Το νέο πλαίσιο που ρυθμίζει την άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος της συνάθροισης προκάλεσε ισχυρές πολιτικές αντιδράσεις και έγινε αφορμή για μία ακόμη φορά για σοβαρά επεισόδια μεταξύ της αστυνομίας και του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί για να διαμαρτυρηθεί. Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς νομικά ή πολιτικά με το νέο πλαίσιο, αυτό αποτελεί πια νόμο του κράτους. Η μορφή που θα πάρει κατά την εφαρμογή του εξαρτάται από τη δικαιοκρατική και δημοκρατική συνέπεια των δικαστών που θα το ερμηνεύσουν σύμφωνα με το Σύνταγμα. Γεγονός είναι, όμως, ότι τα επεισόδια που ξέσπασαν επιβεβαίωσαν το ήδη γνωστό: το ζήτημα των συναθροίσεων είναι άρρηκτα συνδεδεμένο πολιτικά και πρακτικά, όχι μόνο με την ευρυθμία της κοινωνικοοικονομικής ζωής, αλλά και με το πρόβλημα της πολιτικής βίας.
Φυσικά, η βία του πλήθους οφείλει πάντα να προβληματίζει βαθειά κάθε έννομη δημοκρατική πολιτεία∙ και αυτός ο προβληματισμός δεν μπορεί παρά να αφορά και όσους μετατρέπουν συστηματικά τον εορτασμό διαφόρων επετείων σε τελετουργικό κλεφτοπόλεμο στα στενά των Εξαρχείων. Κι αυτό γιατί ακριβώς η δημοκρατία θεμελιώνεται καταστατικά στην αμοιβαία απάρνηση της πολιτικής βίας απ’ όλους.
Αλλά μια γνήσια δημοκρατική και δικαιοκρατική αντίληψη για τις συναθροίσεις[1] οφείλει εξίσου να προβληματιστεί για τη βία που προέρχεται από το κράτος και τα εντεταλμένα όργανά του και κατ’ εξοχήν την αστυνομία, στο μέτρο μάλιστα που αυτήν οφείλουμε να εμπιστευόμαστε κατ’ αρχήν για την προστασία των δικαιωμάτων μας, του δικαιώματος του συνέρχεσθαι συμπεριλαμβανομένου.
Είναι δεδομένο ότι πολλές ενστάσεις και αντιρρήσεις κατά του νέου νόμου θα ηχούσαν πολύ λιγότερο πειστικές αν την εφαρμογή του επρόκειτο να επωμιστεί η αστυνομία του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ολλανδίας ή κάποιου σκανδιναβικού κράτους και όχι η αστυνομία της χώρας μας με τη βαριά κληρονομιά της στις περιπέτειες της πολιτικής μας ιστορίας και τις αρνητικές δυστυχώς επιδόσεις της στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως των “διαφορετικών” ή των “άλλων”. Αυτό το αρνητικό πραγματολογικό δεδομένο είναι το θεσμικό υπόρρητο του ζητήματος των συναθροίσεων. Τα προβλήματα είναι γνωστά (Γρηγορόπουλος, “ζαρντινιέρες”, εισβολή σε ιδιωτική κατοικία πολιτών στο πλαίσιο “εν θερμώ” αστυνομικής καταδίωξης, λ.χ. περίπτωση οικίας Ινδαρέ κλπ). και χρειάζεται να αντιμετωπιστούν θεσμικά.
Η δυσπιστία, ακόμη και η καχυποψία απέναντι στην αστυνομία, τον φορέα του κρατικού καταναγκασμού, οφείλει να διαπνέει κάθε γνήσια πολιτικά φιλελεύθερη και δημοκρατική αντίληψη, ιδίως για χάρη των δικαιωμάτων των πολιτών. Επί πλέον όμως κάθε δημοκρατική πολιτεία οφείλει να προστατεύει το κύρος της αστυνομίας και να ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτήν. Ο πρόσφορος τρόπος για να το πετύχει αυτό είναι να λάβει τα κατάλληλα θεσμικά μέτρα δημοσιότητας και διαφάνειας. Οι αρχές αυτές προσφέρουν ασπίδα στην αστυνομία από ενδεχομένως άδικες κατηγορίες εναντίον της. Σε αυτά είναι δυνατόν να συμφωνήσουν άτομα που μπορεί να διαφωνούν πολιτικά, αλλά αναγνωρίζουν την πολιτική ελευθερία ως κοινό τόπο του νομικοπολιτικού τους λόγου και προβληματισμού.
ΙΙ.
Οι σκέψεις που διατυπώνονται εδώ απομακρύνονται συνειδητά και ηθελημένα από τη θεώρηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι υπό το φως, είτε “της παρεμβολής στην έννοια του πολιτικού” την οποία επιχείρησε ο Κ. Σμιττ στη θεωρία του για τον “παρτιζάνο”[2] είτε (πιο πρόσφατα) της “εμμενούς δημιουργικής ροπής του πλήθους προς την εξέγερση”, που εμπνέει τους M. Χαρντ και Α. Νέγκρι[3].
Αντίθετα, οι σκέψεις που ακολουθούν επιχειρούν να δώσουν πρακτική απάντηση στην κατάχρηση της αστυνομικής βίας σύμφωνα με μια πολιτικά φιλελεύθερη αντίληψη η οποία εγγράφεται στη λογική τόσο του ευρωπαϊκού εγγυητικού συνταγματισμού του 20ου αιώνα, όσο και του αγγλοσαξωνικού Habeas Corpus από τη μακραίωνη παράδοση του οποίου[4] προέρχονται οι ουσιώδεις προστατευτικοί τύποι του δικαιώματος της Προσωπικής Ασφάλειας (άρθρο 6 του Συντάγματος: αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα που επιδίδεται κατά τη στιγμή της σύλληψης, προσαγωγή στον ανακριτή, σύντομες προθεσμίες κλπ). Θεμελιώδης αποστολή των τύπων αυτών είναι να προσδώσουν πρακτικό αντίκρισμα στον ανεξάρτητο και ουσιαστικό έλεγχο των δικαστικών αρχών επί των επιβαλλόμενων από την εκτελεστική εξουσία περιορισμών της προσωπικής ασφάλειας όπου δεσπόζει η σύλληψη, η κράτηση και η δίωξη. Χωρίς τις τυπικές διαδικαστικές και δικονομικές εγγυήσεις ο δικαστικός έλεγχος αποβαίνει ελλιπής, αναποτελεσματικός, επιφανειακός ή ακόμη και προσχηματικός. Αντίθετα, οι τύποι τον καθιστούν πρόσφορο και λυσιτελή, είναι δε απαραίτητοι κατ’ εξοχήν στο φορτισμένο περιβάλλον της άσκησης του δικαιώματος συνάθροισης, όπου συχνά αντιπαρατίθεται το πλήθος με τη δημόσια δύναμη σε μία σχέση δυνάμει συγκρουσιακή. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι συχνότατα, στην πράξη, από την αποτελεσματική τήρηση των δικονομικών τύπων εξαρτάται η όποια πραγματική αξία διαθέτει το γεγονός ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει στο πρόσωπό μας ένα ουσιαστικό θεμελιώδες δικαίωμα, όπως η προσωπική μας ασφάλεια.
Ο πυρήνας των τυπικών διαδικαστικών εγγυήσεων έγκειται στην υποχρεωτικότητά τους για τις αστυνομικές αρχές και στην νομική κύρωση της αντιστροφής του βάρους της απόδειξης και του απαραδέκτου των αποδεικτικών μέσων τα οποία προσκομίζονται και γίνεται επίκλησή τους χωρίς να έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενοι διαδικαστικοί τύποι. Την αποτελεσματικότητα τέτοιων εγγυητικών μηχανισμών καταδεικνύουν πολλά παραδείγματα: από τη νομολογιακή εξέλιξη που ενεργοποίησε η αναθεώρηση του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος σχετικά με τα απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα έως το τεκμήριο που έχει καθιερώσει από καιρό το ΕΔΔΑ ότι σε περιπτώσεις τραυματισμού ατόμου το οποίο βρίσκεται υπό αστυνομική κράτηση, τα τραύματα λογίζεται ότι προκλήθηκαν από τις αστυνομικές αρχές[5].
Το συνταγματικό θεμέλιο των διαδικαστικών τύπων προκύπτει από την αρχή του κράτους δικαίου και τη συνταγματική επιταγή για τα δικαιώματα του ανθρώπου, ότι “Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους” (άρθρο 25 παρ. 1, εδ. β΄ του Συντάγματος), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Συντάγματος που προστατεύουν τα κατ’ ιδίαν ατομικά δικαιώματα (άρθρο 6 προσωπική ασφάλεια, άρθρο 9 άσυλο κατοικίας, άρθρο 11 δικαίωμα του συνέρχεσθαι, άρθρο 19 παρ. 3 απαράδεκτο αποδεικτικών μέσων, άρθρο 20 παρ. 1 παροχή δικαστικής προστασίας).
ΙΙΙ.
Οι προτεινόμενες προς συζήτηση τυπικές διαδικαστικές εγγυήσεις του νόμου περιλαμβάνουν ενδεικτικά τα ακόλουθα:
- Ρητή κατοχύρωση του δικαιώματος του πολίτη να καταγράφει τις αστυνομικές αρχές και εν γένει τα όργανα της τάξης σε εικόνα/ή και ήχο κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους με κάθε πρόσφορο μέσο (π.χ. κινητό τηλέφωνο) και απαγόρευση της αφαίρεσής του και της εξάλειψης της εγγραφής κατά τη διάρκεια της σύλληψης. Η χρησιμότητα και αναγκαιότητα του μέτρου φάνηκε πρόσφατα στις ΗΠΑ είναι δε απαραίτητο και στην Ελλάδα.
- Απαγόρευση στις αστυνομικές αρχές και εν γένει στα όργανα της τάξης να καλύπτουν κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους τα διακριτικά τους γνωρίσματα (σειριακό αριθμό) που επιτρέπουν την εξατομίκευσή τους. Χωρίς τη ρητή αυτή πρόβλεψη καθίσταται αδύνατη η εξατομίκευση της ευθύνης.
- Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η δράση των αστυνομικών αρχών και εν γένει των οργάνων της τάξης λαμβάνει χώρα σε κλειστό χώρο, θα πρέπει να υποχρεούνται τα αρμόδια κρατικά όργανα: α) να καταγράφουν ανελλιπώς με ήχο και εικόνα με πρόσφορο υπηρεσιακώς καθορισμένο τρόπο κάθε κίνησή τους στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων τους, β) να γνωστοποιούν στον ενδιαφερόμενο πολίτη, ιδίως αν είναι τρίτος, το δικαίωμά του να καταγράφει με εικόνα και ήχο σε μέσο της επιλογής του (π.χ. κινητό τηλέφωνο) τα όσα διαδραματίζονται στην επαφή του με τα αρμόδια κρατικά όργανα, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, γ) να καταγράφουν τη θετική ή αρνητική απάντηση του πολίτη στη γνωστοποίηση αυτή, και δ) να μην εμποδίζουν τον πολίτη ή τους οικείους του κατά την εν λόγω καταγραφή και προώθησή της σε πρόσωπο της επιλογής τους (π.χ. δικηγόρο ή τρίτο). Η διαφάνεια κατοχυρώνει και προστατεύει τόσο τα δικαιώματα και την ασφάλεια των πολιτών, όσο και το κύρος της αστυνομίας.
- Καθιέρωση ιδιότητας του «διαπιστευμένου ανεξάρτητου παρατηρητή», ο οποίος θα διαθέτει επαρκή τεχνογνωσία και εμπειρία εικονοληψίας και θα λαμβάνει πιστοποίηση χορηγούμενη από τον Συνήγορο του Πολίτη με βάση κανονιστικά κριτήρια τα οποία διαμορφώνονται με πρότασή του. Αποστολή του «διαπιστευμένου ανεξάρτητου παρατηρητή» θα είναι η παρατήρηση της εξέλιξης δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων και η καταγραφή των συνθηκών ή περιστάσεων κάτω από τις οποίες υποχρεούται η αστυνομία ή/και οι δυνάμεις αποκατάστασης της τάξης να προσφύγουν στη χρήση βίας. Με τον τρόπο αυτό, χωρίς βεβαίως να αποκτούν οποιαδήποτε αποκλειστικότητα ως προς την έγκυρη καταγραφή των γεγονότων, οι «διαπιστευμένοι ανεξάρτητοι παρατηρητές» θα ενισχύσουν θεσμικά την διαφάνεια και θα διευκολύνουν την απόδειξη των πραγματικών γεγονότων. Τα πρόσωπα αυτά θα αποζημιώνονται από το κράτος όπως προβλέπει ο νόμος. Είναι αυτονόητο ότι η εικονοληψία δεν μπορεί με κανένα τρόπο και σε καμιά περίπτωση να αφορά τη συλλογή δεδομένων που αφορούν τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο συναθροισμένο πλήθος.
- Θεσπίζονται κατάλληλες και πρόσφορες εγγυήσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων προσώπων που μετέχουν σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, για να μην αποκαλύπτεται η ταυτότητά τους και να μην εξατομικεύονται. Τέτοια αξίωση δεν έχουν βέβαια τα όργανα της τάξης κατά την άσκηση των νόμιμων καθηκόντων τους.
Η θέσπιση με νόμο των ανωτέρω τύπων και διαδικαστικών
εγγυήσεων θα έχει καταλυτική επίδραση στην αποκατάσταση και στη βελτίωση της
σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και της αστυνομίας και ευρύτερα του
κράτους. Επίσης, θα τονωθεί η λειτουργία του νόμου ως εγγυητή της ελευθερίας
και θα εδραιωθεί καλύτερα η πίστη του πολίτη σε αυτόν. Τα οφέλη που θα
προκύψουν μακροπρόθεσμα για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στη χώρα μας
αξίζουν σίγουρα την αντιμετώπιση της αδράνειας και των ισχυρών αντιδράσεων που
είναι βέβαιο ότι θα συναντήσουν οι προτάσεις αυτές. Η συζήτηση όμως αυτή δεν
μπορεί να καθυστερήσει. Γιατί όσο αυτή καθυστερεί, τα ελλείμματα, αν όχι
συνταγματικής νομιμότητας, πάντως ηθικής νομιμοποίησης του έργου των
αστυνομικών οργάνων στη χώρα μας θα βαθαίνουν, με αφορμή κάθε αληθινό ή
υποθετικό περιστατικό αστυνομικής βίας, υποδαυλίζοντας επικίνδυνα τα
ιδεολογήματα του “ηρωϊκού κλεφταρματολισμού” των “ατάκτων”.
Υποσημειώσεις:
[1] Νοούνται οι δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις.
[2] Carl Smitt, Η θεωρία του αντάρτη. Παρεμβολή στην έννοια του πολιτικού. Πλέθρον, Αθήνα 1990, μτφ. Σ. Χασιώτη, επιμ. Κ. Καλφόπουλος.
[3] Michael Hardt/Antonio Negri, Πλήθος. Πόλεμος και δημοκρατία στην εποχή της Αυτοκρατορίας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2011, μτφ Γ. Καράμπελα.
[4] Βλ. Paul Halliday, Habeas Corpus From England to Empire, Belknap Harvard, Cambridge MA 2010, σ. 304, 313.
[5] Βλ. ενδεικτικά υπόθεση Doroseva v. The Republic of Moldova (2015), σκ. 26-29, που συνοψίζει μακρόχρονη νομολογία του Δικαστηρίου.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου ΕΚΠΑ, δικηγόρος
Ανδρέας Τάκης
Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου Α.Π.Θ.