Δίχως αμφιβολία, κατά τη Μεταπολίτευση συντελέσθηκε στη χώρα μας σημαντικότατη πρόοδος σε πολιτειακό επίπεδο. Από τις διχαστικές υπερεξουσίες του αρχηγού του κράτους περάσαμε στην Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, με κυρίαρχο κέντρο εξουσίας το πρόσωπο του πρωθυπουργού. Φαίνεται, εν τούτοις, ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης, ιδίως προς την κατεύθυνση εξισορρόπησης της πρωθυπουργικής εξουσίας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά:
Μπορεί η αρχή της δεδηλωμένης να πρωτοδιατυπώθηκε στη χώρα μας από τον Χαρίλαο Τρικούπη το 1875, ωστόσο πήρε συνταγματικά σάρκα και οστά αρκετές δεκαετίες αργότερα. Θρυλείται δε ότι ο βασιλιάς Παύλος έχει πει κάποτε ότι μπορούσε να διορίσει πρωθυπουργό «ακόμη και τον κηπουρό του». Στη «θεωρία του κηπουρού» και σε άλλες συναφείς αντιλήψεις σε σχέση με τον διορισμό του πρωθυπουργού από τον αρχηγό του κράτους έθεσε, ευτυχώς, τέλος το Σύνταγμα του 1975, ορίζοντας στο άρ. 37 § 2 ότι, κατ’ αρχήν, πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή. Γενικότερα δε, η μεταδικτατορική Συντακτική Συνέλευση, θεσπίζοντας με το άρ. 37 Συντ. μία διεξοδική ρύθμιση και ιδίως εισάγοντας εκεί τις έννοιες της «απόλυτης πλειοψηφίας», της «σχετικής πλειοψηφίας» και των «διερευνητικών εντολών», θέλησε να ψαλιδίσει τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ), προκειμένου να αποφευχθούν παλαιότερες πολιτειακές αυθαιρεσίες και διχαστικές παρεμβάσεις του αρχηγού του κράτους (βλ. κυρίως τα Ιουλιανά του 1965)[i].
Και πάλι, όμως, το Σύνταγμα του 1975 διατήρησε, στην αρχική του μορφή, κάποιες υπερεξουσίες του αρχηγού του κράτους. Ειδικότερα, αρχικά οριζόταν ότι ο ΠτΔ, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του περίφημου Συμβουλίου της Δημοκρατίας και εφόσον δεν είχε τελεσφορήσει η δεύτερη διερευνητική εντολή, μπορούσε να διορίσει ο ίδιος πρωθυπουργό (μέλος ή μη της Βουλής), ο οποίος όμως θα χρειαζόταν εν συνεχεία την εμπιστοσύνη της Βουλής. Επιπλέον, δινόταν στον ΠτΔ, και πάλι κατόπιν γνώμης του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής εάν διαπιστωνόταν «προφανής δυσαρμονία» με το λαϊκό αίσθημα. Ευτυχώς, στην πράξη οι υπερεξουσίες αυτές δεν ασκήθηκαν ποτέ. Στην καλλιέργεια συνθηκών πολιτειακής ομαλότητας συνέβαλε, εξάλλου, και η γενικότερη σύνεση που επέδειξε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως ΠτΔ κατά τα έτη 1980-1985, κατά τη συγκατοίκησή του με τον λαοφιλή Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργό.
Η έντονη κριτική που ασκήθηκε στο Σύνταγμα του 1975, λόγω της άτυπης διαρχίας που δημιουργούσε σε επίπεδο εκτελεστικής εξουσίας, οδήγησε στη συνταγματική αναθεώρηση του 1986. Με την τελευταία περιορίσθηκαν δραστικά οι εξουσίες του ΠτΔ αναφορικά με τον διορισμό και την παύση της Κυβέρνησης. Το Συμβούλιο της Δημοκρατίας καταργήθηκε, ενώ η παραμονή μιας Κυβέρνησης στην εξουσία εξαρτήθηκε μόνον από την εμπιστοσύνη της Βουλής και όχι του ΠτΔ (βλ. άρ. 38 § 1 και 84 Συντ.). Επίσης, με τη νεώτερη διατύπωση του άρ. 37 Συντ. οι διερευνητικές εντολές έγιναν τρεις, ενώ προβλέφθηκε ρητώς η δυνατότητα συγκρότησης οικουμενικής ή υπηρεσιακής κυβέρνησης. Μολαταύτα, η συνταγματική αναθεώρηση του 1986 δέχθηκε και αυτή κριτική, καθότι θεωρήθηκε, και ορθώς, ότι εγκαθίδρυσε ένα πανίσχυρο πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, χωρίς ουσιαστικά θεσμικά αντίβαρα. Έτσι, φαίνεται ότι από την επιβεβλημένη κατάργηση των υπερεξουσιών του ΠτΔ περάσαμε σε ένα άλλο άκρο.
Κατά την ταραχώδη περίοδο 1989-90, οι νέες προβλέψεις του άρ. 37 Συντ. εφαρμόσθηκαν τρεις φορές, εξαιτίας του αναλογικού εκλογικού νόμου που είχε ψηφίσει το ΠΑΣΟΚ και ο οποίος δυσκόλευε πολύ τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Η πρώτη εφαρμογή έγινε τον Ιούνιο του 1989 με τον διορισμό της κυβέρνησης Τζανή Τζαννετάκη, βασικός σκοπός της οποίας ήταν η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Εν συνεχεία, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους διεξήχθησαν εκ νέου εκλογές, μετά τις οποίες συγκροτήθηκε οικουμενική κυβέρνηση με εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό τον καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα (χωρίς να εκδηλωθούν τότε αντιδράσεις συνταγματικής φύσεως, όπως αντιθέτως συνέβη τον Νοέμβριο του 2011 με την περίπτωση του Λουκά Παπαδήμου), ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1990, λόγω αδυναμίας ανάδειξης ΠτΔ, οδηγηθήκαμε σε τρίτη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση, από την οποία προέκυψε η (οριακά) αυτοδύναμη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Τους αμέσως επόμενους μήνες, η χώρα μας θα βρεθεί, κατά πάσα πιθανότητα, ενώπιον διπλών εθνικών εκλογών, στο πλαίσιο των οποίων θα ενεργοποιηθεί το άρ. 37 Συντ. Καίτοι η συνταγματική αυτή διάταξη, στην παρούσα μορφή της, ανακλά την πρόοδο που έχει συντελεσθεί κατά τη Μεταπολίτευση, το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι κατά πόσον το ισχύον σύστημα διορισμού πρωθυπουργού είναι πράγματι αποτελεσματικό. Κατά μία άποψη, η διαδικασία των τριών διερευνητικών εντολών, μολονότι καθεμιά εξ αυτών ισχύει το πολύ για τρεις ημέρες, είναι ικανή να δημιουργήσει συνθήκες πολιτικής αστάθειας. Ωστόσο, όπως ορθώς αντιτάσσεται, η εν λόγω διαδικασία είναι αναγκαία στο πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας και της προσπάθειας σχηματισμού κυβέρνησης (ακόμη και συμμαχικής) άνευ εκ νέου προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία· και σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τόσο χρονοβόρα όσο ενίοτε πιστεύεται, συγκριτικά, μάλιστα, με τις μακρές διεργασίες που παρατηρούνται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η όλη διαδικασία απλώς συντονίζεται πλέον από τον ρυθμιστή του πολιτεύματος, τον ΠτΔ, ο οποίος δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα επί του θέματος. Οι εμπειρίες της ανάμιξης του παλατιού στην πολιτική ζωή του τόπου δείχνουν, αναμφίβολα, ότι καλώς έχει έτσι το πράγμα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν είναι συγχρόνως απαραίτητα και κάποια αντίβαρα στη σημερινή πρωθυπουργική παντοδυναμία, από τη στιγμή που σχηματίζεται κυβέρνηση και μετά (παρά τις σημειακές βελτιώσεις που επήλθαν με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001). Εκεί, πιστεύω, εντοπίζεται μία από τις επόμενες πολιτειακές προκλήσεις για τη χώρα. Διότι δεν μπορεί να είναι θέμα μόνον προσωπικού πολιτικού ήθους, εσωτερικών αντιστάσεων, θεσμικής και ιστορικής συνείδησης το αν ο εκάστοτε προσωρινός ένοικος του Μαξίμου θα σεβασθεί τα ρητά και άρρητα όρια του ρόλου του ή θα τα υπερβεί. Αναγκαία προβάλλει η θεσμοθέτηση κάποιων αντιβάρων ή η ενίσχυση ήδη υφιστάμενων –όπως λ.χ. οι ανεξάρτητες αρχές–, ώστε να περιορίζονται φαινόμενα αυθαιρεσίας ή κατάχρησης εξουσίας.
Αντώνης Γ. Καραμπατζός
Καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ
Υποσημειώσεις:
[i] Διεξοδικά για το άρ. 37 Συντ. βλ. εδώ ενδεικτ., αντί άλλων, Ξ.Κοντιάδη, εν: Ξ. Κοντιάδη/Σ. Βλαχόπουλου/Γ. Τασόπουλου Κατ’ άρθρο Ερμηνεία Συντάγματος – Syntagma Watch, άρ. 37, https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-37/.