «βαθεία τομή» του 1963 στο Σύνταγμα του 1975, νήσος, Αθήνα 2018, σελ. 365-377.
[3] Βλ. τελείως ενδεικτικά Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, γ΄ εκδ., Νομική βιβλιοθήκη, Αθήνα 2006, σελ. 334.
[4] Βλ. τον σχολιασμό τους στο ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού Το Σύνταγμα, 1-2/2020.
[5] Βλ. Ευ. Βενιζέλου, «Η αμφιθυμία της πρόσφατης νομολογίας γύρω από τη θρησκευτική ελευθερία και το μάθημα των θρησκευτικών – Ο εσωτερικός διάλογος στο ΣτΕ και οι αποκλίσεις από τη νομολογία του ΕΔΔΑ», Νομοκανονικά 1/2020, 1επ (11-12).
[6] Βλ. Γ. Δρόσου, «Η ιδεολογία ως νομολογία στο παράδειγμα της απόφασης ΣτΕ 660/2018» σε: Το Σύνταγμα εν εξελίξει. Τιμητικός Τόμος για τον Αντώνη Μανιτάκη, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 580.