Το νομοσχέδιο που ψήφισε πρόσφατα η Βουλή και έχει γίνει πλέον νόμος του κράτους επιχειρεί μεταξύ άλλων να καθιερώσει έναν νέο θεσμό στην Ανώτατη Εκπαίδευση, τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ), τα οποία θα είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δεν θα είναι ΝΠΔΔ, αλλά δεν ορίζεται ρητά κι αν είναι ΝΠΙΔ.
Ως μη ΝΠΔΔ η λειτουργία τους δεν καλύπτεται καταρχήν από το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 Σ, που κατοχυρώνει ένα είδος κρατικού μονοπωλίου στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση με την μορφή όμως ΝΠΔΔ όχι του νομικού προσώπου του Κράτους. Κατά συνέπεια γεννάται ζήτημα συνταγματικότητας της καθιέρωσής τους.
Το ζήτημα ενδεχόμενης αντισυνταγματικότητας μπορεί, όμως, να παρακαμφθεί από το Ενωσιακό Δίκαιο με βάση την αρχή της υπεροχής ή κατά άλλη διατύπωση πρωταρχίας εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου έναντι των κανόνων του εθνικού δικαίου ανεξαρτήτως τυπικής τους ισχύος, ακόμη και συνταγματικής περιωπής. Με βάση την αρχή αυτή που είναι μεν νομολογιακής κατασκευής του ΔΕΚ/ΔΕΕ (υποθέσεις Costa/ENEL, Internationale Handelsgesellschaft κ.ά. και έκτοτε πάγιας και σταθερής νομολογίας) αλλά θεμελιώδους και υπαρξιακής σημασίας όχι μόνο για το Δίκαιο της ΕΕ αλλά για την εν γένει διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ολοκλήρωσης, σε περίπτωση σύγκρουσης ενός ενωσιακού και ενός εθνικού κανόνα, ο τελευταίος, αν δεν μπορεί να ερμηνευθεί σύμφωνα με τον πρώτο, πρέπει να υποχωρήσει έναντι του πρώτου. Η αρχή αυτή έχει διεισδύσει στην εσωτερική έννομη τάξη κατά κρατούσα άποψη μέσω του άρθρου 28 παρ. 2 και 3 Σ (και της ερμηνευτικής δήλωσης κάτω από το άρθρο 28 Σ) και επιτρέπει δυνάμει Συνταγματικού Δικαίου αποκλίσεις από το ίδιο το Σύνταγμα όταν αυτό συγκρούεται με κανόνες του Ενωσιακού Δικαίου, είτε πρωτογενούς είτε και δευτερογενούς.
Ζήτημα γεννάται εάν το θέμα της εγκατάστασης και λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ενωσιακού Δικαίου ούτως ώστε να μπορεί να θεραπευθεί μέσω αυτού οποιαδήποτε αντίθεση με το Σύνταγμα και δη το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 Σ, καθότι η παιδεία και η εκπαίδευση εμπίπτουν στις αποκλειστικές αρμοδιότητες των κρατών μελών και όχι της ΕΕ και η τελευταία μόνο υποστηρικτικά μπορεί να ενεργεί. Παρ’ όλα αυτά, γίνεται δεκτό ότι η λειτουργία της εκπαίδευσης εμπίπτει στην Εσωτερική Αγορά και δη στις θεμελιώδεις ελευθερίες της εγκατάστασης (άρθρο 49 ΣΛΕΕ) και παροχής υπηρεσιών (άρθρο 56 ΣΛΕΕ) και των κανόνων του ανταγωνισμού καθώς και στα θεμελιώδη δικαιώματα της ακαδημαϊκής ελευθερίας (άρθρο 13 ΧΘΔΕΕ), της ίδρυσης εκπαιδευτηρίων ανεξαρτήτως βαθμίδας (άρθρο 14 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ) και της επιχειρηματικής ελευθερίας (άρθρο 16 ΧΘΔΕΕ) (αποφάσεις Neri, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας και Silevcics του ΔΕΚ/ΔΕΕ). Με τις διατάξεις αυτές ιδρύονται self-executing υποκειμενικά δικαιώματα που μπορεί να επικαλεστεί ο κάθε ενδιαφερόμενος, αρχικά έναντι των εθνικών αρχών και εν συνεχεία ενώπιον των ενωσιακών και εν τέλει του ΔΕΕ μέσω του μηχανισμού της προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Μάλιστα με την υπόθεση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης εξετάστηκε και υπό το πρίσμα του διεθνούς οικονομικού δικαίου της GATS, η οποία ως διεθνής σύμβαση κυρωμένη από την ΕΕ εντάσσεται στο ενωσιακό δίκαιο και δεσμεύει και τα κράτη μέλη.
Η άποψη που υποστηρίζεται μερικώς στην χώρα μας ότι η παιδεία και μάλιστα η πανεπιστημιακή αποτελεί δημόσια υπηρεσία και ως τέτοια είναι ανεπίδεκτη οικονομικής και μάλιστα κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης από ιδιώτες, απηχεί μεν την από τις εξελίξεις παρωχημένη και ξεπερασμένη ιστορική καταγωγή του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 Σ 1975, είναι, όμως, ξένη προς το ενωσιακό δίκαιο και τις σύγχρονες εξελίξεις. Άλλωστε, δεν αμφισβητείται ότι η δημοτική και μέση εκπαίδευση έχουν και επιχειρηματικό και κερδοσκοπικό χαρακτήρα, το ενωσιακό δίκαιο δεν κατανοεί κάποιον λόγο να μην ισχύει το ίδιο και για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Πηγή: Αναδημοσίευση από τη “Μακεδονία της Κυριακής”, 17.03.2024