Εισαγωγή
1.Παρά το γεγονός ότι ο αθλητισμός οργανώνεται και ρυθμίζεται από ιδιωτικούς φορείς, στο πλαίσιο ενός κλειστού συστήματος με πυραμιδοειδή δομή, που διεκδικεί αυτόνομο και ανεξάρτητο ρόλο από κράτη και κρατικές έννομες τάξεις[1], ο συνταγματικός νομοθέτης καθιέρωσε την υποχρέωση του Κράτους όχι μόνο να διασφαλίσει την προστασία του, αλλά και να εποπτεύει την αθλητική δραστηριότητα στο σύνολό της και να ελέγχει τις κάθε είδους ενώσεις των αθλητικών σωματείων[2]. Επομένως, το Σύνταγμα επιβάλλει την έντονη παρουσία του Κράτους στο σύνολο της αθλητικής δραστηριότητας[3], με συνέπεια τη διαμόρφωση ενός παρεμβατικού συστήματος ρύθμισης του αθλητισμού, όπου το Κράτος επεμβαίνει στην οργάνωση και λειτουργία του με τη θέσπιση ειδικών νόμων, οι οποίοι ισχύουν παράλληλα με τους κανονισμούς και τα καταστατικά των αθλητικών φορέων. Όσον αφορά, ειδικότερα, το άθλημα του ποδοσφαίρου, το άρθρο 15 του Ν. 4326/2015[4] ορίζει ότι «…[θ]έματα του ποδοσφαίρου και της οργάνωσης και λειτουργίας της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, ρυθμίζονται από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (Ε.Π.Ο.), στο πλαίσιο της αυτοδιοικητικής λειτουργίας της σύμφωνα με το καταστατικό και τους κανονισμούς της, τα οποία πρέπει να είναι εναρμονισμένα με το Σύνταγμα, την κείμενη νομοθεσία, με δεδομένο ότι η Ε.Π.Ο. διαχειρίζεται τις υποθέσεις της, ανεξάρτητα και χωρίς επιρροή από τρίτους, και σύμφωνα με τους κανονισμούς της Παγκόσμιας και Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, μέλος των οποίων αποτελεί η Ε.Π.Ο.»[5]. Κατά συνέπεια, με το σύνολο των παραπάνω διατάξεων (που προέρχονται είτε από κρατικά όργανα είτε από φορείς ιδιωτικού δικαίου όπως η ΕΠΟ) διαμορφώνεται μια «ιδιόμορφη αθλητική τάξη», η οποία υπάγεται στο σύνολο της έννομης τάξης[6]. Ακόμη όμως και αν η αθλητική δραστηριότητα διατηρεί ένα πεδίο αυτόνομης οργάνωσης και διοίκησης, ελεύθερο από την κρατική παρέμβαση και ρυθμιζόμενο από ιδιωτικούς φορείς, λειτουργεί, πάντως, εντός του πλαισίου και των ορίων που διαγράφει η οικεία έννομη τάξη. Επομένως, ακόμη και αν το δίκαιο ανέχεται την ύπαρξη θεσμών και μορφωμάτων υβριδικού, sui generis, χαρακτήρα, προσαρμοσμένων, δηλαδή, στην ιδιομορφία του αντικειμένου που ρυθμίζουν, αυτά δεν μπορούν να προσκρούουν σε θεμελιώδεις έννοιες και αρχές της συνταγματικής έννομης τάξης στην οποία εντάσσονται.
2.Τα παραπάνω καθίστανται εμφανή σε μια πρόσφατη υπόθεση, της οποίας διάφορες πτυχές ήχθησαν ενώπιον πλειόνων οργάνων, διοικητικών αρχών, τακτικών δικαστηρίων, αλλά και διαιτητικών οργάνων της αθλητικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, με καταγγελία που άσκησε (4.12.2019) ενώπιον της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού (στο εξής: ΕΕΑ) του άρθρου 77 του Ν. 2725/1999, η ΠΑΕ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ισχυρίσθηκε ότι η ΠΑΕ ΠΑΟΚ παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 69 του Ν. 2725/1999, καθόσον η σχέση της με την ΠΑΕ ΞΑΝΘΗ συνιστά, κατά την καταγγέλλουσα, έμμεση απόκτηση κατ’ άρθρο 69 παρ. 9 του Ν. 2725/1999, η οποία στοιχειοθετεί απαγορευόμενη πολυϊδιοκτησία αθλητικών ανωνύμων εταιρειών (ΑΑΕ). Εν τω μεταξύ, ο Υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού τροποποίησε[7] σχετική απόφαση του προκατόχου του[8], διορίζοντας στις θέσεις δύο παραιτηθέντων μελών (τακτικού και αναπληρωματικού) της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, καθηγητών εμπορικού δικαίου της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, δύο καθηγητές του Πανεπιστημίου Πειραιά. Στις 27.1.2020, η ΕΕΑ εξέδωσε την απόφασή της, με την οποία δέχθηκε, αφενός, ότι η ΠΑΕ ΞΑΝΘΗ τέλεσε τις παραβάσεις των άρθρων 69 παρ. 3, 9 και 12, και 77Α παρ. 3, 5 και 6 του Ν. 2725/1999 και, αφετέρου, ότι η ΠΑΕ ΠΑΟΚ τέλεσε τις παραβάσεις του άρθρ. 69 παρ. 9 και 12 του Ν. 2725/1999. Περαιτέρω, διαβίβασε την απόφαση αυτή ως «Έκθεση» στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, δηλαδή στο Πρωτοβάθμιο Μονομελές Πειθαρχικό Όργανο της Super League, για να επιβάλει την προβλεπόμενη ποινή, καθώς και στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή για να εξετάσει το ενδεχόμενο άσκησης ποινικής δίωξης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 69 του Ν. 2725/1999, και επέβαλε διοικητικό πρόστιμο εις βάρος της ΠΑΕ ΠΑΟΚ ποσού 300.000€ σύμφωνα με το άρθρο 77Α παρ. 6 του Ν. 2725/1999. Η ΠΑΕ ΠΑΟΚ άσκησε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητώντας την ακύρωση της ως άνω απόφασης της ΕΕΑ και της απόφασης του Υφυπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού που τροποποίησε την προγενέστερη απόφαση «περί συγκρότησης ΕΕΑ». Περαιτέρω, με σχετική αίτηση, ζήτησε, αφενός, την αναστολή εκτέλεσης της από 27.01.2020 απόφασης της ΕΕΑ και, αφετέρου, τη χορήγηση προσωρινής διαταγής.
3. Εν τω μεταξύ, με την απόφασή του 95/2020, το Πρωτοβάθμιο Μονομελές Πειθαρχικό ΄Οργανο της Super League έκρινε τα εξής: «η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού είναι η μόνη αρμόδια να προβεί στον έλεγχο της πολυϊδιοκτησίας, την οποία εξετάζει αποκλειστικά και δεσμευτικά , όπως άλλωστε και στην από 27-1-2020 Έκθεση ρητά αναφέρεται. Εν συνεχεία, η Επιτροπή διαβιβάζει τη σχετική Έκθεση στο οικείο δικαιοδοτικό όργανο προς επιβολή των προβλεπόμενων ποινών. Το οικείο δικαιοδοτικό όργανο, στο πλαίσιο που οριοθετεί η εν λόγω διάταξη τη δικαιοδοσία του, αλλά και περιορίζει το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΠΟ, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, μπορεί μόνο – και υποχρεούται – να επιβάλει τις αντίστοιχες ποινές, όπως αυτές ορίζονται στο προαναφερόμενο άρθρο 69 παρ. 12 Ν. 2725/1999, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να κρίνει (εκ νέου) την ουσιαστική ή νομική βασιμότητα της διαπιστωθείσας παράβασης ή τη νομιμότητα της σχετικής έκθεσης της Επιτροπής, καθόσον, πέραν των παραπάνω αναφερομένων, το παρόν πειθαρχικό όργανο, που δεν είναι Δικαστήριο κατά την έννοια των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 26 και της παρ. 1 του άρθρου 87 του Συντάγματος αλλά ούτε και Διαιτητικό Δικαστήριο, αντλεί τη δικαιοδοσία του αποκλειστικά εν προκειμένω εκ του άρθρου 69 παρ. 12 Ν. 2725/1999, ενόψει και του ότι ο Κανονισμός και ο Πειθαρχικός Κώδικας ΕΠΟ, όπως προαναφέρθηκε, δεν προβλέπουν διατάξεις σχετικές με ζητήματα πολυϊδιοκτησίας. Εξάλλου, στο ως άνω άρθρο δεν γίνεται λόγος για επανέλεγχο της βεβαίωσης της παράβασης». Την απόφαση αυτή επικύρωσε η Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ με την απόφασή της 20/2020, με την οποία δέχθηκε ότι « …το άρθρο 69 παρ. 12 του Ν. 2725/1999 δεν επιτρέπει στο οικείο δικαιοδοτικό όργανο να προβεί σε έλεγχο της υπαγωγής από την ΕΕΑ των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα (ή στο πλέγμα κανόνων δικαίου) που απαγορεύει/ουν την πολυϊδιοκτησία στις ΑΑΕ, αφού ένας τέτοιος έλεγχος θα προσέκρουε στο τεκμήριο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, όπως εν προκειμένω της Έκθεσης της ΕΕΑ. Σύμφωνα με το εν λόγω τεκμήριο, από την έναρξη ισχύος και μέχρις ότου ακυρωθεί ή ανακληθεί ή καταργηθεί διοικητικώς ή νομοθετικώς, η διοικητική πράξη παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της έναντι του αποδέκτη της και τρίτων όσο και έναντι των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών και τούτο ανεξάρτητα από τυχόν νομικές πλημμέλειές της». Διαφορετική ήταν η προσέγγιση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, του κατά το Σύνταγμα αρμοδίου δικαστηρίου να κρίνει τη νομιμότητα της Έκθεσης της ΕΕΑ, ως πράξης συλλογικού διοικητικού οργάνου. Με την απόφαση ΔΕφΑθ 86/2020[9], δέχθηκε συναφώς ότι η έκθεση της ΕΕΑ λειτουργεί ως απλή γνώμη[10], υπό την έννοια ότι δεν δεσμεύει το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα, εν προκειμένω το Πειθαρχικό Όργανο, το οποίο μπορεί να αποκλίνει από τη γνωμοδότηση, αιτιολογώντας ειδικά τη διαφοροποίησή του[11]. Μεταφέροντας το καθεστώς της απλής γνώμης στη συνάρθρωση Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού και «δικαιοδοτικού» οργάνου της ΕΠΟ, όπως αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 69 παρ. 12 του Ν. 2725/1999, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι, «όταν το δικαιοδοτικό όργανο αποκλίνει από τα συμπεράσματα, τις κρίσεις και τις σταθμίσεις της Επιτροπής, οφείλει να πράξει τούτο με ρητή, ειδική και σαφή αιτιολογία….. η έκθεση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των διατάξεων του ν. 2725/1999, φέρει ως στοιχείο εκτελεστότητας μόνο την επαγόμενη εξ αυτής έννομη συνέπεια που συνίσταται στην υποχρέωση του δικαιοδοτικού οργάνου να επιληφθεί και να εκδώσει απόφαση επί της αποδιδόμενης πειθαρχικής παράβασης (πβλ. ΣτΕ 1596/2004). Κατά τούτο (και μόνο) η έκθεση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, προσβλητή με αίτηση ακύρωσης, όμως όταν εκδοθεί απόφαση του δικαιοδοτικού οργάνου αποβάλλει την εκτελεστότητά της, διότι έχει εξαντλήσει πλέον την ενέργειά της».
4. Επιλαμβανόμενο εφέσεων των ΠΑΕ Ολυμπιακός και ΠΑΟΚ κατά της παραπάνω απόφασης της Επιτροπής Εφέσεων,το Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο (Court of Arbitration for Sport, CAS)[12] της Λωζάνης, με απόλυτη courtoisie απέναντι στα ελληνικά όργανα και τις δικονομικές ιδιαιτερότητες της εθνικής έννομης τάξης και με άκρως διπλωματικό, πλην σαφή, τρόπο, ανέδειξε, με την απόφαση της 14ης Αυγούστου 2020, τα κενά της συλλογιστικής των δικαιοδοτικών οργάνων της ΕΠΟ[13], ευθυγραμμιζόμενο με την προσέγγιση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ως του μόνου αρμοδίου οργάνου να ασκεί δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων της ΕΕΑ[14]. Κατέληξε ότι η Έκθεση της ΕΕΑ δεν είναι δεσμευτική για δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ, τα οποία όφειλαν να εξετάσουν και να αξιολογήσουν το περιεχόμενό της προκειμένου να επιβάλουν κυρώσεις στις ΠΑΕ. Εξαφάνισε, κατά συνέπεια, τις αποφάσεις 95/2020 του Πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πειθαρχικού Οργάνου και 20/2020 της Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ, καθόσον επέβαλαν την ποινή της αφαίρεσης 7 βαθμών από την ΠΑΕ ΠΑΟΚ, και ανέπεμψε την υπόθεση στην Επιτροπή Εφέσεων, προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς να θεωρεί δεσμευτικά τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η ΕΕΑ στην από 27 Ιανουαρίου 2020 Έκθεσή της. Επιλαμβανόμενη εκ νέου των εφέσεων των ΠΑΕ Ολυμπιακός και ΠΑΟΚ κατά της απόφασης 95/2020 του Πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πειθαρχικού Οργάνου και συμμορφούμενη προς τις κρίσεις του CAS, η Επιτροπή Εφέσεων δέχθηκε, με την απόφαση 1/2021, ότι η ΠΑΕ ΠΑΟΚ δεν κρίνεται πειθαρχικά ελεγκτέα ως υπαίτια για την παράβαση του άρθρου 69 παρ. 9 του Ν. 2725/1999, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην από 27 Ιανουαρίου 2020 απόφαση της ΕΕΑ. Τέλος, στις 11 Φεβρουαρίου 2021 δημοσιεύθηκε η απόφαση ΣτΕ 218/2021, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ακύρωσης της ΠΑΕ ΠΑΟΚ κατά της απόφασηςτου Υφυπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού που τροποποίησε προγενέστερη απόφαση σχετικά με την συγκρότηση της ΕΕΑ, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, και παραπέμφθηκε καθό μέρος αφορά το από 27-1-2020 απόσπασμα πρακτικού της ΕΕΑ περί επιβολής εις βάρος της αιτούσας προστίμου, ύψους 300.000 ευρώ, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, για να εκδικασθεί ως προσφυγή ουσίας.
5. Το βασικό ζήτημα που ανέκυψε εν προκειμένω και καθόρισε την έκβαση της υπόθεσης, δηλαδή το ότι η ΠΑΕ ΠΑΟΚ δεν είναι πειθαρχικώς ελεγκτέα ως υπαίτια για την παράβαση του άρθρου 69 παρ. 9 του Ν. 2725/1999, ήταν η δεσμευτικότητα ή μη των κριθέντων με την απόφαση της ΕΕΑ για τα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ. Με άλλα λόγια, έπρεπε να αρθεί η αμφιβολία ως προς το αν το οικείο δικαιοδοτικό όργανο δεσμευόταν από την έκθεση της ΕΕΑ ή όφειλε να εξετάσει κατά πόσον συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις επιβολής της προβλεπόμενης ποινής, δηλαδή κατά πόσον είχαν πράγματι παραβιασθεί οι διατάξεις του άρθρoυ 69 του Ν. 2725/1999.
ΙΙ. Νομική φύση και αρμοδιότητες της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού και των δικαιοδοτικών οργάνων της ΕΠΟ
6. Για την ανάλυση του παραπάνω ζητήματος, επιβάλλεται να αποσαφηνιστούν η νομική φύση και οι αρμοδιότητες, αφενός, της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού (Α) και, αφετέρου, «του οικείου δικαιοδοτικού οργάνου» (Β).
Α. Η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού
7. Η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού αποτελεί συλλογικό διοικητικό όργανο δια του οποίου το Δημόσιο (Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού) ασκεί την προβλεπόμενη από το άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος εποπτεία στον επαγγελματικό και ερασιτεχνικό αθλητισμό, τηρουμένης, βεβαίως, της αυτοδιοικητικής λειτουργίας του τελευταίου[15]. Η σύσταση της Επιτροπής προβλέπεται στο άρθρο 77 του Ν. 2527/1999[16], όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, κατά το οποίο αυτή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού[17] και απαρτίζεται από συνταξιούχο ανώτατο ή ανώτερο δικαστικό λειτουργό ως Πρόεδρο, αποκλειστικής απασχόλησης, και 6 μέλη (παρ. 4). Οι βασικές αρμοδιότητές της παρατίθενται στο άρθρο 77 Α του Ν. 2527/1999. Εκτός από τις γνωμοδοτικές (παρ 1 η΄, θ΄, ι΄) και τις κυρωτικές αρμοδιότητες, οι οποίες συνίστανται στην επιβολή προστίμων (παράγραφοι 1, στοιχείο ζ΄, 5 και 6), η Επιτροπή ασκεί, κυρίως, ελεγκτικές αρμοδιότητες (παράγραφοι 1, στοιχεία α΄, β΄, γ΄, 2, 4, 5). Στο πλαίσιο των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή καταγγέλλει τις παραβάσεις των διατάξεων του Ν. 2725/1999 στις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές (παρ. 1 στ΄). Τέλος, η Επιτροπή είναι εξοπλισμένη με αδειοδοτικές αρμοδιότητες (παράγραφοι 1, στοιχείο ε΄, 3, 5). Ειδικότερα, η Επιτροπή χορηγεί, πριν από την έναρξη κάθε αγωνιστικής περιόδου, πιστοποιητικό περί τήρησης των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο το οποίο κάθε Α.Α.Ε. ή Τ.Α.Α. οφείλει να προσκομίσει στην οικεία διοργανώτρια αρχή. Η Επιτροπή, στο πλαίσιο των παραπάνω αρμοδιοτήτων της, δεν χορηγεί το ανωτέρω πιστοποιητικό σε περιπτώσεις διαπίστωσης σοβαρών ή καθ’ υποτροπήν παραβάσεων του νόμου, για λόγους που αφορούν στο δημόσιο συμφέρον, καθώς και σε περιπτώσεις άρνησης παροχής στοιχείων προς την Επιτροπή.
8. Ο εκτελεστός χαρακτήρας των πράξεων που εκδίδει η ΕΕΑ κατά την άσκηση των παραπάνω αρμοδιοτήτων της αποτελεί συνάρτηση του είδους της εκάστοτε αρμοδιότητας. Έτσι, είναι προφανές ότι οι πράξεις που εκδίδει στο πλαίσιο των γνωμοδοτικών αρμοδιοτήτων της[18] στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα. Το αντίθετο ισχύει προδήλως για τις πράξεις που εκδίδονται κατά την άσκηση των κυρωτικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και συνίστανται στην επιβολή προστίμων[19].
9. Εκτελεστό χαρακτήρα έχουν, κατ’αρχάς, οι πράξεις που εκδίδονται κατά την άσκηση της βασικής αδειοδοτικής αρμοδιότητας της Επιτροπής, δηλαδή το πιστοποιητικό περί τήρησης των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον Ν. 2725/1999, το οποίο χορηγεί η Επιτροπή και οφείλει να προσκομίσει πριν από την έναρξη κάθε αγωνιστικής περιόδου κάθε Α.Α.Ε. ή Τ.Α.Α., όπως επίσης και η ανάκληση αυτού[20]. Όπως έκρινε, συναφώς, το Συμβούλιο της Επικρατείας, «τόσο με την έκδοση του επιμάχου πιστοποιητικού, όσον και με την ανάκληση αυτού, επιδιώκεται η εξυπηρέτηση ειδικωτέρου δημοσίου σκοπού, ήτοι ο έλεγχος της τηρήσεως των διατάξεων του νόμου 2725/1999 στον χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού. Εφόσον, συνεπώς, η ανακλητική πράξη εκδόθηκε από όργανο της Διοικήσεως, κατ’ εφαρμογήν διοικητικού νόμου, για την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, η αμφισβήτηση της νομιμότητός της γεννά διοικητική διαφορά, η οποία, εφ’ όσον δεν έχει υπαχθεί με ειδική διάταξη νόμου στα ΤΔΔ, ανήκει, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 95 του Συντάγματος, στην ακυρωτική αρμοδιότητα του [ΣτΕ]. Εξάλλου, η ανακλητική πράξη, εφ’ όσον συνεπάγεται, κατά το άρθρο 77Α παρ. 3 του ως άνω νόμου, έννομες συνέπειες, παράγει δηλαδή υποχρέωση του “δικαιοδοτικού οργάνου” της Ε.Π.Α.Ε. (νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου) να επιληφθεί, προκειμένου να αποφασίσει περί της αποβολής της Π.Α.Ε. την οποία αφορά η ανάκληση από το πρωτάθλημα, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και, ως εκ τούτου, παραδεκτώς προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης»[21].
10. Εκτελεστό χαρακτήρα έχουν και οι πράξεις που εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο των ελεγκτικών της αρμοδιοτήτων, στο μέτρο που με αυτές επέρχεται μεταβολή στον εξωτερικό νομικό κόσμο. Έτσι, κατά τη σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας[22], «σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 77 Α του νόμου 2725/1999, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 24 του ν. 3057/2002, στις αρμοδιότητες της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού ανήκει, μεταξύ άλλων, η άσκηση ελέγχου στις αθλητικές ανώνυμες εταιρείες (Α.Α.Ε.) για την τήρηση των διατάξεων του ν. 2725/1999 και των κατ’εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων κανονιστικών πράξεων….. Περαιτέρω, η απόφαση Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού που έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν διατάξεων του – εγκριθέντος με την κοινή υπουργική απόφαση (κ.υ.α.) υπ’ αριθμ. 37366/2008 – Κανονισμού Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διεξαγωγής των παιχνιδιών στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης της Ο.Π.Α.Π. Α.Ε., οι οποίες έχουν θεσπισθεί για την εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, η δε διαφορά που γεννάται από την προσβολή της ανήκει στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας».
11. Είναι αληθές ότι, όσον αφορά, ειδικά, τον εκτελεστό ή μη χαρακτήρα των αποφάσεων της ΕΕΑ περί διαπίστωσης της πολυϊδιοκτησίας, δεν υπάρχει πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ούτε των αρμοδίων πλέον, κατά το άρθρο 47 του Ν 3900/2010, Διοικητικών Εφετείων. Διεξοδική ανάλυση του ζητήματος αυτού περιέχουν μόνον οι αποφάσεις 85/2020 και 86/2020 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών εν συμβουλίω, οι οποίες εκδόθηκαν επί αιτήσεων αναστολής της από 27-1-2020 πράξης της ΕΕΑ που κατέθεσαν οι ΠΑΕ ΠΑΟΚ και ΞΑΝΘΗ. Αξιοποιώντας την παραπάνω απόφαση ΣτΕ 1596/2004, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η Έκθεση που η ΕΕΑ συντάσσει και αποστέλλει στο «δικαιοδοτικό» όργανο της ΕΠΟ σύμφωνα με το άρθρο 69 του Ν. 2725/1999 είναι εκτελεστή πράξη καθό μέρος επάγεται την έννομη συνέπεια που συνίσταται στην υποχρέωση του δικαιοδοτικού οργάνου να επιληφθεί και να εκδώσει απόφαση επί της αποδιδόμενης πειθαρχικής παράβασης. «Κατά τούτο και μόνο η έκθεση της ΕΕΑ αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, προσβλητή με αίτηση ακύρωσης»[23]. Περαιτέρω, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η Έκθεση αυτή εξαντλεί την ενέργειά της με την έκδοση της απόφασης του δικαιοδοτικού οργάνου της ΕΠΟ, οπότε αποβάλλει την εκτελεστότητά της, πράγμα που έχει ως δικονομική συνέπεια ότι δεν είναι πλέον δεκτική ευθείας δικαστικής προσβολής με αίτηση ακύρωσης. Με άλλα λόγια, το περιεχόμενο της Έκθεσης πραγματώθηκε και τα έννομα αποτελέσματα για τα οποία εκδόθηκε επήλθαν, αφής το δικαιοδοτικό όργανο της ΕΠΟ επελήφθη της υπόθεσης[24].Επομένως, η εκδιδόμενη στο πλαίσιο της άσκησης της προβλεπόμενης στον νόμο ελεγκτικής αρμοδιότητας διοικητικού οργάνου πράξη, με την οποία διαπιστώνεται η εκ μέρους του ελεγχόμενου παράβαση και η οποία διαβιβάζεται στην αρμόδια εισαγγελική ή δικαστική αρχή προκειμένου αυτή να αξιολογήσει αν θα κινήσει την ποινική διαδικασία ή θα επιβάλει ποινή είναι εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής, δεκτική αίτησης ακύρωσης.
Β. Τα δικαιοδοτικά όργανα των αθλητικών διαφορών
12. Όσον αφορά τα αρμόδια για την επίλυση αθλητικών διαφορών «δικαιοδοτικά όργανα», θα πρέπει να προσδιοριστούν, αφενός η νομική τους φύση και, αφετέρου, οι αρμοδιότητές τους, προκειμένου να εξεταστεί, στη συνέχεια, η σχέση τους με τις αρμοδιότητες της ΕΕΑ[25]. Η ίδρυση αθλητικής δικαιοσύνης, η συγκρότηση, η δικαιοδοσία και οι ειδικότερες αρμοδιότητές της ρυθμίζονται διεξοδικά στον Ν. 2725/1999 (όπως άλλωστε και στον προγενέστερο αυτού). Σύμφωνα με το άρθρο 129 του Ν. 2725/1999, με ειδικούς κανονισμούς των οικείων αθλητικών ομοσπονδιών καθορίζονται ο τρόπος, η διαδικασία και το όργανο επίλυσης των αθλητικών διαφορών και η επιβολή πειθαρχικών ποινών για κλάδους άθλησης, κατηγορίες πρωταθλημάτων ή αγώνες που δεν προβλέπονται ρητά στις διατάξεις του νόμου αυτού. Περαιτέρω, όπως ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 131 του Ν. 2725/1999[26], «στα καταστατικά των αθλητικών σωματείων, των ΑΑΕ, των επαγγελματικών συνδέσμων, των αθλητικών ενώσεων ή των ομοσπονδιών, στους κανονισμούς και στις προκηρύξεις των αγώνων πρωταθλήματος ή κυπέλλου Ελλάδας κάθε αθλήματος ή αγώνων που διεξάγονται με την έγκριση των επαγγελματικών συνδέσμων, των αθλητικών ενώσεων ή των ομοσπονδιών, υποχρεωτικά περιλαμβάνεται διάταξη, με την οποία ορίζεται ότι τα φυσικά ή τα νομικά πρόσωπα που μετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στους διεξαγόμενους αγώνες αποδέχονται και καθιστούν αρμόδια ως διαιτητικά όργανα, για την επίλυση των μεταξύ τους αγωνιστικών διαφορών, μόνο τα προβλεπόμενα από το νόμο ή τους οικείους κανονισμούς δικαιοδοτικά όργανα ή επιτροπές. Αν δεν υπάρχει αναγραφή της παραπάνω διάταξης, λογίζεται ότι αυτή περιέχεται αυτοδικαίως». Η ρητή νομοθετική καθιέρωση «διαιτητικών οργάνων για την επίλυση των αθλητικών διαφορών» και η αναγνώριση των ιδρυομένων με «ειδικούς κανονισμούς των οικείων αθλητικών ομοσπονδιών» δικαιοδοτικών οργάνων ή επιτροπών σημαίνει ότι η έννομη τάξη αποδέχεται την υπαγωγή της επίλυσης συγκεκριμένων αθλητικών διαφορών[27] στα εν λόγω ειδικά όργανα, με αποκλεισμό, στις διαφορές αυτές, της τακτικής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τον Δικονομικό Κανονισμό Λειτουργίας των δικαστικών οργάνων της ΕΠΟ (Ιούνιος 2018), «[ο]ι αποφάσεις της Επιτροπής Εφέσεων δύνανται να προσβληθούν στο Διαιτητικό Αθλητικό Δικαστήριο (CAS) στην Λωζάννη της Ελβετίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον δικονομικό Κανονισμό λειτουργίας του»[28]. Κατ’ εφαρμογή της απόφασης ΑΕΔ 24/1993 και της πάγιας σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας[29], θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κρίση των δικαιοδοτικών οργάνων της αθλητικής δικαιοσύνης, ως διαιτητικών δικαστηρίων, στα ζητήματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, είναι δεσμευτική για τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, στα ζητήματα δε αυτά περιλαμβάνεται και αυτό της ρητώς ή σιωπηρώς γενόμενης δεκτής από το διαιτητικό δικαστήριο συνταγματικότητας της ρύθμισης που ερμηνεύει ή εξετάζει. Η ως άνω λειτουργία της «αθλητικής δικαιοσύνης» δεν προσκρούει στο άρθρο 8[30] του Συντάγματος[31]. Επιβάλλεται, πάντως, να τονιστεί ότι τα όργανα αυτά, που συγκροτούνται αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς, ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα και όχι διοικητικά καθήκοντα, στο μέτρο που το άρθρο 89 παρ. 3 του Συντάγματος απαγορεύει ρητώς την ανάθεση τέτοιων καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς[32]. Στο πνεύμα αυτό, το καταστατικό της ΕΠΟ (άρθρο 57 παρ. 6) αναφέρεται στις αρμοδιότητες και λειτουργίες των «δικαστικών οργάνων» που θα καθορίζονται στον Πειθαρχικό Κώδικα της ΕΠΟ, ο όρος δε αυτός απαντά και σε άλλους κανονισμούς της ΕΠΟ.
13. Είναι γεγονός ότι η νομική φύση των οργάνων αυτών, που ο νόμος χαρακτηρίζει ως «δικαιοδοτικά», έχει διχάσει τη θεωρία[33]. To Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει συναφώς ότι «τόσο το πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο που λειτουργεί στον Ε.Σ.Α.Π.Ε. [Ελληνικός Σύνδεσμος Ανωνύμων Ποδοσφαιρικών Εταιρειών ]όσο και η Επιτροπή Εφέσεων που λειτουργεί στην Ε.Π.Ο., δεν αποτελούν διοικητικά όργανα αλλά όργανα νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου και, επομένως, οι πράξεις τους, ανεξαρτήτως αν εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν κανονισμού (σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 87 του ν. 2725/1999) ή διατάξεων νόμου, δεν συνιστούν διοικητικές πράξεις αλλ’ ανήκουν στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου»[34], οπότε η διαφορά από την αμφισβήτησή τους δεν είναι διοικητική. Ακόμη όμως και αν τα εν λόγω όργανα λειτουργούν στο πλαίσιο νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου[35], καθοριστικό χαρακτήρα για τη φύση της λειτουργίας τους έχει το γεγονός ότι συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές της πολιτικής ή της ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίοι απολαμβάνουν, κατά το Σύνταγμα, λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία (άρθρο 87 παρ. 1 Σ)[36]. Λόγω της συγκρότησής τους αυτής, μπορούν να ασκούν καθήκοντα μόνο πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα, (άρθρο 89 παρ. 2 Σ), κατ’ αποκλεισμό των διοικητικών καθηκόντων (89 παρ. 3 Σ)[37]. Δεδομένου ότι η αθλητική δραστηριότητα αποτελεί πεδίο έντονης εμφάνισης του πειθαρχικού φαινομένου[38] και ότι οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε όσους εμπλέκονται στην άσκησή της έχουν κατά το θετικό δίκαιο και τη νομολογία αναμφισβήτητα πειθαρχικό χαρακτήρα[39], το Πρωτοβάθμιο Μονομελές Πειθαρχικό Όργανο, συγκείμενο από έναν τακτικό δικαστή, ασκεί πλήρη δικαιοδοσία, σύμφωνα με τα άρθρα 119 επ. του Ν. 2725/1999, η οποία ενεργοποιείται εν προκειμένω με τη διαβίβαση σε αυτό της έκθεσης της ΕΕΑ.
ΙΙΙ. Η σχέση μεταξύ της αρμοδιότητας της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού και της αρμοδιότητας του «οικείου δικαιοδοτικού οργάνου»
14. Τη σχέση μεταξύ των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της ΕΕΑ και της δικαιοδοτικής αρμοδιότητας του οικείου δικαιοδοτικού οργάνου της αθλητικής δικαιοσύνης για τις υπό εξέταση παραβάσεις αποτυπώνει το άρθρο 69 παρ. 12[40] του Ν. 2725/1999, όπως η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 παρ. 1 του Ν. 4659/2020: «[σ]ε περίπτωση κατά την οποία παραβιασθεί κάποια από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού με υπαιτιότητα οργάνων της Α.Α.Ε., επιβάλλεται στην ομάδα της, με απόφαση του οικείου δικαιοδοτικού οργάνου, το οποίο επιλαμβάνεται ύστερα από έκθεση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού ή μετά από προσφυγή όποιου έχει έννομο συμφέρον, η ποινή της αφαίρεσης πέντε (5) έως δέκα (10) βαθμών από το τρέχον επαγγελματικό πρωτάθλημα στο οποίο αυτή συμμετέχει, αναλόγως της βαρύτητας της παράβασης. Σε περίπτωση που η παράβαση διαπιστώνεται μετά το τέλος της αγωνιστικής περιόδου, η ως άνω ποινή επιβάλλεται για το επόμενο επαγγελματικό πρωτάθλημα. Η ποινή της παρούσας παραγράφου επιβάλλεται ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της παράβασης από τις οικείες πειθαρχικές διατάξεις.»[41].
15. Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 69, ο νομοθέτης προβαίνει σε σαφή κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ, αφενός, της ΕΕΑ, η οποία αποτελεί, όπως ήδη εκτέθηκε, συλλογικό διοικητικό όργανο και, αφετέρου, του «οικείου δικαιοδοτικού οργάνου», το οποίο αποτελεί διαιτητικό όργανο, υποκαθιστά την τακτική δικαιοσύνη στο πεδίο των συγκεκριμένων αθλητικών διαφορών και λειτουργεί ως πειθαρχικός δικαστής. Ως συλλογικό διοικητικό όργανο του οποίου τα μέλη διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις στο συγκεκριμένο πεδίο[42], η ΕΕΑ έχει την αρμοδιότητα σύνταξης έκθεσης με την οποία διαπιστώνει την παράβαση των διατάξεων του άρθρου 69 του Ν. 2725/1999 και ενημερώνει και διαφωτίζει συναφώς το αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο που επιλαμβάνεται της υπόθεσης στη συνέχεια. Ως πειθαρχικός δικαστής, το πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο των άρθρων 119 επ. του Ν. 2725/1999, εξετάζει κατά πλήρη δικαιοδοσία την υπόθεση, δηλαδή ελέγχει και την «υπαιτιότητα των οργάνων της Α.Α.Ε.»,αξιολογεί τη βαρύτητα της παράβασης και επιλέγει μεταξύ των περισσοτέρων ποινών που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 69 παρ. 12 του Ν. 2725/1999. Η αξιολόγηση της βαρύτητας της παράβασης συνεπάγεται ουσιαστική κρίση περί της φύσης της παράβασης, της χρονικής διάρκειας, της υπαιτιότητας και των περιστάσεων υπό τις οποίες διεξήχθη, πράγμα που σημαίνει ότι τόσο το πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο των άρθρων 119 επ. του Ν. 2725/1999 όσο και η Επιτροπή Εφέσεων διαθέτουν πλήρη δικαιοδοσία. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο δεν περιορίζεται στον προβλεπόμενο στις δικονομικές διατάξεις (ιδίως του ΠΔ 18/1989) έλεγχο νομιμότητας που ασκεί ο ακυρωτικός δικαστής όταν επιλαμβάνεται αίτησης ακύρωσης με αντικείμενο προσβολής την απόφαση της ΕΕΑ[43]. Αντιθέτως, το πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο ασκεί την πληρότητα των εξουσιών του πειθαρχικού δικαστή, εξετάζοντας την ουσιαστική ορθότητα των εκτιμήσεων της ΕΕΑ όπως αυτές αποτυπώθηκαν στην έκθεσή της, προκειμένου, αφενός, να αποφανθεί για την υπαιτιότητα των οργάνων της ΑΑΕ και τη βαρύτητα της παράβασης, χωρίς να δεσμεύεται προφανώς από τυχόν χαρακτηρισμό της παράβασης (πχ ως βαρείας, όπως στην υπό κρίση υπόθεση) στον οποίο προέβη η Επιτροπή, και, αφετέρου, να επιλέξει ο ίδιος, ως αποκλειστικά αρμόδιος κατά το γράμμα της διάταξης, την ποινή που θα επιβάλει. Την παραπάνω ερμηνεία επιρρωννύει και το Παράρτημα Α του Πειθαρχικού Κώδικα της ΕΠΟ του 2019[44]. Κατά τη σχετική ρύθμιση, σε περίπτωση μη χορήγησης ή ανάκλησης του προβλεπόμενου στο άρθρο 77Α παρ. 3 του Ν. 2725/1999 «πιστοποιητικού τήρησης των υποχρεώσεων» του εν λόγω νόμου, η ΕΕΑ εκδίδει πλήρως αιτιολογημένο πόρισμα ελέγχου και το διαβιβάζει στην ΕΠΟ, η οποία, στη συνέχεια, το διαβιβάζει στην αρμόδια πειθαρχική αρχή της Διοργανώτριας Ένωσης. Η εν λόγω πειθαρχική αρχή επιβάλλει στην υπαίτια ΠΑΕ, με βάση το ως άνω πόρισμα, «το οποίο ελέγχεται ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα», στην ανοιγόμενη ενώπιόν της πειθαρχική δίκη, κάποια από τις εκεί προβλεπόμενες ποινές. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο ελέγχει, στο πλαίσιο της πειθαρχικής δίκης, την ουσιαστική βασιμότητα κάθε πορίσματος της ΕΕΑ που κινεί την ειδική δικαιοδοτική διαδικασία ενόψει επιβολής της ενδεδειγμένης ποινής.
16. Στο σημείο αυτό επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι η έλλειψη δεσμευτικότητας της έκθεσης για τα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ δεν έρχεται σε αντίφαση με τον εκτελεστό χαρακτήρα της, δηλαδή την παραγωγή εξωτερικών εννόμων συνεπειών, ούτε με το τεκμήριο νομιμότητας. Αυτές συνίστανται, αφενός, στην επιβολή προστίμου – το οποίο αποτελεί δυσμενή διοικητική πράξη που παράγει έννομες συνέπειες για τον αποδέκτη της – και, αφετέρου, στην κίνηση των προβλεπόμενων από το άρθρο 69 του Ν. 2725/1999 δικαιοδοτικών διαδικασιών της επιβολής της προβλεπόμενης ποινής και της ενδεχόμενης άσκησης ποινικής δίωξης, κατά την κρίση της εισαγγελικής αρχής[45]. Περαιτέρω, η έκθεση είναι μεν δεσμευτική για τη Διοίκηση, όχι όμως και για το πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο των άρθρων 119 επ. του Ν. 2725/1999, δηλαδή τον πειθαρχικό δικαστή που διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία. Είναι ενδιαφέρον, μάλιστα, ότι το ίδιο το CAS αντιλαμβάνεται πλήρως τη διαφορά μεταξύ δεσμευτικής απόφασης, η οποία δεν ελέγχεται από τα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ, και τεκμηρίου νομιμότητας, το οποίο είναι μαχητό[46]. Κατά το CAS, μάλιστα, αποδοχή της δεσμευτικότητας της απόφασης της ΕΕΑ για την Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ στερεί την ΠΑΕ ΠΑΟΚ από τη δυνατότητα να επιχειρήσει την αποδυνάμωση του τεκμηρίου νομιμότητας.
17. Προσήκει, περαιτέρω η επισήμανση ότι η (αντίθετη) άποψη περί δεσμευτικότητας της έκθεσης της Επιτροπής Επαγγελματικού Ελέγχου για τα δικαιοδοτικά όργανα της διοργανώτριας αρχής με μόνη αρμοδιότητα αυτών να επιβάλλουν τις προβλεπόμενες κατά περίπτωση πειθαρχικές ποινές, την οποία υιοθέτησε η Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ (δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο) με την υπ’ αριθ. 67/7-8-2015 απόφασή της, στηρίζεται σε ανακριβή χαρακτηρισμό της νομικής φύσης των ως άνω οργάνων. Ειδικότερα, η Επιτροπή Εφέσεων στηρίζει την κρίση της περί δεσμευτικότητας στην παραδοχή ότι «δεν δικαιολογείται η παράλληλη ισοδύναμη αρμοδιότητα δύο δικαιοδοτικών οργάνων επί του αυτού θέματος, χωρίς ιεράρχηση μεταξύ τους, με εντεύθεν κίνδυνο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων με αντιμαχόμενες έννομες συνέπειες…. Η εκτίμηση περί δεσμευτικότητας επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η αρμοδιότητα της ΕΕΑ δεν περιορίζεται στη βεβαίωση της παραβάσεως αλλά και στην αξιολόγηση της βαρύτητας αυτής, ώστε να επιβληθούν από το δικαιοδοτικό όργανο της οικείας διοργανώτριας αρχής οι προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές, όπως για την ΕΠΟ διαλαμβάνονται στο παράρτημα Α του Πειθαρχικού Κώδικα αυτής». Εν προκειμένω, όμως, η Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ παρορά ότι η ΕΕΑ, ως διοικητικό όργανο εντεταγμένο στη διοικητική ιεραρχία, ουδόλως αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο και μάλιστα ισοδύναμης αρμοδιότητας με το μονομελές πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, που συγκροτείται από πρωτοδίκη της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, δηλαδή δικαστικό λειτουργό ο οποίος απολαμβάνει, κατά το Σύνταγμα, λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία (άρθρο 87 παρ. 1 Σ) και ασκεί δικαιοδοτικά καθήκοντα, σε καμία δε περίπτωση διοικητικά, κατά ρητή συνταγματική απαγόρευση (άρθρο 89 παρ. 3 Σ).
18. Τη διαδικασία και την έκταση των αρμοδιοτήτων ελέγχου του Πειθαρχικού Οργάνου καθορίζει με ακρίβεια και απόλυτη δογματική συνέπεια η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ΔΕφΑθ 86/2020, του αρμοδίου κατά την ελληνική συνταγματική τάξη δικαστηρίου να ελέγξει ευθέως την νομιμότητα της Έκθεσης της ΕΕΑ, η οποία έκρινε τα εξής: «με τη … διάταξη της παραγράφου 12 του άρθρου 69 ορίζεται ότι το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο επιλαμβάνεται προκειμένου να επιβάλει την προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή ποινή, ενεργοποιείται δηλαδή η κατά νόμο αρμοδιότητά του να αποφανθεί επί συγκεκριμένης υπόθεσης με δύο τρόπους, τους οποίους ο νομοθέτης ουδόλως διαφοροποίησε ως προς το εύρος της άσκησης της αρμοδιότητας του δικαιοδοτικού οργάνου. Ο ένας είναι η διαβίβαση σε αυτό σχετικής έκθεσης της επιτροπής επαγγελματικού αθλητισμού και ο άλλος η απευθείας προσφυγή από όποιον έχει έννομο συμφέρον. Και οι δύο τρόποι συνιστούν διαδικαστικούς τύπους κάταρξης της ανοιγόμενης ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου πειθαρχικής δίκης εν είδει «εισαγωγικού δικογράφου». Με άλλη διατύπωση, η διαβίβαση της έκθεσης της επιτροπής λειτουργεί ως πειθαρχική παραπομπή, η δε προσφυγή όποιου τρίτου έχει έννομο συμφέρον ως πειθαρχική αναφορά. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν μπορεί να υποστηριχθεί κατά τρόπο πειστικό η άποψη ότι το δικαιοδοτικό όργανο, έχοντας, αυτονοήτως, πλήρη την εξουσία να αποφανθεί κατά τα πράγματα και τον νόμο και εν τέλει επί της ενοχής και της ποινής όταν επιλαμβάνεται επί προσφυγής, δεν έχει (εντούτοις) την εξουσία να αποφανθεί επί των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αποδιδόμενη παράβαση όταν επιλαμβάνεται κατόπιν διαβίβασης σε αυτό της οικείας έκθεση της επιτροπής. Κατά λογική ακολουθία προς τα ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της φύσης του πειθαρχικού οργάνου ως «δικαιοδοτικού», αλλά και της χρήσης από τον νομοθέτη του όρου ότι το δικαιοδοτικό όργανο «επιλαμβάνεται» καθώς και του χαρακτηρισμού των ελεγκτικών διαπιστώσεων της Επιτροπής ως έκθεσης ή πορίσματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έκθεση της Επιτροπής δεν δεσμεύει το δικαιοδοτικό όργανο ως προς τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αποδιδόμενη παράβαση, η στοιχειοθέτηση της οποίας συνεπώς αποτελεί αρμοδιότητα του «δικαιοδοτικού» οργάνου, το οποίο ως πειθαρχικό όργανο δεν νοείται να στερείται της πλήρους δικαιοδοσίας ως προς την κατάγνωση της ενοχής και την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής, δεν νοείται δηλαδή να διασπάται η πειθαρχική διαδικασία σε δύο διαφορετικά όργανα εκ των οποίων το πρώτον αποφαίνεται επί της ενοχής και το άλλο επί της ποινής»[47].
19. Ακολουθώντας με συνέπεια τη συλλογιστική του, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε συναφώς ότι, αφού «αποβάλει την εκτελεστότητά της, διότι έχει εξαντλήσει πλέον την ενέργειά της», η έκθεση της EEA αποτελεί απλή γνώμη, επομένως, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 20 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, δεν δεσμεύει το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα, εν προκειμένω το Πρωτοβάθμιο Μονομελές Πειθαρχικό Όργανο. Το όργανο αυτό μπορεί να αποκλίνει από τη γνωμοδότηση, αιτιολογώντας ειδικά τη διαφοροποίησή του[48]. Μεταφέροντας το καθεστώς της απλής γνώμης του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας στη συνάρθρωση ΕΕΑ και «δικαιοδοτικού» οργάνου της ΕΠΟ, όπως αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 69 παρ. 12 του Ν. 2725/1999, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι, όταν το δικαιοδοτικό όργανο αποκλίνει από τα συμπεράσματα, τις κρίσεις και τις σταθμίσεις της ΕΕΑ, οφείλει να πράξει τούτο με ρητή, ειδική και σαφή αιτιολογία. Η Έκθεση της ΕΕΑ δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς την πρόταση του άρθρου 20 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η οποία υποβάλλεται από το γνωμοδοτικό όργανο στο αποφασίζον και έχει το καθεστώς της σύμφωνης γνώμης, δηλαδή συνεπάγεται την υποχρέωση του αποφασίζοντος οργάνου να εκδώσει πράξη με όμοιο περιεχόμενο προς αυτό της πρότασης. Κατά τη σχετική διάταξη, σε περίπτωση διαφωνίας του με το περιεχόμενο της πρότασης, το αποφασίζον όργανο μπορεί, εφόσον έχει διακριτική ευχέρεια προς τούτο, να απόσχει από την έκδοση της πράξης, αιτιολογώντας ειδικά την επιλογή του αυτού. Η εκδοχή αυτή δεν μπορεί να ισχύσει εν προκειμένω, διότι, κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο σύμφωνος χαρακτήρας της γνώμης δεν δύναται να συνάγεται ερμηνευτικά, αλλά πρέπει να ορίζεται ρητώς ως τέτοιος στον νόμο[49]. Επομένως, όταν στις σχετικές διατάξεις η γνώμη δεν χαρακτηρίζεται ως σύμφωνη, νοείται ως απλή[50].
20. Η αποδοχή της αντίθετης άποψης περί δεσμευτικότητας της έκθεσης προσκρούει, κατ’ αρχάς, όπως επισήμανε το ίδιο το CAS, στο γράμμα και στο πνεύμα του άρθρου 69 παρ. 12 του Ν. 2725/1999, δεδομένου ότι στη διάταξη αυτή γίνεται λόγος για «απόφαση» δικαιοδοτικού οργάνου και όχι απλώς για επικύρωση, αναγνώριση ή εφαρμογή (ratification recognition or implementation) της απόφασης της ΕΕΑ. Ομοίως, η διάταξη αναφέρεται σε Έκθεση (report) της ΕΕΑ και όχι σε τελική και δεσμευτική (binding and balancing) απόφαση[51]. Πέρα όμως από το γράμμα της διάταξης, τυχόν αποδοχή της δεσμευτικότητας θα οδηγούσε σε δογματικά και πρακτικά αδιέξοδα:
– Πρώτον, η αναγνώριση της δεσμευτικότητας της έκθεσης της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού θα καθιστούσε περιττή την παρέμβαση του πρωτοβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, αφού θα μετέτρεπε εν τοις πράγμασι την πειθαρχική του εξουσία σε δέσμια αρμοδιότητα. Πράγματι, εάν δεσμευόταν από τις ουσιαστικές διαπιστώσεις και εκτιμήσεις της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, ιδίως όσον αφορά τη βαρύτητα της παράβασης και την υπαιτιότητα, θα ήταν αδύνατη η άσκηση της προβλεπόμενης στον νόμο ευχέρειας κατά την επιλογή της ποινής. Εν προκειμένω, όμως, ο νομοθέτης δεν καταστρώνει σύνθετη διοικητική ενέργεια περιλαμβάνουσα δύο εκτελεστές πράξεις, δηλαδή, πρώτον, την έκθεση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού και, δεύτερον, τη στηριζόμενη σε αυτήν απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαιοδοτικού οργάνου, η οποία θα αποτελούσε την τελική πράξη και θα ενσωμάτωνε την αρχική. Τούτο διότι το δικαιοδοτικό όργανο, φορέας του οποίου είναι δικαστικός λειτουργός, δεν μπορεί να ασκήσει διοικητικά καθήκοντα, σύμφωνα με τη ρητή απαγόρευση του άρθρου 89 παρ. 3 του Συντάγματος[52].
– Δεύτερον, ο χαρακτηρισμός της διαδικασίας του άρθρου 69 παρ. 12 του Ν. 2725/1999 ως σύνθετης διοικητικής ενέργειας θα οδηγούσε σε κατάτμηση της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία θα περιελάμβανε ένα πρώτο σκέλος συνιστάμενο στη διαπίστωση της παράβασης και στον χαρακτηρισμό της (αρμοδιότητα της ΕΕΑ) και ένα δεύτερο σκέλος συνιστάμενο στην επιβολή της ποινής χωρίς έλεγχο των διαπιστώσεων και εκτιμήσεων του πρώτου σκέλους (αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου).
– Τρίτον, η αποδοχή της άποψης περί σύνθετης διοικητικής ενέργειας θα κατέληγε σε προσβολή του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, αφού δεν θα υπήρχε δικαιοδοτικό όργανο δυνάμενο να ελέγξει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιβολής της ποινής, δεδομένου ότι η μόνη εξουσία του οργάνου αυτού θα συνίστατο στην επιλογή της ποινής. Τούτο επισημαίνει το ίδιο το CAS, καθόσον παρατηρεί ότι εάν η απόφαση της ΕΕΑ ήταν δεσμευτική για τα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΕΑ, δηλαδή εάν αυτά ήσαν υποχρεωμένα να επιβάλουν ποινή στις ΠΑΕ, η ΕΕΑ θα μπορούσε να αποφασίζει και για την ίδια την ποινή, εν προκειμένω την αφαίρεση βαθμών. Με ένα επιχείρημα κοινής λογικής, το CAS εκτιμά ότι, σε περίπτωση δεσμευτικότητας, η παραπομπή της υπόθεσης στα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν πραγματικό σκοπό[53]. Επιπλέον, θα είχε ως συνέπεια τη στέρηση της ΠΑΕ από το δικαίωμα δικαστικής προστασίας έναντι των ουσιαστικών εκτιμήσεων της ΕΕΑ, λόγω της πολυδιάσπασης της πειθαρχικής αρμοδιότητας στο πεδίο της αθλητικής δραστηριότητας[54]. Ειδικότερα, η πράξη της ΕΕΑ, ως εκτελεστή, αρχικώς, διοικητική πράξη, υπόκειται μεν στον ακυρωτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή –ο οποίος δεν καταλαμβάνει, πάντως, την ορθότητα των ουσιαστικών εκτιμήσεων του εν λόγω οργάνου[55]– αλλά, μέχρι την τυχόν ακύρωσή της, είναι εξοπλισμένη με το τεκμήριο νομιμότητας, παράγει τα έννομα αποτελέσματά της και αποτελεί το έρεισμα της κίνησης της πειθαρχικής διαδικασίας και της επιβολής της ποινής από το πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο επιλαμβάνεται και αποφαίνεται εντός σύντομων προθεσμιών. Επομένως, ακόμη και αν η εμπροθέσμως προσβληθείσα από τη θιγόμενη ΠΑΕ πράξη της ΕΕΑ ακυρωνόταν από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, η ποινή της αφαίρεσης βαθμών θα είχε ήδη επιβληθεί από το «δεσμευόμενο» από αυτήν δικαιοδοτικό όργανο, με συνέπεια την ανεπανόρθωτη βλάβη της ΠΑΕ[56]. Το αποτέλεσμα όμως αυτό δεν συνάδει με τις επιταγές της «πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής» δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνει το άρθρο 20 παρ. 1 Σ[57]. Δεδομένου, μάλιστα, ότι ο ακυρωτικός δικαστής, εν προκειμένω το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με την απόφαση ΔΕφΑθ 86/2020, έκρινε ότι, με την έκδοση της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πειθαρχικού Οργάνου, η έκθεση της ΕΕΑ εξαντλεί την ενέργειά της και χάνει την εκτελεστότητά της, οπότε δεν προσβάλλεται παραδεκτώς, ταυτόχρονα δε το πειθαρχικό όργανο κρίνει ότι δεσμεύεται από τις εκτιμήσεις της εν λόγω έκθεσης όσον αφορά τη διάπραξη της παράβασης, η οικεία ΠΑΕ στερείται παντελώς του δικαιώματος έννομης προστασίας.
– Τέταρτον, όπως επισήμανε το ίδιο το CAS, η αποδοχή της άποψης περί δεσμευτικότητας της απόφασης της ΕΕΑ για τα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ θα σήμαινε ότι αυτά έχουν την ευχέρεια να αγνοήσουν τα κριθέντα με την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, δηλαδή του μόνου αρμοδίου κατά το Σύνταγμα δικαστηρίου να ελέγξει ευθέως την απόφαση της ΕΕΑ[58].
– Περαιτέρω, τυχόν αποδοχή της άποψης περί δεσμευτικότητας της έκθεσης της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού εκφεύγει των ορίων της προβλεπόμενης κατ’ άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος κρατικής εποπτείας επί του αθλητισμού και προσβάλλει το αυτοδιοίκητο της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, το οποίο, εν προκειμένω, συνίσταται στην εξουσία της ομοσπονδίας να αποφασίζει δι’ ιδίων οργάνων της εάν συντρέχουν οι νόμιμες κάθε φορά προϋποθέσεις για την επιβολή της προβλεπόμενης από το άρθρο 69 παρ. 12 του Ν. 2725/1999 ποινής[59]. Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα της πολυϊδιοκτησίας δεν είναι δημόσιας τάξης και, συνακολούθως, δεν δικαιολογεί κάμψη του αυτοδιοίκητου. Η τήρησή του πρέπει να επαφίεται στους αθλητικούς φορείς και όχι να ανατίθεται σε κρατικό όργανο, όπως η ΕΕΑ, κάτι που, κατά το CAS, θα ισοδυναμούσε με «excessive state interference»[60].
– Τέλος, η αποδοχή της άποψης περί δεσμευτικότητας της έκθεσης της ΕΕΑ θα κατέληγε σε μη ανεκτό υποβιβασμό του πρωτοβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου – δηλαδή ενός τακτικού δικαστικού λειτουργού – σε όργανο έγκρισης των διαπιστώσεων διοικητικής αρχής, το οποίο μάλιστα στερείται της εξουσίας ελέγχου της νομιμότητας της εγκρινόμενης πράξης και αναπομπής της στο όργανο που την εξέδωσε, σε περίπτωση διαφωνίας του[61]. Την παραπάνω σκέψη επιρρωννύει η εύστοχη επισήμανση του CAS, το οποίο διερωτάται γιατί η Έκθεση της ΕΕΑ πρέπει να είναι δεσμευτική μεν για τα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ, ενώ δεν είναι, αυτονοήτως, για την εισαγγελική αρχή η οποία θα αποφασίσει την κίνηση ή όχι της ποινικής δίωξης. Η εν λόγω διαφοροποίηση δεν είναι δικαιολογημένη και, συνακολούθως, καθόλου πειστική[62].
V. Συμπέρασμα
22. Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι για την επιβολή της προβλεπόμενης στο άρθρο 69 παρ. 12 του Ν. 2725/1999 ποινής της αφαίρεσης πέντε (5) έως δέκα (10) βαθμών από το τρέχον επαγγελματικό πρωτάθλημα,το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο δεν δεσμεύεται από την έκθεση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, αλλά υποχρεούται να εξετάσει κατά πόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις επιβολής της εν λόγω ποινής, δηλαδή κατά πόσον έχουν πράγματι παραβιασθεί οι διατάξεις του ως άνω άρθρoυ, όπως δέχθηκαν τόσο το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κατά τον δικαστικό έλεγχο της Έκθεση της ΕΕΑ, όσο και το CAS, του οποίου η οξυδέρκεια εντυπωσιάζει, αφού κατανόησε πλήρως τις ιδιαιτερότητες και τις λεπτές δογματικές διακρίσεις του ελληνικού διοικητικού δικαίου. Παρά τη συνύπαρξη, ενίοτε όχι απολύτως αρμονική, πολλών νομοθετημάτων που προέρχονται από διαφορετικές δικαιοταξίες (κρατική, αθλητική), ο νομοθέτης προβαίνει σε σαφή κατανομή αρμοδιοτήτων[63] μεταξύ, αφενός, της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, η οποία αποτελεί συλλογικό διοικητικό όργανο και καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις παραβάσεις που διαπιστώνει και, αφετέρου, του «οικείου δικαιοδοτικού οργάνου» της ΕΠΟ, το οποίο υποκαθιστά κατά νόμο την τακτική δικαιοσύνη στο πεδίο των συγκεκριμένων αθλητικών διαφορών και λειτουργεί ως πειθαρχικός δικαστής, επιβάλλοντας την ενδεδειγμένη ποινή βάσει πλήρους δικανικού συλλογισμού σχετικά με την ύπαρξη και τη βαρύτητα της παράβασης και την υπαιτιότητα του ελεγχομένου. Δεν αμφισβητείται, πάντως, η ανάγκη νομοθετικής επέμβασης για την αποσαφήνιση του άκρως περίπλοκου συστήματος το οποίο δημιουργεί η ταυτόχρονη εφαρμογή πολλών διατάξεων, η οποία επιβάλλει τη συνέργεια οργάνων διαφορετικής νομικής φύσης (τόσο του κράτους όσο και των αθλητικών φορέων) και προσανατολισμού[64].
Ευγενία Πρεβεδούρου
Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Υποσημειώσεις:
[1] Δ. Γούλα, Εργασιακές σχέσεις αθλητών. Η υπαγωγή των αθλητών στο πεδίο εφαρμογής του εργατικού δικαίου, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2014, σ. 8 επ., με πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές,
[2] Άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος.
[3] Άρθρο 16 παρ. 9 Σ. Βλ. και Κ. Ρέμελη, Νομική φύση των πειθαρχικών αθλητικών διαφορών, Αρμενόπουλος 1994, σ. 101.
[4] Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της βίας στον αθλητισμό και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 49).
[5] Για τη νομική φύση των διατάξεων αυτών, βλ. Ι. Δεληγιάννη/Β. Σκουρή, Νομική φύση του αθλητικού δικαστή και νομιμότητα της πειθαρχικής εξουσίας του, Αρμενόπουλος, 1986, σ. 580 (587).
[6] Κ. Ρέμελη, Νομική φύση των πειθαρχικών αθλητικών διαφορών, όπ. π., σ. 102.
[7] Με την υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟΑ/ΑΤΓΕΕΑ/699220/102/17.12.2019 απόφαση του (ΦΕΚ 1071/ΥΟΔΔ/17.12.2019).
[8] Την υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΥΑ/ΔΕΑΕΑ/ΤΣΟΕΚ/268616/ 19140/2703/86/12.08.2016 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΦΕΚ 441/ΥΟΔΔ/16.8.2016).
[9] Τμήμα Θ΄, Ακυρωτικός σχηματισμός ως Συμβούλιο.
[10] Κατά το άρθρο 20 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
[11] ΣτΕ 2450, 1303/2012, 3975, 625/2011, 2397, 1422/2010, 4154, 2792, 817/2009, 3897/2004.
[12] Βλ. άρθρο R47 του Code of Sports-related Arbitration (CAS Code).
[13] Σκέψεις 159, 162, 163.
[14] Σκέψη 166 της απόφασης του CAS.
[15] Ν. 3479/2006, Ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία αθλητικών επαγγελματικών ενώσεων και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄152).
[16] Ο Ν. 4603/2019, Επιτροπή επαγγελματικού αθλητισμού και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄48), ο οποίος καταργεί πολλές διατάξεις του Ν. 2725/1999, αναβαθμίζει τον εν λόγω κρατικό φορέα, προβλέποντας τη σύσταση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού (Ε.Ε.Α.)» που εποπτεύεται από τον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού. Η δομή του νέου φορέα αλλάζει ουσιωδώς. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 4603/2019, τα μέλη του Δ.Σ. της Ε.Ε.Α., τακτικά και αναπληρωματικά, διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, η οποία δημοσιεύεται στην ΕτΚ, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της διαρκούς επιτροπής μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων. Από το άρθρο 63 παρ. 1 του Ν. 4603/2019 συνάγεται ότι μέχρι τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης του άρθρου 4 παρ. 2, εξακολουθεί να λειτουργεί η υφιστάμενη κατά τη δημοσίευση του Ν. 4603/2019 Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού του άρθρου 77 παρ. 1 του Ν. 2725/1999. Επισημαίνεται, πάντως, ότι τροποποιούνται οι διατάξεις των άρθρων 77 και 77 Α του Ν. 2527/1999, με το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού με τίτλο «Αναμόρφωση θεσμικού πλαισίου της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, διατάξεις εναρμόνισης με ολιστική μελέτη FIFA-UEFA για το ποδόσφαιρο και την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, αναδιάρθρωση επαγγελματικών κατηγοριών ποδοσφαίρου και λοιπές τροποποιήσεις της αθλητικής νομοθεσίας». Η διαβούλευση ολοκληρώθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2021.
[17] H πράξη συγκρότησης της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού γεννά διαφορά αναγόμενη στην ειδική θεματική ενότητα των υποθέσεων που αφορούν τη συγκρότηση συλλογικών οργάνων της διοίκησης και όχι στη γενικότερη κατηγορία των υποθέσεων που αναφέρονται στην εφαρμογή της αθλητικής νομοθεσίας και υπάγεται στη γενική αρμοδιότητα του Γ΄ Τμήματος του ΣτΕ (ΣτΕ 389/2019).
[18] Σύμφωνα με το άρθρο 77Α, παρ. 1 στοιχ. θ΄, η Επιτροπή «γνωμοδοτεί για κάθε ρύθμιση που αφορά στα θέματα με τα οποία ασχολείται, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Πολιτισμού ή από αίτημα των οικείων ομοσπονδιών ή επαγγελματικών συνδέσμων».
[19] Σύμφωνα με το άρθρο 77Α, παρ. 6, «[σ]ε περιπτώσεις παραβίασης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο, η Επιτροπή, ανεξάρτητα από τις τυχόν άλλες συνέπειες, επιβάλλει στους παραβάτες πρόστιμο από χίλια (1.000) έως τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης. Το πρόστιμο επιβάλλεται πάντοτε μετά από ακρόαση του υπευθύνου. Οι αποφάσεις επιβολής προστίμου επιδίδονται στον παραβάτη και συνιστούν εκτελεστό τίτλο βάσει του οποίου συντάσσονται από τη βεβαιούσα Αρχή οι τίτλοι είσπραξης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 55 του Π.Δ. 16/1989 (ΦΕΚ 6 Α΄), που αποστέλλονται στις Δ.Ο.Υ. για βεβαίωση και είσπραξη κατά τις διατάξεις του κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). …».
[20] Βλ. άρθρο 77Α, παρ. 3, του Ν. 2725/1999: «3. Πριν από την έναρξη κάθε αγωνιστικής περιόδου, κάθε Α.Α.Ε. ή Τ.Α.Α. οφείλει να προσκομίσει στην οικεία διοργανώτρια αρχή, πιστοποιητικό της Επιτροπής περί τήρησης των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο. Η Επιτροπή, στο πλαίσιο των παραπάνω αρμοδιοτήτων της, δεν χορηγεί το ανωτέρω πιστοποιητικό σε περιπτώσεις διαπίστωσης σοβαρών ή καθ’ υποτροπήν παραβάσεων του νόμου, για λόγους που αφορούν στο δημόσιο συμφέρον. Στο δημόσιο συμφέρον εμπίπτουν ιδίως οι οφειλές προς το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Η συνδρομή όρου που πλήττει το δημόσιο συμφέρον μνημονεύεται ειδικά στην απόφαση της Επιτροπής. Σε περιπτώσεις μη τήρησης των όρων νομιμότητας των διοικήσεων και των μετόχων των Α.Α.Ε. ή παραβίασης των διατάξεων που διέπουν την προέλευση των πόρων των μετόχων των Α.Α.Ε. και των Α.Α.Ε. που χρησιμοποιούνται για τη δραστηριότητα των Α.Α.Ε., καθώς και άρνησης παροχής στοιχείων προς την Επιτροπή, εφαρμόζεται αποκλειστικά η διάταξη της παραγράφου 12 του άρθρου 69 του παρόντος. Οι πειθαρχικές ποινές, που προβλέπονται στο πειθαρχικό δίκαιο της Ομοσπονδίας, πρέπει να είναι εσαεί ανάλογες με τη βαρύτητα της παράβασης, επιφυλασσόμενων σε αντίθετη περίπτωση των προβλεπόμενων από το ν. 2725/1999 χρηματικών ποινών. Από την αγωνιστική περίοδο 2015-2016, για τη χορήγηση του πιστοποιητικού συμμετοχής σε Τ.Α.Α. ή A.A.E. που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 77Α του Ν. 2725/1999, όπως ισχύει, απαιτείται η προσκόμιση βεβαίωσης εξόφλησης ή διακανονισμού οφειλών των Τ.Α.Α. ή A.A.E. … Σε περίπτωση μη ύπαρξης οφειλής … προσκομίζεται στην Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου του Τ.Α.Α. ή της Α.Α.Ε. περί μη οφειλής, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής».
[21] ΣτΕ 1596/2004, σκέψη 10.
[22] ΣτΕ 4240/2015, σκέψεις 3 και 7.
[23] Σκέψη 9 της απόφασης ΔΕφΑθ 86/2020.
[24] Προς επίρρωση του συμπεράσματος για τον εκτελεστό χαρακτήρα της απόφασης της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, θα μπορούσε να γίνει μνεία της απόφασης ΣτΕ 96/2003, με την οποία το Δικαστήριο αντιμετώπισε παρεμφερές νομικό ζήτημα, σε διαφορετικό, βεβαίως, πεδίο. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, «κατά την άσκηση της αρμοδιότητας εξετάσεως παραπόνων ή αιτήσεων κατά την διάταξη του εδαφίου ιγ΄ της παρ. 1 του άρθρου 19 του Ν. 2472/1997, έχει την δυνατότητα να διερευνά και ελέγχει σχετικώς την συγκεκριμένη υπόθεση και να διαπιστώνει, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωση, παραβάσεις του Νόμου από την επεξεργασία δεδομένων, εκδίδοντας εκτελεστή διοικητική πράξη». Κατά το μέρος που άσκησε την προβλεπόμενη στον νόμο αρμοδιότητά της και, με σχετική πράξη της, «διαπίστωσε τελικώς, κατά τρόπο δεσμευτικό για την Διοίκηση, ότι παραβιάσθηκε η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, η εν λόγω πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα και είναι παραδεκτώς προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως». Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν επικράτησε η αντίθετη γνώμη (μειοψηφία ενός Συμβούλου), κατά την οποία, «η διαπίστωση από την Αρχή της παραβάσεως της ποινικής διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 δεν είναι αυτοτελής και δεν ρυθμίζεται, κατά νόμο, με αυτή μια συγκεκριμένη περίπτωση διοικητικού δικαίου με εξωτερικές έννομες συνέπειες και άμεση ισχύ. Η διαπίστωση από την Αρχή της διαπράξεως του κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 αδικήματος σχετίζεται λογικά και νομικά με την διαβίβαση με την προσβαλλομένη της υποθέσεως, για τον λόγο αυτόν, στον Εισαγγελέα. Αυτήν την κατά τον νόμο αρμοδιότητα, δηλαδή την αρμοδιότητα της διαβιβάσεως της υποθέσεως στον Εισαγγελέα, άσκησε η Διοίκηση, ….. Εν όψει των ανωτέρω, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, η προσβαλλομένη δεν έχει τον χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξεως, αλλά εντάσσεται στην προδικασία της ποινικής δίκης…». Διαφορετικός είναι ο νομικός χαρακτηρισμός και η δικονομική αντιμετώπιση της απλής διατύπωσης γνώμης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρος επί του ερωτήματος που της έθεσε το Ειρηνοδικείο ενόψει άσκησης δικής του αρμοδιότητας (ΣτΕ 3212/2003, με μειοψηφία)
[25] ΣτΕ 1596/2004: κατά την παρ. 3 του άρθρου 77Α του ν. 2725/1999, η αρμοδιότητα αποβολής Π.Α.Ε. από το αρξάμενο πρωτάθλημα δεν ανήκε στην εκδούσα την ανακλητική πράξη Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού, αλλά στο “δικαιοδοτικό όργανο”, κατόπιν διαβιβάσεως προς αυτό της σχετικής εκθέσεως της εν λόγω Επιτροπής. Περιεχόμενο της προσβαλλομένης πράξεως δεν είναι η αποβολή της ΠΑΕ από το αρξάμενο πρωτάθλημα, αλλά μόνο η ανάκληση του χορηγηθέντος πιστοποιητικού. Δεν ασκεί επιρροή επί της νομιμότητος της προσβαλλομένης ανακλητικής πράξεως, το ζήτημα αν επηκολούθησε ή όχι η διαβίβαση σχετικής εκθέσεως στο οικείο “δικαιοδοτικό όργανο”.
[26] Το οποίο επιγράφεται «Ρήτρα διαιτησίας-Σύμβαση προσχώρησης».
[27] Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, στη δικαιοδοσία των ανωτέρω οργάνων υπάγονται μόνον οι αγωνιστικές διαφορές. Αντιθέτως, όπως ήδη έχει εκτεθεί, διαφορές που ανακύπτουν από την αμφισβήτηση αποφάσεων οργάνων της Διοίκησης (όπως εν προκειμένω η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού που συνιστά συλλογικό όργανο της Διοίκησης), οι οποίες εκδίδονται κατ’ ενάσκηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος εποπτείας (κυρωτικές, ελεγκτικές και αδειοδοτικές αρμοδιότητες) του Κράτους επί του Αθλητισμού και κατ’ εφαρμογή της αθλητικής νομοθεσίας, υπάγονται, ως εκτελεστές διοικητικές πράξεις, στην ακυρωτική αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
[28] Άρθρο 5 παρ. 4. Σημειώνεται, πάντως, ότι υπάρχουν και αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών επί αγωγής ακύρωσης κατά αποφάσεων της Επιτροπής Εφέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 897 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Φουστούκος), ΕρμΚΠολΔ 2 (2000), σ. 1682 επ.). Επιπλέον, το άρθρο 59 του καταστατικού της FIFA επιτρέπει την προσφυγή στην τακτική Δικαιοσύνη όταν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και δημόσια τάξη.
[29] ΣτΕ 3636/1994, 1199/2005.
[30] Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης (-Κονδύλης), ΕρμΣυντ (2017) άρθ. 8 αρ. 33, 34.
[31] M.Σταθόπουλου, Ζητήματα δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου από αθλητικές διαφορές, ΝοΒ 1986, σ. 525 επ. Για τον παλαιότερο προβληματισμό και τους δισταγμούς ως προς τη δυνατότητα υπαγωγής διοικητικών διαφορών στη διαιτησία βλ. αναλυτικά Β. Σκουρή, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 1996, σελ. 195-201. Με την απόφαση ΑΕΔ 24/1993κρίθηκε ότι η συνταγματική διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 επιτρέπει τη νομοθετική πρόβλεψη της προσφυγής στη διαιτησία ακόμη και στην περίπτωση των φορολογικών διαφορών, στις αρμοδιότητες όμως του διαιτητικού δικαστηρίου δεν εντάσσεται η ακύρωση διοικητικής πράξης επιβολής φορολογικού βάρους, καθόσον η εξουσία αυτή ανήκει αποκλειστικά και μόνο στα δικαστήρια της διοικητικής δικαιοσύνης. Έκτοτε και το Συμβούλιο της Επικρατείας αναγνωρίζει γενικά τη δυνατότητα Διοίκησης και διοικουμένων να υπάγουν σε διαιτησία φορολογικές ή άλλες διαφορές (κυρίως από Σύμβαση) (ΣτΕ 586-588/2015, 752/2008, 1199/2005, 3106/20007μ, 3636, 889/1994 7μ).
[32] Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης (-Τσιρωνάς), ΕρμΣυντ (2017) άρθ. 89 αρ. 37.
[33] Βλ. ενδεικτικά Κ. Ρέμελη, Νομική φύση των πειθαρχικών αθλητικών διαφορών, Αρμενόπουλος 1994, σ. 101 (106), με πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές.
[34] ΣτΕ 3011/2009, σκέψη 4.
[35] Βλ. τον προβληματισμό των Ι. Δεληγιάννη/Β. Σκουρή, Νομική φύση του αθλητικού δικαστή και νομιμότητα της πειθαρχικής εξουσίας του, Αρμενόπουλος, 1986, σ. 580 (585), όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των οργάνων αυτών ως οργάνων ιδιωτικού δικαίου.
[36] Επιβάλλεται, βεβαίως, η επισήμανση ότι εν προκειμένω οι δικαστές αυτοί δεν ενεργούν ως κρατικοί λειτουργοί, αλλά ως διαιτητές στο πλαίσιο της «αθλητικής» δικαιοταξίας και ενόψει μιας «ιδιωτικής» επίλυσης διαφορών.
[37] Κατά συνέπεια αποκλείεται ο χαρακτηρισμός τους ως διοικητικών αρχών, όπως με πειστική επιχειρηματολογία δέχονται οι Ι. Δεληγιάννης/Β. Σκουρής, Νομική φύση του αθλητικού δικαστή και νομιμότητα της πειθαρχικής εξουσίας του, όπ. π., σ. 591 και ο Κ. Ρέμελης, Νομική φύση των πειθαρχικών αθλητικών διαφορών, όπ. π., σ. 106.
[38] Κ. Ρέμελη, Νομική φύση των πειθαρχικών αθλητικών διαφορών, όπ. π., σ. 107.
[39] Σ. Λύτρα, Το πειθαρχικό φαινόμενο στο σύγχρονο ελληνικό δημόσιο δίκαιο, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1989, σ. 220
[40] Το οποίο επιγράφεται «Mέτοχοι, Περιορισμοί στην απόκτηση μετοχών, Απαγόρευση πολυϊδιοκτησίας».
[41] Σημειώνεται ότι πριν από την πρόσφατη τροποποίηση της ως άνω διάταξης, αυτή προέβλεπε, στην αρχική της διατύπωση, ότι «[σ]ε περίπτωση κατά την οποία παραβιασθεί κάποια από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού με υπαιτιότητα οργάνων της Α.Α.Ε., η ομάδα της αποβάλλεται από το πρωτάθλημα, με απόφαση του οικείου δικαιοδοτικού οργάνου, το οποίο επιλαμβάνεται ύστερα από έκθεση της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού ή μετά από προσφυγή όποιου έχει έννομο συμφέρον.».
[42] Για την αποστολή και τη χρησιμότητα των συλλογικών οργάνων στη Δημόσια Διοίκηση, ή άλλως τα πλεονεκτήματα της συλλογικής αρχής, λόγω ακριβώς των εξειδικευμένων γνώσεων των μελών των οργάνων αυτών, βλ., ενδεικτικά, Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 2012, αρ. περ. 951 επ.
[43] Ο νομοθέτης υπήγαγε ρητά, με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 3900/2010, στην ακυρωτική αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων την εκδίκαση των διαφορών που αναφύονται από την έκδοση διοικητικών πράξεων κατ’ εφαρμογή της αθλητικής νομοθεσίας.
[44] Εγκρίθηκε στην υπ’ αριθ. 45 συνεδρίαση της 13/08/2019 συνεδρίαση της ΕΕΘ της ΕΠΟ.
[45] Πρβλ. ΣτΕ 96/2003.
[46] Βλ. απόφαση CAS, σκέψη 169.
[47] Σκέψη 9 της απόφασης.
[48] Άρθρο 20 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Βλ. και ΣτΕ 2450, 1303/2012, 3975, 625/2011, 2397, 1422/2010, 4154, 2792, 817/2009, 3897/2004.
[49] ΣτΕ 3975/2011, 870/2010. Βλ. Β. Γκέρτσου/Ε. Πρεβεδούρου/Δ. Πυργάκη (Ρ. Παρλάτζα), Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019, Άρθρο 20, αρ. περ. 55, 60.
[50] Ε. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, αρ. περ. 135.
[51] Βλ. απόφαση CAS, σκέψη 162.
[52] Εντελώς διαφορετικά νομικά προβλήματα εγείρει η διαδικασία επιβολής ποινών από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, βάσει του κανονισμού λειτουργίας της, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της απόφασης ΣτΕ Ολ 1297/2011. Η απόφαση αυτή επέλυσε το ζήτημα του επιτρεπτού της διάσπασης της άσκησης της αρμοδιότητας επιβολής προστίμου για παράβαση της νομοθεσίας περί ελευθέρου ανταγωνισμού με την έκδοση χωριστών αποφάσεων: μιας περί στοιχειοθετήσεως της παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού και άλλης περί επιβολής τού ενδεδειγμένου προστίμου. Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου δέχθηκε ότι ούτε από τις διατάξεις που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής Ανταγωνισμού ούτε από άλλη διάταξη ή γενική αρχή τού δικαίου επιβάλλεται να γίνεται με την ίδια πράξη τόσο η διαπίστωση της στοιχειοθέτησης της παράβασης όσο και η επιβολή τού προσήκοντος σε αυτήν προστίμου. Η έκδοση, συνεπώς, σε συγκεκριμένη περίπτωση διακεκριμένων πράξεων (για την παράβαση και το πρόστιμο, αντιστοίχως) δεν συνιστά, καθ’ εαυτήν, παράβαση της διαδικασίας. Εννοείται, βεβαίως, ότι για καθεμιά από τις πράξεις αυτές πρέπει να πληρούνται όλες οι σχετικές διαδικαστικές προϋποθέσεις (εισήγηση, κλήση, συζήτηση κ.λπ.), ώστε, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζεται το δικαίωμα των εγκαλουμένων να υπερασπίζονται αποτελεσματικά την υπόθεσή τους τόσο στο στάδιο της κατηγορίας όσο και σ’ εκείνο τής επιβολής τής κυρώσεως. Η παραπάνω συλλογιστική, παρά τις ομοιότητες που εμφανίζει με την υπό εξέταση περίπτωση, δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω. Πράγματι, η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι εξοπλισμένη με νομική προσωπικότητα ανεξάρτητη διοικητική αρχή, της οποίας οι διοικητικές πράξεις υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο και μάλιστα ουσίας, με την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Αντίθετα, οι αθλητικές διαφορές του άρθρου 69 του Ν. 2725/1999, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων. Μόνον οι διαφορές από την αμφισβήτηση πράξεων της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού που εκδόθηκαν κατ’ ενάσκηση των προβλεπόμενων, μεταξύ άλλων και στο άρθρο 69 του Ν. 2725/1999, αρμοδιοτήτων της υπόκεινται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως ακυρωτικές διαφορές. Κατά συνέπεια, διάσπαση της πειθαρχικής αρμοδιότητας σε διάγνωση της παράβασης, αφενός, και κολασμό, αφετέρου, σε συνδυασμό με την τυχόν δέσμευση του δικαιοδοτικού οργάνου που επιβάλλει την ενδεδειγμένη ποινή από τις διαπιστώσεις στοιχειοθέτησης της παράβασης στις οποίες κατέληξε διοικητικό όργανο συνεπάγεται απομείωση της δικαστικής προστασίας.
[53] Σκέψη 158 της απόφασης του CAS.
[54] Συναφώς Β. Σκουρή, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 1996, σελ. 156 επ. και Κ. Ρέμελη, Νομική φύση των πειθαρχικών αθλητικών διαφορών, όπ.π., σ. 106.
[55] Πληρέστερη είναι η δικαστική προστασία που παρέχεται με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής αντί της αίτησης ακύρωσης. Ενώ με την αίτηση ακύρωσης το δικαστήριο περιορίζεται στην ακύρωση μιας πράξης για λόγους εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητας, με την προσφυγή διαμορφώνει την εμπειρική πραγματικότητα όπως συνάδει στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανάλογα και με το αίτημα. Έτσι Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης (-Σοϊλεντάκης), ΕρμΣυντ (2017) άρθ. 20 αρ. 16.
[56] To ενδεχόμενο αυτό επισημαίνει και το ίδιο το CAS, σκέψη 176 της απόφασής του.
[57] Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης (-Σοϊλεντάκης), ΕρμΣυντ (2017) άρθ. 20 αρ. 15-23
[58] Σκέψη 173 της απόφασης του CAS.
[59] Βλ. σκέψη 180 της απόφασης του CAS.
[60] Βλ. σκέψη 180 της απόφασης του CAS.
[61] Η εν λόγω αναπομπή περιλαμβάνεται στην έννοια της έγκρισης. Βλ. συναφώς Μ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των διοικητικών πράξεων, Αθήνα, 1982, σ. 124, 226-227· Επ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, αρ. περ. 141.
[62] Σκέψη 181 της απόφασης του CAS.
[63] Βλ. σκέψη 180 της απόφασης του CAS, το οποίο κάνει λόγο για “reasonable and appropriate balance”, στην περίπτωση που τα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ έχουν τη διακριτική ευχέρεια (discretion) να αποφασίσουν αν θα ακολουθήσουν ή όχι τις διαπιστώσεις της ΕΕΑ.
[64] Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ξ. Κοντιάδης, Η πολυϊδιοκτησία στο ποδόσφαιρο. Ένα ανοικτό θεσμικό ζήτημα, syntagma watch, 26/2/20201, μολονότι εκκινεί από διαφορετική αφετηρία, δηλαδή την ενίσχυση της θέσης και των αρμοδιοτήτων της ΕΕΑ.