Υποστηρίχθηκε (Χ.Ράμμος, πρόεδρος της ΑΔΑΕ), ότι η ΑΔΑΕ δικαιούται να «ελέγχει» και την εγκριτική διάταξη, περί άρσεως του απορρήτου, που εκδίδεται από τον εισαγγελικό λειτουργό, που προβλέπουν τα άρθρα 5 παρ. 3 του ν. 3649/2008 και 4 παρ. 3 του ν. 2265/1994. Ειδικότερα, ο κ. πρόεδρος αναφέρει τα εξής: «Οι εισαγγελικές διατάξεις, πρέπει να έχουν ορισμένο περιεχόμενο (το οποίο και παραθέτει), «ώστε να μπορεί να συναχθεί ευχερώς, ύστερα από μία συνδυασμένη ανάγνωση της διατάξεως και της σχετικής αιτήσεως, ότι τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του νόμου». Επομένως, συνεχίζει ο αρθρογράφος, «προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το μέτρο άρσης του απορρήτου έχει ληφθεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, στον έλεγχο της ΑΔΑΕ, πρέπει να περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της ύπαρξης «αιτιολογίας», δηλαδή «της εκ μέρους του εισαγγελικού λειτουργού διαπίστωσης της συνδρομής και των σχετικών πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην έκδοσή της». Και για να μη παραμείνει η παραμικρή αμφιβολία στον αναγνώστη, προσθέτει: «Η ΑΔΑΕ οφείλει να διαπιστώσει αν ο φάκελος της υπόθεσης περιλαμβάνει επαρκή πραγματικά δεδομένα, στοιχεία και εκτιμήσεις επί των οποίων ερείδεται η εισαγγελική διάταξη, έτσι ώστε να μπορεί να τεκμηριωθεί ότι η απόφαση άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας εκδόθηκε ύστερα από τήρηση των απαιτουμένων όρων και της διαδικασίας και ότι η έκδοσή της δεν είναι αποτέλεσμα της υπερβάσεως των ακραίων ορίων της χορηγούμενης στον εισαγγελικό λειτουργό αρμοδιότητας». Δηλαδή, κατά τον κ. αρθρογράφο, η ΑΔΑΕ, δύναται να ελέγχει: α) αν η εισαγγελική διάταξη, εκδόθηκε «σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους», β) αν έχει «ορισμένο περιεχόμενο», γ)αν περιλαμβάνει «πραγματικά δεδομένα, στοιχεία και εκτιμήσεις, επί των οποίων ερείδεται η εισαγγελική διάταξη», δ) «αν τα πραγματικά αυτά δεδομένα και τα στοιχεία, είναι επαρκή», ε)αν τηρήθηκαν οι απαιτούμενοι όροι και η νόμιμη διαδικασία και στ)αν ο εκδώσας την διάταξη εισαγγελικός λειτουργός, δεν υπερέβη την αρμοδιότητά του. Ο έλεγχος αυτός, κατά τις δικονομίες όλων των δικαστηρίων, γίνεται πάντοτε από ανώτερο δικαστήριο. Ιδού, λοιπόν, η απροκάλυπτη παρέμβαση στη κρίση της δικαστικής αρχής, (του εισαγγελέως). Όταν, λοιπόν, η ΑΔΑΕ θα έχει το δικαίωμα να ελέγχει την αιτιολογία των εισαγγελικών διατάξεων, με το επιχείρημα ότι «δεν επιτρέπεται να ενεργούν ανελέγκτως και αυθαιρέτως», (όπως υποστηρίζει ο κ. αρθρογράφος), αυτοαναγορεύεται σε δικαστήριο, αφού θα δύναται να ελέγχει «την εκ μέρους του εισαγγελικού λειτουργού διαπίστωση της συνδρομής και των σχετικών πραγματικών περιστατικών που τον οδήγησαν στην έκδοση της εισαγγελικής διάταξης και που συνιστούν τους όρους για την έκδοσή της»(όπως αυτολεξεί αναφέρει ο κ. αρθρογράφος). Ύστερα από αυτά που θα ελέγχει η ΑΔΑΕ, τι απομένει που να αποτελεί «την κρίση των αρμοδίων δικαστικών αρχών» και η οποία είναι ανέλεγκτη από αυτήν; Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 του ν. 5002/2022, η εκδιδόμενη από τον Εισαγγελέα διάταξη περί άρσεως του απορρήτου, ελέγχεται από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ή τον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος και τελικά εγκρίνει την άρση. Επομένως, υπάρχει η ανώτερη «δικαστική αρχή», η οποία θα ελέγχει την διάταξη του εισαγγελέως. Αλλά όχι, αυτό δεν αρκεί, πρέπει κατά τον κ. Ράμμο, η ΑΔΑΕ να ελέγξει την διάταξη του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή του Εισαγγελέα Εφετών!! Και κάτι ακόμη: Ο κ. αρθρογράφος, δηλώνει ότι το άρθρο του περιορίζεται, (για τους λόγους που αναφέρει), μόνο «στις περιπτώσεις άρσεως του απορρήτου, που γίνονται, για λόγους εθνικής ασφάλειας». Έχουμε τη γνώμη ότι, ο πραγματικός λόγος για τον οποίο ο κ. αρθρογράφος ασχολήθηκε μόνο για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, είναι ο εξής: Κατά το άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 5002/2022, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και για τη διακρίβωση των εκεί αναφερομένων σοβαρών εγκλημάτων. «Περί της άρσεως αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο». Αν, λοιπόν, ο κ. αρθρογράφος, περιελάμβανε και την περίπτωση αυτή στο άρθρο του, θα έπρεπε, για να είναι συνεπής προς τη βασική του σκέψη, να δεχθεί ότι η ΑΔΑΕ θα δύναται να ελέγξει και το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου! Μήπως, ο κ. Ράμμος, «εν τη ρύμη του καλάμου του», αναγόρευσε την ΑΔΑΕ σε δικαστήριο; Και κάτι τελευταίο: Ο κ. πρόεδρος εξέθεσε την άποψή του, σύμφωνα με την οποία η ΑΔΑΕ μπορεί να ελέγξει την αιτιολογία της διατάξεως των εισαγγελικών λειτουργών. Δεν διευκρίνισε, όμως, τι θα συμβεί όταν η ΑΔΑΕ κρίνει ελλιπή (ή εσφαλμένη) την αιτιολογία; Στη περίπτωση αυτή, θα υπάρχει, η «εισαγγελική διάταξη» και παράλληλα, η απόφαση της ΑΔΑΕ που θα την κρίνει ελλιπή ή (εσφαλμένη). Θα μπορεί να προχωρήσει η άρση του απορρήτου; Και με ποιον τρόπο;
Λουκάς Λυμπερόπουλος
επίτιμος αρεοπαγίτης, Δρ. Ν.