Search
Close this search box.

Τα θεσμικά της πρώτης κάλπης

Ποιο το θεσμικό αποτύπωμα του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών; Λειτούργησαν και αν ναι, σε ποιο βαθμό, η απλή αναλογική και η ψήφος των αποδήμων; Τι σημαίνει η αποχή για τη Δημοκρατία; Ο Κώστας Μποτόπουλος απαντά.

Πέρα από το αναπάντεχο αποτέλεσμα, οι εκλογές της 21ης Μαΐου άφησαν και ένα διόλου ασήμαντο θεσμικό αποτύπωμα. Μπορεί άλλο να είναι οι συνταγματικοί θεσμοί και άλλη η «αλήθεια» της κάλπης, αλλά η δεύτερη δεν νοείται εκτός του πλαισίου που θέτουν οι πρώτοι. Και που καμιά φορά οι πολιτικοί, και οι πολίτες, δεν τιμούν στο βαθμό που του αξίζει.

Δυο πρωτιές με άνιση επιρροή

Στις εκλογές της 21ης Μαΐου δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά δυο σημαντικοί νέοι θεσμοί, των οποίων η επιρροή στην πράξη αποδείχθηκε άνιση: ψήφος αποδήμων και αποκλεισμός κόμματος από τον Άρειο Πάγο με βάση καταδίκη μελών του. Για την κατάληξη της πρώτης δεν χωρεί άλλος χαρακτηρισμός παρά αποτυχία, ενώ η εισαγωγή της δεύτερης διαδικασίας θωράκισε και την προεκλογική εκστρατεία και το εκλογικό αποτέλεσμα.

Με το νόμο 4648/2019, που ψηφίστηκε, μετά από μακρά και δύσκολη διαπραγμάτευση, στην αρχή της θητείας της απερχόμενης κυβέρνησης, υλοποιήθηκε, έστω ατελώς, η συνταγματική επιταγή του άρθρου 51 παρ. 4 περί «άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια»[1]. Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, η ήδη υπάρχουσα από το 1975 πρόβλεψη-επιταγή για οργάνωση από την Πολιτεία της ψήφου των «εκτός Ελλάδας Ελλήνων» συνδυάστηκε με την υποχρέωση ο σχετικός νόμος να λάβει την πλειοψηφία των δυο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή να ψηφιστεί από 200 βουλευτές. Ο νομοθέτης, αφού «αμέλησε» επί 26 χρόνια (1975-2001) μια ευθεία εκ του Συντάγματος υποχρέωσή του, τη «θυμήθηκε» πρώτα το 2001 – για να την καταστήσει, υπό το μανδύα αναζήτησης της «μεγαλύτερης δυνατής συναίνεσης», εξαιρετικά δύσκολη: δεν υπάρχουν πολλά ζητήματα, ούτε καν τα θεωρούμενα ως «αυτονόητα», στις λεπτομέρειες των οποίων να μπορούν να συμφωνήσουν 200 Έλληνες βουλευτές –  και, στη συνέχεια, το 2017, οπότε και άρχισε, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η συζήτηση για ένα σχέδιο νόμου που θα υλοποιούσε τη συνταγματική επιταγή.

Ο νόμος που τελικά ψηφίστηκε αποτελεί αποτέλεσμα μιας de minimis συμφωνίας των κομμάτων. Στη βάση της συμφωνίας βρισκόταν ένα θεσμικό στοιχείο: η προσμέτρηση της ψήφου αυτών των εκλογέων στο εκλογικό αποτέλεσμα – κάτι που είχε αμφισβητηθεί, κυρίως από τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ, κατά τις διαπραγματεύσεις – με παράλληλη αύξηση των βουλευτών Επικρατείας από 12 σε 15, ώστε να συμπεριλάβουν τα κόμματα υποψηφίους εκ των αποδήμων στις λίστες επικρατείας τους. Συμφωνήθηκαν επίσης, με βαριά καρδιά, για να επιτευχθεί η αναζητούμενη πλειοψηφία, δυο πρακτικά σημεία, τα οποία έμελλε να αποτελέσουν τη μεγάλη τροχοπέδη για την επιτυχία του θεσμού. Το πρώτο συνίστατο στην υποχρέωση των αποδήμων εκλογέων να ψηφίσουν μόνο με αυτοπρόσωπη παρουσία σε εκλογικά τμήματα, άρα να αποκλειστεί η επιστολική ψήφος, που ειδικά για τέτοιου είδους ψηφοφορία θα ήταν απαραίτητη. Το δεύτερο, και ακόμα πιο κρίσιμο, ήταν η θέση πολλών και «δύσκολων» προϋποθέσεων για την εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους του εξωτερικού: να έχουν ζήσει κατά τα τελευταία 35 χρόνια δυο συνολικά έτη στην Ελλάδα και να έχουν υποβάλει φορολογική δήλωση είτε κατά το έτος της αίτησης για εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους είτε κατά το προηγούμενο.       

Απόσταση – οι Έλληνες της Αργεντινής θα έπρεπε, αν ήθελαν, να ψηφίσουν στον Καναδά, γραφειοκρατία – η διαμονή στην Ελλάδα αποδεικνυόταν με διάφορα, εξαντλητικά αναφερόμενα και δύσκολα ανευρισκόμενα δημόσια πιστοποιητικά, ενώ η φορολογική δήλωση δεν έχει καμία σύνδεση με το εκλογικό δικαίωμα – και, επιπλέον, αγνόηση των αιτημάτων και τα παραπόνων των ομογενών: το αποτέλεσμα ήταν, σε συνολικό ομογενειακό πληθυσμό τουλάχιστον 7 εκατομμυρίων, να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους 22.857 εκλογείς και να ψηφίσουν στις εκλογές της 21ης Μαΐου 18.203 (αφού έκαναν τόσο κόπο να γραφούν τουλάχιστον οι περισσότεροι ψήφισαν). Μπορεί ο αριθμός να είναι τόσο μικρός που να μην είχε επιρροή στο εκλογικό αποτέλεσμα (από αυτή την άποψη όσοι προσπάθησαν να θέσουν εμπόδια στην ψήφο των αποδήμων δυστυχώς «δικαιώθηκαν»: η ψήφος τους ουσιαστικά δεν μέτρησε), αποτελεί όμως κόλαφο για σύσσωμο το πολιτικό σύστημα: μετά από 36 χρόνια οι απόδημοι ψήφισαν για πρώτη φορά, αλλά με την αίσθηση απαξίωσης εκ μέρους της Πολιτείας.

Η πολυσυζητημένη, προ των εκλογών, «ψήφος Κασιδιάρη», δεν χρειάζεται περαιτέρω αναλύσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο «μπλοκαρίστηκε». Νωπά ακόμα στη μνήμη και στη συνείδηση γεγονότα αποτελούν η μέσα από τη φυλακή εκστρατεία του πρώην μέλους της Χρυσής Αυγής και κάποιες θετικές για το «κόμμα» του δημοσκοπήσεις, που δημιούργησαν πολιτική αναστάτωση, η σε δόσεις νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης (άρθρο 94 ν. 4804/2021[2], άρθρο 102 ν. 5019/2023[3], άρθρο 35 ν.5043/2023[4]) με επίκεντρο τον αποκλεισμό κόμματος λόγω συμμετοχής προσώπου καταδικασμένου για σοβαρά και με πολιτειακές συνέπειες εγκλήματα: με την πρώτη διάταξη εισήχθη ο αποκλεισμός ορισμένων προσώπων λόγω καταδίκης, με τη δεύτερη ο αποκλεισμός ανατέθηκε στην κρίση του Αρείου Πάγου και στην τελική ρύθμιση διευρύνθηκε η σύνθεση του κρίνοντος Α Τμήματος του Αρείου Πάγου· οι δικαιολογημένες επιφυλάξεις επιστημόνων[5], κυρίως, αλλά και πολιτικών, σχετικά με την υπέρβαση των δυο ορίων που θέτει το Σύνταγμα: εκ του άρθρου 29 παρ. 1, στο οποίο δεν προβλέπεται «αποκλεισμός» κομμάτων, εφόσον η «οργάνωση και η δράση τους» εξυπηρετούν «την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», και εκ του άρθρου 51 παρ. 3, που θεσπίζει ως μόνους λόγους μη εκλογιμότητας τη μη συμπλήρωση κατώτατου ορίου ηλικίας, την ανικανότητα για δικαιοπραξία και την αμετάκλητη ποινική καταδίκη· η ψήφιση τελικώς της κρίσιμης διάταξης μόνο από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ· η προσπάθεια «ενσωμάτωσης» του «κόμματος Κασιδιάρη» σε άλλο κόμμα-κάλυμμα, η εγκατάλειψή της και η υποψηφιότητα του καταδικασμένου πρώην μέλους της Χρυσής Αυγής σε «δικό του» κόμμα· τέλος η απόφανση του Α Τμήματος του Αρείου Πάγου, στην εν τω μεταξύ ενισχυμένη σύνθεσή του, περί αποκλεισμού του συγκεκριμένου κόμματος[6]. Αυτή, εξάλλου, η κατάστρωση των διατάξεων περί πιθανού αποκλεισμού κομμάτων από τις εκλογές, «κλείνει την πόρτα» και σε ενδεχόμενη προσπάθεια συμμετοχής του καταδικασμένου πρώην μέλους της Χρυσής Αυγής στις εκλογές της 25ης Ιουνίου με άλλο “μανδύα” (σε συνασπισμό ανεξάρτητων ή ως μεμονωμένου υποψήφιου), αφού ο νόμος περιλαμβάνει ρητά (παρ. 1 άρθρου 102 ν. 5019/2023) και αυτές τις μορφές συμμετοχής σε όσες κρίνονται από πλευράς νομιμότητας από τον Άρειο Πάγο. Ακόμη και να μην περιλαμβάνονταν ρητώς, η αρχή της νομιμότητας και της ισότητας των υποψηφίων έναντι του νόμου πάλι σε αυτή την ερμηνεία θα οδηγούσαν. Το ζήτημα, συνεπώς, της συμμετοχής θα τεθεί ενώπιον του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου και θα κριθεί με τα ίδια ακριβώς κριτήρια, όπως και κατά τις εκλογές της 21ης Μαΐου.

Μετά τη διεξαγωγή των εκλογών, το συμπέρασμα είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι η Πολιτεία καλώς κατέβαλε όλη αυτή τη θεσμική, και νομικά οριακή, προσπάθεια: η καμπάνια διεξήχθη χωρίς το βάρος, και το άγος, της παρουσίας εκπροσώπων εγκληματικών οργανώσεων· το «κόμμα-κάλυμμα» εξαφανίστηκε, τόσο κατά την εκστρατεία όσο και στο εκλογικό αποτέλεσμα, αποδεικνύοντας, έτσι, ότι πράγματι επιχειρήθηκε να αποτελέσει κάλυμμα του «κόμματος Κασιδιάρη» και όχι κόμμα με αυτόνομο λόγο ύπαρξης· οι δε ψήφοι που ίσως προορίζονταν για το «κόμμα Κασιδιάρη» διεσπάρησαν σε πολλές και διάφορες κατευθύνσεις, χωρίς πάντως ούτε να αλλοιώσουν τη βούληση του εκλογικού σώματος, ούτε, κυρίως, να απειλήσουν τη δημοκρατία, τόσο κατά την προεκλογική εκστρατεία, όσο και, ενδεχομένως, στην επόμενη Βουλή. Το δε γεγονός ότι ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών της 21ης Μαΐου ήταν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που αρνήθηκε να υπερψηφίσει τη διάταξη περί αποκλεισμού και στη συνέχεια «έκλεισε το μάτι» σε δυνητικούς ψηφοφόρους του αποκλεισθέντος κόμματος, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποδίδει ένα είδος, ηθικής αν μη τι άλλο, δικαιοσύνης.  

Η τριπλή απόρριψη της απλής αναλογικής

Το βασικό θεσμικό χαρακτηριστικό των εκλογών της 21ης Μαΐου ήταν ότι διεξάχθηκαν υπό σύστημα απλής αναλογικής, το οποίο μάλιστα ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι δεν θα «επιζούσε» στη σχεδόν βέβαιη περίπτωση που θα χρειάζονταν δεύτερες εκλογές για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Με την απλή αναλογική, που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (ν. 4406/2016), κατέστη σχεδόν απαγορευτική η μονοκομματική πλειοψηφία και γίνονταν, αντίθετα, αναγκαίες οι συνεννοήσεις και συγκλίσεις μεταξύ κομμάτων. Αυτά είναι κάθε άλλο παρά αρνητικά εκ προοιμίου χαρακτηριστικά, αρκεί τα κόμματα να υπηρετούν την απλή αναλογική και όχι η απλή αναλογική ορισμένα κόμματα, όπως, δυστυχώς, συνέβη στην προκείμενη περίπτωση.

Κρατώντας το «κατώφλι» του 3% για την είσοδο κομμάτων στη Βουλή, καταργώντας εντελώς το «μπόνους» εδρών για το πρώτο κόμμα και κατανέμοντας τις έδρες ανάλογα με το ποσοστό τους σε όλα τα κόμματα που θα εισέρχονταν στη Βουλή, η κυβέρνηση του 2016 γνώριζε ότι: πρώτον, τόσο «απλή» αναλογική δεν χρησιμοποιείται πουθενά στον κόσμο (Ολλανδία και Βέλγιο, που είναι τα παραδείγματα που συχνά αναφέρονται, έχουν πολλές «διορθώσεις» στο σύστημα)· και δεύτερον, ότι το πολιτικό αποτέλεσμα από την εισαγωγή της απλής αναλογικής θα ήταν η δυσχέρανση του πρώτου κόμματος, που ήδη στις μετρήσεις της εποχής δεν ήταν το τότε κυβερνών κόμμα, και όχι η δημοκρατική αναζωογόνηση μέσω συμμαχιών κομμάτων, αφού το ίδιο το κόμμα που εισήγαγε την απλή αναλογική ουδέποτε επιχείρησε να τη χρησιμοποιήσει προς αυτή την κατεύθυνση.

Με τέτοιο υπόβαθρο, δεν προξενεί έκπληξη που η απλή αναλογική, σε αυτήν την ελληνική εκδοχή της, υπέστη μια τριπλή απόρριψη. Κοινοβουλευτική καταρχάς, αφού η μεν κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν βρήκε, το 2016, κανέναν άλλο σύμμαχο στην ψήφιση αυτού του συστήματος, η δε Νέα Δημοκρατία ψήφισε, αμέσως μόλις ήρθε εκείνη στην εξουσία, έναν νέο εκλογικό νόμο ενισχυμένης αναλογικής (θα μπορούσαμε ορθότερα να τον αποκαλέσουμε «ήπια πλειοψηφικό»). Η ψήφιση δυο εκλογικών νόμων σε αλληλοδιάδοχες Βουλές δεν συνιστά ασφαλώς καλή θεσμική πρακτική, επιβαρύνθηκε δε από το γεγονός ότι κανένας δεν συγκέντρωσε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 54 παρ. 1) πλειοψηφία των δυο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών, ώστε να ισχύσει αμέσως. Έτσι οδηγηθήκαμε, στις 21 Μαΐου, σε «εκλογές Νέας Δημοκρατίας» με «εκλογικό σύστημα ΣΥΡΙΖΑ».          

Αυτός ο παρά φύσιν συνδυασμός υπέστη, στη συνέχεια και στην πράξη, δύο ακόμα απορρίψεις: μια κατά την προεκλογική εκστρατεία και μία από το εκλογικό σώμα. Κατά την προεκλογική εκστρατεία, η απερχόμενη κυβέρνηση δεν είχε κανένα λόγο να επιδιώξει «αποτέλεσμα απλής αναλογικής», αφού δεν πίστευε στη «φιλοσοφία» του συστήματος και πολιτική της επιδίωξη – και μάλιστα ρεαλιστική, όπως αποδείχθηκε – ήταν η αυτοδυναμία, δηλαδή οι δεύτερες εκλογές. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν βρήκε τρόπο να το κάνει ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρητικά πίστευε την απλή αναλογική και πολιτικά θεωρούσε ότι τον συνέφερε, αφού παγιδεύτηκε σε μια μεγάλη, και μοιραία, όπως επίσης αποδείχθηκε, σύγχυση: άλλο η συζήτηση περί θεμάτων και είδους δυνητικής συνεργασίας μεταξύ κομμάτων – αυτή είναι η περίφημη «κουλτούρα συνεργασίας», που τόσο λέμε ότι λείπει από την Ελλάδα κι άλλο τόσο δεν κάνουμε τίποτα ώστε να την αποκτήσουμε – και άλλο το «σύρσιμο» άλλων κομμάτων, με τους ηγεμονικούς μάλιστα όρους που έθετε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, σε νεφελώδη για τους πολίτες και λανθασμένα με επιστημονικά κριτήρια, σχέδια «κυβέρνησης συνεργασίας». «Προοδευτικής» αρχικά, με όλα τα αριστερά κόμματα μέσα, μόνο που κανένα δεν το συζήτησε, όχι αναγκαστικά από πείσμα, αλλά λόγω του χρόνου και του τρόπου με τον οποίο τέθηκε· με «ψήφο ανοχής», στη συνέχεια, χωρίς καμία διευκρίνηση για το ποιοι θα ήταν οι πολιτικοί και προγραμματικοί λόγοι αυτής της έμμεσης στήριξης»· «ειδικού σκοπού», στην απελπισμένη προ των εκλογών τελική ευθεία, με τον «σκοπό», όμως, τις υποκλοπές, να διερευνάται ήδη από τη Δικαιοσύνη στην πράξη και να μην επιτρέπεται να αποτελέσει λόγο για να πάψει να λειτουργεί επί μήνες η χώρα. Μπροστά στην αδυναμία του κόμματος που εισήγαγε την απλή αναλογική να βρει πολιτικές διόδους για να την αναδείξει, τα υπόλοιπα κόμματα, μικρότερα ή «μικρά», βρήκαν ευκαιρία ή πρόσχημα να αναδιπλωθούν στον ευκολότερα για αυτά δρόμο της απομόνωσης, του κομματικού πατριωτισμού και της υπονόμευσης των αντιπάλων. Έτσι, η απλή αναλογική, που προοριζόταν να «ανοίξει το παιχνίδι», δημιούργησε σε κόμματα και πολίτες αίσθηση ασφυξίας, αφού τους υποχρέωνε να λειτουργούν σε πλαίσιο που δεν γνώριζαν και που κανείς δεν έκανε προσπάθεια να τους πείσει για τα πλεονεκτήματά του.

Λογικά, συνεπώς, ήρθε η τρίτη και τελειωτική απόρριψη, από τη λαϊκή ετυμηγορία. Αντί για «πολυχρωμία» λόγω προγραμμάτων και ιδεών που θα διερευνούσαν νέους, και πάντως ελκυστικούς για την κοινωνία, δρόμους, η απλή αναλογική οδήγησε σε συσπείρωση εκείνων που είχαν θέσει ως στόχο τον «πλειοψηφικότερο» στόχο που υπάρχει: την αυτοδυναμία. Από εργαλείο για να εμποδίσει τους αντιπάλους των εμπνευστών της να έρθουν στην εξουσία, η απλή αναλογική, αφού ακυρώθηκε στην πράξη, μεταβλήθηκε σε σύμμαχο αυτών που ποτέ δεν την ήθελαν, ώστε να κατακτήσουν ένα εκλογικό αποτέλεσμα που ούτε καν ονειρεύονταν (ιδίως μετά από 4 χρόνια όχι αψεγάδιαστης διακυβέρνησης της χώρας). Ο φόβος της έλλειψης πλειοψηφίας – και γενικώς καθαρών και εμπροσθοβαρών προτάσεων εξουσίας, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ «κατόρθωσε» και αυτό το δύσκολο κατά την προεκλογική εκστρατεία: να μιλάει μόνο για το παρελθόν και κατά των άλλων κομμάτων – οδήγησε, όπως φάνηκε από το αποτέλεσμα, μεγάλες μάζες εκλογέων σε «πλειοψηφικές» επιλογές, με το βλέμμα στην επόμενη μέρα. Αυτή η εκλογική και ψυχική τάση φούσκωσε τα πανιά της κυβερνητικής παράταξης, άφησε λίγο χώρο στους «μικρούς» (γι’ αυτό και αρκετοί δεν κατάφεραν να μπουν στη Βουλή) και κόντεψε να δώσει αυτοδυναμία υπό σύστημα απλής αναλογικής – κάτι που θα ξεπερνούσε τα όρια του παράδοξου.

Από μέσο για πολυμορφία και πολυφωνία, η απλή αναλογική κατέστη, μέσα από την τριπλή απόρριψή της, σε μοχλό για επιβεβαίωση ισχύος και εξασθένιση των αντιβάρων. Μπορεί να κάνει τη δουλειά της επόμενης κυβέρνησης πιο εύκολη, δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο ότι ευνοεί τη δημοκρατία.          

Η διαβρωτική λειτουργία της αποχής

Μέχρι το 2009, η Ελλάδα – που είναι, ας μην το ξεχνάμε, μια από τις ελάχιστες χώρες του κόσμου στην οποία, κατ’ άρθρο 51 παρ. 5 του Συντάγματος και έστω και αν δεν επιβάλλονται κυρώσεις, «η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική» – ήταν μια χώρα υψηλής συμμετοχής. Από την αρχή της μεταπολίτευσης και για 35 χρόνια, η αποχή κυμαινόταν γύρω στο 20%: 20,4% το 1974, 22,2% το 1977, 21,3% το 1981, 20,9% το 1985, 19,3% – ακατάρριπτο πανελλήνιο ρεκόρ – στις τρεις εκλογές του 1989-1990, 20,8 % το 1993, 23,6% το 1996, 25% το 2000, 23,5% το 2004, 25,8% το 2007. Σχεδόν δεν υπήρχε αποχή, αν συνυπολογιστούν γραφειοκρατικά και ιατρικά προβλήματα. Το 2009, την παραμονή, κυριολεκτικά, των Μνημονίων, η αποχή σκαρφαλώνει για πρώτη φορά κοντά στο 30%: 29,05%. Από εκεί πέρα, κατά την «εποχή των Μνημονίων» και όσα έφερε (για πάντα;) μαζί της, διαρκής ανηφόρα: 34,8% και 37,6% στις δυο εκλογές του 2012, 36% και 43,4% – αρνητικό πανελλήνιο, μέχρι στιγμής, ρεκόρ – στις δυο εκλογές του 2015, 42% στις εκλογές του 2019, 40% στις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023. Μέσα σε μισό σχεδόν αιώνα – αλλά με χρόνια χωρισμένα σε δυο εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους αιώνες – υπερδιπλασιάστηκε το ποσοστό των ανθρώπων που δεν προσέρχονται να ψηφίσουν και «χάθηκαν» πάνω από 3 εκατομμύρια δυνητικές ψήφοι – αν υπολογίσει κανείς και τη συνεχή μείωση του ορίου συμμετοχής, που, από τα 21 χρόνια, που ήταν το 1974, είναι σήμερα στα 17. Χωρίς να χρειάζεται να συγκρίνουμε με το 90% συμμετοχής στις τουρκικές εκλογές που διεξάχθηκαν μια βδομάδα πριν από τις δικές μας, μπορούμε να πούμε πως, με κριτήριο τη συμμετοχή, η Ελλάδα έχει μπει σε καθεστώς «ημι-δημοκρατίας».

Η τόσο υψηλή αποχή δεν αντικρούει μόνο τα στερεότυπα περί «πολιτικοποιημένου λαού», περί «Ελλήνων που πονάνε τον τόπο τους», περί «χώρας που δίδαξε στον κόσμο την έννοια του πολίτη». Διαβρώνει εσωτερικά και σε μεγάλο βάθος την ίδια τη δημοκρατία: όταν ψηφίζει ο ένας στους δυο έχοντες δικαίωμα, η νομιμότητα του εκλογικού αποτελέσματος είναι η ίδια, αλλά η νομιμοποίηση του νικητή πολύ ασθενέστερη. Η λήψη των αποφάσεων συνεχίζει να γίνεται στο όνομα του κοινωνικού συνόλου, αλλά εντός του συνόλου αυτού υπάρχει πλέον μια κάθετη διαίρεση ανάμεσα σε εκείνους που θέλουν και σε εκείνους δεν θέλουν να αποφασίζει κάποιος (όχι μόνο στο όνομά τους, αλλά γενικώς). Την απολύτως θεμιτή και υγιή «αντι-συστημική ψήφο», που δίδεται σε κόμματα που αγωνίζονται να ανατρέψουν όχι τη δημοκρατία αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται, «καπελώνει» και τελικά ακυρώνει η «συστηματική μη ψήφος», δηλαδή η προσπάθεια να χτυπηθεί η ίδια η δημοκρατία δια της οργής ή της αδιαφορίας, που συχνά καταλήγουν στη βία. Η αποχή τρέφει κινήματα «αγανακτισμένων» αλλά και εγκληματικές οργανώσεις με πολιτικό μανδύα. Ενισχύει τη θέση εκτός κοινωνίας (η οποία μπορεί, στην αφετηρία της, να οδήγησε στην αποκοπή από τον κοινωνικό ιστό, άρα και στην αποχή), την αίσθηση του «εγώ ξέρω καλύτερα», του «όλοι ίδιοι, δηλαδή σάπιοι, είναι», την επιρροή του ανορθολογισμού και του εθνικισμού («τι να ψηφίσω, αφού για όλα αποφασίζουν οι Αμερικάνοι -ή οι Βρυξέλλες»).

Κοινωνιολογικά και πραγματολογικά η αποχή δεν είναι αδικαιολόγητη: οι συνθήκες ζωής έχουν πάψει να βελτιώνονται, τα πολιτικά συστήματα συνεχίζουν να είναι το ίδιο, αν όχι περισσότερο, διεφθαρμένα, ο κόσμος έχει «ανοίξει» σε βαθμό που οι εθνικές αποφάσεις ελάχιστα μετρούν, τα νέα μέσα «επικοινωνίας» και «δικτύωσης» είναι αποξενωτικά και παραπλανητικά, η κούραση και η απογοήτευση μπορεί να πηγάζουν και από σκέψη και ενσυναίσθηση, όχι μόνο από απελπισία και ανορθολογισμό. Από άποψη δημοκρατίας, ωστόσο, η αποχή από την εκλογική διαδικασία δεν είναι απλώς αδικαιολόγητη αλλά, κυριολεκτικά, εγκληματική: «σκοτώνει» τη Δημοκρατία, βάζει τα θεμέλια για επιστροφή αυτών που θα αποφασίζουν χωρίς να μας ρωτούν (και θα μας φυλακίζουν όταν ρωτάμε), δημιουργεί έξη και μιμητισμό για ζωή εκτός «πόλης», δηλαδή χωρίς ψυχική συμμετοχή σε όσα μάς περιβάλλουν.  

Ειδικά στην Ελλάδα, η εξέλιξη της αποχής, όπως αναδείχθηκε και μέσα από τη λεπτομερή παράθεση των αριθμών, έχει μια σαφή χρονική τομή – την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα – αλλά μια μάλλον διάχυτη αιτία. Αν «τα Μνημόνια» ήταν ο καταλύτης, γιατί άραγε και στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις μετά τα Μνημόνια, το 2019 και φέτος, η αποχή παρέμεινε πεισματικά κολλημένη στο 40%; Αν το 2012 το «παλιό σύστημα» έδινε την τελευταία μάχη χαρακωμάτων, που πολλοί δεν θα ήθελαν να είχε δώσει, γιατί η συμμετοχή – στις εκλογές αλλά και στα δημόσια πράγματα – δεν αυξήθηκε – ποσοτικά και ποιοτικά – το 2015, όταν σαρωνόταν το παλιό σύστημα και ξεπρόβαλε το νέο και ακόμα αδοκίμαστο; Αν το νέο σύστημα αποδείχθηκε ούτε νέο ούτε διαφορετικό ούτε συνεπές με τις υποσχέσεις του, γιατί η ανάγκη δημοκρατικής ανατροπής του να μη δημιουργήσει μια ορμή και ανάγκη συμμετοχής;

Για τις φετινές εκλογές, οι δικαιολογίες ήταν, το ξέρω, περισσότερες: ούτως ή άλλως θα ξαναψηφίζαμε, το αποτέλεσμα είχε κριθεί, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση τώρα που όλοι έχουν κυβερνήσει, οι πολιτικοί βρέθηκαν ακόμα πιο μακριά από τις ανάγκες των ανθρώπων, τα Τέμπη έκοψαν πολλά εσωτερικά καλώδια. Ας σκεφτούν, όμως, αυτοί που δεν ψήφισαν: το αποτέλεσμα κρίνεται από τους άλλους αν εσύ δεν συμμετάσχεις, το κομματικό σύστημα θα γίνει ακόμα πιο αυτοαναφορικό αν δεν το ταρακουνήσεις, τα Τέμπη, και κάθε Τέμπη, θα εκληφθούν ως επεισόδια που ξεπεράστηκαν, αν δεν έχουν επιρροή (και) στο ορατό τμήμα του δημόσιου βίου.   

Η στρεβλή σχέση με τη δεύτερη κάλπη

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου κατέστησε αναπόφευκτη, όχι όμως αναγκαία, τη δεύτερη κάλπη, στις 25 Ιουνίου. Αυτό δεν σήμαινε ότι, στο ενδιάμεσο, έπρεπε να γίνει επίδειξη θεσμικής ασέβειας.

Οι διερευνητικές εντολές, που με τόση λεπτομερειακότητα (και μάλιστα ηθελημένη: στόχος, όπως και στόχος ολόκληρης της συνταγματικής αναθεώρησης του 1986, ήταν να μην αφεθούν περιθώρια «πολιτικών» επιλογών στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας) ρυθμίζει το Σύνταγμα στο άρθρο 37 παρ. 2, δεν «γίνονται για να γίνουν»: γίνονται για να σχηματιστεί κυβέρνηση. Για να επιχειρηθεί να «τελεσφορήσουν», όπως λέει το ίδιο το Σύνταγμα, θα πρέπει οι εντολοδόχοι κατ’ ελάχιστον να επικοινωνήσουν με άλλα πολιτικά κόμματα και να προτείνουν λύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης. Μπορεί η «αμείλικτη λογική», όπως τη χαρακτηρίζει ο Αντώνης Μανιτάκης[7], της σχετικής συνταγματικής διαδικασίας να είναι «εμποτισμένη από τη λογική των αυτοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων», ωστόσο ο θεσμικός σκοπός της, η raison d‘être της, είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης σε περιβάλλον μη αυτοδυναμίας. Κι εφόσον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει περιθώρια δικών του κινήσεων, η υποχρέωση να γίνουν κινήσεις ανήκει στους πολιτικούς αρχηγούς.

Αναγγελία νέων εκλογών πριν ακόμα ξεκινήσουν οι διερευνητικές, άμεση «επιστροφή» της διερευνητικής εντολής (με αιτιολόγηση μάλιστα στηριζόμενη στο εκλογικό αποτέλεσμα, με βάση το οποίο, θεωρητικά, οι εντολοδόχοι οφείλουν να «κοιτάξουν μπροστά»), και, χειρότερο όλων, απαξίωση του θεσμού των διερευνητικών εντολών («δεν έχει κανένα νόημα») λόγω κακού, για κάποιους, ή ανέλπιστα καλού, για άλλους, εκλογικού αποτελέσματος, δεν υπηρετούν την ορθή λειτουργία του πολιτεύματος και του Συντάγματος. Το οποίο δεν εκλαμβάνει τις εκλογές ως παίγνιο μέχρι να βγει ένα «βολικό» αποτέλεσμα, ούτε τη συνεννόηση πολιτικών αρχηγών με τη διαμεσολάβηση του αρχηγού του κράτους ως σύντομη και άσκοπη θεατρική παράσταση.

Λεπτομέρειες ή εμμονές θεσμολάγνων, θα πουν ίσως κάποιοι, σημασία έχει να κυβερνηθεί η χώρα. Η χώρα κυβερνιέται καλύτερα όταν γίνονται σεβαστοί οι θεσμοί, όχι για το θεαθήναι αλλά για παιδαγωγικούς, δηλαδή για βαθιά πολιτικούς λόγους, θα τους απαντούσα. Το εκλογικό αποτέλεσμα – και αυτό που πέρασε και αυτό που ενδεχομένως έρχεται – δεν θα ήταν λιγότερο «καταλυτικό» αν υπήρχε λίγη λιγότερη βιασύνη εξουσίας. Να, και πάλι, η σύνδεση με την αποχή και, εν τέλει, με τη δημοκρατία.

Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς


Υποσημειώσεις:

[1] Βλ μεταξύ πολλών, Κ. Μποτόπουλου, «Ψήφος αποδήμων: το Σύνταγμα, η πράξη», στοSyntagma Watch, 19/9/2019, όπου και ειδικό για το θέμα αφιέρωμα.

[2] «Δεν επιτρέπεται να έχει θέση προέδρου, γενικού γραμματέα, μέλους διοικούσας επιτροπής ή νομίμου εκπροσώπου σε πολιτικό κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων πρόσωπο που έχει καταδικασθεί: α) σε κάθειρξη για τα αδικήματα των κεφαλαίων 1-6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα ή β) σε οποιαδήποτε ποινή για εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισείουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή γ) σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκημα. Η παρούσα παράγραφος ισχύει για τη χρονική διάρκεια της επιβληθείσας ποινής. Το χρονικό διάστημα αποστέρησης του δικαιώματος κατοχής των θέσεων του πρώτου εδαφίου υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της οριστικής καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή μη της ποινής ή η παραγραφή αυτής δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος».

[3] «1. Στις βουλευτικές εκλογές λαμβάνουν μέρος είτε συνδυασμοί υποψηφίων ενός μόνο κόμματος, είτε συνδυασμοί συνασπισμού περισσότερων του ενός συνεργαζόμενων κομμάτων, είτε συνασπισμοί ανεξάρτητων υποψηφίων, είτε μεμονωμένοι υποψήφιοι. Για την κατάρτιση συνδυασμού πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Το κόμμα να έχει ιδρυθεί νόμιμα. β) Ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής, ο νόμιμος εκπρόσωπος και η πραγματική ηγεσία του κόμματος να μην έχουν καταδικασθεί σε οποιονδήποτε βαθμό σε κάθειρξη για τα αδικήματα των κεφαλαίων 1 6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα, ή σε οποιαδήποτε ποινή για εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισύρουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Η αποστέρηση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών, σύμφωνα με την παρούσα περίπτωση, ισχύει για τη χρονική διάρκεια της επιβληθείσας ποινής και υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της οριστικής καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή μη της ποινής ή η παραγραφή αυτής δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος. Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, η πραγματική ηγεσία έχει την έννοια ότι πρόσωπο άλλο από εκείνο που κατέχει τυπικά θέση προέδρου, γενικού γραμματέα, μέλους της διοικούσας επιτροπής ή νομίμου εκπροσώπου με συγκεκριμένες πράξεις του εμφανίζεται να ασκεί διοίκηση του κόμματος, ή να έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία, ή να έχει τον ηγετικό πολιτικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα.

γ) Η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

H κρίση περί του ότι η δράση του πολιτικού κόμματος δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος δύναται να λάβει χώρα μόνο όταν υφίσταται καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό υποψηφίων βουλευτών ή ιδρυτικών μελών ή διατελεσάντων προέδρων για τα αδικήματα των άρθρων 134, 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα.

Στην περίπτωση συνασπισμού κομμάτων οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν για καθένα από τα κόμματα που απαρτίζουν τον συνασπισμό.

Η συνδρομή των προϋποθέσεων της παρούσας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου. Προς υποβοήθηση της κρίσης του, δικαίωμα να υποβάλουν υπόμνημα με στοιχεία τεκμηρίωσης μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 34, έχουν:

i) τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί κομμάτων που έχουν εκλέξει αντιπροσώπους στη Βουλή των Ελλήνων στις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές από τους συνδυασμούς του ίδιου κόμματος ή συνασπισμού,

ii) τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί, που έχουν εκλέξει αντιπροσώπους στις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου σε περίπτωση αυτεπάγγελτου ελέγχου ή υποβολής υπομνημάτων με στοιχεία τεκμηρίωσης για τα οριζόμενα, καλεί με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο το ελεγχόμενο κόμμα, να λάβει γνώση και να υποβάλει υπόμνημα με τις απόψεις του.».

[4] «Το πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 32 του π.δ. 26/2012 (Α’57) τροποποιείται με την προσθήκη της φράσης «στη σύνθεση του οποίου συμμετέχουν ο Πρόεδρος αυτού και όλα τα μέλη του, το οποίο λαμβάνει ή δύναται να ζητεί σχετική τεκμηρίωση από τις κατά περίπτωση αρμόδιες δικαστικές ή άλλες αρχές».

[5] Αντί πολλών, βλ. Κ. Μποτόπουλου, «Κόμμα Κασιδιάρη: Νομική ρύθμιση και πολιτική πραγματικότητα», στο Syntagma Watch, 7/4/2023.

[6] Έστω και με όχι απολύτως πειστική, κατά τη γνώμη μου αιτιολογία, αφού θα ήταν ευχερέστερο και ορθότερο ο αποκλεισμός με βάση τον νόμο να στηριχθεί στο αντικειμενικό κριτήριο της υποψηφιότητας του καταδικασμένου προσώπου ως βουλευτή και όχι στο προκύπτον κατόπιν ερμηνείας κριτήριο της εκ μέρους του άσκησης «πραγματικής ηγεσίας».

[7] Στην Καθημερινή, 21/5/2023

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

«Αθηναίοι» και «Σπαρτιάτες»: Η ασπίδα των δικαιωμάτων τον καιρό της πανδημίας (Μέρος Α΄)

Τα ατομικά δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα προσφέρουν τελικά την εγγύηση προστασίας που νομίζαμε; Τα μέτρα του κορωνοϊού φαίνεται να αποτελούν έμπρακτη διάψευση του χαρακτήρα των δικαιωμάτων ως ασπίδας προστασίας μας, ικανής να αποκρούσει την προσβολή τους. Είναι ο φόβος αυτός βάσιμος;

Περισσότερα

Δήλωση του Προέδρου της ΑΔΑΕ Χρήστου Ράμμου για τη Γνωμοδότηση 1/10879/10.01.2023 του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Ισίδωρου Ντογιάκου

Διαβάστε τη δήλωση του Προέδρου της ΑΔΑΕ Χρήστου Ράμμου για τη Γνωμοδότηση 1/10879/10.01.2023 του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Ισίδωρου Ντογιάκου.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.