Το κίνημα για την υπεράσπιση των ζώων είναι σχετικά αυτοτελές έναντι του οικολογικού κινήματος και έχει πετύχει τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικές πολιτικές νίκες, ιδίως με τη θέσπιση νομοθεσίας κατά της βαναυσότητας στους τομείς της έρευνας, της κτηνοτροφίας, του κυνηγιού και των ζωολογικών κήπων, που επιτεύχθηκαν χάρη σε κοινωνικούς αγώνες και την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για την ευημερία των ζώων.
Ωστόσο τα αποτελέσματα παραμένουν πενιχρά αν ληφθεί υπόψη η έκταση της συντελούμενης καταστροφής[1]. Από τη δεκαετία του 1960 ο πληθυσμός των ανθρώπων υπερδιπλασιάστηκε, ενώ ο πληθυσμός των άγριων ζώων, χερσαίων και θαλάσσιων, έχει υποστεί ανεπανόρθωτες απώλειες. Η παγκόσμια κατανάλωση κρέατος τριπλασιάστηκε από το 1980 και αναμένεται να διπλασιαστεί πάλι μέχρι το 2050. Ο βασανισμός, η εκμετάλλευση και η θανάτωση των ζώων αυξάνονται. Σε πρόσφατη έκθεση ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου (3/2023) διαπιστώθηκε η αδυναμία της ελληνικής πολιτείας να παρακολουθήσει την τήρηση των υποχρεώσεων των ιδιωτών απέναντι στα ζώα συντροφιάς που δεσπόζουν, όπως προβλέπεται στη νομοθεσία, καθώς και η ανεπάρκειά της ως προς τη μέριμνα για τα αδέσποτα ζώα.
Στη θεωρητική συζήτηση για την υπεράσπιση των ζώων έχουν υποστηριχθεί τρεις διαφορετικές αντιλήψεις[2]. Σύμφωνα με την ευημεριστική προσέγγιση, η ευημερία των ζώων έχει μεν ηθική σημασία, όμως υποτάσσεται στην ανθρώπινη ευημερία. Τα ζώα μπορούν να χρησιμοποιούνται προς όφελος των ανθρώπων, αρκεί να τίθενται συγκεκριμένα όρια στην εκμετάλλευσή τους, ιδίως η μη βάναυση χρήση τους. Η δεύτερη προσέγγιση είναι η οικολογική, που δίνει έμφαση στην υγεία των οικοσυστημάτων, των οποίων ζωτικό συστατικό στοιχείο αποτελούν τα ζώα. Το κρίσιμο κατά τη αντίληψη αυτή είναι η συντήρηση και αποκατάσταση των οικοσυστημάτων, υποβαθμίζοντας τη σημασία της θανάτωσης ζώων όταν δεν έχει επίδραση στα οικοσυστήματα. Και οι δύο προηγούμενες αντιλήψεις αποδίδουν ανώτερη αξία στα ανθρώπινα συμφέροντα από εκείνα των ζώων ως ατομικών υπάρξεων.
Σύμφωνα με την τρίτη αντίληψη, τα ζώα θα πρέπει να αναγνωρίζονται ως υποκείμενα θεμελιωδών δικαιωμάτων ανεξάρτητα από την επιδίωξη των ανθρώπινων συμφερόντων ή τη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων. Αυτό συνεπάγεται ότι θα έπρεπε να αναγνωριστεί στα ζώα το δικαίωμα να μην βασανίζονται, να μην φυλακίζονται, να μην γίνονται ιατρικά πειραματόζωα, ούτε να απομακρύνονται δια της βίας από τις οικογένειές τους. Ως φορείς ορισμένων απαραβίαστων δικαιωμάτων τα ζώα έχουν καταρχάς αρνητικά δικαιώματα μη παρέμβασης από την πλευρά των ανθρώπων, που αφορούν ιδίως τα άγρια ζώα, ταυτόχρονα όμως αναγνωρίζονται «θετικά σχεσιακά δικαιώματα», που προκύπτουν από τη διάδραση ανθρώπων και ζώων[3]. Ζητούμενο είναι να επιτευχθεί μια εύλογη εξισορρόπηση ανάμεσα στην οικολογική αντίληψη και τη διευρυμένη θεωρία των δικαιωμάτων των ζώων, που αναγνωρίζει διαφορετικούς τύπους σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα.
Η συζήτηση για τα δικαιώματα των ζώων προϋποθέτει τη μετάβαση από το «εγωιστικό γονίδιο του δικαίου»[4], δηλαδή από έννομες τάξεις που εμφορούνται από την αντίληψη ότι στο επίκεντρο τίθεται ο άνθρωπος, σε οικοκεντρικές έννομες τάξεις που αναγνωρίζουν τη σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος, τα δικαιώματα των ζώων και τα δικαιώματα των μελλοντικών γενιών. Οι επιπτώσεις του ανθρωποκεντρισμού και του εγωιστικού γονιδίου του δικαίου οδήγησαν στη ραγδαία εξαφάνιση χιλιάδων έμβιων όντων μέσα σε λίγες δεκαετίες και στην κλιματική αλλαγή, με αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα για την ανθρωπότητα.
Τα ζώα δεν είναι αντικείμενα. Έχουν προσωπικότητα, ως συναισθανόμενα όντα, είτε είναι άγρια, είτε «παραγωγικά», είτε ζώα συντροφιάς. Στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των ζώων σε μονάδες εκτροφής που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1978 και σε αντίστοιχη Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1998 (98/58 ΕΚ) κατοχυρώνεται ότι τα ζώα έχουν πέντε βασικές ελευθερίες: από την πείνα και τη δίψα, από την καταπόνηση και τη δυσφορία, από τους πόνους, τους τραυματισμούς και την ασθένεια, από τον φόβο και την ψυχική οδύνη, καθώς και την ελευθερία να εκδηλώνουν φυσιολογική συμπεριφορά.
Στο μανιφέστο της πολιτικής φιλοζωίας που υιοθέτησαν πριν από τις ευρωεκλογές του 2019 έντεκα κόμματα της πολιτικής φιλοζωίας περιλαμβάνονται στόχοι όπως να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των ζώων, να καταργηθούν οι επιβλαβείς για τα ζώα κτηνοτροφικές πρακτικές, να σταματήσει η υπεραλίευση, να καταργηθούν σταδιακά τα πειράματα σε ζώα, να εκτοπιστούν τα επικίνδυνα ζιζανιοκτόνα, να υποστηριχθεί η φυτοφαγία και να αναβαθμιστεί το ηθικό και νομικό καθεστώς των ζώων. Το κίνημα της πολιτικής φιλοζωίας επιδιώκει να αντιστρέψει το ρεύμα προς την επέκταση της κτηνοτροφίας, τη συρρίκνωση της βιοποικιλότητας και το βαρύ περιβαλλοντικό αποτύπωμα ενός μη βιώσιμου τρόπου ζωής, με βάση κυρίως τέσσερις τρόπους παρέμβασης[5]: Να επεκταθούν τα δικαιώματα των ζώων σε όλα τα ζώα, να υπάρξει διαφάνεια και συστηματική ενημέρωση της κοινωνίας για την παραβίαση των δικαιωμάτων των ζώων, να τιμολογηθούν οι κλιματικές, περιβαλλοντικές, υγειονομικές και άλλες εξωτερικότητες σε όλα τα προϊόντα και να ενισχυθεί η κατανάλωση νέων τροφίμων που υποκαθιστούν το κρέας και άλλα ζωικά προϊόντα. Η φιλοζωία δεν αφορά μόνο την αγάπη και τη συμπόνοια για τα ζώα, αλλά εξίσου την κλιματική κρίση, την κατάρρευση ολόκληρων οικοσυστημάτων και τη δημόσια υγεία.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ομιλία στο 2ο συνέδριο με τίτλο «Δίκαιο και Ζώα / Η προστασία της Άγριας Ζωής», που διοργάνωσε το Dogs’ Voice, στις 14.12.2024
[1] S. Donaldson/W. Kymlicka, Ζωόπολις, 2021, σ. 14
[2] Ibidem, σ. 15
[3] Ibidem, σ. 17.
[4] Σ. Βλαχόπουλος, Το «εγωιστικό γονίδιο» του δικαίου, 2023.
[5] Ν. Ράπτης, Πολιτική φιλοζωία, 2020, σ. 107.