Επ’ αφορμή των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία, έχουν διατυπωθεί «προσκλήσεις σε ανυπακοή», προερχόμενες τόσο από κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις και πρόσωπα, ιδίως εν σχέσει με απαγορεύσεις συγκεντρώσεων, όσο και από εκκλησιαστικούς κύκλους, εν σχέσει με το κλείσιμο των εκκλησιών ή την αναστολή ορισμένων εκκλησιαστικών πρακτικών. Από συνταγματική άποψη, τα πράγματα έχουν ως εξής:
- Το Σύνταγμα δεν καθιερώνει γενικό «δικαίωμα ανυπακοής». Η ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος (άρθρο 120 παρ. 4), που θεσπίζει υποχρέωση «αντίστασης με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία», έχει εφαρμογή μόνον επί απόπειρας ανατροπής της δημοκρατικής τάξης και όχι επί άσκησης δικαιωμάτων υπό ομαλές δημοκρατικές συνθήκες. Έκτακτες συνθήκες, όπως αυτές που ισχύουν λόγω πανδημίας και μπορούν να οδηγήσουν σε προσωρινό και υπό προϋποθέσεις νόμιμο περιορισμό στην άσκηση δικαιωμάτων, δεν κάμπτουν τη «δημοκρατική ομαλότητα» και δεν δικαιολογούν προσφυγή στο άρθρο 120 παρ. 4, ούτε επίκλησή του.
- Για όλα τα ατομικά δικαιώματα ισχύουν οι γενικές αρχές που θέτει το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος: η άσκησή τους απαιτεί τήρηση της νομιμότητας και σεβασμό της αναλογικότητας. Η αναλογικότητα, το μέτρο, συμπληρώνει και προστατεύει, δεν ανατρέπει, τη νομιμότητα. Από τις αρχές αυτές συνάγεται υποχρέωση «υπακοής λόγω σεβασμού της δημοκρατίας» και όχι «ανυπακοής σε δημοκρατικές αποφάσεις που δεν αρέσουν».
- Το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης (άρθρο 14 Συντάγματος) θεσπίζει δυνατότητα του πολίτη να «εκφράζει τους στοχασμούς» του για τα πάντα, αλλά όχι να «ζητά» τα πάντα χωρίς επιπτώσεις. Άλλο η – απολύτως ελεύθερη – διατύπωση γνώμης περί του τι συνιστά «νομιμότητα» και νόμιμους περιορισμούς και τι όχι, και άλλο η «πρόσκληση» για επιβολή του είδους εκείνου νομιμότητας, που απορρέει από τις προσωπικές πεποιθήσεις πολιτών ή ομάδων πολιτών.
- Το δικαίωμα του «συνέρχεσθαι» και του «δημοσίως διαμαρτύρεσθαι» (άρθρο 11 του Συντάγματος) κάμπτεται σε περίπτωση νόμιμης και αιτιολογημένης απαγόρευσης, η οποία προβλέπεται ρητώς στο Σύνταγμα (άρθρο 11 παρ. 2) και εξειδικεύεται με νόμο. Αντίρρηση σε ενδεχόμενη απαγόρευση είναι επιτρεπτή ως έκφραση γνώμης, όχι όμως υπό τη μορφή πρόσκλησης σε παραβίαση της απαγόρευσης.
- Ούτε η «ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης» (άρθρο 13 Συντάγματος) θεσπίζει δικαίωμα ανυπακοής σε νόμιμες πράξεις της Πολιτείας, ακόμα και αν σε αυτές αντιτίθεται η «θρησκευτική συνείδηση» κάποιων πολιτών. Το συνταγματικά προβλεπόμενο (άρθρο 13 παρ. 1) «απαραβίαστο» αυτής της ελευθερίας έχει όριο τη νομιμότητα: απαραβίαστη είναι η θρησκευτική ελευθερία, όπως κάθε άλλη ελευθερία, που ασκείται εντός του πλαισίου του νόμου. Αυτό ισχύει για «κάθε γνωστή θρησκεία» (άρθρο 13 παρ. 2), συμπεριλαμβανομένης της θρησκείας της «Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», η οποία προσδιορίζεται, κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα». Η έννοια της επικρατούσας θρησκείας δεν καθιερώνει διάκριση της μεταχείρισης των θρησκευτικών δογμάτων έναντι του νόμου ούτε, πολλώ δε μάλλον, μπορεί να στηρίξει παραμερισμό της νομιμότητας.
- Η «δημόσια πρόσκληση σε ανυπακοή» μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος (η αρχή της ισότητας κάμπτεται, όταν ορισμένοι πολίτες, για δικούς τους λόγους, αμφισβητούν τη νομιμότητα) και, πολλαπλώς, το άρθρο 5: προσβολή των δικαιωμάτων των άλλων για εφαρμογή της νομιμότητας, παραβίαση της συνταγματικής υποχρέωσης σεβασμού της νομιμότητας, διάκριση βάσει πεποιθήσεων. Ολόκληρο το «κοινωνικό Κράτος Δικαίου» (άρθρο 25 του Συντάγματος) στηρίζεται σε αυτή την αντίληψη και λειτουργία της έννοιας της νομιμότητας.
- Η «πρόσκληση προς ανυπακοή» είναι ανεπίτρεπτη εφόσον απαγορεύσεις/περιορισμοί κατά των οποίων στρέφεται, στηρίζονται σε νόμους του κράτους. Και τούτο, ανεξαρτήτως της βασιμότητας, ακόμα και της νομιμότητας, επιμέρους διατάξεων ή μέτρων. Η περί αυτής απόφανση ανήκει αποκλειστικά στα δικαστήρια: μέχρι τα δικαστήρια να αποφανθούν περί της νομιμότητας, αυτή τεκμαίρεται ότι υφίσταται, ενώ, εάν αποφανθούν περί μη νομιμότητας, η επιβολή της νομιμότητας αποτελεί έργο της δημόσιας εξουσίας και όχι ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της διοίκησης σε δικαστική απόφανση, η δημόσια καταγγελία μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί όχι απλώς δικαίωμα των πολιτών, αλλά δημοκρατική τους υποχρέωση, η οποία, ωστόσο, δεν επιτρέπεται να οδηγήσει στην αυτοχειρία. Σε περίπτωση, αντίθετα, απόφανσης της δικαιοσύνης υπέρ της νομιμότητας συγκεκριμένων μέτρων ή περιορισμών, η «πρόσκληση σε ανυπακοή» αποκτά και δημοκρατική απαξία και, ενδεχομένως, ποινικές διαστάσεις.
Η πρόσκληση σε ανυπακοή που υπερβαίνει κάποιο από τα ως άνω τιθέμενα όρια αποτελεί παραβίαση του Συντάγματος από όπου και αν προέρχεται. Δεν θεραπεύεται λόγω της επίκλησης πολιτικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, ή λόγω της ιδιότητας των «διαμαρτυρομένων» ως επισήμων εκπροσώπων πολιτικών ή θρησκευτικών οργανώσεων και οργάνων.
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, Δικηγόρος