Το Σύνταγμα και η πολιτική αυτονομία

Ο Τ. Βιδάλης αναλύει τη σχέση μεταξύ Συντάγματος και πολιτικής αυτονομίας, με αφορμή την κοινωνική αφύπνιση στην υπόθεση των Τεμπών, εξετάζοντας την αυξανόμενη δυσπιστία των πολιτών προς τους θεσμούς και τα πολιτικά κόμματα, καθώς και τις εναλλακτικές μορφές πολιτικής έκφρασης πέρα από το κομματικό σύστημα

Η εντυπωσιακή αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας στην υπόθεση των Τεμπών έχει δύο πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά. Αφ’ ενός κύριο αίτημα είναι η απονομή δικαιοσύνης επειδή η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών δεν τη θεωρεί αυτονόητη σήμερα, δυσπιστώντας στους θεσμούς. Αφ’ ετέρου το αίτημα αυτό προβάλλεται ευθέως από τους πολίτες που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις, αδιαμεσολάβητο από κόμματα.

Και τα δύο χαρακτηριστικά εκφράζουν μια θεμελιώδη πολιτική στάση της κοινωνίας, που πλέον δεν μπορεί να θεωρείται «αδιάφορη» ή «παθητική». Η δυσπιστία στους θεσμούς υποδηλώνει ότι οι τελευταίοι δεν λειτουργούν ομαλά, παρά το αφήγημα που κυριάρχησε σε όλη τη μεταπολίτευση και επαναλαμβάνεται μονότονα στη «γιορτή της δημοκρατίας», στην επέτειο του Πολυτεχνείου, κ.ο.κ. Η δυσπιστία αυτή, όμως, επεκτείνεται πέρα από τη δικαστική λειτουργία και στο πολιτικό σύστημα. Τα κόμματα –«συστημικά» ή μη- αποδείχθηκε ότι δεν είχαν τα αντανακλαστικά για να καταλάβουν εκείνο που προετοιμαζόταν επί δύο χρόνια. Τώρα μοιάζουν να σύρονται από τις εξελίξεις, χωρίς να είναι σε θέση να εμπνεύσουν -πολύ περισσότερο να ηγηθούν. Έτσι, οι διαμαρτυρίες του κυβερνώντος κόμματος για την «εργαλειοποίηση» του δυστυχήματος από τους αντιπάλους του είναι εκτός τόπου και χρόνου, αφού κόμματα του 10 και του 15% και να ήξεραν, δεν θα μπορούσαν να εργαλειοποιήσουν απολύτως τίποτε από ένα, πρωτοφανές για τα δεδομένα της νεώτερης Ελλάδας, κίνημα: δεν ακούγονται καν, μέσα στον παλμό του. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε βάσιμα ότι οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες απόδοσης πολιτικής ευθύνης (πρόταση δυσπιστίας) ή διερεύνησης ποινικών ευθυνών (προανακριτική) ακόμη και αν καταλήξουν κάπου -πράγμα αβέβαιο-, θα μοιάζουν πολύ αδύναμες για να εκτονώσουν το μήνυμα των δρόμων. Στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγήσουν σε εκλογές και αδυναμία σχηματισμού μονοκομματικής κυβέρνησης ή θα στείλουν δεύτερης σειράς πολιτικά πρόσωπα στη δικαιοσύνη, με κατηγορίες απολύτως αναντίστοιχες προς την έκταση και το βάθος του συλλογικού τραύματος.

Τα παραπάνω θέτουν με έμφαση ένα ερώτημα: μπορεί η πολιτική αυτονομία να εκφράζεται συλλογικά με μονιμότερες μορφές έξω από κόμματα; Δεν μιλάμε εδώ ούτε για την αποχή, το λευκό ή το άκυρο στις εκλογές, που είναι μια ατομική έκφραση, ούτε για την άσκηση των δικαιωμάτων του συνέρχεσθαι ή του συνδικαλισμού που αφορούν είτε πρόσκαιρη συλλογική έκφραση είτε μη πολιτική δραστηριότητα. Από τη διακριτή θέση που επιφύλαξε το Σύνταγμα του ’75 στα πολιτικά κόμματα, αλλά και τη συχνή αναφορά νομικών και πολιτικών στα «κύτταρα της δημοκρατίας» ή στην «αναγκαία προϋπόθεση» του κοινοβουλευτισμού, φαίνεται να υπονοείται ότι η πολιτική μας αυτονομία πρέπει να διαμεσολαβείται από κόμματα, περίπου αναγκαστικά, αν θέλουμε να «ακουγόμαστε». Διαφορετικά χαρακτηριζόμαστε «απολίτικοι», «αναρχικοί», «ανώριμοι», «ταραχοποιοί» κ.λπ., κάποιοι που σε κάθε περίπτωση είτε δεν παίρνουν την πολιτική σοβαρά είτε επιβουλεύονται τους θεσμούς.

Αυτή η ασφυκτική κομματοκεντρική αντίληψη της δημοκρατίας, δεν μπορεί στο εξής να πείσει, καθώς φαντάζει απελπιστικά συντεχνιακή. Όπως οι συντεχνίες στο Μεσαίωνα δεν άφηναν κανέναν να δημιουργεί πλούτο έξω από το σύστημά τους, έτσι και η αντίληψη αυτή θέλει τα κόμματα να μην αφήνουν καμιά πολιτικά σημαντική δράση έξω από το δικό τους σύστημα. Η «συμμετοχή στην πολιτική ζωή της Χώρας» (άρθ. 5 Συντ.) δεν είναι λογικά αντιληπτή μόνο μέσω των πολιτικών κομμάτων, αλλά απλώς -μεταξύ πολλών άλλων μορφών- και μέσω αυτών. Πολύ περισσότερο, το καταλαβαίνουμε αυτό από το δικαίωμα της αντίστασης (άρθ. 120 Συντ.) «με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει [το Σύνταγμα] με τη βία», η άσκηση του οποίου έχει νόημα κατά κανόνα εκτός κομμάτων.

Η μεταπολιτευτική εμπειρία πενήντα χρόνων δικαιολογεί οπωσδήποτε μια ριζική κριτική στο κομματικό μας σύστημα. Ξεκινώντας με τις καλύτερες ιστορικά προϋποθέσεις για την εξέλιξη της δημοκρατίας, τα κόμματα εξουσίας αφ’ ενός λειτούργησαν παρεκβατικά, φτάνοντας ουσιαστικά να υποκατασταθούν ως κύριοι θεσμοί στη θέση των άμεσων οργάνων του κράτους, επηρεάζοντας άμεσα ή έμμεσα τη λειτουργία των τελευταίων. Το έκαναν είτε διαιωνίζοντας ένα παραδοσιακό πελατειακό σύστημα είτε φροντίζοντας να διαπραγματεύονται με ολιγάρχες ή ομάδες συμφερόντων, για την εξυπηρέτηση αμοιβαίων ιδιοτελειών. Τα συσσωρευμένα χρέη τους ίσως είναι το λιγότερο σημαντικό στη μεγάλη εικόνα του ρόλου τους. Τα κόμματα διαμαρτυρίας, πάλι, λειτούργησαν ουσιαστικά σαν αυτοαναπαραγόμενοι στατικοί οργανισμοί για τη συντήρηση των επαγγελματικών τους στελεχών, χωρίς να διακινδυνεύουν τίποτε, ιδίως σε εποχές κρίσεων.

Οι μονιμότερες εκφράσεις πολιτικής αυτονομίας των πολιτών δεν μπορεί να συρρικνώνονται σε ένα τέτοιο ασφυκτικό τοπίο. Το Σύνταγμα τις θέλει να το ξεπερνούν, όταν οι εποχές το απαιτούν, έστω για να δώσει μια ευκαιρία στην ανανέωση των κομμάτων. Ειδικά ως προς το τελευταίο, ας δούμε πάλι το άρθρο 29: αν η «οργάνωση» των κομμάτων αφορά τα εσωτερικά τους, η «δράση» τους (που επίσης «οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος») σχετίζεται με την διαρκή ευαισθησία στο σφυγμό της κοινωνίας και την αυθεντική έκφρασή του – όχι με τον σημερινό αυτισμό τους.

Πώς θα εκφραστεί μονιμότερα αυτή η εκτός κομμάτων αυτονομία και τι εναλλακτικές μορφές μπορεί να πάρει ακόμη δεν το ξέρουμε, δεν θα μπορούσε να μας το πει το Σύνταγμα άλλωστε. Αλλά εδώ θα κριθεί το αποτύπωμα της βουβής οργής μιας ολόκληρης κοινωνίας που φαίνεται να ξυπνάει επιτέλους.

Τάκης Βιδάλης
Συνταγματολόγος

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Το «νέο» άρθρο 16 του Συντάγματος, η ακαδημαϊκή ελευθερία και η εργασιακή σχέση των καθηγητών στα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Ο Γιάννης Τασόπουλος γράφει για την ακαδημαϊκή ελευθερία και το καθεστώς εργασίας των καθηγητών στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, εν όψει της ψήφισης του ν/σ.

Περισσότερα

Η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου και η επιμονή παραβίασής του

Με αφορμή την απόφαση του πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (07.10), ο Κώστας Μποτόπουλος υπενθυμίζει την έννοια της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου και τη σημασία της για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Περισσότερα

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ