Η αντιμετώπιση των πλημμυρικών κινδύνων αποτελεί μια από τις πιο επείγουσες προκλήσεις της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής και της αυξανόμενης συχνότητας έντονων καιρικών φαινομένων. Το νομικό πλαίσιο για την αξιολόγηση και διαχείριση των πλημμυρών διαμορφώνεται από έναν συνδυασμό εθνικών και ευρωπαϊκών διατάξεων, με κύριο στόχο τη μείωση των κινδύνων για την ανθρώπινη ζωή, τις περιουσίες και τα οικοσυστήματα.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2007/60/ΕΚ για την αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας θέτει τη βάση για τη συστηματική διαχείριση των πλημμυρικών φαινομένων στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής, κάθε κράτος-μέλος οφείλει να εκπονήσει τρία βασικά στάδια δράσης: την προκαταρκτική αξιολόγηση των πλημμυρικών κινδύνων, τη σύνταξη χαρτών επικινδυνότητας και κινδύνων πλημμύρας, και την κατάρτιση σχεδίων διαχείρισης πλημμυρών. Τα σχέδια αυτά πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα πρόληψης, προστασίας και ετοιμότητας, ενσωματώνοντας τόσο διαρθρωτικές όσο και μη διαρθρωτικές παρεμβάσεις.
Στην Ελλάδα, η ενσωμάτωση της οδηγίας έλαβε χώρα με βάση τις σχετικές κανονιστικές πράξεις. Η Γενική Γραμματεία Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, σε συνεργασία με τις αρμόδιες περιφερειακές αρχές, έχει την ευθύνη για την εφαρμογή της οδηγίας, ενώ το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας λειτουργεί ως κεντρικός μηχανισμός συντονισμού. Οι χαρτογραφήσεις επικινδυνότητας που εκπονήθηκαν για κάθε λεκάνη απορροής ποταμού καταγράφουν τις περιοχές υψηλού κινδύνου και προσφέρουν τα απαραίτητα δεδομένα για την προτεραιοποίηση των μέτρων διαχείρισης.
Ο Νόμος 3199/2003 παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση των πλημμυρικών κινδύνων, καθώς ενσωματώνει βασικές αρχές και μηχανισμούς για την πρόληψη και αντιμετώπιση των πλημμυρών, στο πλαίσιο μιας συνολικής πολιτικής για την προστασία και διαχείριση των υδάτων. Παρόλο που ο κύριος στόχος του νόμου είναι η εφαρμογή της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τα ύδατα, οι διατάξεις του συνδέονται άμεσα με την Οδηγία 2007/60/ΕΚ για την αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας, η οποία ενσωματώθηκε μεταγενέστερα στο ελληνικό δίκαιο και εδράζεται πάνω στις βασικές αρχές του Ν. 3199/2003.
Ο Νόμος 3199/2003 εστιάζει στη διαχείριση των λεκανών απορροής ποταμών, μια προσέγγιση που είναι κρίσιμη για την αντιμετώπιση των πλημμυρών. Η χωρική διάσταση της διαχείρισης των υδάτων μέσω των λεκανών απορροής παρέχει τη δυνατότητα για μια ολοκληρωμένη και συντονισμένη αντιμετώπιση των προβλημάτων που σχετίζονται με τις πλημμύρες, λαμβάνοντας υπόψη τόσο φυσικούς όσο και ανθρωπογενείς παράγοντες. Ειδικότερα, ο νόμος προβλέπει:
1. Αξιολόγηση των κινδύνων πλημμύρας: Ο νόμος καθορίζει την υποχρέωση για συστηματική παρακολούθηση και αξιολόγηση των υδατικών συστημάτων, με στόχο τον εντοπισμό περιοχών υψηλού κινδύνου. Η προκαταρκτική αξιολόγηση κινδύνου αποτελεί το πρώτο βήμα για τη σύνταξη στρατηγικών που εστιάζουν στην πρόληψη και διαχείριση των πλημμυρικών φαινομένων.
2. Σύνταξη και εφαρμογή Σχεδίων Διαχείρισης Υδάτων: Τα σχέδια αυτά αποτελούν βασικό εργαλείο του νόμου, ενσωματώνοντας μέτρα για τη μείωση του πλημμυρικού κινδύνου. Περιλαμβάνουν δράσεις που σχετίζονται με τη φυσική διαχείριση των λεκανών απορροής, τη συντήρηση των υδατικών συστημάτων και την αποκατάσταση φυσικών απορροών.
3. Προστασία φυσικών οικοσυστημάτων: Η προστασία και διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων που σχετίζονται με τα υδατικά συστήματα, όπως υγροτόπων και πλημμυρικών πεδίων, θεωρείται κρίσιμη για την απορρόφηση και καθοδήγηση των υδάτων σε περιπτώσεις έντονων καιρικών φαινομένων.
4. Συνεργασία και συντονισμός: Ο νόμος προβλέπει τη συνεργασία μεταξύ διαφορετικών επιπέδων διακυβέρνησης (κεντρικό κράτος, περιφέρειες, δήμοι) και υπηρεσιών, όπως οι δασικές και οι υδρολογικές υπηρεσίες, για την αποτελεσματική πρόληψη και διαχείριση των πλημμυρών.
Παρά τις προαναφερθείσες προβλέψεις, η εφαρμογή του νόμου έχει αντιμετωπίσει ορισμένα πρακτικά προβλήματα. Η έλλειψη πλήρους χαρτογράφησης των λεκανών απορροής, η ανεπαρκής συντήρηση των υποδομών, η αστικοποίηση και η απουσία συντονισμένης δράσης μεταξύ των αρμόδιων φορέων έχουν περιορίσει την αποτελεσματικότητα της πρόληψης των πλημμυρών.
Ωστόσο, το θεσμικό πλαίσιο αντιμετωπίζει ορισμένες προκλήσεις στην εφαρμογή του. Η αστικοποίηση, η ανεπαρκής χωροταξική πολιτική και η καταπάτηση των φυσικών απορροών αποτελούν μείζονα εμπόδια για την αποτελεσματική διαχείριση των πλημμυρών. Επιπλέον, η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των διαφόρων επιπέδων διακυβέρνησης και η περιορισμένη χρηματοδότηση για έργα πρόληψης εντείνουν τα προβλήματα. Σε αρκετές περιπτώσεις, η εστίαση παραμένει στη διαχείριση των συνεπειών των πλημμυρών, αντί της πρόληψης.
Παναγιώτης Γαλάνης,
Δικηγόρος, ΔΝ, Μεταδιδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ