Πρόλογος
Η κατάργηση της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, άρα και του εκλέγεσθαι, με τον νέο ΠΚ που ισχύει από 1-7-2019 και κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α΄ 95/11-6-2019) έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα όσον αφορά την πολιτική τύχη των καταδικασθέντων με την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών μελών της ΧΑ για το αδίκημα της σύστασης, οργάνωσης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης και έχει δημιουργήσει έναν ζωηρό επιστημονικό και πολιτικό διάλογο γύρω από το ζήτημα αυτό.
Πέραν του de lege ferenda ατυχούς ή μη της κατάργησης αυτής, που μικρή σημασία έχει όσον αφορά τις συνέπειες από την απόφαση πέραν της πολιτικής αντιδικίας, το ζήτημα που επικεντρώνονται οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι εάν παρά την κατάργηση αυτή μπορεί με άλλον τρόπο να απωλέσουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι τα καταδικασθέντα μέλη ή/και λόγω αυτής της καταδίκης να μην επιτραπεί σε κόμμα στο οποίο θα συμμετέχουν ως υποψήφιοι να κατέλθει στις εκλογές. Τα ερωτήματα αυτά παρακίνησαν κόμματα της Αντιπολίτευσης εν θερμώ να φέρουν τροπολογίες σε άσχετο με το συζητούμενο θέμα νομοσχέδιο για την υποτιθέμενη αντιμετώπισή του, μόνο που οι τροπολογίες αυτές ήταν αποσπασματικές, βιαστικές και δεν πρόσφεραν τίποτε στην αντιμετώπιση του ανακύψαντος ζητήματος για να μην δούμε σύντομα καταδικασθέντα μέλη της Χρυσής Αυγής υποψήφιους Βουλευτές ή ακόμα χειρότερα να καταλαμβάνουν βουλευτικά έδρανα.
Το θέμα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ξεχωριστά ως προς τα πρόσωπα και ως προς το κόμμα, διότι οι ρυθμίσεις είναι διαφορετικές, αν και στην διαδρομή μπορεί να συναντηθούν. Πάντως ερμηνεύοντας το υπάρχον ή μελλοντικό νομικό πλαίσιο, κυρίως σε επίπεδο Συντάγματος, πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη τις διατάξεις της ΕΣΔΑ και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων της, οι οποίες σε άλλες περιπτώσεις παρέχουν περισσότερη και σε άλλες λιγότερη προστασία. Οποιαδήποτε ρύθμιση τωρινή ή μελλοντική πρέπει να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ όπως και του Ενωσιακού Δικαίου εάν εμπίπτει και στο πεδίο εφαρμογής αυτού, με βάση την αρχή ότι σε περίπτωση αναντιστοιχίας του πεδίου προστασίας δύο ή περισσοτέρων ρυθμίσεων από διαφορετικές έννομες τάξεις, δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης και υπεροχής αλλά εφαρμόζεται αυτή που παρέχει περισσότερη προστασία στον ενδιαφερόμενο. Στο παρόν άρθρο θα ξεκινήσουμε από τα πρόσωπα και στο επόμενο θα αναφερθούμε στα κόμματα.
Η κατοχύρωση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι στο Σύνταγμα
Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι ρυθμίζεται από το άρθρο 55 Σ, σύμφωνα με το οποίο για να εκλεγεί κανείς Βουλευτής απαιτείται να είναι Έλληνας πολίτης, να έχει τη νόμιμη ικανότητα να εκλέγει και να έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του την ημέρα της εκλογής. Η νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν καθορίζεται από το άρθρο 51 παρ. 3 εδ. β Σ το οποίο ορίζει ότι ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Από τον συνδυασμό αυτών των δύο διατάξεων προκύπτει ότι το δικαίωμα του εκλέγεσθαι είναι παρακολουθηματικό του δικαιώματος του εκλέγειν και οποιαδήποτε τροποποίηση του τελευταίου, πλην του ορίου της ηλικίας, επηρεάζει και το πρώτο.
Πάντως, αν και ο ιστορικός συνταγματικός νομοθέτης του 1975 είχε στον νου του την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή κατά τον ισχύοντα τότε ΠΚ, από την γραμματική διατύπωση του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. β΄ περ. τρίτη, η οποία είναι γενικότερη δεν προκύπτει ότι άνευ ετέρου η μόνη συνέπεια είναι η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή κατά τον ΠΚ ή κάποια συναφής παρεπόμενη ποινή, αρκεί να είναι συνέπεια της αμετάκλητης ποινικής καταδίκης. Το αυτό συμβαίνει mutatis mutandis και για την περ. δεύτερη του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. β΄ Σ της ανικανότητας για δικαιοπραξία, η ρύθμιση της οποίας αφίεται εν πρώτοις στον κοινό αστικό και εν συνεχεία, σε παρακολούθηση του τελευταίου, στον κοινό εκλογικό νομοθέτη (πρβλ. άρθρο 5 περ. α΄ Κωδικοποιητικού ΠΔ 26/2012).
Η στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι σύμφωνα με το προγενέστερο δίκαιο
Μέχρι τώρα η τρίτη περίπτωση εξειδικεύεται από την εκλογική νομοθεσία στο άρθρο 5 στοιχ. β΄ Κωδικοποιητικού ΠΔ 26/2012 που ορίζει ότι στερούνται του δικαιώματος του εκλέγειν όσοι στερήθηκαν το δικαίωμα αυτό, λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης, σε κάποιο από τα εγκλήματα που ορίζονται από τον ποινικό και στρατιωτικό ποινικό κώδικα, για όσο χρόνο διαρκεί αυτή η στέρηση. Το πότε επέρχεται η στέρηση αυτή ορίζει το Ποινικό Δίκαιο κατά την expressis verbis αναφορά του εκλογικού νόμου.
Ο προηγούμενος ΠΚ ρύθμιζε το θέμα της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη προς την κύρια ποινή στα άρθρα 59-64. Για το θέμα που μας ενδιαφέρει σχετικό ήταν το άρθρο 63 ΠΚ το οποίο όριζε ότι η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων έχει ως συνέπεια ότι εκείνος που καταδικάστηκε δεν μπορεί μεταξύ άλλων να ψηφίζει και να εκλέγεται στις πολιτικές (σ.σ. βουλευτικές), δημοτικές και κοινοτικές εκλογές. Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή επιβαλλόταν σε περίπτωση καταδίκης στην ποινή της κάθειρξης ο χρόνος δε της στέρησης εξηρτάτο από το εάν η κάθειρξη ήταν ισόβια, αόριστη ή πρόσκαιρη (άρθρα 59 και 60 παλαιού ΠΚ).
Όσον αφορά το αδίκημα της σύστασης, οργάνωσης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης για το οποίο καταδικάσθηκαν ο αρχηγός και κορυφαία πρώην κοινοβουλευτικά στελέχη της Χρυσής Αυγής το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ προέβλεπε την επιβολή της ποινής κάθειρξης μέχρι 10 ετών για την σύσταση κα συμμετοχή σε μια τέτοια οργάνωση και κατά την παρ. 3 κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών για την διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Άρα είτε στην περίπτωση της παρ. 1 είτε της παρ. 3 επιβαλλόταν ως παρεπόμενη ποινή η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και βέβαια αυτού του εκλέγεσθαι.
Η νομοθετική κατάργηση της στέρησης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι ως παρεπόμενης ποινής με τον νέο ΠΚ
Αυτό όμως αφορά το παρελθόν γιατί ο νέος ΠΚ που ισχύει από 1-7-2019 και ψηφίσθηκε από την πλειοψηφία κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο κατήργησε την στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή και επιβάλλει μεταξύ άλλων ως τέτοια ποινή κατά το άρθρο 59 περ. α΄ νέου ΠΚ την αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων η οποία επιβάλλεται κατά το άρθρο 60 ΠΚ στην περίπτωση καταδίκης του υπαιτίου στην ποινή της κάθειρξης και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εάν η πράξη συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του. Ανεξάρτητα από το ερώτημα εάν η διάταξη αφορά και Βουλευτές, εφαρμόζεται για αξίωμα που κατέχει ο υπαίτιος κατά τον χρόνο της καταδίκης του και όχι για μελλοντικό.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος, της εκλογικής νομοθεσίας και του ΠΚ (παλαιού και νέου) συνάγεται ότι τα καταδικασθέντα μέλη της ΧΑ δεν μπορούν να στερηθούν του δικαιώματος του εκλέγεσθαι στις επόμενες ή και μεταγενέστερες βουλευτικές εκλογές ως παρεπόμενη ποινή και συνέπεια αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, ενδεχόμενη δε επαναφορά της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων για το αδίκημα του άρθρου 187 ΠΚ ως παρεπόμενης ποινής, δεν μπορεί να καταλάβει και αυτούς καθότι προσκρούει στην αρχή της απαγόρευσης εφαρμογής του δυσμενέστερου ποινικού νόμου (άρθρα 7 παρ. 1 Σ, 7 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 2 ΠΚ).
Άλλωστε τουλάχιστον για τις επόμενες εκλογές και με την προηγούμενη ποινική νομοθεσία δεν ετίθετο θέμα αποκλεισμού των μελών της ΧΑ, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 3 εδ. β΄ Σ και 65 παρ. 1 εδ. α΄ παλαιού ΠΚ για να επέλθει η έννομη συνέπεια της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων θα έπρεπε η καταδικαστική δικαστική απόφαση να καταστεί αμετάκλητη, κάτι απίθανο εν προκειμένω να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, δεδομένου ότι οι καταδικασθέντες αναμένεται να εξαντλήσουν τα ένδικα μέσα και να φτάσουν μέχρι τον τρίτο βαθμό ενώπιον του ΑΠ.
Το ερώτημα που αναδύεται μετά τα παραπάνω τα οποία δεν αμφισβητούνται σοβαρά (στην κατηγορία αυτή δεν ανήκει η τοποθέτηση Βουλευτή του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης που ανακοίνωσε στην Βουλή σχετική τροπολογία του κόμματος του ότι η επαναφορά της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενης ποινής μπορεί να καταλάβει και τους ήδη καταδικασθέντες μέλη της ΧΑ) είναι εάν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι κατ’ άρθρο 55 Σ και βέβαια του εκλέγειν κατ’ άρθρο 51 παρ. 3 εδ. β΄ στο οποίο παραπέμπει το πρώτο, μπορούν να περιορισθούν όχι από τον ποινικό αλλά από τον εκλογικό νομοθέτη.
Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι ότι ο όποιος περιορισμός που τυχόν επιβληθεί νομοθετικά πρέπει να είναι «αποτέλεσμα της αμετάκλητης ποινικής καταδίκης» όπως ορίζει το άρθρο 51 παρ. 3 εδ. β΄ περ. τρίτη Σ. Κατά συνέπεια απόψεις που διατυπώνονται ότι ο κοινός εκλογικός νομοθέτης μπορεί να προβλέψει στέρηση του εκλογικού δικαιώματος (ενεργητικού και παθητικού) με οριστική ή και τελεσίδικη δικαστική απόφαση είναι άνευ συνταγματικού ερείσματος και γι αυτό μη συζητήσιμες.
Μπορεί ο εκλογικός νόμος να προβλέψει την στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι για τα καταδικασθέντα μέλη της ΧΑ;
Ένα επιχείρημα κατά της άποψης ότι μπορεί ο κοινός εκλογικός νομοθέτης να προβλέψει την στέρηση του εκλογικού δικαιώματος είναι ότι η τελευταία πρέπει να προκύπτει ως παρεπόμενη ποινή από την δικαστική απόφαση. Μπορεί ο ιστορικός συνταγματικός νομοθέτης του 1975 να είχε υπόψη του την στέρηση των εκλογικών δικαιωμάτων του προηγούμενου ΠΚ, ο ΠΚ όμως μπορεί να προβλέψει άλλη παρεπόμενη ποινή, ως «συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης» για την στέρηση του εκλογικού δικαιώματος κατά τον εκλογικό νόμο. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα δεν μπορεί να εκφύγει του ΠΚ και της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου.
Ήδη το άρθρο 60 νέου ΠΚ ορίζει ως νέα παρεπόμενη ποινή την αποστέρηση θέσεως και αξιώματος κατά τα ανωτέρω. Μπορεί λοιπόν να επιχειρηματολογηθεί ότι η στέρηση του εκλογικού δικαιώματος δεν μπορεί να απεξαρτηθεί από τον ΠΚ και την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Μία τέτοια άποψη έχει ισχυρή λογική όσον αφορά την ratio legis του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. β΄ τρίτη περίπτωση Σ και την τελεολογική ερμηνεία αυτού, η αντίθετη άποψη, όμως, έστω οριακά μπορεί να ενταχθεί στην γραμματική διατύπωση του εν λόγω άρθρου και να περισωθεί συνταγματικά.
Περαιτέρω, μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι στην περίπτωση της νομοθετικής ρύθμισης από τον κοινό εκλογικό νομοθέτη προς την ανωτέρω κατεύθυνση, ένα τέτοιο μέτρο θα ισοδυναμούσε με εκλογικό κώλυμα για την περίπτωση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. Κωλύματα όμως δεν μπορεί να θέτει ο κοινός εκλογικός νομοθέτης αλλά μόνο ο συνταγματικός νομοθέτης, όπως έχει πράξει στο άρθρο 56 Σ. Τα κωλύματα αυτά μάλιστα πρέπει να ερμηνεύονται στενά σύμφωνα με πάγια νομολογία και του ΑΕΔ και του ΕΔΔΑ, καθότι συνιστούν εξαιρέσεις από την άσκηση πολιτικού δικαιώματος ως απόρροιας της δημοκρατικής αρχής και της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας (πρβλ. άρθρα 1 και 110 παρ. 1 Σ). Τοσούτω έλασσον δεν επιτρέπεται να επιβάλλονται από τον κοινό νομοθέτη.
Το επιχείρημα αυτό έχει λογική, μπορεί, όμως, να του αντιταχθεί ότι η στέρηση του εκλογικού δικαιώματος δεν ενεργεί ως κώλυμα εκλογιμότητας κατά παράβαση του άρθρου 56 Σ αλλά ως «συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης», όπως ορίζει το άρθρο 51 παρ. 3 εδ. β΄ περ. τρίτη Σ. Η διαφορά είναι ότι η συνέπεια εν προκειμένω δεν επέρχεται ως παρεπόμενη ποινή από την δικαστική απόφαση αλλά ως διοικητική κύρωση από τον νομοθέτη. Όπως η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων με αμετάκλητη δικαστική απόφαση δεν μπορούσε να θεωρηθεί εκλογικό κώλυμα, άλλο τόσο δεν μπορεί να νοηθεί ένα τέτοιο κώλυμα στην συζητούμενη περίπτωση.
Εδώ λοιπόν εγείρονται αντεπιχειρήματα ή έστω επιφυλάξεις στο τελευταίο επιχείρημα. Εάν λοιπόν ο κοινός εκλογικός νομοθέτης επιτρέπεται και θέλει να επιβάλει μία τέτοια διοικητική κύρωση δεν θα πρέπει να προβλέψει και το αρμόδιο διοικητικό όργανο που θα την επιβάλει, έστω με την έκδοση διαπιστωτικής διοικητικής πράξης, υποκείμενης, όμως, σε αίτηση ακυρώσεως; Η τελευταία άποψη ανταποκρίνεται και στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας και της δίκαιης δίκης (άρθρα 20 παρ. 1 Σ, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) ως επιμέρους έκφανσης της γενικής συνταγματικής αρχής του Κράτους Δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α΄ Σ). Άλλωστε, πάντοτε οι διοικητικές κυρώσεις (πρόστιμο, πολλαπλό τέλος, ανάκληση αδείας κ.ο.κ. απαιτούν έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης υποκείμενης σε δικαστικό έλεγχο, ακυρωτικό ή ουσίας, ποτέ δεν επέρχονται αυτοδικαίως (ipso jure) από τον νόμο. Αλλά και η αναλογία με την περίπτωση δεύτερη του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. β΄ Σ, δηλ. της ανικανότητας προς δικαιοπραξία που έχει υποστηριχθεί, εκεί παραπέμπει, δεδομένου ότι αυτή προϋποθέτει κατά το άρθρο 5 περ. α΄ της εκλογικής νομοθεσίας πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση (πρβλ. άρθρο 1676 ΑΚ), η οποία επιβάλλεται μόνο από το Δικαστήριο (πρβλ. άρθρο 1667 ΑΚ). Εν προκειμένω δεν απαιτείται νέα δικαστική απόφαση, αρκεί η έκδοση διοικητική πράξης, υποκείμενης σε δικαστικό έλεγχο κατά τα ανωτέρω. Στο σημείο αυτό νομίζω ότι το επιχείρημα αυτό είναι βάσιμο και συνταγματικά/διεθνοδικαιικά ανυπέρβλητο όχι μόνο εξ επόψεως του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. β΄ Σ αλλά και των άρθρων 20 παρ 1, 25 παρ. 1 εδ. α΄ Σ και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
Το ζήτημα υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ
Επίσης γεννώνται περαιτέρω ζητήματα. Μπορεί μία τέτοια ρύθμιση να καταλάβει και προγενέστερες της έκδοσης της μελλοντικής τροποποίησης του εκλογικού νόμου περιπτώσεις όπως η προκείμενη των μελών της ΧΑ ή ισχύει και εδώ αναλογικά η απαγόρευση εφαρμογής του αυστηρότερου νόμου;
Η αρχή της εφαρμογής του ευνοϊκότερου νόμου ή αρχής της ποινικής νομιμότητας, που ισχύει ως γενική αρχή του δικαίου και βρίσκει υπερνομοθετική κατοχύρωση στα άρθρα 7 παρ. 1 Σ, 7 παρ. 1 και 49 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ και σε επίπεδο κοινού Ποινικού Δικαίου στο άρθρο 2 ΠΚ, έλκει την καταγωγή της από το Ποινικό Δίκαιο και εφαρμόζεται κατ’ εξοχήν σε αυτό. Ήδη, όμως, υπάρχει ισχυρή τάση στη νομολογία τόσο του ΣτΕ[1] όσο και του ΔΕΕ[2] να επεκταθεί και στο Διοικητικό Δίκαιο όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις, το δε ΕΔΔΑ έχει αναπτύξει τα τρία κριτήρια της νομολογίας Engel[3] για να χαρακτηρισθεί μία υπόθεση «ποινικής φύσης» υπό την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ που τα έχει μεταφέρει mutatis mutandis στην αρχή nullum crimen nulla poena sine lege του άρθρου 7 παρ. 1 ΕΣΔΑ αλλά και στην αρχή ne bis in idem για την έννοια των όρων «ποινική δίωξη» ή «ποινική καταδίκη» υπό την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ.
Εάν λοιπόν αποσυνδεθεί η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων από την δικαστική καταδικαστική απόφαση και επέλθει έστω ως διοικητική «συνέπεια» αυτής υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί η διοικητική κύρωση ως κύρωση «ποινικής φύσεως», η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Το αυτό ισχύει αναλογικά και για την περίπτωση της αρχής ne bis in idem του άρθρου 4 παρ. 1 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ, δηλ. υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί ως δεύτερη κύρωση «ποινικής φύσεως» κατά τα κριτήρια Engel, αντιβαίνουσα στην εν λόγω αρχή και διάταξη. Ο χώρος δεν επαρκεί για μια εκτενή ανάλυση του ζητήματος υπό την έποψη της ΕΣΔΑ και της πλούσιας νομολογίας του ΕΔΔΑ, τίθεται όμως ως προβληματισμός τον οποίο πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του ο εκλογικός νομοθέτης, εάν ήθελε να νομοθετήσει προς αυτή την κατεύθυνση όπως προτείνεται.
Τέλος, υπό το πρίσμα του άρθρου 3 1ου ΠΠ ΕΣΔΑ και του δικαιώματος του εκλέγεσθαι που αυτό κατοχυρώνει σε συνδυασμό και με την αρχή της αναλογικότητας, η όποια ρύθμιση δεν μπορεί να είναι δυσανάλογα μακρά και πάντως να βρίσκεται σε αναλογία με την τελεσθείσα εγκληματική πράξη και τις περιστάσεις τελέσεώς της.[4]
Η περίπτωση του καταδικασθέντα Ευρωβουλευτή πρώην μέλους της ΧΑ
Όσον αφορά τον Ευρωβουλευτή πρώην μέλος της ΧΑ και καταδικασθέντα Γιάννη Λαγό, αυτός εμπίπτει, εφόσον είναι μέλος οργάνου της ΕΕ, στις διατάξεις του Ενωσιακού Δικαίου, που υπερισχύει του εθνικού και δεν μπορεί να του επιβληθεί ως παρεπόμενη ποινή ούτε αυτή της αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων του άρθρου 60 ΠΚ, ακόμα κι αν ήθελε να γίνει δεκτό ότι η θέση και το αξίωμα του Βουλευτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής. Ενδεχόμενες έννομες συνέπειες ως προς το στάτους του ως Ευρωβουλευτή ρυθμίζονται μόνο από το Δίκαιο της ΕΕ και όχι από το ελληνικό Δίκαιο, εκτός εάν το άρθρο 60 νέου ΠΚ είναι σύμφωνο με τις προβλέψεις του Ενωσιακού Δικαίου. Άλλωστε και η περίπτωση της άρσης της βουλευτικής του ασυλίας εξετάζεται με βάση τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και όχι τον Κανονισμό της Ελληνικής Βουλής.
Επίλογος
Η αντιμετώπιση και καταπολέμηση της νεοναζιστικής Ακροδεξιάς, μέλη της οποίας και πάντως τα ηγετικά ενεργούσαν ως εγκληματική οργάνωση σύμφωνα με την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών πρέπει να συνεχίσει γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες του Κράτους Δικαίου, όπως έχει γίνει μέχρι τώρα, δηλ. με τους κανόνες του ποινικού φιλελευθερισμού όπως αυτοί κατοχυρώνονται θετικιστικά στον ΠΚ και τον ΚΠΔ και βεβαίως με σεβασμό στους κανόνες του Συντάγματος και υπερνομοθετικής ισχύος Συμβάσεις προστασίας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κυρίως της ΕΣΔΑ.
Σε ένα Κράτος Δικαίου δεν χωρεί το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» ούτε η τήρηση των κανόνων του επέρχεται ανάλογα με την ιδεολογία ή/και την πρακτική των αποδεκτών του, όσο απεχθείς και εάν είναι αυτές. Σήμερα βρίσκονται κατηγορούμενοι άτομα που ανήκουν στην ακροδεξιά τρομοκρατία, χθες ήταν άτομα που ανήκαν στην ακροαριστερή τρομοκρατία, αύριο κάποιοι άλλοι που θα ανήκουν κάπου αλλού σε κάποιας άλλης μορφής ίσως τρομοκρατία. Για άπαντες ισχύουν οι συνταγματικοί, διεθνοδικαιικοί και νομοθετικοί κανόνες.
Άλλωστε η Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου απέδειξαν στις δύσκολες υποθέσεις των δικών των πρωταιτίων της Χούντας, της μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη» και άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων και τώρα της ΧΑ ως εγκληματικής οργάνωσης ότι σε τέτοιες περιπτώσεις λειτουργούν σωστά και ξέρουν να αντιμετωπίζουν, αν και πολλές φορές με καθυστέρηση, νόμιμα και αποτελεσματικά τους εχθρούς τους, με σεβασμό στα θεμελιώδη και δικονομικά δικαιώματά τους. Αυτό το κεκτημένο μην το απεμπολήσουμε με ενδεχόμενες ρυθμίσεις που αντιστρατεύονται τα ανωτέρω μόνο και μόνο για να διορθώσουμε την ατυχή και επικίνδυνη επιλογή του κοινού ποινικού νομοθέτη να καταργήσει την στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή.
Σε επόμενο άρθρο θα αναφερθώ στην αντιμετώπιση της ΧΑ ως
κόμματος ή όποιου άλλου κόμματος, ως υποψήφιοι του οποίου θέλουν να κατέλθουν
οι καταδικασθέντες μέλη της ΧΑ.
Υποσημειώσεις:
[1] Πρβλ. Σ.τ.Ε 2382/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 1281/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3403/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2031/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2556/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3664/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΔΕφΑθ 440/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[2] Πρβλ. ΔΕΚ, απόφαση της 11.3.2008, αρ. υπόθ. C-420/06, σκ. 59 (Jäger), ΔΕΚ, απόφ. της 8.3.2007, αρ. υπόθ. C-45/ 06, Συλλ. 2007, σ. 1-2089, σκ. 32 (Campina), ΔΕΚ, απόφ. της 3.5.2005, αρ. υπόθ. C-387/02, C-391/02 και C- 403/02, Συλλ. 2005, σ. 1-3565, σκ. 67-69 (Berlusconi κ.λπ). Σύμφωνα με το ΔΕΚ Την αρχή αυτή υποχρεούται να εφαρμόζει ο εθνικός δικαστής τόσο όταν πρόκειται για κύρωση που επιβάλλεται σε συμπεριφορά αντίθετη προς τις επιταγές της κοινοτικής νομοθεσίας, όσο και όταν πρόκειται για κύρωση που επιβάλλεται κατά την άσκηση της διοικητικής αρμοδιότητας των κρατών – μελών – πρβλ. μεταξύ άλλων ΔΕΚ, απόφ. της 15.9.2005, αρ. υπόθ. C-464/02, σκ. 74, Συλλ. 2005, σ. 1-7929, (Επιτροπή κατά Δανίας), ΔΕΚ, απόφ. της 21.3.2002, αριθ. υπόθ. C-451/99, Συλλ. 2001, σ. 1-3193, σκ. 40 (Cura Anlagen) και από την ελληνική νομολογία πρβλ. περαιτέρω ΔΕφΘεσ 376/2011 Διοικ Δικ 2012 σελ. 1230).
Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 8-6-1976, αρ. συνεκδ. υποθέσεων 5100/71, 5101/71, 5102/71, 5354/72, 5370/72, Σειρά Α` no 22, σκ. 80 επ. (Engel κλπ κατά Ολλανδίας). Η νομολογία αυτή επιβεβαιώθηκε σε ΕΔΔΑ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), απόφαση της 15-7-2002, αρ. υπόθ. 30665 και 40086/1998 (Ezeh and Connors κατά Ηνωμένου Βασιλείου).
[3] Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 8-6-1976, αρ. συνεκδ. υποθέσεων 5100/71, 5101/71, 5102/71, 5354/72, 5370/72, Σειρά Α` no 22, σκ. 80 επ. (Engel κλπ κατά Ολλανδίας). Η νομολογία αυτή επιβεβαιώθηκε σε ΕΔΔΑ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), απόφαση της 15-7-2002, αρ. υπόθ. 30665 και 40086/1998 (Ezeh and Connors κατά Ηνωμένου Βασιλείου).
[4] Πρβλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 17.6.2004, αρ. υπόθ. 58278/00, σκ. 128-136 (Zdanoka κατά Λετονίας).
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου