Το νέο βιβλίο του Ξ. Κοντιάδη, “Η περιπετειώδης ιστορία των Επαναστατικών Συνταγμάτων του 1821 – Η θεμελιωτική στιγμή της Ελληνικής Πολιτείας” εκδ. Καστανιώτη 2021, σελ. 196, είναι ένα επετειακό έργο για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Το βιβλίο έχει πολλές αρετές και η γλαφυρή και αβίαστη γραφή, που το κάνει εύληπτο και προσιτό, είναι σίγουρα εκείνη που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης από τις πρώτες κιόλας γραμμές. Έχει έναν υφέρποντα λυρισμό, που γίνεται εντονότερος στις περιγραφές των τόπων, ενώ η συχνή χρήση του ενεστώτα σπάει την ξηρή γλώσσα του θεσμικού λόγου ή την κάπως απωθητική ορολογία των πολιτικών συσχετισμών και συγκρούσεων.
I.
Η Εισαγωγή με τίτλο “Οι συγκρούσεις που σημάδεψαν την Επανάσταση και τα Συντάγματα του Αγώνα” δίνει το στίγμα του βιβλίου. Ο πληθυντικός αριθμός “οι συγκρούσεις” τις διακρίνει από εκείνη τη μία και κύρια που δεσπόζει στην Επανάσταση, τον αγώνα της ανεξαρτησίας εναντίον της αλλόθρησκης Οθωμανικής κυριαρχίας. Οι συγκρούσεις αφορούν τις εσωτερικές διαιρέσεις και διενέξεις των επαναστατών. Όπως τονίζει ο συγγραφέας, “Το ελληνικό έθνος, που αναφέρεται με εμβληματικό τρόπο στα προοίμια των Συνταγμάτων του Αγώνα, δεν υπήρξε την επίμαχη περίοδο ούτε σημασιολογικά οριοθετημένο ούτε ενιαίο και αδιαίρετο” (σ. 28-29).[1] Πανσπερμία ή κατακερματισμός, μεταβλητή γεωμετρία είναι όροι που μπορούν να περιγράψουν τα δίπολα της Επανάστασης και τις αντίπαλες δυνάμεις: Φαναριώτες – Προεστοί, Αυτόχθονες – Ετερόχθονες, Πελοποννήσιοι – Ρουμελιώτες, Νησιώτες – Πελοποννήσιοι, Πατριώτες – Προδότες ή Παραδοσιακοί – Εκσυγχρονιστές κλπ. Η θεμελιωτική στιγμή της Πολιτείας έχει πολιτικά υποκείμενα τα οποία στην περίπτωση των Συνταγμάτων του Αγώνα ήταν οι διάφορες κατηγορίες και ομάδες των επαναστατημένων Ελλήνων.
Το δύο πρώτα κεφάλαια είναι αφιερωμένα στη διάπλαση των ελληνικών συνειδήσεων σύμφωνα με τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης για το έθνος και το Σύνταγμα. Αυτό είναι κυρίως έργο των λογίων. Καλλιεργείται λοιπόν η ιδέα του Συντάγματος ως πράξης πολιτειακού αυτοκαθορισμού του έθνους. Παράλληλα ο ελληνισμός αποκτά και πολιτική εμπειρία με τον συνταγματισμό μέσα από τους προδρομικούς οραματισμούς του Ρήγα και τις πιο απτές και ώριμες προσπάθειες στα Επτάνησα. Η θεμελιωτική στιγμή της Πολιτείας προϋποθέτει την κατάλληλη ηθικοπολιτική συγκρότηση και αυτή απαιτεί μακρά διαδρομή πνευματικής ωρίμανσης και παιδείας.
Το 3ο κεφάλαιο αναφέρεται στη λανθάνουσα ομοσπονδιακή λογική των τοπικών πολιτευμάτων. Τα κείμενα αυτά παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και οι αναπτύξεις του βιβλίου δείχνουν με πυκνό τρόπο την πολύπλευρη σημασία τους για την κατοχύρωση της θέσης των προκρίτων στην Α΄ Εθνοσυνέλευση και για την προοπτική μελλοντικής διατήρησης των τοπικών πολιτευμάτων ως αντιβάρων της κεντρικής εθνικής εξουσίας. Από τα πιο εντυπωσιακά δεδομένα των τοπικών πολιτευμάτων είναι η χρησιμότητά τους και η λειτουργία τους για τη συγκρότηση και οργάνωση της συλλογικής δράσης σε τοπικό επίπεδο. Η θεμελιωτική στιγμή της Πολιτείας περιλαμβάνει οπωσδήποτε τις καταστατικές διατάξεις με τις οποίες ορίζονται όργανα, διαδικασίες, αρμοδιότητες, μέσα και εκπροσώπηση. Δεν ονομάζεται τυχαία το Σύνταγμα καταστατικός χάρτης της Πολιτείας.
Το 4ο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην Α΄ Εθνοσυνέλευση και το Σύνταγμα της Επιδαύρου, το επονομαζόμενο και “Προσωρινόν Πολίτευμα”. Η θεμελιωτική στιγμή της Επανάστασης δεν είναι μία. Στη δεκαετία περίπου που διαρκεί η Επανάσταση, πέρα από τα τοπικά πολιτεύματα συγκαλούνται τρεις Εθνοσυνελεύσεις, οι οποίες ψηφίζουν αντίστοιχα Συντάγματα. Το πρώτο από αυτά, του 1822, είναι προφανώς το πιο συγκλονιστικό για τους αγωνιστές της Επανάστασης. Παρότι έχουν αποκλειστεί οι στρατιωτικοί, από τους οποίους εξαρτάται η έκβαση των μαχών και κυριαρχούν συντριπτικά οι προεστοί, η Α΄ Εθνοσυνέλευση περιλαμβάνει στο προοίμιο τη διακήρυξη για την ελληνική ανεξαρτησία όπου κυριαρχεί το οντολογικό στοιχείο της θεμελιωτικής στιγμής της Πολιτείας, η πολιτική ύπαρξη του έθνους. Τα Συντάγματα του Αγώνα ιδρύουν έθνος-κράτος και το έθνος γεννιέται, υπάρχει, ως αυθύπαρκτη και αυθυπόστατη οντότητα τη στιγμή που ασκεί τη συντακτική εξουσία για να συγκροτήσει δια του Συντάγματος την Πολιτεία του. Από την οντολογική στιγμή της συντακτικής εξουσίας αντλείται η κανονιστική ισχύς που θα αποκτήσει το Σύνταγμα[2] όταν το έργο της συντακτικής εξουσίας ολοκληρωθεί με την ψήφιση του Συντάγματος. Η συντακτική εξουσία είναι η αναπαλλοτρίωτη εξουσία του έθνους να βούλεται το δε Σύνταγμα είναι η έκφραση, το έργο της βούλησής του όπως διδάσκει ο Sieyès.
Νομίζω ότι από όλες τις όψεις της θεμελιωτικής στιγμής οπωσδήποτε αυτή είναι η πιο αποφασιστική, η εν στενή εννοία θεμελιωτική. Η ίδια η έννοια της εθνοσυνέλευσης, σκοπός της οποίας είναι η σύνταξη της Πολιτείας, κάνει σαφές ότι πριν από αυτή το έθνος δεν έχει από θεσμική άποψη σάρκα και οστά, δεν υπάρχει στο πολιτικό στερέωμα των κρατών αλλά νοείται μόνο ως άμορφη ιστορική και πολιτισμική οντότητα δίχως ικανότητα αυτοκαθορισμού, αυτεξούσιο, αυτενέργεια. Οι ιδιότητες αυτές αποκτώνται από την Πολιτεία με τη θέσπιση του πρώτου Συντάγματός της, υπό την ουσιαστική έννοια, κατεξοχήν δε υπό την τυπική, γραπτή και πανηγυρική. Γι’ αυτό το Σύνταγμα είναι πράξη πολιτειακού αυτοκαθορισμού.[3] Η παρατήρηση αυτή μπορεί να εξηγήσει αρκετά πειστικά την εμμονή των επαναστατημένων Ελλήνων για Σύνταγμα. Το 1821 ήταν ήδη κοινός τόπος και κοινή πεποίθηση ότι το Σύνταγμα είναι η ληξιαρχική πράξη γένεσης της σύγχρονης Πολιτείας. Έχει προηγηθεί η Γαλλία, η Αμερική, ο Ρήγας, τα Επτάνησα. Ο πυρήνας αυτός καθιστά το Σύνταγμα αναπόσπαστο στοιχείο του Αγώνα της Ανεξαρτησίας και το νομιμοποιεί στα μάτια των επαναστατημένων Ελλήνων.
Σε δεύτερο επίπεδο, το Σύνταγμα οργανώνει τις δομές της Πολιτείας και εκφράζει τις δυνάμεις που επιδιώκουν να διατηρήσουν ή να ενισχύσουν την εξουσία τους, ενώ αντίθετα συγκεντρώνει την αποδοκιμασία, την πικρία ή έστω την ανοχή όσων αισθάνονται ότι αδικήθηκαν στην κατανομή της εξουσίας και περιήλθαν πολιτικά και συνταγματικά σε δυσμενή θέση. Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου η όψη αυτή επισκιάστηκε από τον πανηγυρικό χαρακτήρα αλλά η αμοιβαία επιφυλακτικότητα οδήγησε σε ένα πολίτευμα που αδυνατούσε να λειτουργήσει χωρίς την συναίνεση όλων με αποτέλεσμα να καταλήξει γοργά στην ακυβερνησία. Αυτό προδιέγραψε και την τύχη του Συντάγματος.
Το 5ο κεφάλαιο ξεδιπλώνει γλαφυρά μια αλήθεια. Η μακροημέρευση του Συντάγματος, αν αυτό θέλει πράγματι να αποκτήσει νομιμοποίηση και κύρος ως Σύνταγμα και να μη γίνει άλλοθι των κυβερνώντων και χλεύη των υπολοίπων, εξαρτάται από τους κανόνες του παιγνιδιού που θεσπίζει. Αν η γενετική στιγμή του σημαδεύεται από αποκλεισμούς, όπως έγινε με το Σύνταγμα της Επιδαύρου, τότε είναι πολύ δυσκολότερο στη συνέχεια να κερδίσει αυτούς που αποξένωσε στην αρχή. Εντέλει κάθε πράξη δικαίου αν θέλει να μη βασίζεται μόνο στη βία και στον καταναγκασμό εξαρτάται και από τους χαμένους. Η δική τους στάση και προσχώρηση στην τάξη του Συντάγματος κρίνει την νομιμοποίησή του, επειδή η νομιμοποίηση αφορά τη συναίνεση των δυσαρεστημένων και των ηττημένων οι οποίοι διαφωνούν ριζικά ίσως με την ουσιαστική πολιτική επιλογή των νικητών στον αγώνα για την εξουσία. Πρέπει να έχουν τουλάχιστον την πεποίθηση ότι το παιχνίδι δεν ήταν «στημένο», ότι ήταν δίκαιο και αμερόληπτο. Αν όχι, το τίμημα που θα πληρώσει το Σύνταγμα είναι βαρύ. Γι’ αυτό μια άλλη πιο λεπτή αλλά στην πράξη ιδιαίτερα κρίσιμη όψη της θεμελιωτικής στιγμής της Πολιτείας αφορά το ερώτημα αν οι κανόνες του παιγνιδιού που ορίζει το Σύνταγμα είναι δίκαιοι και αμερόληπτοι, ώστε και ο συνταγματισμός να είναι συμπεριληπτικός (inclusive), ή αντίθετα βασίζονται σε αποκλεισμούς οπότε ο αντίστοιχος συνταγματισμός (exclusive) καταδικάζει το Σύνταγμα σε διαρκή αμφισβήτηση, αντιπαλότητα, κρίσεις και αστάθεια. Σε κάθε περίπτωση, η καθολική ψηφοφορία, νοούμενη ως ισοδυναμία της ψήφου, αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής αμεροληψίας. Η καθολική ψηφοφορία αποτελεί μία από τις καίριες κατακτήσεις του ελληνικού συνταγματισμού.
Ο Μαυροκορδάτος με τις μεθοδεύσεις του πέτυχε το Σύνταγμα της Επιδαύρου να ψηφιστεί από την Α΄ Εθνοσυνέλευση που ήλεγχε στενά αλλά αυτή η «επιτυχία» έριξε το Σύνταγμα στις ξέρες του εμφυλίου. Συγκέντρωσε τη μήνη του Κολοκοτρώνη, του Δ. Υψηλάντη και πολλών άλλων. Οι σελίδες του βιβλίου, όπου οι πολιτικές διενέξεις συσχετίζονται με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, είναι από τις πιο δραματικές και δείχνουν με ενάργεια κάτι που θα το δούμε ξανά και ξανά στην ελληνική πολιτική και συνταγματική ιστορία. Πολεμικά γεγονότα που είναι συγκλονιστικά και αποφασιστικά, συνυπάρχουν με παράλληλες εξελίξεις οι οποίες δίνουν την εντύπωση πως οι θεσμοί μένουν παραδόξως αδιατάρακτοι στο απυρόβλητο. Ενώ λοιπόν εκδηλώνεται η τουρκική αντεπίθεση, ψηφίζεται τον Νοέμβριο του 1822 ο εκλογικός νόμος ΙΖ΄ που θεσπίζει την καθολική ψηφοφορία των αρρένων εφόσον είναι αυτόχθονες, ενώ για τους ετερόχθονες απαιτεί πενταετή τουλάχιστον κατοικία στον τόπο που ψηφίζουν και ακίνητη περιουσία (σ. 123). Αυτό το ιδιότυπο γνώρισμα του ελληνικού συνταγματισμού τον καθιστά συνταγματισμό των εξαιρετικών περιστάσεων και των βαθειών κρίσεων. Πρόκειται για ένα ακόμη στοιχείο της θεμελιωτικής στιγμής της Ελληνικής Πολιτείας, το οποίο διατηρείται και ενισχύεται στην πορεία. Ο συγγραφέας τονίζεικατ’ επανάληψη ότι η προοπτική να καταπνιγεί η Επανάσταση δεν συζητείται και δεν τίθεται καν ως ενδεχόμενο. Ο ελληνικός συνταγματισμός γεννήθηκε στις κρίσεις, γαλουχήθηκε σε αυτές και υπό μία έννοια προορίζεται να αντιμετωπίζει ενεργητικά και δραστικά τις προκλήσεις που θέτουν, όχι να παραλύει ενώπιόν τους (π.χ. εκλογές του 1915, 2012, 2015).
Το 6ο κεφάλαιο εξετάζει τους δύο εμφυλίους πολέμους της Επανάστασης και το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, το οποίο θέσπισε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση. Αυτό είναι ίσως το πιο πλούσιο και πυκνό μέρος του βιβλίου και πιθανώς θα βοηθούσε τον αναγνώστη η κάπως αναλυτικότερη ανάπτυξη. Το πρώτο μέρος του κεφαλαίου είναι αφιερωμένο στους δύο εμφυλίους πολέμους 1824-1825, στους οποίους οι διαιρέσεις μεταξύ των επαναστατών διασταυρώνονται και αλλάζουν τα στρατόπεδα των αντιμαχομένων. Από τη σκοπιά του περιεχομένου που έχει η θεμελιωτική στιγμή της Πολιτείας αποκαλυπτική είναι η ακόλουθη φράση: «Οι ηγετικές προσωπικότητες των επαναστατημένων Ελλήνων ‘είχον εθισθεί εις αντιλογικάς συζητήσεις μετά κομματικών αντιθέσεων και πολλάκις εκινούντο υπό προσωπικών παθών και ατομικών φιλοδοξιών’» (σ. 137). Τη σημασία της συμπληρώνει η «σαρκαστική αποστροφή», όπως τη χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του Σπ. Τρικούπη: «πανάκειαν των δεινών της πατρίδος υπελάμβανον οι πλείστοι των Ελλήνων τα εθνικάς συνελεύσεις των, οι δε ειδημονέστεροι τας εθεώρουν ευσχήμους τρόπους μεταπτώσεως της εξουσίας» (142). Αν ανοίξει κανείς το ισχύον Σύνταγμά μας, θα διαπιστώσει ότι πολύ μεγάλο μέρος του είναι αφιερωμένο στον τρόπο που οργανώνεται σε διάφορα θεσμικά πλαίσια, αλλά πάνω από όλα στη Βουλή, η δημόσια συζήτηση, ο διάλογος και η πολιτική αντιπαράθεση. Η θεμελιωτική στιγμή της Πολιτείας είναι σαν ένα φυτό που χρειάζεται αντί για φως και νερό, δημόσιο διάλογο. Διαφορετικά θα μαραθεί από καχεξία. Η οξεία πολιτικοποίηση και η διοχέτευσή της σε θεσμικούς διαύλους συνταγματικής επιχειρηματολογίας και απόφασης είναι από πολύ νωρίς συστατικό στοιχείο της ελληνικής θεμελιωτικής στιγμής. Η Ελληνική Πολιτεία θεμελιώνεται μέσα σε κρίσεις και το Σύνταγμα προορίζεται να δίνει λύσεις στα βαθειά πολιτικά διλήμματα της χώρας με δημοκρατικές και ελεύθερες εκλογές, οι οποίες σταδιακά θα αποδειχθεί ότι προσφέρουν τη μόνη αποδεκτή διέξοδο για την επιβολή νομιμοποιημένων επιλογών. Διαφορετικά, εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος του εμφυλίου πολέμου με καταστροφικές συνέπειες για όλους.
Οι βαθειές κρίσεις στην Ελλάδα συνδέονται άρρηκτα με τη γεωπολιτική συνιστώσα[4] και την εθνική επιβίωση και αποτελούν τον καταλύτη για να επικρατήσει την κρίσιμη ώρα ο πρακτικός λόγος, η φρόνηση και η ευθύνη. Με την πτώση του Μεσολογγίου να έχει συντελεστεί, ψηφίζεται μέσα σε καθεστώς μεγάλης πόλωσης και συγκρούσεων το φιλελεύθερο και δημοκρατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827), το οποίο συνδυάζει ισχυρή διακυβέρνηση με θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας. Η κρίσιμη όμως φάση του αγώνα κατέστησε αναγκαία την ανάθεση της εξουσίας στον Ι. Καποδίστρια, με εισήγηση του οποίου το Σύνταγμα της Τροιζήνας τέθηκε σε αναστολή.
Το 7ο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην περίοδο του Καποδίστρια. Εξετάζεται η Δ΄ Εθνοσυνέλευση, η επιλογή του Καποδίστρια να κυβερνήσει συγκεντρωτικά και το αίτημα για Σύνταγμα το οποίο αποτελεί αιχμή της αντιπολιτευτικής κριτικής. Η Επανάσταση ολοκληρώνεται με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους από τις Προστάτιδες Δυνάμεις με τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου (1830) με μία νέα εμφύλια σύγκρουση να ακολουθεί τη δολοφονία του Καποδίστρια (1831) η οποία οδηγεί τους Καποδιστριακούς στην ψήφιση του Ηγεμονικού Συντάγματος με κληρονομικό ανώτατο άρχοντα (1832) που δεν εφαρμόστηκε ποτέ και τους Συνταγματικούς στην απαίτηση ψήφισης νέου δημοκρατικού και φιλελεύθερου Συντάγματος.
Στο Επίμετρο του βιβλίου ο συγγραφέας τονίζει ότι στην εποχή της Α΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, που ιδρύεται με τα Συντάγματα του Αγώνα, η μόνη ατελής δημοκρατία στην Ευρώπη είναι αυτή της Ελβετίας. Θεσμίζουν λοιπόν ένα νέο σύστημα πολιτικών αξιών και αναπτύσσουν σημαντική πολιτική λειτουργία με στόχο την πολιτική ενότητα του λαού (σ. 174). Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι τα Συντάγματα που γεννιούνται μέσα από επαναστάσεις αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία η οποία συχνά οδηγεί σε «ρομαντική πρόσληψη της συντακτικής εξουσίας» (176). Η σημασία τους, όταν δεν εφαρμόζονται στην πράξη, είναι ότι αποτελούν «στοιχείο της συνταγματικής ιδεολογίας και του συνταγματικού πολιτισμού, που επηρεάζει την ανθεκτικότητα της συνταγματικής τάξης» (176). Μέσα από ενδιαφέρουσες αναλύσεις, που συμπυκνώνουν τη θεωρητική του κατάρτιση για τη γένεση των Συνταγμάτων, ο συγγραφέας τονίζει την εμμονή των Ελλήνων στο αίτημα για Σύνταγμα φιλελεύθερο και δημοκρατικό, η οποία αποτελεί και το μεγάλο κεκτημένο του πρώιμου ελληνικού συνταγματισμού (181). Γεγονός όμως είναι ότι αυτή η θεσμική υπερδομή αποτελεί τελικά το επιστέγασμα της ολιγαρχικής εξουσίας των κοτζαμπάσηδων και των προεστών. Χωρίς να μειώνει τη σημασία αυτού του γεγονότος, ο συγγραφέας τονίζει ότι τα Συντάγματα του Αγώνα δίνουν μορφή και σχήμα στην επαναστατική ιδέα για τον πατριωτισμό και υιοθετούν τις αρχές και τα ιδεώδη του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Εντέλει αναβιώνουν το πρότυπο φιλελεύθερου και δημοκρατικού συνταγματικού κράτους το οποίο είχε διαμορφώσει η επαναστατική ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη αλλά επιχείρησε να περιθωριοποιήσει και να διαγράψει η Ιερή Συμμαχία από τη μεταναπολεόντεια Ευρώπη.
II.
Η επανάσταση μπορεί να έχει μία συμβολική στιγμή (πτώση της Βαστίλλης, Αγ. Λαύρα), αλλά στην πραγματικότητα είναι πολυσύνθετη διαδικασία. Συνθέτει και ενορχηστρώνει ποικίλες διεργασίες που συμβαίνουν σε διαφορετικά πεδία, το πνευματικό και συνειδησιακό, το διπλωματικό, το κοινωνικοπολιτικό και βέβαια το στρατιωτικό για να αναφερθούμε στα προφανή. Η οργάνωση και διεξαγωγή της επανάστασης μοιάζει με μία δέσμη ακτίνων φωτός που συγκλίνουν στην κρίσιμη στιγμή όταν ανάβει η σπίθα της επανάστασης. Άλλοι όμως είναι οι χρόνοι της ιδεολογικής ωρίμανσης, άλλοι της διάμορφωσης των κατάλληλων κοινωνικών σχέσεων, άλλοι τέλος των επιτυχών διπλωματικών χειρισμών και των πολεμικών επιχειρήσεων. Η ευτυχής κατάληξη μιας επανάστασης απαιτεί τον συνδυασμό των στοιχείων αυτών ώστε να προκύψει μία νέα πολιτειακή τάξη.
Το βιβλίο του Ξ.Κ. μελετά τη θεμελιωτική στιγμή της Ελληνικής Πολιτείας. Είναι χρήσιμη η αναφορά σε άλλα έργα που πραγματεύονται αντίστοιχο θέμα για να αναδειχθεί η ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης. Η H. Arendt στο On Revolution (2006) εξετάζει τη θεμελιωτική στιγμή της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης. Εκεί η Άρεντ αναδεικνύει τη σημασία που έχει η οικοδόμηση των θεσμών της Αμερικανικής Επανάστασης πάνω στη στέρεη βάση της ιστορικής διαμόρφωσης των αγγλοσαξωνικών κατακτήσεων της ελευθερίας και του συνταγματισμού. Η αμερικανική εμπειρία αντιδιαστέλλεται προς τη γαλλική, όπου το πρόβλημα της αυθεντίας των θεσμών δεν επιλύεται με επίκληση του έλλογου θεμελίου τους επειδή χρειάζεται να αποκτήσουν αυτοί ιστορικό βάθος και να εμπεδωθούν στην κοινωνία.
Το βιβλίο του Ξ.Κ. μας βοηθά να αναζητήσουμε τα βασικά γνωρίσματα που έχει η θεμελίωση της Ελληνικής Πολιτείας σε όλα τα κρίσιμα πεδία. Το πιο χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι η έλλειψη ίχνους κρατικής κυριαρχίας και κρατικών δομών. Το κράτος έπρεπε να θεμελιωθεί εκ του μηδενός, ενώ η Επανάσταση ήταν ακόμη σε εξέλιξη και ορισμένες στιγμές μετά ιδίως την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο καρκινοβατούσε. Τεχνογνωσία και εμπειρία στον τομέα της κρατικής συγκρότησης οι αυτόχθονες είχαν μόνο πολύ περιορισμένη. Σύμφωνα με τον F. Fukuyama[5], η ζήτηση θεσμών είναι εκείνο το στοιχείο που εφόσον λείπει δεν μπορεί εύκολα να αναπληρωθεί στη διαδικασία δημιουργίας σύγχρονου κράτους. Οι Έλληνες ζητούν από την αρχή Σύνταγμα και επεξεργάζονται με πάθος συνταγματικούς θεσμούς Στο πεδίο αυτό έδειξαν και δείχνουν μάλλον υπερβάλλοντα ζήλο (συνταγματική πολυπραγμοσύνη) παρά αδιαφορία και απάθεια.
Το βιβλίο του Ξ.Κ. αναδεικνύει, από όλες τις πτυχές της ιστορίας του Αγώνα, εκείνη, η οποία δίνει στη θεμελιωτική στιγμή το επίμαχο περιεχόμενο. Οι προϋφιστάμενες ηγετικές κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις, οι προεστοί, είδαν την εξουσία τους να περιορίζεται από τους Φαναριώτες και τους εκσυγχρονιστές που επεδίωκαν να σχηματίσουν θεσμούς σύγχρονου κράτους ευρωπαϊκού τύπου, ενώ οι οπλαρχηγοί εκτοπίστηκαν από τις προηγούμενες δύο κατηγορίες και αποκλείστηκαν ή υποεκπροσωπήθηκαν στις Εθνοσυνελεύσεις. Οι εμφύλιοι πόλεμοι της Επανάστασης συνοψίζουν την πάλη της παραδοσιακής με τη νεωτερική εξουσία και τις διαιρέσεις στο εσωτερικό τους. Η εκμετάλλευση της καθολικής ψηφοφορίας από τους προεστούς για να εδραιώσουν την ισχύ τους μέσα από τους συνταγματικούς θεσμούς είναι τελικά το στοιχείο της συνέχειας της προεπαναστατικής με τη μετεπαναστατική περίοδο. Δεν υπάρχει τίποτα παράδοξο σε αυτό. Η αναγέννηση που επαγγέλλεται η Επανάσταση δεν είναι πραγματοποιήσιμη παρά μόνο εν μέρει. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην καταδικαστική ετυμηγορία του Δ. Βερναρδάκη: «Εν ονόματι του ελληνικού έθνους λόγω μεν εγκαθιδρύθη πολιτεία συνταγματική, πράγματι δε καθιερώθη και εστερεώθη επί θεμελίων εδραιοτέρων ολιγαρχία φοβερά, ήτοι αυτός ο επί Τουρκοκρατίας κοτζαμπασισμός, επιχρισθείς μόνον δια του νωπού εκ της Δύσεως συνταγματικού ψιμυθίου» (σ. 178).
Ακόμη και αν έχει μεγάλη δόση αλήθειας η ανωτέρω άποψη, εντούτοις είναι σοβαρό λάθος να αναδεικνύονται μονομερώς οι αρνητικές πλευρές της ιστορίας και να αγνοούνται οι θετικές. Το Σύνταγμα στην Ελλάδα δεν αποτέλεσε αίτημα μόνο της περιορισμένης τάξης των φιλελεύθερων αστών διανοουμένων. Αντίθετα το υιοθέτησαν και το ασπάστηκαν ευρύτατες ομάδες του πληθυσμού και κέρδισε τη λαϊκή υποστήριξη διαμορφώντας μέσα από τη μακρά παράδοση εκλογών με καθολική ψηφοφορία το πιο σταθερό και σπουδαίο χαρακτηριστικό της ελληνικής συνταγματικής ταυτότητας. Αν στη θέση των προεστών υπήρχε μια άλλη κοινωνική και πολιτική εξουσία που θα αντιδρούσε με πάθος στο φιλελεύθερο Σύνταγμα και θα απέρριπτε τον θεσμό των εκλογών τότε η διαδρομή του ελληνικού συνταγματισμού δεν θα ήταν η ίδια. Αν κρίνουμε δε με βάση την άνοδο του ρομαντικού εθνικισμού από τα μέσα του 19ου αιώνα, τότε είναι πολύ πιθανό ότι η πορεία αυτή δεν θα ήταν η καλύτερη…
Δεν νομίζω ότι είναι υπερβολή να λεχθεί ότι η θεμελιακή στιγμή της Ελληνικής Πολιτείας και τα Συντάγματα του Αγώνα έθεσαν κύριες κατευθύνσεις οι οποίες άντεξαν στον χρόνο και εξελίσσονται ακόμη και σήμερα. Μάλιστα στην πορεία, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, ανακτήσαμε αμεσότερη επαφή με τον πρώιμο ελληνικό συνταγματισμό της περιόδου του Αγώνα, στο μέτρο που το Σύνταγμα του 1864 αποτέλεσε ιστορικά τη μετεξέλιξη της παράδοσης αυτής και την κορύφωση σε επίπεδο αρχών του φιλελεύθερου συνταγματισμού. Μετά από την κατάργηση της Βασιλείας το 1974, ο ελληνικός συνταγματισμός έχει υπό μία έννοια ανακαλύψει στη διάρκεια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας τις αρετές και τα χαρακτηριστικά της Α΄ Ελληνικής Δημοκρατίας για τον φιλελεύθερο και δημοκρατικό συνταγματισμό.
Εξάλλου δεν φαίνεται τυχαίο το ότι οι χώρες που είχαν την εμπειρία των μεγάλων επαναστάσεων και μετείχαν στο πρώτο κύμα του συνταγματισμού, η Αγγλία (1688), η Αμερική (1776), η Γαλλία (1789), η Ελλάδα (1821), στάθηκαν αταλάντευτα απέναντι στον φασισμό κατά τη διάρκεια των δύο ευρωπαϊκών και παγκοσμίων πολέμων.
Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επικράτηση των προεστών και η διαιώνιση της εξουσίας τους προσαρμοσμένης στις δομές της συνταγματικής πολιτείας με όχημα τον θεσμό της καθολικής ψηφοφορίας και τις πρακτικές του πελατειακού και ρουσφετολογικού κράτους είχε μία σοβαρή μακροπρόθεσμη συνέπεια για το κράτος και την κοινωνία μας, η οποία μας διαφοροποιεί βαθιά από τη Δυτική Ευρώπη. Πρόκειται για την αντεστραμμένη σχέση μας με τον νόμο και το κράτος. Ενώ στην Ευρώπη δυσπιστούν απέναντι στο κράτος και σέβονται, αν δεν εμπιστεύονται, τον νόμο, στην Ελλάδα οικειοποιούμαστε το κράτος, αλλά αντιμετωπίζουμε με επιφυλακτικότητα, αν όχι με εχθρότητα, τον νόμο. Αυτό είναι ευεξήγητο. Η αμεροληψία του νόμου[6] ματαιώνει με τον γενικό, αυστηρό και αφηρημένο χαρακτήρα του το ευρύ περιθώριο για προνόμια, ρουσφέτια και χαριστικές ρυθμίσεις που χρειάζεται το πελατειακό κράτος για να ικανοποιήσει την εκλογική πελατεία του. Αντίθετα, το ίδιο το κράτος αντιμετωπίζεται ως λάφυρο που νέμεται όποιος κατακτά και ασκεί την εξουσία.
Αν υποκύψουμε στον πειρασμό της σχηματοποίησης, όλα τα γνωρίσματα της θεμελιωτικής στιγμής της Ελληνικής Πολιτείας, που συζητά ο Ξ.Κ. στο βιβλίο του, επιζούν σήμερα και συγκροτούν την πλούσια και μακρά παράδοση του ελληνικού συνταγματισμού. Αλλά, συγχρόνως, τα ίδια αυτά γνωρίσματα περικλείουν εν σπέρματι το στοιχείο εκείνο που σε μεγάλο βαθμό εξηγεί την υστέρηση και κακοδαιμονία του ελληνικού κράτους, την έλλειψη σεβασμού προς την αμεροληψία του νόμου. Ας το επαναλάβουμε όμως: από το ισοζύγιο της θεμελιωτικής στιγμής της Ελληνικής Πολιτείας είναι δύσκολο να αφαιρέσεις τις πελατειακές σχέσεις και την εξουσία των προεστών αλλά να διατηρήσεις την καθολική ψηφοφορία, τις εκλογές και την ευρύτατη λαϊκή αποδοχή της ιδέας του Συντάγματος.
ΙΙΙ.
Λέγεται συνήθως ότι ένα κείμενο από τη στιγμή που δημοσιεύεται ακολουθεί τη δική του ζωή, αυτονομείται από τον συγγραφέα του. Αλλά στην περίπτωση του Συντάγματος συμβαίνει κάτι περισσότερο. Το Σύνταγμα που τίθεται σε ισχύ μεταμορφώνεται και επιστρέφει στον νομοθέτη που το θέσπισε αυτή τη φορά με αξιώσεις ρυθμιστικές και κανονιστικές για να δεσμεύσει τους κυβερνώντες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο συντακτικός νομοθέτης τιμωρείται από την ιστορία για τις ατέλειες του έργου του.
Το Σύνταγμα μοιάζει με ρόμβο. Η κορυφή του ρόμβου αποδίδει τη νομική υπεροχή του Συντάγματος. Οι δύο μεσαίες γωνίες αποτυπώνουν τη θέση των πολιτικών δυνάμεων, με το Σύνταγμα και μεταξύ τους. Υπάγονται στο Σύνταγμα το οποίο έχει κανονιστική ισχύ και γίνεται η πηγή της εξουσίας τους. Τελούν σε σχέση ισοτιμίας στο ίδιο επίπεδο, αντικριστά. Ο πολιτικός τους ανταγωνισμός διέπεται από τους κανόνες του παιγνιδιού που θεσπίζει το Σύνταγμα με όρους αμεροληψίας, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της νίκης ή της ήττας στις εκλογές. Η κάτω γωνία δείχνει όχι μόνο τη σχέση των κυβερνωμένων προς τις πολιτικές δυνάμεις που κυβερνούν και εξουσιάζουν, αλλά και τη συμμετρική θέση των κυβερνωμένων προς το Σύνταγμα, το οποίο τους προστατεύει έναντι των κυβερνώντων με τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που εγγυάται.
Στην οριζόντια σχέση, οι πολιτικές δυνάμεις που φτιάχνουν το Σύνταγμα βρίσκονται σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό συσχετισμό. Το ερώτημα είναι αν και σε ποιο βαθμό αυτοί που έχουν την αναγκαία πλειοψηφία, ώστε να ελέγχουν τη συντακτική εξουσία αφήνουν ανοικτό ή όχι το ενδεχόμενο να καταλάβουν οι αντίπαλοί τους την εξουσία.
Καθοριστικός παράγοντας ο οποίος ευνοεί την αμεροληψία των κανόνων του παιχνιδιού[7] είναι μία προδιαγραφή του Συντάγματος. Είναι φτιαγμένο για το μέλλον και επομένως προορίζεται να έχει διάρκεια. Αυτό το γεγονός υποχρεώνει τους πολιτικούς αντιπάλους να υπερβούν τον κλειστό ορίζοντα της τρέχουσας αντιπαράθεσης για να επιχειρήσουν μία προβολή στο μέλλον. Στο βάθος του κοινωνικοπολιτικού ορίζοντα του έθνους οι πολιτικές γραμμές συγκλίνουν και προοπτικά τείνουν να συναντηθούν.
Η πολιτική απόφαση και πράξη μπορεί να είναι στενή, αιχμηρή και κοφτερή σαν λεπίδα που τέμνει τα πράγματα και διακρίνει τις σχέσεις. Μπορεί όμως να είναι εγχείρημα πιο μεγαλόπνοο, όχι κατ’ ανάγκη ρομαντικό ή μεγαλεπήβολο, αλλά δεκτικό και φιλικό στην προοπτική της υπέρβασης του παρόντος για τη δημιουργία ενός μέλλοντος καλύτερου που εκφράζει το συνταγματικό δέον. Το φιλελεύθερο και δημοκρατικό Σύνταγμα διατυπώνει ηθικοπολιτικά ισχυρή και πειστική πρόταση πολιτικής ηγεμονίας υποσχόμενο σε όλους τους ανθρώπους ελευθερία με όρους ισότητας. Η ηθικοπολιτική ηγεμονία του φιλελεύθερου και δημοκρατικού Συντάγματος θεμελιώθηκε στα χρόνια της Επανάστασης και από τότε, παρότι αμφισβητήθηκε σοβαρά από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο ως τον Μεταξά, για να περιοριστούμε στην προπολεμική εποχή, καμία απειλή δεν αποδείχθηκε ικανή να υποσκάψει το θεμέλιο της λαϊκής κυριαρχίας που διατυπώθηκε κατά την επαναστατική περίοδο με το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827).
Στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ξ.Κ. προβάλλει με σαφήνεια όχι μόνον το περιεχόμενο της θεμελιωτικής στιγμής της Πολιτείας μας στα Συντάγματα του Αγώνα, αλλά επίσης και η πηγή των δεινών, η αντεστραμμένη σχέση μας με το κράτος και τον νόμο. Αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο του Ξ.Κ. αρχικά γιατί είναι απολαυστικό και ύστερα για την κατανόηση των θεμελιωτικών αντιφάσεων της ελληνικής πολιτικής και συνταγματικής ιστορίας. Αν δεν έχεις το πάθος για τα θέματα αυτά σ’ το δημιουργεί και, αν το έχεις ήδη, σ’ το ανανεώνει και σε βοηθά να εμβαθύνεις στην προβληματική.
Μεταξύ αυθαιρεσίας και διαφθοράς, αυταρχισμού και καταστολής, ευνομίας και νομιμότητας, το αίτημα για Σύνταγμα παραμένει διαχρονικό και η πορεία συνεχίζεται. Ο επόμενος σταθμός της διαδρομής είναι άγνωστος. Η Ελλάδα, όπως ξέρουμε, είναι ικανή για το καλύτερο και για το χειρότερο.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρος
Υποσημειώσεις:
[1] Οι αριθμοί εντός παρενθέσεως παραπέμπουν στο βιβλίο του Ξ.Κ. (Ξενοφώντα Κοντιάδη).
[2] E. Sieyès, Τί είναι η Τρίτη Τάξη;, Εκδ. Παπαζήση 2016, σ. 110.
[3] Γ. Τασόπουλου, Το ηθικοπολιτικό θεμέλιο του Συντάγματος, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2001, σ. 107.
[4] Γ. Βουλγάρη, Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική, Πόλις 2019, σ. 141.
[5] F. Fukuyama, State Building, Profile Books 2005, σ. 47.
[6] Ι. Tassopoulos, Constitutional Perspectives on the Impartiality of Law, Romanian Journal of Comparative Law 11 (1), 13-53 (διαθέσιμο στην Academia).
[7] Γ. Τασόπουλου, Η Λαϊκή Κυριαρχία και η πρόκληση της αμεροληψίας, Κριτική 2014, σ. 39.