Η νέα και πιο επικίνδυνη φάση των «συνταγματικών συγκρούσεων» μεταξύ του ευρωπαϊκού δικαίου και του εθνικού δικαίου, που εκφράζεται πρακτικά με τις νομολογιακές συγκρούσεις μεταξύ του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και των εθνικών Συνταγματικών Δικαστηρίων, ξεκίνησε στις 5 Μαΐου 2020, εν μέσω του πρώτου κύματος της πανδημίας, με την περιβόητη απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που άρχισε να εφαρμόζει από το 2015 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) υπό τη διοίκηση του Μάριο Ντράγκι. Στην απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο της Καρλσρούης αποφάνθηκε με περισσή αλαζονεία ότι η ΕΚΤ υπερέβη τις αρμοδιότητές της, ασκώντας όχι μόνο νομισματική πολιτική, που ανήκει στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της ΕΕ, αλλά και οικονομική πολιτική, που εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Επετίμησε μάλιστα το ΔΕΕ επειδή δεν άσκησε τον έλεγχο της αναλογικότητας των αποτελεσμάτων του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης σύμφωνα με το «πρωτόκολλο» του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, δηλαδή έναν εξονυχιστικό υπολογισμό πλεονεκτημάτων-μειονεκτημάτων, που αφήνει ελάχιστα περιθώρια στην ελευθερία πολιτικών αποφάσεων. Όπως επεσήμανε ο Ευ. Βενιζέλος, η απόφαση αυτή αναπαράγει στην ουσία την κοινή δήλωση Μέρκελ-Σαρκοζί στη Ντοβίλ, ότι η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν πρέπει να καλυτερεύει τις συνθήκες χρηματοδότησης των κρατών μελών από τις αγορές, διότι αυτό μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη δημοσιονομική κατάσταση των «ενάρετων» χωρών που έχουν δυνατότητα χρηματοδότησης με χαμηλό κόστος. Έναν χρόνο μετά, στις 15 Απριλίου 2021, το γερμανικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την ακύρωση της συμμετοχής της Γερμανίας στο Ταμείο Ανάκαμψης, δεν απέκλεισε όμως καθόλου το ενδεχόμενο να κρίνει ως αντισυνταγματικό τον κοινό δανεισμό των κρατών μελών για τη χρηματοδότησή του, κατά την κύρια εκδίκαση της προσφυγής, προαναγγέλλοντας ότι θα προβεί σε έναν αυστηρό έλεγχο της συμφωνίας του Recovery Fund με τη γερμανική εθνική ταυτότητα και τη δημοσιονομική κυριαρχία του γερμανικού Κοινοβουλίου. Στη συνέχεια, όπως ήταν αναμενόμενο, ο ιός της αμφισβήτησης της υπεροχής του ευρωπαϊκού δικαίου, εξαπλώθηκε στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, δύο χώρες στις οποίες όλοι οι εγγυητικοί θεσμοί του Κράτους δικαίου (Συνταγματικό Δικαστήριο, κοινά Δικαστήρια, Ανεξάρτητες Αρχές, ελεύθερος Τύπος) βρίσκονται υπό πολιτικό έλεγχο. Στις 7 Οκτωβρίου 2021 το πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση, με την οποία θέτει υπό τον έλεγχο του πολωνικού Συντάγματος θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου. Το ίδιο πνεύμα κυριαρχεί και στην Ουγγαρία, ενώ πρόσφατα δημιουργήθηκε νέα εστία έντασης σε σχέση με το θέμα της υπεροχής του ευρωπαϊκού δικαίου, μεταξύ του ΔΕΕ και του ρουμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Οι τρεις αυτές χώρες θεωρούν ότι αποτελεί στοιχείο της εθνικής συνταγματικής ταυτότητάς τους ο κρατικός αυταρχισμός και η απόκλισή τους από τις αρχές του φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Η μετωπική επίθεσή τους προς το ΔΕΕ θέτει σε αμφιβολία το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ανοίγοντας τον δρόμο σε έναν διάχυτο εθνικό έλεγχο της συνταγματικότητας του ευρωπαϊκού δικαίου. Κατά βάθος, όμως, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να φτάσουν στα άκρα τη λογική του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης στο ΕΑΠ
Πηγή: Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (05.01.2022)