Η υπόθεση που απασχολεί έντονα αυτές τις μέρες τη δημοσιότητα με αφορμή την απόφαση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού για παραβίαση των κανόνων απαγόρευσης της πολυϊδιοκτησίας στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο εκ μέρους των ΠΑΕ ΠΑΟΚ και Ξάνθης επανέφερε στη δημόσια συζήτηση το περίφημο ζήτημα του αυτοδιοίκητου. Ας επιχειρήσουμε να οριοθετήσουμε τις νομικές/συνταγματικές πλευρές του και να δούμε περί τίνος στ΄ αλήθεια πρόκειται, πού αρχίζει και πού τελειώνει.
Ιστορικά, το ζήτημα ανέκυψε με αφορμή το εκλογικό σύστημα των αθλητικών Ομοσπονδιών, προεχόντως βέβαια της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ), συμπυκνούμενο πολύ απλά στο εξής ερώτημα: μπορεί ή όχι η Πολιτεία, δια της νομοθετικής οδού, να καθορίζει το εκλογικό σύστημα των αθλητικών Ομοσπονδιών (και, συνακόλουθα, της ΕΠΟ);
Προσεγγίζοντας την απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα θα καταλήξουμε σε ευρύτερα για την έννοια και τα όρια του αυτοδιοίκητου συμπεράσματα, διότι πρέπει να πάμε στον πυρήνα του ζητήματος, ο οποίος δεν ανάγεται ούτε στο πεδίο των πολιτικών αντιλήψεων ούτε στις περί εσωτερικής δημοκρατίας απόψεις του καθενός, αλλά στη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Σχετικώς, το άρθρο 12 του Συντάγματος, στις δύο πρώτες παραγράφους αυτού, ορίζει:
«1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια. 2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση.»
Τι συνεπάγεται η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι ή της συνένωσης;
Όπως η συνταγματική αυτή πρόβλεψη έχει εκτενώς ερμηνευθεί από τη θεωρία και τη νομολογία, η κατά τις ανωτέρω διατάξεις ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (ή συνένωσης) συνεπάγεται κυρίως τα ακόλουθα:
α. Ότι οι ενώσεις προσώπων συνιστώνται με ελεύθερη πρωτοβουλία των μελών τους, χωρίς να επιτρέπεται η υπαγωγή του σχετικού δικαιώματος σε καθεστώς προηγούμενης άδειας.
β. Ότι η λειτουργία τους διέπεται από τα καταστατικά τους ή απευθείας από τις τυχόν άλλες συλλογικές συμβάσεις βάσει των οποίων συνιστώνται.
γ. Ότι δεν είναι επιτρεπτή καμία νομοθετική παρέμβαση που αποβλέπει σε οποιασδήποτε φύσης περιορισμούς ή και επηρεασμούς, είτε ως προς τη λειτουργία τους είτε ως προς τους στόχους τους είτε ως προς τα μέσα ή τους τρόπους που επιλέγουν για την πραγμάτωση των στόχων αυτών.
Συγκροτείται έτσι ένα δικαίωμα αυτοδιοίκησης κάθε συλλογικής οντότητας, η οποία έχει τις ηθελημένες από τα μέλη της λειτουργίες και διαδικασίες, συμβατικά απ΄ αυτά προσδιορισμένες, οι οποίες κυριαρχικά καθορίζονται και οργανώνονται στις ιδρυτικές συλλογικές συμφωνίες τους (δηλαδή στα καταστατικά τους).
Όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν το εκ του Συντάγματος προστατευτικό πλαίσιο για την ελεύθερη σύσταση και ανεμπόδιστη λειτουργία των ενώσεων προσώπων, το οποίο το κράτος οφείλει να σέβεται (ή ακόμη και να προστατεύει), ιδίως απέχοντας από παρεμβάσεις που θα κατατείνουν στην συρρίκνωση του αυτοκαθορισμού των μελών τους. Οποιαδήποτε τέτοια παρέμβαση θα βρισκόταν σε ευθεία αντίθεση με το ανωτέρω συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.
Τέτοια περίπτωση καταφανώς θα αποτελούσε οποιαδήποτε παρέμβαση στη λειτουργία της ένωσης προσώπων μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων οι οποίες, ακυρώνοντας (:προσβάλλοντας) το συνταγματικά προστατευμένο δικαίωμα αυτοδιοίκησής της –ήτοι, αυτοκαθορισμού των μελών της-, θα επέβαλαν αλλαγές στους κανόνες εσωτερικής λειτουργίας της, όπως, ιδίως, επιβάλλοντας τον τρόπο εκλογής των οργάνων της.
Συνεπώς, στο βασικό διαχρονικά ερώτημα αν μπορεί ή όχι η Πολιτεία να καθορίζει το εκλογικό σύστημα των αθλητικών Ομοσπονδιών (και εν προκειμένω της ΕΠΟ), κατά τη γνώμη μου η απάντηση είναι αρνητική. Όχι, δεν μπορεί.
Αυτή δε η αρνητική απάντηση ισχύει ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που θα είχε η όποια νομοθετική ρύθμιση, σε κάθε περίπτωση δηλαδή ορισμού ή αλλαγής νομοθετικά του εκλογικού συστήματος, όπως με επιβολή της απλής αναλογικής, συγκεκριμένης ποσόστωσης της σταυροδοσίας σε σχέση με το συνολικό αριθμό των εκλεγομένων, καθορισμού βαρύτητας της ψήφου κάθε Ένωσης ανάλογα με τον αριθμό των σωματείων-μελών της κλπ.
Επιπλέον δε των προαναφερομένων, είναι αυτονόητο ότι καθόλου δεν αποκλείεται μια τέτοια νομοθετική παρέμβαση να υπέχει και άλλα προβλήματα νομιμότητας, όπως λ.χ. συμβαίνει στην περίπτωση της προτεινόμενης από κάποιους «διεύρυνσης της εκλογικής βάσης», με συμμετοχή στις εκλογές των ίδιων των σωματείων, κάτι όμως που θα ήταν νομικά ανέφικτο όταν μέλη της Ομοσπονδίας δεν είναι τα σωματεία αλλά οι Ενώσεις.
Η νομική διάσταση υπερεθνικού χαρακτήρα
Πέραν των ανωτέρω, που αναφέρονται στην εσωτερική έννομη τάξη (τα οποία βρίσκονται σε ευθεία αντιστοιχία με όσα σχετικώς ισχύουν και σε άλλες εθνικές έννομες τάξεις), το ζήτημα έχει και μία επιπλέον νομική διάσταση, υπερεθνικού χαρακτήρα, με πολύ σημαντικές πρακτικές συνέπειες. Είναι ότι η σωματειακού τύπου οργάνωση του αθλητισμού, σε όλες μάλιστα τις βαθμίδες της (λ.χ. του ποδοσφαίρου σε ποδοσφαιρικά σωματεία, Ενώσεις, Ομοσπονδία), δεν περιορίζεται μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά συνεχίζεται έτσι και στη διεθνή διάρθρωσή του (Ευρωπαϊκές, Παγκόσμιες Ομοσπονδίες), απολαμβάνοντας κι εκεί, στο διεθνές περιβάλλον, ανάλογη προστασία.
Η συμμετοχή μιας εθνικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ) ως μέλους των υπερκείμενων διεθνών Ομοσπονδιών του αθλήματος (UEFA, FIFA) προϋποθέτει φυσικά την αποδοχή και εφαρμογή των κανόνων που αυτές έχουν θέσει, μεταξύ των οποίων και οι κανόνες που διέπουν τον τρόπο εσωτερικής λειτουργίας, για την οποία, ειδικότερα, προβλέπεται αυστηρά ηαυτορρύθμιση, δηλαδή ο καθορισμός όλων των σχετικών διαδικασιώνμόνο με βάση το καταστατικό και τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης της κάθε εθνικής Ομοσπονδίας(της ΕΠΟ εν προκειμένω), τηρώντας τους γενικούς ή, όπου υπάρχουν, ειδικούς κανόνες που θέτουν οι ίδιες οι διεθνείς Ομοσπονδίες, μη επιτρέποντας καμία παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν και καμία εξωτερική παρέμβαση, ιδίως δε,μη επιτρέποντας τον έξωθεν (δηλαδή κυρίως από το κράτος) καθορισμό των σχετικών θεμάτων.
Ήτοι, στα θέματα εσωτερικής λειτουργίας, κάθε εθνική ποδοσφαιρική Ομοσπονδία οφείλει να αυτορρυθμίζεται, με βάση τα όσα ισχύουν για τα μέλη της FIFA και της UEFA. Μη τήρηση αυτής της προϋπόθεσης επιφέρει την αποβολή του συγκεκριμένου μέλους (εθνικής Ομοσπονδίας), κάτι που πράγματι έχει συμβεί αρκετές φορές μέχρι σήμερα.
Συνεπώς, οποιαδήποτε παρέμβαση της Πολιτείας είτε σε ακραιφνώς αγωνιστικά ζητήματα (π.χ. κανόνες διεξαγωγής του αθλήματος) είτε στα εσωτερικά/οργανωτικά θέματα μιας αθλητικής Ομοσπονδίας (όπως το εκλογικό της σύστημα), παρά τη θέλησή της, στη βάση αντίθετων προς τις προεκτεθείσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις (ιδιαίτερα μειοψηφικές, αλλά πάντως πράγματι υπαρκτές στη χώρα μας) ως προς το συνταγματικώς επιτρεπτό μιας τέτοιας νομοθέτησης, δεν θα μπορούσε επ΄ ουδενί νομικά να αποτρέψει τις προαναφερόμενες συνέπειες ως προς τη θέση του αθλήματος στο διεθνές περιβάλλον, αφού επ΄ αυτών καμία σχετική εθνική νομική δυνατότητα αποτροπής δεν υφίσταται.
Αξίζει χαρακτηριστικά να επισημανθεί ότι τα παραπάνω κατοχυρώνονται και σε επίπεδο ΔΟΕ, όπου υπάρχουν επίσης αντίστοιχες προβλέψεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το καταστατικό της, μεταξύ των θεμελιωδών αρχών που πρέπει να διέπουν οποιαδήποτε αθλητική οντότητα είναι η αυτονομία της λειτουργίας της, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία του να καθορίζει η ίδια τη δομή και τη διοίκησή της και να εκλέγει ελεύθερα τα όργανά της, χωρίς οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή ή παρέμβαση, σε περίπτωση δε που σε κάποια αθλητική οργάνωση υπάρχει παραβίαση των αρχών αυτών, τότε η συγκεκριμένη οργάνωση τίθεται εκτός του Ολυμπιακού Κινήματος (βλ. Olympic Charter, όπως ισχύει από 2.8.2015, Fundamental Principles of Olympism, άρθρα 5 και 7).[1]
Τα όρια του αυτοδιοίκητου των αθλητικών φορέων
Όπως, όμως, ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει, όλα τα παραπάνω (τα οποία, άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, έχουν στη βάση της συνταγματικής τους θεμελίωσης τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα της σχετικής δραστηριότητας) κάμπτονται όταν περνάμε στο πεδίο του επαγγελματικού αθλητισμού, κατά το μέρος του που αφορά στην σχετική επαγγελματική δραστηριότητα και όσα θέματα σχετίζονται μ΄ αυτήν (απαγόρευση πολυϊδιοκτησίας, εξέταση της οικονομικής φερεγγυότητας των αποκτούντων μετοχές, έλεγχος της προέλευσης χρημάτων κλπ.). Υπογραμμίζεται ότι τα ζητήματα αυτά έχουν ευρύτερη σημασία, αφού δεν αφορούν μόνο στον αθλητισμό (ο οποίος ούτως ή άλλως τελεί υπό την εποπτεία του κράτους) αλλά συμπλέκονται και με άλλες σημαντικές, δημόσιου ενδιαφέροντος δραστηριότητες (ΠΡΟΠΟ, στοίχημα κλπ.), οι οποίες ακουμπούν τον απλό πολίτη.
Το περίφημο αυτοδιοίκητο, δηλαδή, περιλαμβάνει μεν ο,τι σχετίζεται με τα εσωτερικά σωματειακά/οργανωτικά ζητήματα των αθλητικών φορέων (στο επίπεδο του ερασιτεχνικού αθλητισμού) ή με τα ακραιφνώς αθλητικά, σταματά όμως εκεί που αρχίζουν τα επαγγελματικά/ιδιοκτησιακά/οικονομικά ζητήματα. Γι αυτά, η νομολογία έχει παγίως κρίνει ότι δεν τίθεται κανένα ζήτημα αυτοδιοίκητου, δεχόμενη την δυνατότητα παρέμβασης και ελέγχου του κράτους, μέσω κυρίως της σχετικής αποφασιστικής αρμοδιότητας της της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού (ΕΕΑ), ως δεσμευτικής βεβαίως και για τα αντίστοιχα αθλητικά όργανα (π.χ. αποβολή από το πρωτάθλημα της ομάδας της ΠΑΕ Κασσιόπη μετά από σχετική απόφαση της ΕΕΑ, διαβιβασθείσα κατά τον νόμο ως «έκθεση» στα δικαιοδοτικά όργανα του ποδοσφαίρου), επισημαίνοντας μάλιστα πως αυτό εμπίπτει στο δημόσιο συμφέρον.
Συνεπώς, το περίφημο αυτοδιοίκητο του ποδοσφαίρου υφίσταται πράγματι, έχει συνταγματική θεμελίωση, έχει όμως και όρια τα οποία δεν εμποδίζουν την συντεταγμένη Πολιτεία, δια των αρμοδίων οργάνων της, να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας εκεί που λόγοι δημοσίου συμφέροντος την υποχρεώνουν προς τούτο.
[1] 5. Recognising that sports occurs within the framework of society, sports organisations within the Olympic Movement shall have the rights and obligations of autonomy, which include freely establishing and controlling the rules of sports, determining the structure and governance of their organisations, enjoying the right of elections free from any outside influence and the responsibility for ensuring that principles of good governance be applied.
…………………………………………………………………………………………
7. Belonging to the Olympic Movement requires compliance with the Olympic Charter and recognition by the IOC.
Παναγιώτης Περάκης
Δικηγόρος, Πρόεδρος της τελευταίας Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για τον νέο αθλητικό νόμο και μέλος της νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του ν. 3057/2002, επιφορτισμένος με τις αλλαγές στον επαγγελματικό αθλητισμό.