Τον Σεπτέμβριο του 2023 αποφασίζεται αιφνιδίως, με πρωτοβουλία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η τοποθέτηση νέων μελών στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Αρμόδια για την απόφαση αυτή είναι η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, που αποφασίζει με πλειοψηφία των 3/5 κατ’ άρθ. 101A Συντ. Επειδή, όμως, οι τότε συμπράττουσες πολιτικές δυνάμεις της ΝΔ και της Ελληνικής Λύσης δεν αριθμούσαν τα τουλάχιστον 3/5 που απαιτεί το Σύνταγμα, ήτοι 17 από τα 27 μέλη της Διάσκεψης, αλλά 16, επιλέχθηκε η –αντίθετη προς το Σύνταγμα– ερμηνευτική εκδοχή της στρογγυλοποίησης των 3/5 προς τα κάτω – κατ’ ουσίαν, μία εκδοχή ερμηνείας του Συντάγματος με βάση τον Κανονισμό της Βουλής, και όχι το αντίστροφο όπως είναι το ορθό και επιβεβλημένο. Εν συνεχεία, εκδόθηκαν ταχύτατα και οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις.
Το σοβαρό αυτό ζήτημα ήχθη στο ΣτΕ, κατόπιν υποβολής αιτήσεως ακυρώσεως από τον ΔΣΑ. Δυστυχώς, η Ολομέλεια του ΣτΕ, με τις υπ’ αρ. 1639 & 1641/2024 αποφάσεις της, επέλεξε, κατά πλειοψηφία, να μην εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, αλλά να απορρίψει την αίτηση σε επίπεδο παραδεκτού, επικαλούμενη έλλειψη εννόμου συμφέροντος του ΔΣΑ, επισείοντας δε τον γενικότερο κίνδυνο διάνοιξης του δρόμου σε «λαϊκές αγωγές». Πάντως, σημαντική μειοψηφία στις αποφάσεις αυτές ορθοτόμησε τον λόγο του δικαίου – προς τιμήν της.
Για το εσφαλμένο της κρίσης της πλειοψηφίας αρκεί να υπογραμμιστούν εδώ τα ακόλουθα:
Πρώτον, η ενεργητική νομιμοποίηση του ΔΣΑ για τέτοια μείζονα θεσμικά ζητήματα προκύπτει ευθέως από το άρθ. 90 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), το οποίο ορίζει ότι στις αρμοδιότητες των Δικηγορικών Συλλόγων ανήκει, μεταξύ άλλων, «η υπεράσπιση των αρχών και κανόνων του κράτους δικαίου» και «η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων […] για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος». Κατά το ίδιο άρθρο, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να ασκούν και αιτήσεις ακυρώσεως σε σχέση με τα προαναφερόμενα θέματα.
Δεύτερον, το –δικαιοπολιτικό– επιχείρημα της πλειοψηφίας περί του κινδύνου «θραύσης του υδατοφράκτη» (floodgates argument), ότι δηλ. αν γινόταν εδώ δεκτό το έννομο συμφέρον του ΔΣΑ, θα άνοιγε ο δρόμος για πλημμυρίδα «λαϊκών αγωγών», ελάχιστα πείθει. Το ΣτΕ έχει ήδη δεχθεί κατά τα παρελθόν διευρυμένο έννομο συμφέρον του ΔΣΑ, όπως προεχόντως για την ακύρωση των πράξεων εφαρμογής του Μνημονίου (ΟλομΣτε 668/2012) ή πράξεων γενικότερου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος (ενδεικτ. ΣτΕ 1984/2017).
Τρίτον, εφόσον σε μία τέτοια περίπτωση δεν νομιμοποιείται να προσφύγει ο ΔΣΑ ή κάποιος άλλος αντίστοιχος θεσμικός φορέας, δημιουργείται ο κίνδυνος ενός δικαστικού ανέλεγκτου τέτοιων αποφάσεων (βλ. και Α.Μεταξά, SyntagmaWatch, 21.11.24). Υπ’ αυτό δε το καθεστώς, μία εντελώς απροσχημάτιστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί, μελλοντικά, λ.χ. να αγνοήσει πλήρως τα 3/5 και να προβεί ανοιχτά σε διορισμό με απλή πλειοψηφία κοκ.
Εν κατακλείδι, σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα συνταγματικής νομιμότητας, ο Ανώτατος Δικαστής δεν μπορεί να αποφεύγει την αντιμετώπιση της ουσίας, επιστρατεύοντας δικονομικές προφάσεις. Ένα «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» δεν προσήκει σε ένα Ανώτατο Δικαστήριο με την παράδοση του ΣτΕ, που είναι βασικό θεσμικό αντίβαρο έναντι των αυθαιρεσιών της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας.
Αντιθέτως, έχει αποστολή να διαφυλάξει το συμφέρον του κράτους δικαίου, που είναι και το υπέρτατο έννομο συμφέρον σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία. Εάν δεν το πράξει, τότε αίρει το ίδιο τους φραγμούς για μία πολιτική εξουσία που αυθαιρετεί. Και τότε ακριβώς είναι που μπορεί να πραγματωθεί ο κίνδυνος της πλημμυρίδας: όχι όμως πλέον δικαστικών προσφυγών, αλλά αυθαιρεσιών της πλειοψηφίας.
Αντώνης Γ. Καραμπατζός
Καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ
[Δημοσιεύτηκε σε ελαφρώς διαφορετική εκδοχή στην εφημ. Τα Νέα της 26.11.24]