Ι. Πρόλογος
Το ΕΔΔΑ με την από 19.11.2024 και με αριθμ. προσφυγής 51774/17 (Τσιώλης κατά Ελλάδας) απόφασή του δίνει μία νέα διάσταση σε μία από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις της διοικητικής δίκης που εισήχθησαν με το άρθρο 12 Ν. 3900/2011, με την οποία αναδιαμορφώνονταν και επαυξάνονταν οι προϋποθέσεις παραδεκτού των ενδίκων μέσων της έφεσης και της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ. Η απόφαση αυτή δεν συνιστά δραματική απόκλιση από προηγούμενη νομολογία του ΕΔΔΑ ως προς το ζήτημα της συμβατότητας του νέου άρθρου 53 παρ. 3 ΠΔ 18/1989, όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 12 παρ. 1 Ν. 3900/2011, με το δικαίωμα στην πρόσβαση σε Δικαστήριο και σε δίκαιη δίκη του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ με την οποία είχαν κριθεί οι νέες προϋποθέσεις παραδεκτού των ενδίκων μέσων ενώπιον του ΣτΕ ως σύμφωνες με αυτό. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως παραδοχή που θέτει εκποδών υπό το πρίσμα της διάταξης αυτής τις προϋποθέσεις αυτές. Σίγουρα, όμως, αποτελεί ρωγμάτωση στο τείχος των προϋποθέσεων παραδεκτού που είχε τεθεί με την μεταρρύθμιση του Ν. 3900/2011, από την οποία ίσως μπορούν στο μέλλον να διέλθουν αναιρεσείοντες και εκκαλούντες διάδικοι.
II. Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 3 ΠΔ 18/1989 και η νομολογιακή αξιολόγησή τους από το ΣτΕ
Σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 3 ΠΔ 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 Ν. 3900/2011 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 Ν.4446/2016 «[η] αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση».
Με την παράγραφο αυτή διευρύνθηκαν οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως (όμοια είναι η διάταξη του άρθρου 58 παρ. 1 υποπαρ. 2 ΠΔ 18/1989 για τις προϋποθέσεις παραδεκτού του ενδίκου μέσου της εφέσεως, που τέθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 12 Ν. 3900/2011) με πρόταση του ίδιου του ΣτΕ για να αποφευχθεί η εκδίκαση ενδίκων μέσων προφανώς αβάσιμων, με λυμένα νομολογιακά ζητήματα, και να αποσυμφορηθεί το Δικαστήριο από τον υπερβολικό φόρτο εργασίας που καθιστούσε την εκδίκαση των εν γένει υποθέσεων ιδιαίτερα χρονοβόρα. Με τον τρόπο αυτόν η νομοθετική διάταξη επιδιώκει την επιτάχυνση και την ορθολογικότερη απονομή της Δικαιοσύνης.
Το ΣτΕ, παρά τις περί του αντιθέτου φωνές από πολλές πλευρές του νομικού φάσματος, από την αρχή της εφαρμογής της νέας διάταξης υπό το καθεστώς του άρθρου 12 παρ. 1 Ν. 3900/2011 έκρινε, ως αναμενόταν άλλωστε, με σειρά αποφάσεών του αυτήν ως σύμφωνη με τα άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 περ. β΄ Σ και τα άρθρα 6 παρ. 1 και 13 ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα έκρινε ότι « [ε]πειδή, με την ως άνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 ο νομοθέτης απέβλεψε στην αποσυμφόρηση του Συμβουλίου της Επικρατείας από τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό αιτήσεων αναιρέσεως, που δεν θέτουν σημαντικά νομικά ζητήματα, ώστε να (…) επιτευχθεί μεγαλύτερη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης σε υποθέσεις που θέτουν σοβαρά νομικά ζητήματα, προέκρινε δε, αντί του πλήρους αποκλεισμού του αναιρετικού ελέγχου σε συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, τον νομοθετικό περιορισμό, επί τη βάσει ενός αντικειμενικού κριτηρίου, των παραδεκτώς προβαλλομένων με την αίτηση αναιρέσεως λόγων.
Ανακουφίζοντας το Συμβούλιο της Επικρατείας από την υφιστάμενη, οριακή για τη λειτουργία του, κατάσταση υπερφόρτωσης, αλλά και αποθαρρύνοντας την άσκηση αιτήσεων αναιρέσεως που δεν επιδιώκουν την επίλυση σοβαρών νομικών ζητημάτων, η επίμαχη ρύθμιση, (…) αποβλέπει στην παροχή δυνατότητας στο Συμβούλιο της Επικρατείας να ασκήσει αποτελεσματικά τις συνταγματικές του αρμοδιότητες ως ανωτάτου δικαστηρίου στις περιπτώσεις που κατ’ εξοχήν επιβάλλεται, (…). Με το περιεχόμενο αυτό, η εν λόγω διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 περίπτ. β του Συντάγματος, ούτε στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως (…).»[1].
Ειδικότερα το ΣτΕ διευκρίνισε ότι ο όρος «ισχυρισμούς» που περιέχεται στο άρθρο 12 του Νόμου 3900/2010 θα έπρεπε να έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει τους ισχυρισμούς που αναφέρονται σε ένα νομικό ζήτημα που έχει ήδη εξεταστεί, σχετικά με την ερμηνεία των νομικών διατάξεων που εφαρμόζονται από την εκκαλουμένη απόφαση και όχι μόνο στο ότι οι συνθήκες του γεγονότος υπόκεινται στην επίδικη διάταξη. Ο ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπήρχε νομολογία του ΣτΕ σχετική με τις ίδιες συνθήκες του γεγονότος είχε σχέση με το ότι τα γεγονότα υπόκειντο στις εφαρμοστέες διατάξεις και όχι στα νομικά ζητήματα που αποτέλεσαν το θέμα της εξέτασης[2].
Περαιτέρω το Δικαστήριο εξειδίκευσε επί το αυστηρότερο την νομοθετική διάταξη. Έτσι απαιτεί για το επιτρεπτό του ενδίκου μέσου, όπως ο διάδικος που ασκεί έφεση ή αίτηση αναιρέσεως προσδιορίζει και αιτιολογεί στο εισαγωγικό δικόγραφό του, ότι για κάθε έναν από τους λόγους εφέσεως ή αναιρέσεως που έχει ασκήσει, έχει θέσει ένα καθοριστικό νομικό ζήτημα για την επίλυση της διαφοράς και επίσης ότι είτε η απάντηση που δόθηκε από τον προηγούμενο βαθμό δικαιοδοσίας ερχόταν σε αντίθεση με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή κάποιου άλλου Ανώτατου Δικαστηρίου, είτε δεν υπήρχε σχετική νομολογία[3]. Ο διάδικος που ασκεί το ένδικο μέσο πρέπει επιπλέον στο εισαγωγικό δικόγραφο του να προσδιορίζει τις σχετικές αποφάσεις[4], συμπεριλαμβανομένων και αυτών του ΣτΕ ή άλλων Ανωτάτων Δικαστηρίων, και πρέπει να τις υποβάλλει στο Δικαστήριο, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ή κάποιου άλλου Ανώτατου Δικαστηρίου[5]. Η νομολογία πρέπει να αναφέρεται στο εξεταζόμενο ζήτημα και όχι σε παρόμοιο ή ανάλογο ζήτημα[6]. Αρκεί η νομολογία να μην έχει ανατραπεί. Δεν είναι ανάγκη να είναι πάγια[7]. Το νομικό θέμα, που θέτει ο διάδικος ο οποίος ασκεί το ένδικο μέσο, πρέπει να είναι καθοριστικό για την επίλυση της ένδικης διαφοράς και όχι να άπτεται σε κάποια πλευρά αυτής που έχει δευτερεύουσα σημασία[8].
Το ΣτΕ διευκρινίζει, ότι η αντίθεση μίας απόφασης με την νομολογία του, πρέπει να αφορά αποκλειστικά την ερμηνεία μίας νομοθετικής διάταξης ή κάποιου νομικού κανόνα, ανεξάρτητα από το αν αυτή η ερμηνεία περιλαμβάνεται στην μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του σκεπτικού[9]. Τέλος, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε, ότι η προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 12 Ν. 3900/2011 πρέπει να πληρούται για κάθε ένα από τα ένδικα μέσα που άγεται ενώπιον του[10].
ΙΙΙ. Αξιολόγηση των προϋποθέσεων παραδεκτού από το ΕΔΔΑ
Οι προϋποθέσεις παραδεκτού των ενδίκων μέσων ενώπιον του ΣτΕ όπως αυτές εισήχθησαν στα άρθρα 53 παρ. 3 και 58 παρ. 1 ΠΔ 18/1989 από το άρθρο 12 Ν. 3900/2011 έτυχαν κρίσης και από το ΕΔΔΑ σε δύο κυρίως αποφάσεις του[11].
Το ΕΔΔΑ επαναλαμβάνει καταρχάς τις συνήθεις παραδοχές του σε θέματα ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ: α) ότι δεν είναι η αρμοδιότητά του να ερμηνεύει το δίκαιο των συμβαλλομένων κρατών, το οποίο ανήκει καταρχήν στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία δεν μπορεί να υποκαταστήσει στο έργο τους, ούτε να εκτιμά την σκοπιμότητα των επιλογών της νομοθετικής πολιτικής× αρμοδιότητά του είναι να ελέγχει το εάν η ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα της Συνθήκης[12], β) ότι το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ δεν απαιτεί όπως το δικονομικό σύστημα των συμβαλλομένων κρατών προβλέπει δεύτερο ή τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, αλλά εάν αυτό τους προβλέπει τότε οι εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ περί πρόσβασης στο δικαστήριο και δίκαιης δίκης πρέπει να ισχύουν και σε αυτούς τους βαθμούς της δικαιοδοσίας[13] και γ) ότι το δικαίωμα στην πρόσβαση σε δικαστήριο και δίκαιη δίκη δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι για να είναι δικαιολογημένοι θα πρέπει να εξυπηρετούν έναν θεμιτό σκοπό, να είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας και να μην θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος[14].
Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι ανωτέρω εκτεθέντες ως επιδιωκόμενοι σκοποί της νομοθετικής ρύθμισης περί αυστηροποίησης των προϋποθέσεων του παραδεκτού των ενδίκων μέσων ενώπιον του ΣτΕ αποσκοπούν στην επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού, ήτοι στην ενθάρρυνση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και στο να επιτρέψουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα[15], ενώ διασφαλίζουν και τα βασικά στοιχεία της δικαιοκρατικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, ήτοι την σαφήνεια και την προβλεψιμότητα, κρίνοντας «ότι οι τυπικές λεπτομέρειες για την άσκηση ενδίκου μέσου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι σαφείς, προβλέψιμες και διασφαλίζουν την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Από αυτή την άποψη, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, ότι η συμβατότητα των προβλεπόμενων περιορισμών από το εθνικό δίκαιο με το δικαίωμα κάθε προσώπου για δίκαιη δίκη που αναγνωρίζει το άρθρο 6 § 1, εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες της εν λόγω διαδικασίας και πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο της διαδικασίας που έχει λάβει χώρα στην εθνική έννομη τάξη καθώς και ο ρόλος που παίζει το Συμβούλιο της Επικρατείας, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού μίας αιτήσεως αναιρέσεως, οι οποίες μπορεί να είναι πιο αυστηρές από ότι για μία έφεση»[16]…. « …[Τ]ο να εξαρτάται το παραδεκτό μίας αίτησης αναιρέσεως από την ύπαρξη αντικειμενικών συνθηκών και από την απόδειξή τους από τον διάδικο που ασκεί το ένδικο μέσο, τα οποία είναι και τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος και ερμηνεύονται από την διοικητική νομολογία δεν είναι, αυτό καθ’ αυτό, δυσανάλογο ή αντίθετο με το δικαίωμα πρόσβασης στο Συμβούλιο της Επικρατείας»[17].
«Η εφαρμογή των εν λόγω περιορισμών (σ.σ. από το ΣτΕ) δεν έθιξε τον λογικό χαρακτήρα της συνάφειας μεταξύ των χρησιμοποιηθέντων μέσων και του στόχου στον οποίο απέβλεπαν»[18]... «Εξάλλου, το γεγονός της εξάρτησης του παραδεκτού μιας αίτησης αναίρεσης από την ύπαρξη αντικειμενικών συνθηκών και στην αιτιολόγησή τους από τον αναιρεσείοντα, ήτοι από κριτήρια προβλεπόμενα από τον νόμο και ερμηνευόμενα από την διοικητική νομολογία, δεν είναι, αφ’ εαυτού, δυσανάλογο σε σχέση με τον διωκόμενο από την επίδικη νομοθεσία σκοπό»[19].
Με τον τρόπο αυτόν το ΕΔΔΑ κατέληξε στις δύο κρίσιμες για το υπό εξέταση θέμα αποφάσεις ότι η επίμαχη ρύθμιση, όπως και η εφαρμογή της από το ΣτΕ στις ένδικες υποθέσεις, δεν παραβιάζουν το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ[20].
ΙV. Οι κρίσιμες παραδοχές του ΕΔΔΑ στην υπό σχολιασμό απόφαση
Στην προκείμενη υπόθεση Τσιώλης κατά Ελλάδας το Δικαστήριο, χωρίς να αναιρεί την προηγούμενη νομολογία του[21], στην οποία και παραπέμπει, φαίνεται να διαφοροποιείται ως προς δύο σημεία που θεωρεί ότι αφορούν την αιτιολογία της απόφασης του ΣτΕ, αν και κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη το ένα αφορά το ίδιο το περιεχόμενο του νόμου. Το ΕΔΔΑ λοιπόν απαιτεί όπως το εθνικό δικαστήριο (το ΣτΕ εν προκειμένω) οφείλει να αιτιολογεί ειδικά την απόφασή του όταν απορρίπτει ισχυρισμό του αναιρεσείοντα ότι οι επικαλούμενες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων, με τις οποίες κατά τους ένδικους ισχυρισμούς του έρχεται σε αντίθεση η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι σχετικές με την ένδικη υπόθεση, η οποία φέρεται ενώπιόν του κατ’ αναίρεση. Την κρίση αυτή δικαιολογεί το ΕΔΔΑ με επίκληση σε προγενέστερη νομολογία του[22] «ενόψει της απαίτησης ότι τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή και αυστηρότητα υποθέσεις που αφορούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που εγγυάται η Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλά της» . Επιπροσθέτως, κρίνει ότι η αιτιολογία της απόφασης του ΣτΕ στο προκείμενο ζήτημα πάσχει, διότι «δεν διευκρίνισε πώς ο προσφεύγων (σ.σ. αναιρεσίεων στην κατ’ αναίρεση δίκη) αναμενόταν να έχει εντοπίσει τη νομολογία σχετικά με το ίδιο νομικό ζήτημα όταν οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, και κυρίως, των διοικητικών δικαστηρίων, δεν δημοσιεύθηκαν σε κανένα επίσημο έντυπο ή σε καμία προσβάσιμη βάση δεδομένων, στην οποία ο προσφεύγων ή ο δικηγόρος του είχε πρόσβαση. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ερμηνεύοντας την επίμαχη απαίτηση χωρίς να λάβει υπόψη τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπισε ο προσφεύγων όσον αφορά την πρόσβαση στην εγχώρια νομολογία, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο υιοθέτησε μια τυπολατρική προσέγγιση κατά την εφαρμογή των διαδικαστικών απαιτήσεων και κατά τον τρόπο με τον οποίο απέρριψε τον τρίτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος. Η προσέγγιση αυτή δεν αποδείχθηκε αναγκαία για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου ή την ορθή απονομής της δικαιοσύνης και πρέπει να θεωρηθεί υπερβολικά τυπολατρική[23]. Κρίνει δηλ. την προσέγγιση του ΣτΕ όχι μόνο μη επαρκώς αιτιολογημένη αλλά και τυπολατρική και γι αυτό μη αναγκαία και δυσανάλογη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.
Η τελευταία παραδοχή, όμως, δεν αφορά τόσο την in concreto εφαρμογή του νόμου από το ΣτΕ αλλά το in abstracto περιεχόμενο του νόμου, που απαιτεί την πλήρωση μίας τέτοιας υποχρέωσης και έχει επικριθεί ορθώς ότι αναιρεί εν προκειμένω την δικονομική αρχή juris novit curia (ο δικαστής γνωρίζει τον νόμο και κατ’ επέκταση και την νομολογία και δεν απαιτείται από τον διάδικο να του τον προβάλει expressis verbis για την εκφορά της δικαιοδοτικής του κρίσης) και αποδίδει στην νομολογία στοιχεία πηγής δικαίου (common law), κάτι που όχι μόνο αντιβαίνει στην φύση του ελληνικού δικαίου το οποίο γνωρίζει ως πηγές δικαίου τον ουσιαστικό νόμο και το έθιμο (πρβλ. και άρθρο 1 ΑΚ), αλλά ενδεχομένως και στην συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών (πρβλ. άρθρο 26 Σ).
Εάν ήθελε να προσεγγίσει πληρέστερα αυτό το πρόβλημα το ΕΔΔΑ θα έπρεπε να κρίνει, τουλάχιστον ως προς αυτό το σημείο, την διάταξη του άρθρου 12 Ν. 3900/2011 που αφορά και τα δύο ένδικα μέσα ενώπιον του ΣτΕ (έφεση και αναίρεση) ως αντίθετη στο άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, τουλάχιστον όσον αφορά την παραπάνω απαίτηση, και όχι μόνο την εφαρμογή του στην συγκεκριμένη υπόθεση. Ο λόγος είναι κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη ότι το ΕΔΔΑ δεν ήθελε να διαφοροποιηθεί αισθητά από την παλαιότερη νομολογία του που έκρινε γενικά τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ υπό την έννοια του άρθρου 53 παρ. 3 ΠΔ 18/1989, όπως αυτές ετέθησαν με το άρθρο 12 παρ. 1 Ν. 3900/2011, ως σύμφωνες με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
V. Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού των ενδίκων μέσων που εισήγαγε στην δικονομία του ΣτΕ το άρθρο 12 Ν. 3900/2011 και η αυστηρή έως και ανελαστική, ενίοτε δε και φορμαλιστική εφαρμογή τους από το ΣτΕ, περιόρισαν αισθητά την πρόσβαση στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. Οι λόγοι που τους επέβαλαν νομοθετικά ύστερα από πρόταση του ΣτΕ, όπως αυτοί εκτέθηκαν ανωτέρω, καταρχήν δεν στερούνται λογικής και θεμιτής δικαιολόγησης. Το ζήτημα όμως είναι ο ορθολογικός και λειτουργικός τους χαρακτήρας και η αντίστοιχη εφαρμογή τους στην πράξη, ούτως ώστε να καταστεί η άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας στην κατ’ αναίρεση ή κατ’ έφεση δίκη ενώπιον του ΣτΕ αποτελεσματική. Η απαίτηση περί ονομαστικής αναφοράς στο δικόγραφο αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων που να αφορούν αποκλειστικά το νομικό ζήτημα της ένδικης υπόθεσης και όχι κάποιο παρεμφερές ή κατ’ αναλογία, όταν πολλές φορές τα ίδια τα ανώτατα δικαστήρια και το ΕΔΔΑ ή το ΔΕΕ επικαλούνται παλαιότερη νομολογία τους κατ’ αναλογία για να δικαιολογήσουν μία παραδοχή τους, όπως και στην συγκεκριμένη απόφαση του ΕΔΔΑ, αποτελεί μία υπέρμετρα αυστηρή και φορμαλιστική ερμηνεία του ήδη αυστηρού νομοθετικού πλαισίου. Εξίσου υπέρμετρα αυστηρή και φορμαλιστική είναι η προϋπόθεση που θέτει ο νόμος της επίκλησης ότι δεν υπάρχει προηγούμενη νομολογία ανωτάτων δικαστηρίων ή προηγούμενες αμετάκλητες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων ή της αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης με ονομαστική αναφορά σε τέτοιες αποφάσεις μόνο στο εισαγωγικό δικόγραφο, χωρίς να δίνεται η δυνατότητα επίκλησης της προϋπόθεσης αυτής σε μεταγενέστερο κατατεθέν Υπόμνημα ή σε δικόγραφο προσθέτων λόγων και η αντίστοιχη ερμηνεία της από το ΣτΕ. Επίσης, η απαίτηση αυτή εκ του νόμου καθίσταται δυσλειτουργική, όταν δεν υπάρχει συγκροτημένη βάση νομικών πληροφοριών του συνόλου της νομολογίας των ανωτέρων δικαστηρίων, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες και μάλιστα και στην αγγλική γλώσσα (π.χ. Γαλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο κ.α.), στην οποία να έχουν πρόσβαση οι διάδικοι μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, όπως δέχεται και το ΕΔΔΑ στην υπό σχολιασμό απόφαση. Το πρόβλημα καθίσταται εντονότερο και επαχθέστερο για τους διαδίκους όταν απαιτείται από το ΣτΕ, όχι μόνο να γίνεται επίκληση υπό τις άνω προϋποθέσεις αλλά και να προσκομίζονται συνοδευόμενες από πιστοποιητικό αμετακλήτου, οι αμετάκλητες αποφάσεις των κατώτερων διοικητικών δικαστηρίων, όπου η πρόσβαση σε αυτές είναι εκ των πραγμάτων δυσχερέστερη σε σχέση με τα ανώτατα δικαστήρια και κατ’ ακριβολογία δυσχερέστατη. Όλα αυτά και άλλα πολλά που έχουν υποστηριχθεί, καθιστούν τις προϋποθέσεις αυτές, όπως τις έχει εισαγάγει ο κοινός δικονομικός νομοθέτης και τις έχει ερμηνεύσει το ΣτΕ, de lege ferenda και υπό το καθεστώς της συμβατότητάς τους με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ προβληματικές.
Το ΕΔΔΑ, σε μία προσπάθεια να μετριάσει τις συνέπειες αυτές μετά την αρχική «ευλόγησή» τους, αποκλίνει εν μέρει από την προηγούμενη νομολογία του και τις λειαίνει υπό το πρίσμα του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, καθιστώντας τες πιο «φιλικές» προς τον αναιρεσείοντα διάδικο. Δεν τις θέτει, όμως, εκποδών στο σύνολό τους ή τις αναιρεί στην ουσία τους. Απλά επισημαίνει στο ΣτΕ να είναι πιο λεπτομερές στην αιτιολογία του. Εάν υπάρξουν και άλλες καταδικαστικές αποφάσεις από το ΕΔΔΑ υπό το πρίσμα αυτό μένει να φανεί στο μέλλον. Πάντως οι νομικοπολιτικές συνέπειες της απόφασης αυτής δεν πρέπει να υπερεκτιμηθούν[24] και μάλλον θα περιοριστούν προσώρας στην προσοχή που θα επιδεικνύει στο μέλλον το ΣτΕ στις αποφάσεις του, όταν απορρίπτει με αυτό το σκεπτικό ως απαράδεκτα ένδικα μέσα ή επιμέρους λόγους ενδίκων μέσων, να αιτιολογεί πιο αναλυτικά και πιο προσεκτικά γιατί οι επικαλούμενες από τον αναιρεσείοντα ή εκκαλούντα αποφάσεις δεν είναι σχετικές με το υπό κρίση θέμα.
[1] Βλ. ΣτΕ 2456/2012. Πρβλ. περαιτέρω μεταξύ πολλών ΣτΕ 1547/2012, ΣτΕ 4439/2012, ΣτΕ 4987/2012, ΣτΕ 3008/2013, ΣτΕ 4368/2013, ΣτΕ 4474/2013, ΣτΕ 4482/2013, ΣτΕ 4578/2013, ΣτΕ 1303/2014, ΣτΕ 1372/2014, ΣτΕ 1584/2014 και ΣτΕ 4160/2014.
[2] Βλ. ΣτΕ 4328/2012.
[3] Βλ. ΣτΕ 737/2015.
[4] Βλ. ΣτΕ 386/2015.
[5] Βλ. ΣτΕ 4725/2014.
[6] Βλ. ΣτΕ 1591/2014.
[7] Βλ. ΣτΕ 3008/2013, ΣτΕ 2756/2014.
[8] Βλ. ΣτΕ 915/2012.
[9] Βλ. ΣτΕ 3008/2013.
[10] Βλ. ΣτΕ 1519/2013.
[11] Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 2.6.2016, αριθμ. προσφ. 18880/15, (Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας), ΕΔΔΑ, απόφαση της 2.10.2018, αριθμ. προσφ. 3714/16 (ΑΙΓΑΙΟΝ ΟΪΛ ΑΕ κατά Ελλάδας).
[12] Βλ. ΕΔΔΑ, ibidem, παρ. 39, 43 (Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας). Πρβλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 19.12.1997, Συλλογή 1997-VIII, παρ. 31 (Brualla Gomez de la Torre κατά της Ισπανίας), ΕΔΔΑ, απόφαση της 19.2.1998, παρ. 33, Συλλογή 1998-Ι (Edificationes March Gallego S.A. κατά της Ισπανίας).
[13] ΕΔΔΑ, απόφαση της 5.4. 2018, αριθμ. προσφ. 40160/12, παρ. 76-79 (Zubac κατά Κροατίας), ΕΔΔΑ, απόφαση της 19.11.2024, παρ. 57 (Τσιώλης κατά Ελλάδας).
[14] ΕΔΔΑ, ibidem, παρ. 40 (Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας). Πρβλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 29ης Ιουλίου 1998, συλλογή 1998-V, § 37 (Guérin κατά της Γαλλίας).
[15] Βλ. ΕΔΔΑ, ibidem, παρ. 41 (Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας), ΕΔΔΑ, απόφαση της 2.10.2018, αριθμ. προσφ. 3714/16, παρ. 41 (ΑΙΓΑΙΟΝ ΟΪΛ ΑΕ κατά Ελλάδας).
[16] Βλ. ΕΔΔΑ, ibidem, παρ. 46 (Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας). Πρβλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 14.12.1999, αρίθμ. προσφ. 34791/97, Συλλγ. 1999-ΙΧ, παρ. 37 (Khalfaoui κατά Γαλλίας),ΕΔΔΑ, απόφαση της 12.11.2002, αρίθμ. προσφ. 47273/99, παρ. 62 (Beles κλπ κατά Τσεχίας).
[17] Βλ. ΕΔΔΑ, ibidem, παρ. 49 (Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας), ΕΔΔΑ, απόφαση της 2.10.2018, αριθμ. προσφ. 3714/16, παρ. 44 (ΑΙΓΑΙΟΝ ΟΪΛ ΑΕ κατά Ελλάδας).
[18] Βλ. ΕΔΔΑ, ibidem, παρ. 50 (Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας), ΕΔΔΑ, απόφαση της 2.10.2018, αριθμ. προσφ. 3714/16 (ΑΙΓΑΙΟΝ ΟΪΛ ΑΕ κατά Ελλάδας).
[19] Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 2.6.2016, αριθμ. προσφ. 18880/15, παρ. 49 (Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας), ΕΔΔΑ, 9 Μαΐου 2017), αριθ. 29382/16, παρ. 35 (Αστικός και Παραθεριστικός Οικοδομικός Συνεταιρισμός Αξιωματικών κατά Ελλάδας (απόφαση επί του παραδεκτού), ΕΔΔΑ, απόφαση της 2.10.2018, αριθμ. προσφ. 3714/16, παρ. 40, 44 (ΑΙΓΑΙΟΝ ΟΪΛ ΑΕ κατά Ελλάδας).
[20] Βλ. ΕΔΔΑ, ibidem, παρ. 50 (Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας).
[21] Κυρίως την απόφαση της 2.6.2016, αριθμ. προσφ. 18880/15, (Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας).
[22] Βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 28.06.2007, αρ. προσφ. 76240/01, παρ. 96 (Wagner και J.M.W.L. κατά Λουξεμβούργου), ΕΔΔΑ, απόφαση της 07.02.2023, αρ. προσφ. 41394/15, παρ. 108 (Paun Jovanović κατά Σερβίας).
[23] Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 19.11.2024, αριθμ. προσφυγής 51774/17, παρ. 71 (Τσιώλης κατά Ελλάδας).
[24] Υπό αυτήν την έννοια προσεκτική και η από 20.11.2024 ανακοίνωση (όχι ο τίτλος αυτής) του ΔΣΑ – βλ. Ευτυχώς υπάρχουν δικαστές στο Στρασβούργο – Ηχηρό ράπισμα του ΕΔΔΑ στο ΣτΕ, διαθέσιμο σε: https://www.dsa.gr/νέα/ανακοινώσεις/ευτυχώς-υπάρχουν-δικαστές-στο-στρασβούργο-ηχηρό-ράπισμα-του-εδδα-στο-στε.