Η παγκόσμια δημοσιονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας εκδηλώθηκε στη χώρα μας ως μια πρωτοφανής κρίση χρέους, με αποτέλεσμα το ελληνικό Κράτος να αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση των αγορών και να φτάσει ένα βήμα πριν την επίσημη στάση πληρωμών και χρεοκοπία του. Τα τρία μνημόνια (2010, 2012, 2015) που συνομολόγησαν οι ελληνικές Κυβερνήσεις με τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δηλαδή οι άτυπες διεθνείς συμφωνίες και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι, έφεραν πλήθος δημοσιονομικών μέτρων και δομικών μεταρρυθμίσεων, με έμφαση στη μείωση των δημοσίων δαπανών και την αύξηση της φορολογίας, την ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, την απελευθέρωση της αγοράς, τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, τις ιδιωτικοποιήσεις κ.ά.
Έτσι, συντελέστηκε σε βάθος δεκαετίας, η μετάβαση από την ευμάρεια και τη σταθερότητα 40 σχεδόν ετών Μεταπολίτευσης στη νέα κανονικότητα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας, με υψηλό πολιτικό (ιδίως για τα παλαιά κόμματα εξουσίας), οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Διόλου τυχαία, λοιπόν, τα μνημόνια αποτέλεσαν, τουλάχιστον μέχρι το 2015, τη βασική διαιρετική τομή των πολιτικών, αλλά και των συνταγματολόγων, με επίκεντρο τη συνταγματικότητά τους.
Ο δικαστικός έλεγχος των Μνημονίων
Πάνω σε αυτό το αμφιλεγόμενο πεδίο διαμορφώθηκε και η πλούσια «νομολογία της κρίσης», μια σειρά από αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων (κυρίως του Συμβουλίου της Επικρατείας), που κλήθηκαν σε οριακές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες να αποφασίσουν για τη νομιμότητα των σκληρών μέτρων της δημοσιονομικής προσαρμογής. Τα δικαστήρια επέδειξαν αυτοσυγκράτηση στο ρόλο τους και αναγνώρισαν έμμεσα στην πολιτική εξουσία την κύρια ευθύνη και πρωτοβουλία στη διαχείριση της κρίσης.
Ο δικαστικός έλεγχος των μνημονίων υπήρξε μάλλον οριακός και επιφυλακτικός, ειδικά στην πρώτη φάση της κρίσης (2010-2012), και έτσι, με τις εξαιρέσεις των ειδικών μισθολογίων (δικαστές, μέλη ΔΕΠ, ένστολοι) και μεμονωμένων μέτρων (π.χ. το τέλος στο λογαριασμό της ΔΕΗ ή η ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ), η πλειονότητα των «μνημονιακών» ρυθμίσεων κρίθηκε σύμφωνη με το Σύνταγμα στο όνομα του υπέρτερου ταμειακού ή δημοσιονομικού δημοσίου συμφέροντος, με άλλα λόγια της αποτροπής της ασύντακτης χρεοκοπίας και κατάρρευσης του Κράτους (βλ. ιδίως την απόφαση ΣτΕ 668/2012 για το 1ο μνημόνιο).
Ωστόσο, η μεγάλη διάρκεια και ένταση της κρίσης και το σημαντικό πλήγμα που αυτή επέφερε, κυρίως στα κοινωνικά δικαιώματα, όπως στην κοινωνική ασφάλιση, μέσα από μια σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων, οδήγησαν τους δικαστές σε σημαντικές αποφάσεις για την αντισυνταγματικότητα του 2 ου Μνημονίου, ως προς το κεφάλαιο των περικοπών στις συντάξεις.
Η συνταγματικότητα των μνημονίων δεν ήταν και δεν τέθηκε ποτέ ως ένα αφηρημένο ζήτημα δικαίου και δικαιοσύνης, αλλά ως μια εξαιρετική πολιτική, οικονομική και νομική κατάσταση, την οποία ο νομοθέτης και ο δικαστής ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν και να εξομαλύνουν με τα συνηθισμένα νομικά εργαλεία, ενόψει του στόχου της παραμονής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη. Έτσι, το κύριο πλέγμα των μνημονιακών ρυθμίσεων απορροφήθηκε από το Σύνταγμα, καθώς η επείγουσα αναγκαιότητα της κρίσης και η δύναμη της οικονομίας επέδρασαν καταλυτικά στην ερμηνεία και την εφαρμογή του.
Γιώργος Καραβοκύρης
Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.