Η ανεξαρτησία των βουλευτών από οικονομικά, κοινωνικά, επικοινωνιακά ή όποια άλλα συμφέροντα αποτελεί προϋπόθεση για την πραγμάτωση της δημοκρατικής αρχής: Μόνον εφόσον είναι απαλλαγμένοι από υπολογιστικές δεσμεύσεις, οι αντιπρόσωποι του λαού αντιμετωπίζουν ισότιμα όλους τους πολίτες και συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων, επιλέγοντας τη βέλτιστη λύση για το κοινωνικό σύνολο ή τουλάχιστον για την ευρύτερη πλειοψηφία των μελών του. Παράλληλα, οι φραγμοί ανάμεσα στους κοινωνικά, οικονομικά ή διοικητικά ισχυρούς και στους βουλευτές εμποδίζουν τους τελευταίους να καταχρώνται το αξίωμά τους για την επίτευξη προσωπικού οφέλους ή για την ικανοποίηση της πελατείας τους.
Για τον λόγο αυτό, το ελληνικό Σύνταγμα, όπως και τα περισσότερα Συντάγματα των κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης, θεσπίζει κανόνες που αποσκοπούν στην πρόληψη της διαπλοκής και την καταπολέμηση της διαφθοράς των φορέων της νομοθετικής εξουσίας. Έτσι, το άρθρο 29 παρ. 2 Συντ. περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τον έλεγχο της ροής του «πολιτικού χρήματος», αναθέτοντας στον νομοθέτη να ορίσει εγγυήσεις διαφάνειας ως προς τις εκλογικές δαπάνες και γενικότερα την οικονομική διαχείριση των κομμάτων, των βουλευτών, ακόμη και των υποψήφιων βουλευτών.
Η μέριμνα για τη διαφύλαξη της πολιτικής ζωής και των κοινοβουλευτικών διαδικασιών από αθέμιτες επιρροές εκδηλώνεται και με τη θέσπιση κωλυμάτων και ασυμβιβάστων (άρθρα 56 και 57 Συντ.): τα πρώτα εμποδίζουν τον ενδιαφερόμενο, όταν συντρέχουν στο πρόσωπό του, να θέσει υποψηφιότητα για βουλευτής. Τα δεύτερα είναι εκείνες οι ιδιότητες που δεν επιτρέπεται να φέρει όποιος κατέχει το βουλευτικό αξίωμα. Πρόκειται για δραστηριότητες μέσω των οποίων είτε κάποιοι περιβεβλημένοι με εξουσία παράγοντες μπορούν να καθορίσουν τη στάση του βουλευτή είτε αυτός να εκμεταλλευτεί τη θέση του για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων. Με άλλα λόγια, τα ασυμβίβαστα συμβάλλουν ώστε ο βουλευτής να σέβεται την εντολή που έλαβε από το εκλογικό σώμα και να μην υπακούει σε εξωθεσμικές υποδείξεις ή σε ιδιοτελείς παρορμήσεις.
Μεταξύ άλλων, λοιπόν, το άρθρο 57 Συντ. προβλέπει ότι «1. Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με τα έργα ή την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή εταίρου ή μετόχου ή διοικητή ή διαχειριστή ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή γενικού διευθυντή ή των αναπληρωτών τους επιχείρησης, η οποία: α) Αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του Δημοσίου ή παροχή υπηρεσιών προς το Δημόσιο ή συνάπτει με το Δημόσιο συναφείς συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα… Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, με το Δημόσιο εξομοιώνονται οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και οι άλλες επιχειρήσεις τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.. Η παράβαση των διατάξεων αυτής της παραγράφου συνεπάγεται έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα και ακυρότητα των σχετικών συμβάσεων ή πράξεων, όπως νόμος ορίζει.»
Η παραπάνω απαγόρευση είναι απόλυτη, δεν σχετίζεται με τη νομιμότητα της επιχείρησης του βουλευτή που συνάπτει επαγγελματικές σχέσεις με το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα που εξομοιώνονται με αυτό και εξαγγέλλεται πανηγυρικά: το άρθρο 57 Συντ. επιτάσσει, όταν η ιδιότητα προϋπάρχει της εκλογής του βουλευτή, αυτός, μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου η εκλογή του γίνει οριστική, να επιλέξει μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και των ασυμβίβαστων δραστηριοτήτων του. Από την απλή ανάγνωση δε της προαναφερόμενης διάταξης προκύπτει ότι το ασυμβίβαστο δεσμεύει τον βουλευτή όχι μόνον κατά την έναρξη, αλλά σε όλη τη διάρκεια της θητείας του.
Μετά από δύο χρόνια δημόσιου προβληματισμού, φάνηκε ότι ο ανεξάρτητος πλέον βουλευτής Γρεβενών κ. Α. Πάτσης ασκούσε και ασκεί έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα σε τομείς που εμπίπτουν στο κανονιστικό πεδίο του άρθρου 57 Συντ. Η δικηγορική του εταιρία, δηλαδή μια επαγγελματική αστική εταιρία η οποία, σύμφωνα με τον Κώδικα περί δικηγόρων, έχει αποκλειστικό σκοπό την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών και την διανομή αποκλειστικά μεταξύ των εταίρων των συνολικών κερδών που θα προκύπτουν από τη δραστηριότητά της, συνήψε πλήθος συμβάσεων με τα ΕΛΤΑ, επιχείρηση που ελέγχεται από το ελληνικό Δημόσιο, ενώ ταυτόχρονα το δικηγορικό του γραφείο αναλάμβανε υποθέσεις κάποιων ΝΠΔΔ, ένα από τα οποία εδρεύει στην εκλογική περιφέρεια του βουλευτή.
Σύμφωνα με όσα έχουν έρθει στην δημοσιότητα, κατά την διάρκεια της θητείας του κ. Πάτση, η δικηγορική εταιρία του, με 27 διαδοχικές συμβάσεις εισέπραξε μόνον από τα ΕΛΤΑ ποσά που αγγίζουν το 1.000.000 ευρώ. Η προνομιακή πρόσβαση του βουλευτή στο δημόσιο χρήμα και η εγκατάσταση παράνομων δεσμών του με τα στελέχη της αναθέτουσας αρχής δεν έχουν αμφισβητηθεί. Με απλά λόγια: τα ΕΛΤΑ, μια ανώνυμη εταιρία που το μετοχικό της κεφάλαιο ανήκει κατά 100% στο Δημόσιο και η διοίκησή της ορίζεται από αυτό μέσω της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.[1], ανέθεταν απευθείας σε εταιρία στην οποία βασικός μέτοχος είναι ο βουλευτής το έργο παροχής νομικών υπηρεσιών, παρά την αδιάστικτη απαγορευτική ρύθμιση του Συντάγματος. Άδηλες παραμένουν τυχόν δεσμεύσεις του βουλευτή προς τους αναθέτοντες, το οικονομικό του όφελος όμως δείχνει σημαντικό. Τούτη η πρόδηλη παραβίαση του καταστατικού χάρτη γεννά θέμα έκπτωσης του κ. Πάτση από το βουλευτικό αξίωμα. Αν η εκτεταμένη επιχειρηματική δράση του, στην οποία εντάσσεται και η εξαγορά κόκκινων δανείων στο 1/12 της αξίας τους, ώστε να κερδοσκοπήσει σε βάρος των αδύναμων οφειλετών, εγείρει σοβαρά ζητήματα κοινοβουλευτικής δεοντολογίας, η άσκηση ασυμβίβαστης δραστηριότητας, του στερεί το δικαίωμα να κατέχει βουλευτική έδρα. Επείγει, επομένως, να κινηθεί η διαδικασία, ώστε να επιβεβαιωθεί αρμοδίως η παραβίαση του Συντάγματος, να διαπιστωθεί η απώλεια της βουλευτικής του ιδιότητας και ο κ. Πάτσης να απομακρυνθεί από το σώμα της ελληνικής Βουλής. Μάλιστα, η αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής τάξης επιβάλλει την πρωτοβουλία να έχει αυτός που εξασφάλισε την εκλογή του βουλευτή Γρεβενών, δηλαδή ο Πρωθυπουργός.
Ιφιγένεια Καμτσίδου
Αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.
Υποσημειώσεις:
[1] Υπενθυμίζεται ότι το ελληνικό Δημόσιο είναι ο μοναδικός μέτοχος της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε και ότι η πλειοψηφία των μελών της διοίκησής της ορίζεται από την ελληνική Κυβέρνηση.